Θα γνωρίσουμε το πολύ συγκινητικό διήγημα "Φαντάσματα" της Όλγας Δημοσθένους Καλύβα. Τιμήθηκε με το Β΄ Βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας "Κέφαλος"-Κατηγορία Ενηλίκων!
Φαντάσματα- ΟΛΓΑ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΚΑΛΥΒΑ
Έρεβος. Τα τεράστια σκοτεινά φτερά του δεν είχαν άλλη επιλογή… άνοιξαν διάπλατα κι αγκάλιασαν με απόκοσμη τρυφερότητα τη Νύχτα… μια νύχτα βαθιά και σιωπηλή. Κανένα φως στον ουρανό. Τα αστέρια λούφαξαν στα δώματά τους και κούρνιασαν στη φούχτα της Πασιφάης, που αρνιόταν πεισματικά να διασχίσει κυκλοτερώς τον ουράνιο θόλο με το άρμα της.
Στα Σέλλανα τα μονοπάτια που ένωναν τα φτωχόσπιτα και τις καρδιές των χωριανών απόψε ήταν έρημα κι αδειανά. Πάνω τους σεργιανούσαν μονάχα τα λιγοστά σύννεφα που δεν είχε καταπιεί το αδηφάγο σκοτάδι και τολμούσαν να αποδράσουν για λίγο από τη σκοτεινιά. Το λιγοστό φως από τα κεράκια και τα καντήλια με λαμπόγυαλο ή δίχως του τρεμόπαιζε στα ξύλινα παραθυρόφυλλα των σπιτιών δίνοντας ζωή στο μικροχώρι του κάμπου.
Ο μπαρμπα-Νίκος, διασχίζοντας τα ξέφραγα οικόπεδα, γυρνούσε σκεφτικός στο σπίτι του. Κάθε βράδυ το ίδιο βιολί… Καθόταν σιμά στην ξύλινη σόμπα – κόντευε να την αγκαλιάσει λες και φοβόταν μη βγάλει φτερά και πετάξει – σε μια ψάθινη μισοφαγωμένη καρέκλα στο καφενεδάκι του κυρ Θοδόση , ένα μικρό καφενείο, το μοναδικό κοντά στην πλατεία του χωριού. Εκεί και λίγο παράμερα από τους λοιπούς θαμώνες – δεν ήθελε και πολλά πάρε δώσε μαζί τους – έπινε σιωπηλός το καφεδάκι του με διπλό καϊμάκι μα πικρό , ολόπικρο σαν και τη ζωή του. Διάβαζε τη μοναδική εφημερίδα που ̓φτανε στο χωριό με τόση προσοχή θαρρείς και τη ρουφούσε, όπως ρουφούσε με θόρυβο και τον καφέ του. Λιγοστά τα γράμματα που γνώριζε, μα με ένα παράξενο τρόπο δικό του πάντα κατόρθωνε να κατανοεί τα γεγραμμένα. Στα μεγάλα δε γράμματα της εφημερίδας είχε μεγάλη αδυναμία!
- Έιιι.., μπαρμπα-Νικόλα, δε μας λες κι εμάς τα νέα; τον ρωτούσε ο κυρ Θοδόσης.
- Γιατί; Τάχα δεν τα ξεσκόνισες απ’ τα χαράματα που στην έφερε ο Τάσος, ο ταχυδρόμος; Τι… εφημεριδάκιας είσαι;
- Μωρέ, ναι! Αλλά συ τα μολογάς καλύτερα… βάζεις και δικά σου! τον περιέπαιξε ο καφετζής κι όλοι γέλασαν.
«Εδώ… γιατί στο σπίτι του πού να βρει φως να διαβάσει;… Τον τρώει το σκοτάδι!». Ψίθυροι φθονεροί που έσπασαν τα αυτιά του γέρου.
Ο μπαρμπα-Νίκος μειδίασε πικρά˙ πέταξε τις λιγοστές δεκάρες που του ̓χαν απομείνει πάνω στο τραπέζι κι εκείνες κύλησαν με τσίγκινα δάκρυα στο πάτωμα καίγοντάς το με το συρτό τους κι οξύν ήχο.
