Θα γνωρίσουμε ένα διήγημα που τιμήθηκε με το Α΄Βραβείο σε μαθητικό λογοτεχνικό διαγωνισμό του 1979. Δημιουργός του είναι η Μαρία Χατζηγεωργίου, τότε μαθήτρια της Πρώτης Τάξης στο Λύκειο Σπάτων. Λέγεται "Το σπίτι μας..." και είναι πολύ συγκινητικό και εξαιρετικά ώριμο γι' αυτή την ηλικία!
Το σπίτι μας,... - ΜΑΡΙΑ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
Α' τάξη Λυκείου Σπάτων Αττικής
... Έχει ένα μεγάλο κήπο. Την άνοιξη γεμίζει λουλούδια. Ανθίζει κι η μηλιά μας. Τα κλωνάρια της χαϊδεύουν τα τζάμια του παράθυρού μου. Μήλα δεν πιάνει ποτέ. Γίνονται μικρά κι ύστερα πέφτουν. Φυτρώνουν και οι κρίνοι. Πάντα τρεις. Δε θυμάμαι να τους έχει φυτέψει κανείς κι όμως φυτρώνουν κάθε χρόνο. Πάντα άσπροι σαν το χιόνι και τρεις. Εκεί, κάτω απ’ το παράθυρο, που δεν ανοίγουμε ποτέ, έχουνε χτίσει τη φωλιά τους δυο χελιδόνια. Έρχονται κάθε άνοιξη, μαζί με το πρώτο λουλούδι, που ξεπετιέται στην κορυφή της μηλιάς μας. Αγαπώ πολύ το σπίτι μας, όπως και τα δυο χελιδόνια αγαπάνε τη φωλιά τους...
Όταν σε κάποια απ’ τις πρώτες τάξεις του δημοτικού η δασκάλα μάς είχε βάλει έκθεση «Το σπίτι μας» δεν φανταζόμουνα ποτέ πως το σπίτι εκείνο με τα κόκκινα κεραμίδια και τη μεγάλη αυλή, όπου έπαιζα κουτσό, το σπίτι εκείνο με τη μηλιά μας και τους κρίνους μας δεν ήταν δικό μας. Γι’ αυτό παραξενεύτηκα πολύ, όταν κάποια μέρα, ανάμεσα σε μια μεγάλη αναταραχή, συρσίματα επίπλων, κλεισίματα μπαούλων, κάποιος απ’ τους τόσους που τράβηξα απ’ το μανίκι για να μου δώσουν λίγη προσοχή μου είπε ότι φεύγουμε απ’ το σπίτι. Το «γιατί» μου έμεινε αναπάντητο. Κάνοντας τσουλήθρα στην ξύλινη σκάλα- άλλωστε δεν είχα συνηθίσει και ποτέ να την κατεβαίνω απ’ τα σκαλιά- έτρεξα γρήγορα κάτω, ζητώντας να βρώ καταφύγιο απ’ αυτό το κάτι, που με βασάνιζε και με κυνηγούσε, σε μια γωνίτσα του κήπου. Ήταν φθινόπωρο, μα ο κήπος μας πάντα ήταν όμορφος. Δεν καταλάβαινα, γιατί έπρεπε ν’ αφήσουμε το σπίτι μας, το σπίτι μας που τώρα έτρεμε θολή εικόνα μέσα απ’ τις πρώτες φθινοπωριάτικες στάλες, που κυλούσαν απ' τα μάτια μου, τον κήπο μας, τον κήπο μας που χανόταν γύρω μου νυσταγμένος, έτοιμος να γείρει στην αγκαλιά που του άνοιγε το φθινόπωρο. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί τα χελιδόνια διάλεγαν το φθινόπωρο για να φύγουν. Η Φυσική Ιστορία μάς το εξηγούσε «πλήρως και επιστημονικώς», μα μου ήταν αδύνατο να νιώσω πως όσο κρύο κι αν σκόρπισε απλόχερα ο γεροχειμώνας δε θα προτιμούσαν να μείνουν κι ας κρύωναν λίγο στη μικρή φωλίτσα, που με τόση στοργή και φροντίδα, σπειράκι-σπειράκι, κλαδάκι κλαδάκι, είχαν χτίσει. Τι κι αν στην Αφρική ο ήλιος καίει, ευωδιάζουν ώριμα φρούτα και γλυκοί καρποί;
Μια μικρή φωλίτσα είναι τo ωραιότερο καταφύγιο στον κόσμο, όταν ο άνεμος σφυρίζει και θρηνολογά ή βροχή. «Μετετέθητε» έγραφε το έγγραφο. Ο πατέρας μου ήταν σκυθρωπός κι η μητέρα μου έστρεψε αλλού το κεφάλι για να μη δω πως έκλαιγε. «Μετετέθητε» θα γράφει και το έγγραφο που η φύση έστειλε στα χελιδόνια. Μα τα χελιδόνια δεν ξέρουν να διαβάζουν, γι’ αυτό τούς το ’γραψε με μαύρα σύννεφα στον ουρανό. Πρέπει να φύγουμε. Πρέπει να φύγουν. Το «γιατί» μου έβαλε σε μια σειρά τις σκέψεις μου κι έβγαλε συμπέρασμα. «Μετετέθημεν».
Φθινόπωρο! Θα περάσει κι αυτό, όπως κι ο χειμώνας, όπως κι η άνοιξη. Μα για στάσου! Την άνοιξη σκάει το πρώτο ανθάκι της μηλιάς μας. Και πριν καλά - καλά προφτάσει να τεντώσει τα φυλλαράκια του και να γίνει λουλούδι τα δυο χελιδόνια ξανάρχονται. Αυτό είναι! Θ' αφήναμε για λίγο το σπίτι μας κι ύστερα, ύστερα με το πρώτο ανθάκι που θα ’σκαγε στην κορυφή της μηλιάς μας μαζί με τα δυο χελιδόνια θα ξαναγυρίζαμε και μεις.
Όμως δεν ξαναγυρίσαμε. Το πρώτο ανθάκι της μηλιάς μας έσκασε, αλλά μας βρήκε μακριά, πολύ μακριά απ’ τ’ άσπρο σπίτι με τη μηλιά, τους κρίνους και τα κόκκινα κεραμίδια. 0 κήπος μας άνθισε μόνος κι οι γραμμές πάνω στην πλατιά αυλή, που παίζαμε κουτσό, έμειναν βουβές. Και τα κόκκινα κεραμίδια γέμισαν χιόνια κι η βροχή τραγούδησε μόνη στο στενό λούκι. Και ξανάνθισε το πρώτο ανθάκι της μηλιάς, μα πάλι ο κήπος έμεινε μόνος και το σπίτι βουβό.
Κι εγώ έμαθα πως το σπίτι μας δεν ήταν ένα άσπρο σπίτι με κόκκινα κεραμίδια, που ’ χε στον κήπο του μια μηλιά και τρεις άσπρους κρίνους, ούτε αυτό που δεν είχε κήπο ούτε κόκκινα κεραμίδια, ούτε το άλλο, όπου ξαναμεταφέρθηκαν κουρασμένα τα μπαούλα μας. Κι οι δασκάλες δεν ξανάβαλαν έκθεση με θέμα «Το σπίτι μας», γιατί αν το ’βαζαν θα ’γραφα πως δεν έχουμε σπίτι, ούτε μηλιά, ούτε κρίνους.
... Τα σπίτια εδώ δεν είναι άσπρα, δεν έχουν κεραμίδια ούτε σκάλες που τρίζουν. Τα σπίτια εδώ είναι από τσιμέντο. Απ’ τις αυλές τους δε βλέπεις τους πράσινους λόφους, ούτε τις γαλάζιες σκιές των βουνών. Μόνο άλλα τσιμεντένια σπίτια βλέπεις. Α! Βλέπεις κι αυτοκίνητα. Πολλά, όσα τα τσιμεντένια σπίτια. Η μηλιά μας άνθισε φέτος; Οι κρίνοι μας; Πρέπει να μου γράψεις. θα περιμένω να μου γράψεις... Αλλά η παλιά μου φίλη δε μου ’γραψε. Κα μεις αλλάξαμε πάλι το σπίτι «μας». Κάθε φορά, που η γνωστή μου αναταραχή, το σύρσιμο επίπλων, το κλείσιμο μπαούλων, γέμιζε την ατμόσφαιρα, στα μάτια μου, μέσα απ’ τα δάκρυα, που θόλωναν τις κόρες μου, δυο χελιδόνια ξεπετιώνταν ξαφνικά κι έλεγαν αντίο σε μια φωλιά χτισμένη στο παράθυρο ενός σπιτιού με κόκκινα κεραμίδια, κάτω από δυο γκρίζα σύννεφα. Ρώτησα πολλές φορές, γιατί έπρεπε τόσο συχνά να γεμίζουμε και ν’ αδειάζουμε μπαούλα, να σέρνουμε έπιπλα, ν’ αλλάζουμε σπίτια. Σπίτια ξένα. Κάποιος μου είπε συγκαταβατικά, πως παίρναμε «μετάθεση». Το ’ξερα. Το ’χα μάθει πολύ καιρό πριν. Μου το ’ χαν μάθει δυο χελιδόνια κι ένα σπίτι με κόκκινα κεραμίδια. Γι’ άλλο ρωτούσα, μα κανείς δεν ευκαιρούσε να μου απαντήσει.
«Μετετέθημεν». Ήθελα να το πω στη μηλιά μας. Να το πω στους κρίνους μας. Να το ’ ξεραν άραγε πως πήραμε μετάθεση; Αν το ’ ξεραν θα ’παιρναν κι αυτοί. Και ολόκληρο ένα σπίτι με κόκκινα κεραμίδια θα ’ παιρνε μετάθεση. Αλλά τα δέντρα και τα σπίτια μένουν πάντα εκεί που γεννιούνται. Οι άνθρωποι μόνο «μετατίθενται», σαν πιόνια πάνω σε μια τεράστια σκακιέρα, που ψάχνει να βρει ιδανικές θέσεις για το τέλειο παιγνίδι της.
Κάποτε μου’ παν πως είχαμε κι εμείς δικό «μας» σπίτι. Με πήγαν και να το δω. Δεν είχε όμως ούτε κήπο με μηλιές και κρίνους, ούτε κόκκινα κεραμίδια. Ήταν κι αυτό τσιμεντένιο. Ένα ξένο κορίτσι έμενε μέσα του, που δεν έκανε τσουλήθρα σε σκάλες που έτριζαν, ούτε έπαιζε κουτσό στην πλατιά αυλή. Γιατί το σπίτι «μας» δεν είχε ούτε ξύλινες σκάλες ούτε πλατιά αυλή. Δεν ήταν αυτό το σπίτι «μας». Όχι δεν μπορεί να ήταν αυτό το σπίτι ΜΑΣ.
Τα δέντρα και τα σπίτια μένουν πάντα εκεί που γεννιούνται. Γερνούν όμως κι αυτά σαν τους ανθρώπους.
Δεν πίστευα πως το ξανάβλεπα. Κι όμως ήταν αυτό. Το σπίτι με τα κόκκινα κεραμίδια, την παλιά αυλή, που βλέπεις τους λόφους, -να, φαίνονται κι οι γραμμές απ' το κουτσό-, την ξύλινη σκάλα που τρίζει, τον κήπο με τη μηλιά, που δεν κάνει μήλα, τους τρεις κρίνους, τα δυο χελιδόνια. Όμως γιατί δεν κάνω τσουλήθρα στην ξύλινη σκάλα, γιατί δεν τρομάζω που τρίζει; Γιατί δεν παίζω πια κουτσό στις γραμμές που περιμένουν; Η μηλιά μου δε με γνωρίζει, οι κρίνοι μου δε με χαιρετούνε, όπως και πριν, και ... τα χελιδόνια μου, πού είναι τα χελιδόνια;
Πήραμε μετάθεση. Τ' ακούτε; Δε φταίω εγώ-Δεν ξανάρθα με το πρώτο σου λουλούδι μηλιά μου, μα δε φταίω εγώ. Συγνώμη. Βλέπεις, τα σπίτια και τα δέντρα πεθαίνουν εκεί που γεννιούνται, δεν παίρνουνε μετάθεση ποτέ τους.
