Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Ελένη Α. Σακκά. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Θεολογία. Εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα κι εθελοντικά σε κοινωνικό φροντιστήριο. Αγαπά το θέατρο κι ασχολείται ερασιτεχνικά. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή που τιτλοφορείται "Άφθαρτη ετικέτα". Η ποίησή της είναι βιωματική, εξομολογητική, υπαρξιακή. Ο λόγος της είναι παραστατικός, πολύχρωμος, συγκινησιακά βαθύς. Ρέει αβίαστα και χαλαρά σαν ορμητικό ποταμάκι. Η πένα της καταγράφει με υψηλή ευκρίνεια την καθημερινότητα, αναμετριέται με μνήμες κάνοντας απολογισμό, απελευθερώνει συναισθήματα, στηλιτεύει τα κακώς κείμενα του κοινωνικού στίβου. Θα ταξιδέψουμε με πέντε υπέροχα ποιήματα από την ποιητική της συλλογή "Άφθαρτη ετικέτα"!
Αυλαία ανοιχτή
Υπήρξε κάποτε μια εποχή
παράσταση εν αρχή .
όλοι οι άνθρωποι ξύπναγαν ταυτόχρονα μαζί,
χωρίς ξυπνητήρι,
σκηνή, αυλαία ανοιχτή.
Πρώτο κουδούνι: το λάλημα του πετεινού.
Δεύτερο κουδούνι: το κελάηδισμα των πουλιών
και ο ήχος χαρμόσυνης καμπάνας.
Τρίτο κουδούνι: ο χτύπος των ξύλινων
παλιών παραθυρόφυλλων.
Σπίτια ανοιχτά, καρδιές ανοιχτές,
νοικοκυρές που θέλουν
να στεγνώσει ο ήλιος
τα δάκρυα της προηγούμενης μέρας,
να σκουπίσουν τις χθεσινές έγνοιες,
να τινάξουν τα περασμένα λάθη,
και ας μην καθαρίζουν καλά όλοι οι λεκέδες.
Ποτάμι τα παιδιά στον ίδιο κάθε μέρα γνώριμο δρόμο,
φωνές, αγκαλιές, τσάντες βαριές στον ώμο.
Η παράσταση έχει από ώρα αρχίσει
και παντού μυρίζει ζεστό καλομαγειρεμένο φαγητό
και γλυκό παραδοσιακό
με σιρόπι, κανέλα, γαρύφαλλο.
Καλημέρες ακούγονται
απ' όλα τα αντικρυστά μπαλκόνια.
ύστερα πάλι, το απόγευμα
σ' όλες τις γειτονιές παιδικές φωνές,
η ζακέτα στο λαιμό ν' ανεμίζει και τα μαλλιά ξέπλεκα,
ο ήλιος να δύει,
οι μάνες να φωνάζουν τα παιδιά απ' τα μπαλκόνια.
σ' ένα τόπο χωρίς αυτοκίνητα χωρίς κινητά τηλέφωνα.
Δεν είναι που αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια
στο χωριό,
είναι που φοβάμαι μην ξεχάσω πως ήμουν κάποτε
παιδί...
Άστρο πλεκτό
Εκείνη τη νύχτα έκλεισες τα μάτια σου τόσο ήσυχα.
κουράστηκες να ζεις, μου είπες, πριν από καιρό
και τότε ξεκίνησες…
Σου κράτησα απαλά το γερασμένο σου χέρι
και ήταν τόσο ζεστό…
Ύστερα το φιλί στο παγωμένο σου μέτωπο…
Σε κάθε όνειρό μου είσαι εκεί,
να με σκεπάζεις απαλά
να μην κρυώσω, να μην ξυπνήσω.
Η αγκαλιά σου μυρίζει ακόμη το αγιόκλημα
που είχαμε σκαρφαλωμένο στις σκάλες,
τα κάτασπρα μακριά μαλλιά σου
σύννεφα που με νανουρίζουν
και εκείνος ο πόνος στην καρδιά
που πάντα καταλάβαινες ότι έχω
σταματά…
Δίπλα στο παράθυρο,
εκεί θέλω να σε θυμάμαι,
εκεί που κάθε απόγευμα έπλεκες
για να μπαίνει –έλεγες-το φως του ήλιου
που τόσο αγαπούσες, γιατί φώτιζε,
γιατί σε φώτιζε.
Θηλιά-θηλιά στο κάτασπρο πλεκτό
έβλεπες τη ζωή αλλιώς .
λύπες, χαρές, προσμονές, απουσίες,
όλα γίνονταν λουλούδια, σχέδια, όνειρα, παραμύθια
και ήταν τόσο όμορφα,
γιατί ήταν αληθινά…
ύστερα σιγά-σιγά σταμάτησες να πλέκεις,
ύστερα σιγά-σιγά κουράστηκες να ζεις…
Δραπέτης εγώ…
Δύσκολος αυτός ο χειμώνας
πιο μελαγχολικός, πιο σιωπηλός, πιο κρύος.