- Καληνύχτα... ψέλλισε κι έκλεισε τη βαριά πόρτα πίσω του, μανταλώνοντας στα κάτεργα λες κι ήταν βαρυποινίτες τα άσπλαχνα λόγια των συγχωριανών του.
Έτσι και τούτο το θεοσκότεινο βράδυ ο ασπρομάλλης γέροντας με βήμα αργό μα σταθερό φορώντας ένα μισοτριμμένο αμπέχονο (ενθύμιο του 40-το κρατούσε με μια παλιά ελληνική ματωμένη σημαία στο γίκο του φτωχόσπιτού του- να μη λησμονεί!), αφού το παγωμένο βοριαδάκι τού θέριζε τα ψυχοκόκκαλα, κίνησε για το σπιτικό του. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων…
Ε..και; Καθώς περπατούσε ανάμεσα στα σπίτια κοιτούσε δεξιά κι αριστερά. Παντού λαμπύριζε το φως του Ερχομού του Κυρίου και μες στα δωμάτια τριγυρνούσαν χαρούμενες σκιές που τρωγόπιναν και τραγουδούσαν δυνατά. Γέλια εκκωφαντικά, τραγούδια παραδοσιακά και μυρωδιές που σου ̓σπαζαν τη μύτη : γουρουνόπουλο στο σουβλί ροδοκοκκινιστό με πετσούλες που ̓σταζαν ολόγλυκο ξίγκι και αχνιστοί κουραμπιέδες φτιαγμένοι από το λίπος του γουρουνιού που χρόνιζε αποθηκευμένο και παγωμένο σε πήλινα κιούπια και τώρα είχε… την τιμητική του! Και φυσικά… τσιγαρίδες από το απομείναν ψαχνό του λίπους μαζί με λιγοστά πράσα ίσα για τη γεύση. Ο … μεζές!!! Κι ακολουθούσε γι ̓ άλλους το… «τσίπρισμα» κι γι ̓ άλλους η κρασοκατάνυξη πάντα με ντόπιο απ ̓ τα αμπέλια τους απόσταγμα.
Ε…και; Ο μπαρμπα-Νίκος προσπερνούσε τη χαρά. Την απέφευγε όπως ο «έξω από δω» το λιβάνι! Το λιβάνι; Καλά που δεν το λησμόνησε! Αυτό ήταν το μοναδικό που του κρατούσε συντροφιά κάθε τέτοια νύχτα στο σκοτεινό του δωμάτιο. Το λιβάνισμα με λίγα κάρβουνα από τον ασπρισμένο κάποτε μπουχαρή και λιγοστό θυμιάμα (ψαχούλεψε στη μέσα τσέπη του, να σιγουρευτεί πως το είχε αγοράσει απ’ την παράγκα του Χαραλάμπη) μαζί με τα φαντάσματά του˙ να η δική του χριστουγεννιάτική Παραμονή! Εδώ και χρόνια δε γιόρταζε τη Γέννηση. Αρνιόταν πεισματικά να συμμετέχει σε μια κουστωδία υπό την ηγεσία του παπα-Βησσάρη, που τον άφηνε παγερά ασυγκίνητο. Δάκρυ, άλλωστε, είχε να βγάλει από κείνη την αποφράδα μέρα… Παραμονή Χριστουγέννων ήταν και τότε.
Τότε που χτύπησε η συμφορά την πόρτα του σπιτιού του. Δώρα ετοίμαζε, δώρα που με τα χέρια του έφτιαχνε ολάκερη τη χρονιά : αλογάκια σμίλευε στο ξύλο, σπαθιά κι ακόντια μυτερά καθώς και πήλινους βόλους για τ’ αγοράκι του, το Χρηστάκο του. Το καμάρι του γιόρταζε κι η μάνα του του ̓ραβε το καινούριο του μακρύ παντελόνι (είχε ψηλώσει πια το αντράκι τους˙ τελείωνε το δημοτικό!) και μετρούσε τις τελευταίες βελονιές στο ολόμαλλο πουλόβερ του… Εκείνος του γυάλιζε τα κατακαινούργια παπούτσια του˙ τα είχε προμηθευτεί από το καλύτερο μαγαζί της πόλης, σαν πήγε εκεί να πουλήσει τη σοδειά του. Με πόση χαρά ξόδεψε τον ετήσιο κόπο του κείνη τη χρονιά για τους αγαπημένους του, δε λέγεται! Δε λέγεται, όμως, και το μαύρο μαντάτο ˙ κείνο που τον σημάδεψε παντοτινά.
Το μαντάτο ήταν σιωπηλό! Γύρω απ ̓ το αδράχτι οι θυγατέρες της Ανάγκης σε ισομοιρασμένους θρόνους και με ενδυμασίες ολόλευκες φόρεσαν τα στέμματά τους και άλαλες κρατώντας ίσες αποστάσεις άσμα αρμονικό περιέστρεφαν άλλοτε εξωτερικά άλλοτε εσωτερικά πιάνοντάς το από το νήμα του. Το γλυκό του κουταλιού δεν τις γλύκανε ποτέ! Η πρώτη στη ρόκα της το έκλωθε αποφασιστικά κι επιλεκτικά, η δεύτερη καταμετρούσε με το σκαιό ραβδί της ορισμούς κι η τρίτη - άτεγκτη γραία - τους έδωσε τη χαριστική βολή: ακόνισε το ψαλίδι της και δίχως δισταγμό με βλέμμα άπονο τούς έφερε στη δόλια πόρτα το γιόκα τους. Άψυχο κορμάκι το μοναχοπαίδι τους!
Κόντευε να σιμώσει στο γιοφύρι και τα πόδια του μπαρμπα-Νίκου έτρεμαν σαν τη φλόγα που τρεμοσβήνει στο κερί. Πώς να διαβεί ξανά τις πέτρες και τα χώματα, πώς να αντικρίσει πάλι το καθάριο ορμητικό νερό, πώς να περάσει το στενό δρομάκι του δίχως να θρυμματιστεί η ραγισμένη του καρδιά; Δεν ήταν ο τόπος, δεν ήταν η διαδρομή η νυχτερινή που τον φόβιζε. Ήταν η θύμηση που τον γονάτιζε κάθε νύχτα: από κει διάβηκε την ύστερη φορά ο Χρήστος του κι από κει άνοιξε διάπλατα τις αγγελικές του φτερούγες αγκαλιάζοντας το διάφανο υδάτινο κενό. Κι εκεί έδωσε το απευκταίο τέλος στην άδεια ζωή της κι η μάνα του την ίδια μέρα ˙ δεν μπόρεσε… δεν τα κατάφερε… δεν το άντεξε! Πόσο δυνατή ή δειλή να ήταν η κυρα-Δέσπω; Ποιος είν ̓̓ αυτός ο άξιος που θα κρίνει τη δόλια μάνα που ακροβατεί μες στον παραλογισμό της; Ποιος τολμά να αρθρώσει λόγο μπρος στα ματωμένα της τα στήθη, τη στιγμή που και η πίστη της ακόμη σπαράζει; Μονάχα η Δέσποινα του κόσμου-στερνή μας παρηγοριά! Έτσι, το πέτρινο γεφύρι στοίχειωσε στην ψυχή και στο μυαλό του γέρου.
Μα δεν ήταν το γεφύρι το μοναδικό στοιχειό που τον βασάνιζε. Ήταν και κάτι άλλο… διαφορετικό που του ̓τρωγε τα σωθικά. Είκοσι τέσσερις νυχτιές μετρούσε ο καινούριος του λογισμός, είκοσι τέσσερα φαντάσματα έπαιρναν σάρκα και οστά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του και τούτο το χειμωνιάτικο βράδυ, καθώς ανέβαινε στο γεφυράκι λες και ήθελαν να συντροφέψουν γιο και γυναίκα με ένα ατέρμονο ταξίδι σε ένα κόσμο που οι ψυχές εγκλωβίζονται˙ ούτε πισωγύρισμα υπάρχει – κραυγάζουν οι σιωπές - ούτε λυτρωμός – «αποκεκρυμμένον το μυστήριον!».
Όλα ξεκίνησαν το τελευταίο βράδυ του Αντριά, το πρώτο του Χριστουγεννά!… Ο μπαρμπα-Νίκος πλησίαζε με βαρύ αναστεναγμό ν’ αναβλύζει απ’ την καρδιά του, με παγωμένο το δάκρυ του στο μεσονύχτι- σταλακτίτης αιχμηρός στο νου- και σκυμμένο το δύσμοιρο κεφάλι του κάτω από τη λαιμητόμο του καημού τη μικρή ανηφορίτσα κοντά στο γεφύρι. Άξαφνα σαν ένα χέρι να του τράβηξε τα μαλλιά με δύναμη και σήκωσε ψηλά την κεφαλή του… και είδε!
Αντίκρισε μια φλόγα, μια πύρινη μπάλα να κυλάει πολύ αργά, να σέρνεται πάνω στα πετρώματα της γέφυρας και νωχελικά να κατηφορίζει σχίζοντας το μαύρο σκοτάδι στα δυο και δίνοντας το ̓ να μεράδι στα δεξιά και τ ̓ άλλο μεράδι στα ζερβά.
- Τι είν ̓ τούτο πάλι ; συλλογίστηκε ο γέρος. Και μια περίεργη ανησυχία τον έζωσε.
Και η φλόγα έσβησε, σαν έφτασε στην αντίπερα μεριά του λιθόκτιστου γεφυριού.
Το μικρό πλίθινο σπιτάκι το ήξερε πολύ καλά ο μπαρμπα-Νίκος. Είχε, βέβαια, χρόνο καιρό να περάσει το κατώφλι του, μα ένιωθε πάντα μια γαλήνη και μια ανακούφιση, σαν το πόδι του άγγιζε τα ξώθυρά του. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα, προτού καν προλάβει να τη χτυπήσει.
- Καλώς τον! ακούστηκε μια βαθιά αντρική φωνή. Ήταν γεμάτη ζεστασιά. Τον τύλιξε η θέρμη της και βρήκε το θάρρος να ανταποκριθεί.
- Στέφο, να σου πω μια στιγμή; είπε ο μπαρμπα-Νίκος.
- Για δεν περνάς μέσα να σε φιλέψουμε, Νικόλα; του ανταπάντησε με χαρά ο Στέφος, ο παιδικός του φίλος.
- Όχι, εγώ... θέλω μονάχα… ψέλλισε ο γέρος.
- Μα, έλα, κόπιασε στο σπιτικό μας… Χριστούγεννα έρχονται, Άγιες οι μέρες είναι! συνέχισε την προσπάθεια ο φίλος του.
- Στέφο, βγες έξω εσύ. Μου συμβαίνει κάτι… κόμπιασε ο μπαρμπα-Νίκος.
- Στάσου, μια στιγμή… να σε δω! είπε ο Στέφος και ύψωσε τη λάμπα του. Στο απόσκιο της αντίκρισε το φίλο του και τρόμαξε. Ήταν κάτασπρος… σα να ̓ χε δει φάντασμα! Μη σας πω … φαντάσματα! Είκοσι τέσσερα!
Ο Στέφος έκλεισε πίσω την πόρτα και η ανάσα του πάγωσε όχι από το χιονιά μα από τα λόγια του φίλου του.
«Κι αυτό συμβαίνει κάθε βράδυ… μόνο που κάθε βράδυ η φλόγα μεγαλώνει… δεν είναι πια μια… γίνανε δυο, γίνανε τρεις… κι απόψε τις ξαναντίκρισα˙ ήταν είκοσι τέσσερις! Κυλάνε όλες μαζί σαν κύματα που παραβγαίνουν το ένα το άλλο. Πότε αγκαλιάζονται πότε μαλώνουνε και χωρίζονται πότε συγκρούονται και τρεμοσβήνουν στο απαλό αεράκι, μα ποτέ δεν τις παγώνει ο χιονιάς ποτέ δε σβήνουν παρά μόνο σαν περάσουν τη γέφυρα… Είκοσι τέσσερα φαντάσματα με προσμένουν! Στέφο, τι θα κάνω; Μήπως τρελαίνομαι;». Χείμαρρος τα λόγια του και παρέσυραν στη δίνη τους το Στέφο.
- Πάρε μια ανάσα, βρε φίλε… μια στιγμή! Δώσε μου, δώσε μου μια στιγμή κι εμένα να καταλάβω. Έκοψε το παραλήρημα του ο Στέφος.
- Ακόμα να καταλάβεις, Στέφο μου; Ήρθαν να με πάρουν χριστουγεννιάτικα και θα πάγω κι… ακοινώνητος!
