Στο σταθμό ένα φθινοπωρινό πρωί-ΤΖΟΖΟΥΕ ΚΑΡΝΤΟΥΤΣΙ

Στο σταθμό ένα φθινοπωρινό πρωί-ΤΖΟΖΟΥΕ ΚΑΡΝΤΟΥΤΣΙ

Σαν σήμερα, το 1907, φεύγει από τη ζωή ο Νομπελίστας  Ιταλός ποιητής Τζοζουέ Καρντούτσι. Το "Στο σταθμό ένα φθινοπωρινό πρωί", ένα ποίημα με γλαφυρές εικόνες, σαν πίνακας ζωγραφικής!

Στο σταθμό ένα φθινοπωρινό πρωί -ΤΖΟΖΟΥΕ ΚΑΡΝΤΟΥΤΣΙ 

Ω τα φανάρια εκείνα πώς ξετρέχονται
Ράθυμα πίσω από τα δέντρα, ανάμεσα
Στα κλωνιά η βροχή που μουσκεύει,
Και το φως τους χασμούνται στη λάσπη!

Αψιά, γοερή, στριγγιά σφυρίζ' η ατμάμαξα
Εκεί σιμά . ο ουρανός μολυβοχρώματος
Κ' η αυγή του φθινοπώρου μοιάζει
Στα τριγύρω σα φάσμα τεράστιο.

Πού και γιατί κινούν τα πλήθη αμίλητα,
Στα σκυθρωπά τ' αμάξια γιατί βιάζονται;
Για ποιους πόνους άγνωστους πάνε
Ή αγωνίες ελπίδας απόμακρης;

Κ' εσύ με συλλογή, Λίδια, στου εισπράχτορα
Την ξερή κοπή δίνεις το εισιτήριο,
Στο διώχτη καιρό τα ωραία χρόνια,
Τις χαρές τις γοργές και τις μνήμες.

Κουκουλωμένοι, μαύροι πάνε κ' έρχονται
Εμπρός από τα μαύρα τραίνα οι φύλακες
Σαν ίσκιοι. χλωμό έχουν φανάρι,
Και λοστούς σιδερένιους . τα φρένα

Τα σιδερένια αχούς αφήνουν πένθιμους
Μακριούς και μέσ' απ' της ψυχής τα τρίσβαθα
Μια ηχώ πονεμένη από πλήξη
Απαντά, σπαραγμός όπου μοιάζει.

Κ' οι θυρίδες χτυπούμενες στο κλείσιμο
Μοιάζουν σαν προσβολές η στερνή πρόσκληση
Σημαίνει γοργή σαν περγέλιο.
Η βροχή χοντρή πέφτει στα τζάμια.

Το τέρας πια, που νοιώθει τη μετάλλινη
Ψυχή του, σειέται, λέχει, φυσά, φλόγινα
Τα μάτια του ανοίγει . στα σκότη
Προκαλεί η σφυριξιά του τα πλάτη.

Το σκληρό τέρας πάει ΄στο απαίσιο τραίνο του
Φτεροκοπώντας οι έρωτές μου πηγαίνουνε.
Αχ, η όψη η λευκή, το ωραίο βέλο
Χαιρετώντας χάθηκαν στα σκότη.

Ω ροδαλό, χλωμό και γλυκό πρόσωπο,
Ω λαμπερά γαλήνια μάτια, ώ άσπιλο,
Λευκό και με χάρη σκυμμένο
Στα πυκνόσγουρα ανάμεσα, μέτωπο!

Στο αγέρι το χλιαρό η ζωή παλλότανε.
Παλλότανε το θέρος σαν μου γέλασαν.
Και ο ήλιος ο νιος του Ιουνίου
Να φιλεί φωτεινός εχαιρόταν,

Τις καστανές της κόμης τις ανταύγειες
Στις απαλές παρειές . σα φωτοστέφανο
Πιο ωραία τα όνειρά μου απ' τον ήλιο
Την εράσμια την όψη εκυκλώναν.

Μέσ' στη βροχή, στην καταχνά επιστρέφοντας
Τώρα, μ' αυτές επιθυμούσα να 'σμιγα.
Σα να 'χα μεθύσει τρεκλίζω,
Και μην έγινα φάντασμα ψαύομαι.

Ω, ποιο πέσιμο φύλλων ακατάπαυτο,
Βουβό, ψυχρό, βαρύ στην ψυχή αιστάνομαι!
Πιστεύω πως μόνο, πως πάντα,
Πως στον κόσμο παντού είμαι Νοέμβρης.

Γι' αυτόν το νόημα πώχασε της Ύπαρξης,
Η συννεφιά, η μαυρίλα αυτή καλύτερα.
Ποθώ, ναί, ποθώ να πλαγιάσω
Σε μια πλήξη που ατέλειωτη να 'ναι.

Μετάφραση: Γεράσιμος Σπαταλάς
Πηγές:Παγκόσμιος Ανθολογία Ποιήσεως Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά, Εκδόσεις Γ. Παπαδημητρίου, 1953
&  https://el.wikipedia.org



 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr