Στις 27 Αυγούστου 1829, οι πρώτοι Έλληνες φθάνουν στην Αυστραλία. Θα δούμε αποσπάσματα του θαυμάσιου ποιήματος "Σε μια ξένη πολιτεία" του Ισπανού ποιητή Μιγέλ ντε Ουναμούνο!
Σε μια ξένη πολιτεία- ΜΙΓΕΛ ΝΤΕ ΟΥΝΑΜΟΥΝΟ
Περνά το πλήθος ΄
δεν το γνωρίζω
δεν με γνωρίζει
Κάποιοι γελούν
κι άλλοι με μάτια είναι κλαμμένα,
κι από την ευθυμία τους δεν ξέρω
τίποτα κι απ'τη λύπη τους το ίδιο.
Πλανιέμαι μόνος
μέσα σε θάλασσ' απ'ανθρώπους
θάλασσα με βαθύ μυστήριο.
Με πλησιάζει ένας ζητιάνος
κάτι μου λέει που μόλις νιώθω
απλώνοντάς μου την παλάμη΄
τι μου ζητάει,άριστα ξέρω.
Ω χέρι ανθρώπινο, την ξέρω
την οικουμενική σου γλώσσα!
Ω χέρι αποχαιρετισμών και κόπων,
μάνα της τέχνης
και της κακίας
δόξα,ατιμία!
Ω χέρι ανθρώπου
όπου γελάς και κλαις
που κλαις κι ανοίγεις,
πότε με γελαστά ανοιχτά τα δάχτυλά σου
πότε με ρόγες χαύνες,διπλωμένες
στα τέσσερα
δίδυμες ρόγες στο ζυγό του αντίχειρα
υποταγμένες,
που οργισμένος τις προστάζει!
Ω χέρι ανθρώπου
γελαστό μου τ'απλώνει ο ζητιάνος τούτος
κι είναι το γέλιο του λυγμός
καθώς τα δάχτυλα ικετεύουν.
Το χέρι του ζητά ένα χέρι.
Αν του το δίναμε όλοι,
καθώς σε στρόβιλο χορού,ευτυχισμένος
ο Θεός θα'ταν.
.........................................................
Περνά τ'ανθρώπινο άνθος
μ'εύθυμα χρώματα που στον αγέρα
καθώς σημαίες σειούνται:
κόκκινο σαν της παπαρούνας
κίτρινο σαν των σπάρτων
γαλάζιο σαν τ'άγριου γαρίφαλου,
μαλλιά καθώς χρυσάνθεμα
μάτια που καιν στον πυρετό
σάρκα γυμνή στον ήλιο,μυρωδιές στυφές,
δάση ανθισμένα.
Το σαρκοβόρο ανθρώπινο λουλούδι
κοπρώνων άνθος
στις πολιτείες.
Εκείνο που βυζαίνει το μεδούλι
χαύνο, ασυνείδητο κι αμαρτωλό,
και στα βλέμματα ανάβει
του πόθου το δαυλό
αναστατώνοντας τη σάρκα.
Και θλιβεροί το δρόμο συνεχίζουν
δίχως να σταματήσουν.
Μα σταματούν ΄ γιατί γυρνούν
τα μάτια;
Ποιος τα φωνάζει
αφού μηδέ η φτώχεια
που απλώνει τρέμοντας ανθρώπου χέρι
μηδέ η ενσωματωμένη αγάπη
μηδέ και της ζωής η αυγή
κ' η όλο μυστήριο νύχτα,
μιας τους ματιάς δεν είναι άξια;
Κάποιος ντυμένος διάφορα, σε χρώματ'άλλα,
ξενοφερμένος μ'όψην οδοιπόρου,
πού απόμερος βαδίζει
και ματιές συγκομίζει
με το νου του, ποιος ξέρει, σε ποια χώματα!
Ο ξένος!
Πού εγεννήθηκε; πούθ' ήρθε; και γιατί;
Ποιος είναι ο παράξενος
που τις συνήθειες σπάζει;
Στον τόπο του τι να συμβαίνει;
Είναι δικός μας ο Θεός του;
Μας κοροϊδεύει ή μας θαυμάζει;
Ω πόσους τόπους, Κύριε, αγνοούμε!
Πόσοι πεθαίνουν
δίχως να ξέρουν
κείνο που όλους εδώ μας βασανίζει
κείνο που ακόμα κ' οι βυζάστρες
στα βρέφη λένε!
Κάτω απ'αυτή τη φλαμουριά θα κάτσω
τι τη φιλύρα μου θυμίζει του χωριού μου,
κείνη που υψώνει την κορφή της
ως κει που μου'στησαν το λίκνο,
κ'είναι ένα λίκνο με πουλιά
που κελαηδούσαν, όταν αγόρι
έπαιζα στον παχύ της ίσκιο.
Η ευωδιά της αναμνήσεις
μου φέρνει από τον κόσμο εκείνο
που'ναι ο κόαμος ο δικός μου
κι έχει μαζί μ'εμέ φωνάξει:
σήκω πατρίδα!
Σιμώνει ένα σκυλί που αφήνει
το χέρι μου να το χαϊδέψει
και δέχεται τη ζάχαρη
να γλείψει που του δίνω.
Και μου θυμίζει ο σκύλος
πως είμαστε οι ανθρώποι αδέρφια.
...........................................................
Σίμωσε σκύλε φίλε
που την αδερφοσύνη των ανθρώπων
δουλεύεις για να μας ενώσεις
πιότερο απ' ό,τι είμαστε ενωμένοι
απ'την παρόρμησή μας.
Αν κάποια μέρα απ'τα κρυφά η αγάπη
προβάλλει έξω στα στήθη
στο στόμα αργοσαλέψει
στα μάτια ιριδίσει
κι ο άνθρωπος ζητήσει
τον αδερφό του,
αν η αδερφοσύνη
τα σπλάχνα μας μαλάξει
μια μέρα,
ε, τότε τούτ' η φάμπρικα
οπού γεννά μεγαλουπόλεις
σαν τ'άνθος που' δεσε καρπό θα πέσει,
παράδεισος η γη θα γίνει.
..."άγιο" ακούω να φωνάζουν
κι ακούγοντάς το πια δεν είμαι μόνος:
Με τούτη την αγροίκα προφορά της
με χαιρετά η πατρίδα
με κείνη τη γνώριμη φωνή
όπου ρεμβάζοντας γροικούσα
απ'την πνοή της φλαμουριάς νανουρισμένος...
..."άγιο!" Είν' η πατρίδα
αυτή που βρήκαμε σχηματισμένη,
αυτή που ζει, η ιστορική Ισπανία...
Ναι,μια η άλλη;
Αντίο,χρησμολόγα φλαμουριά,
αντίο, σκύλε φίλε,
γυρνώ στο πλήθος
που δεν το ξέρω
και δε με ξέρει.
Μετάφραση: Νίκος Παππάς
Πηγές: Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Ν.Παππά,Διόσκουροι
& https://www.alfavita.gr