Καλά μου ̓ λεγε ο παπα-Βησσάρης τόσα χρόνια:
« Μήπως να έρθεις στην εκκλησιά, Νίκο, να προσευχηθείς και να κοινωνήσεις;».
« Δε μας παρατάς κι εσύ, παπά; Όχου! Μη με βασανίζεις…» τον απόδιωχνα εγώ.
« Νίκο, κάνε, γιε μου, ειρήνη με το Θεό! Βοήθησε τις ψυχούλες των δικών σου να αναπαυτούν» με ικέτευε εκείνος.
« Παπά, τήρα τη δουλειά σου… πάρε το κήρυγμά σου και… περιπάτει!» τον απόπαιρνα χωρίς δεύτερη σκέψη.
- Τι λες, μωρέ; Τι ασυναρτησίες ξεστομίζεις; Τον κοίταζε απορημένος ο Στέφος και προσπαθούσε να καταλαγιάσει το φόβο του φίλου του.
- Στέφο, αν δε με βοηθήσεις κι εσύ, θα χαθώ απόψε. Θα χαθώ, όπως χάθηκαν οι δικοί μου είκοσι τέσσερα χρόνια πριν. Βοήθησέ με! τον παρακάλεσε ο μπαρμπα-Νίκος.
- Φύγαμεεε!!! Πάμε στο γιοφύρι να δω τα… φαντάσματα με τα μάτια μου… είπε ο Στέφος κι άρπαξε το σκούτινο πανωφόρι του.
« Χριστός γεννάται σήμερον … οι ουρανοί αγάλλονται…».
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα!
Αγαλλίαση στις ψυχές όλων των ανθρώπων, στις ψυχές που διψούν γι ̓ αγάπη.
« Αγάπη είναι κι ο Χριστός μας… Απλός και Ταπεινός ο Θεός μας εγεννήθη ως Άνθρωπος! Ανοίξτε την καρδιά σας κι υποδεχτείτε Τον κι εσείς με ταπεινότητα. Αξιωθείτε Τον! Μοιράστε απλόχερα αγάπη και βοήθεια χωρίς συμφέρον. Λυτρωθείτε από πάθη και μοναξιά. Απαλλαγείτε από το φόβο του θανάτου. Αγκαλιαστείτε με αγάπη άδολη και το μικρό θαύμα για τον καθένα σας θα συντελεστεί…». Τα λόγια του παπα-Βησσάρη ήχησαν ωσάν χαρμόσυνες καμπάνες και στην ψυχή του μπαρμπα- Νίκου.
Το μικρό ίσως και το μεγάλο θαύμα είχε συντελεστεί και γι ̓ αυτόν… εψές αργά το βράδυ έδιωξε μακριά τα φαντάσματα που χρόνια ολάκερα τον τυραγνούσαν κι ας ήταν κι… είκοσι τέσσερα!
Οι δυο φίλοι βάδιζαν γοργά και σιωπηλά μες στο σκοτάδι. Ο Στέφος βαστούσε σταθερά τη λάμπα κι ο Νίκος παραπατούσε σιμά του κρατώντας τον σφιχτά από τον ώμο μην τυχόν και τον χάσει. Καθ ̓ όλη τη διαδρομή δε βγήκε ούτε μια λέξη από τα σφραγισμένα χείλη τους. Βουβή τρομάρα για τον Νίκο, βουβός προβληματισμός για το Στέφο. Ώσπου σίμωσαν στο πέτρινο γεφύρι του… τρόμου!
Βαθύ σκοτάδι! Σιωπή βαθιά! Κανένα φως και κανένα σημάδι να μαρτυρά τα λεγόμενα του μπαρμπα-Νίκου. Ερημιά! Ανατριχιαστική ερημιά ˙ μα ερημιά.
- Πού είναι τα φαντάσματα; ρώτησε ο Στέφος αμήχανα.
- Φαντάσματα είναι! Όποτε θέλουν εμφανίζονται κι όποτε το επιθυμούν εξαφανίζονται… σωστά; απάντησε ο Νίκος με αβεβαιότητα.
- Και παρουσιάζονται μόνο σε σένα, Νίκο; τον αμφισβήτησε ο φίλος του.
- Τι να σου πω; Δε με πιστεύεις, Στέφο ; Δε με πιστεύεις! σπάραξε ο μπαρμπα-Νίκος.