Όμως τώρα είμ' εδώ. Εγώ. Είμ' εδώ εγώ, σας λέω! Δε με γνωρίζει κανείς; Τα σπίτια γερνάνε και ξεχνούν, τα δέντρα θυμούνται όσο βαστάνε και τ' ανοιξιάτικα άνθη τους.
Κι όμως είμ' εγώ! Τα χελιδόνια θυμούνται όσο βαστάει κι η φωλιά τους πάνω στο παράθυρο ενός σπιτιού με κόκκινα κεραμίδια.
Κι όμως· είμ ’εγώ! Οι κρίνοι ξεράθηκαν και ξεχνούν, ποιος τους αγάπησε και φύτρωσαν, και λησμονούν την αγάπη, που τους έδινε την ασπράδα του χιονιού. Μονάχα η βροχή, καθώς χορεύει πάνω στα γερασμένα κεραμίδια, που ξέβαψαν τόσο, που ξέχασαν πως μια φορά ήταν κόκκινα. Και τραγουδά βραχνά η βροχή στο βουλωμένο λούκι. Μου ψιθυρίζει «Κάπου σε ξέρω! Κάπου σε ξέρω»! «Θέλω να φύγω, να φύγω!». Δεν έχω σπίτι με κόκκινα κεραμίδια, ούτε μηλιά, ούτε κρίνους, γιατί τα σπίτια και τα δέντρα πεθαίνουν εκεί που γεννιούνται· και ύστερα ξεχνούν. ξεχνούν τα πάντα σαν τους ανθρώπους!...
Και πάλι φεύγουμε. Τα σπίτια είναι άπιστα. Σαν φτάνουμε μου λεν:
Σε μας θα κάτσεις πιο πολύ, όμως κι από κει φεύγουμε για να μας ξεχάσουν. Και το τσιμέντο ξεχνά, ξεχνά γρήγορα, γιατί δε θυμόταν ποτέ! Και πάλι φεύγουμε. Τα μάτια μου όμως τώρα δε θολώνουν. Ένα ξένο σπίτι πάλι θα μας δεχτεί. Όμως όχι. θα είναι δικό μας. Δικό μας όπως και τ’ άλλα. κι αυτό ακόμα πιο πολύ γιατί τώρα ξέρω. Τα σπίτια είναι σαν κι εμάς. Τα σπίτια ξεχνούν σαν τους ανθρώπους.
«Μετετέθητε». Έγραφε το έγγραφο. – Μετετέθημεν. λέω και γω. Το φορτηγό πάλι κουβαλά τα γέρικα μπαούλα μας. Κάθομαι και γω, ένα μπαούλο πίσω του, και γελώ. Το φανάρι μάς σταματά μπροστά στη μονοκατοικία με τα κόκκινα κεραμίδια και την ανθισμένη μηλιά. Στον ίσκιο της παίζει ένα μικρό κοριτσάκι.
-Γεια σου, Μαρία, της φωνάζω.
-Δε με λένε Μαρία, μου απαντάει ναζιάρικα. Το φανάρι ανάβει και καθώς το φορτηγό ξεκινά της ξαναφωνάζω.
-Γεια σου, Μαρία, πάω στο σπίτι, στο σπίτι ΜΑΣ.
Πρώτο βραβείο Α΄τάξης Λυκείο Σπάτων, 1979
Πηγή: Βραβευμένα Έργα Πανελλήνιου Μαθητικού Διαγωνισμού Διηγήματος - Ποιήματος 1979