Ξάφνου ακούστηκαν γελάκια και ψίθυροι κάτω από το γεφύρι. Οι δυο φίλοι πλησίασαν με φόβο και περιέργεια. Να ήταν τα… φαντάσματα που έσπαγαν πλάκα;
Καμιά δεκαριά σχολιαρόπαιδα πάτησαν στο φόβο. Το σούρουπο τα βρήκε να έχουν έτοιμα τα σύνεργα για το… έγκλημα! Και τώρα κάτω από το σκοτεινό γεφύρι θριαμβολογούσαν κι ετοίμαζαν το τελικό τους χτύπημα.
- Είδατε, ρε, πώς την πάτησε τόσα βράδια ο παππούς; Ούτε που πήρε χαμπάρι πως του την είχαμε στημένη, είπε ο Ηλίας κι όλοι έσκασαν στα γέλια.
- Ρε, πού να φανταστεί ο έρμος πως κολλήσαμε τα κεριά στις χελώνες και τις αμολήσαμε στην καμάρα; συμπλήρωσε πνιγμένος στα γέλια κι ο Λάμπρος.
- Κι αύριο βράδυ που είναι και Χριστούγεννα θα τα χρειαστεί ο γέρος που δε μας θέλει ούτε ζωγραφιστούς να του πούμε τα κάλαντα! Στάξε, ρε, Ταξιάρχη, πολύ κερί στο καύκαλο να στερεώσουμε το εικοστό πέμπτο κερί… πρότεινε ο Γιώργος.
«Φαντάσματα, ε ;» μονολόγησε ο Στέφος.
- Τι σκαρφιστήκατε, βρε, άτιμα; τους βροντοφώναξε ο μπαρμπα-Νίκος.
Οι χελώνες ήταν το φόβητρο κι ο μπαρμπα-Νίκος το εύκολο θύμα. Τα παιδιά γνώριζαν την άρνησή του αλλά και τη μανία απόρριψης των Χριστουγέννων όπως κι όλο το χωριό άλλωστε. Γνώριζαν και το φόβο που τον αντάριαζε, σαν περνούσε μεσονυχτίς το γεφύρι της συμφοράς. Το καρτέρι που του ̓στηναν κάθε νυχτιά ήταν το παιχνίδι τους. Μα αποκαλύφθηκαν και σκορπίστηκαν δεξιά κι αριστερά σαν τις χελώνες κι αυτά… ή μάλλον σαν τους «δράκουλες», τα τροπικά μυρμήγκια! Τι τα περίμενε το ξημέρωμα; Αλίμονό τους!
« Χριστός γεννάται σήμερον… ». Χριστούγεννα ξημέρωσαν. Οι πιστοί στην εκκλησία, τα παιδιά στην εκκλησία, ο κυρ Στέφος στην εκκλησία.
Έγειρε απαλά το κεφάλι του στην αδειανή ψάθινη καρέκλα. Παράξενο… δεν ένιωθε πια μόνος! Το άγιο φως των κεριών έδιωχνε τα σκοτάδια, ζέσταινε τα χέρια του, ζέσταινε και την ψυχή του. Κι εκεί στο μικρό ξωκλήσι κύλησαν τα πρώτα δάκρυα λύτρωσης πιο καυτά κι απ’ τ’ αγιοκέρι που λιώνει. Η συγχώρεση που απλόχερα έδωσε στη σκανταλιά των παιδιών ο μπαρμπα-Νίκος κείνο το αλλιώτικο βράδυ έγινε η μήτρα που τον ξαναγέννησε κι ελευθέρωσε τους αγαπημένους του και τον ίδιο. Ο ανεξίτηλος πόνος άξαφνα σα να ημέρεψε, η ανεπούλωτη πληγή σα να ιάθηκε λιγάκι κι ο φόβος σα να αφανίστηκε εσαεί.
Ένα αχνό μα τόσο αληθινό χαμόγελο, σαν αόρατη κλωστή ένωσε για πάντα τα βλέμματα και τις ψυχές όλων τους πια!
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ <<ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ>> ΑΠΕΣΠΑΣΕ ΤΟ Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΤΟΝ 3ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ <<ΚΕΦΑΛΟΣ>> -ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΝΗΛΙΚΩΝ- ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ ΤΟΜΟ ΤΟΥ.