Πίσω από ένα τζάμι η ζωή όλων των συγκρατουμένων μου,
πίσω από μια οθόνη τα συναισθήματα
ανίκανα να ταξιδέψουν χωρίς ανθρώπινη επαφή
και μπροστά μου στολές…
πολλές στολές απρόσωπες,
να μην μπορώ να διακρίνω μάτια,
να προσπαθούν να μας προφυλάξουν
από έναν επικίνδυνο ιό,
έχουν σκούρο χρώμα,
κράνη και ρόπαλα
έτοιμα σε κάθε απείθεια σκέψης,
σε κάθε κίνηση συλλογική.
Μόνος να περπατάς,
μόνος να σκέφτεσαι,
μόνος να ερωτεύεσαι
αυτό που προσφέρουν,
αυτό που καθορίζουν, αυτό που επιβάλλουν
και έτσι να ελέγχουν τα πάντα,
αλλιώς η τιμωρία κάνει θόρυβο πολύ
και έχει κόστος μεγάλο:
την απώλεια της ελευθερίας σε κάθε της έκφραση
στην καρδιά, στη σκέψη εκεί στοχεύει.
Δεν μπορώ να διακρίνω τον εχθρό
γιατί είναι αόρατος.
Όμως, τον αισθάνομαι να στοχεύει στο μυαλό μου.
Πόσο παράλογο μπορεί να γίνει το λογικό αναρωτιέμαι!
Μέσα στην οθόνη βλέπω και άλλες στολές
από κουστούμια με δεμένες γραβάτες,
τόσο σφιχτά δεμένες
που ο πόνος τους αντανακλά σε μένα.
Άνθρωποι με προσωπείο τόσο καλά φορεμένο,
δυσδιάκριτα τα αλλοιωμένα
ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους.
Αρκεί η λέξη κατανάλωση
και εμφανίζεται αμέσως
μειδίαμα χαμόγελου μακιγιαρισμένου,
δείγμα ψεύτικου συναισθήματος
πάνω στο ρομποτικό κατασκεύασμα
αναγκαίο για επιτυχημένη προώθηση,
περισσότερα κέρδη.
Αλλάζω θέση,
συνεχώς μετακινούμαι,
δεν θα γίνω στόχος,
όσο τελειοποιημένος κι αν είναι ο μηχανισμός.
Ανοίγω την πόρτα… φεύγω…
δραπετεύουμε πάντα εμείς οι ποιητές…
Ημιτελής ζωγραφιά
Έφθασα μπροστά στη μεγάλη σιδερένια πόρτα,
η κλειδαριά σκουριασμένη,
τα κλειδιά χαμένα,
σκαρφάλωσα στα κάγκελα
βρέθηκα μέσα στην αυλή,
άρχισα ν’ αλητεύω
ακροπατώντας ανάμεσα στα δέντρα,
προσέχοντας να μην ταράξω
τη θορυβώδη ησυχία της φύσης.
Δεκέμβρης πια,
τα τελευταία φύλλα πέθαιναν χορεύοντας…
άρχισα να στροβιλίζομαι
γύρω απ' τα γυμνωμένα κλωνάρια τους.
Τους το ’χα υποσχεθεί ότι θα τα φρόντιζα
όταν τα φύτευα,
πέρασαν εποχές,
πέρασαν χρόνια κι αυτά μεγάλωναν
και ρίζωναν βαθιά στη γη μέσα στο χώμα.
Έσκαψα με τα χέρια μου το έδαφος στον κορμό τους
ν’ ανασάνει το χώμα με οξυγόνο
και άρχισα να τα ποτίζω
με νερό της χειμωνιάτικης βροχής.
Πλησίασα το ερημωμένο σπίτι
μ’ εκείνο τον παιδικό ενθουσιασμό
που το πέρασμα του χρόνου δεν μπόρεσε να σβήσει.
Ακούμπησα ελαφρά την πόρτα και άνοιξε διάπλατα.
Τακτοποιημένη ακαταστασία οι σκέψεις μου,
ο χρόνος δεν έχει διάσταση στα συναισθήματά μου,
αποτυπώματα παντού
στα έπιπλα, στα αντικείμενα, στον αέρα,
γι’ αυτό κι όλα τα άψυχα συνεχίζουν να ζουν
μετά την απουσία μας,
έχουν σμιλευμένα τα χνάρια μας
πάνω στην άψυχη σάρκα τους.
Ημιτελής ζωγραφιά πεσμένη στο μαρμάρινο δάπεδο,
απότομα αλλάζει τότε η εποχή και γίνεται καλοκαίρι
η συννεφιά, καλοκαιρινός ήλιος που φωτίζει παντού΄
ανοίγουν διάπλατα όλες οι πόρτες,
όλα τα παράθυρα
ο απόηχος του κύματος μπαίνει στο σαλόνι.
Άμμος και κοχύλια
επικάθονται στη μισοτελειωμένη ζωγραφιά,
παιδικό βλέμμα με κοιτά από μακριά θλιμμένο.
Οι πυκνές φυλλωσιές των δέντρων
γέμισαν πουλιά που κελαηδούν,
με το ράμφος τους δυο πουλιά σηκώνουν τη ζωγραφιά
να στεγνώσει απ' τα θαλασσινά δάκρυα
και ύστερα στον αέρα αρχίζουν με πηλό να ζωγραφίζουν
την αχώρητη έννοια
που καθρεφτίζεται στη θάλασσα…
Μια τεράστια κόκκινη καρδιά που ματώνει από αγάπη!
Τότε το παιδί χαμογελά.
γιατί η ζωγραφιά του ολοκληρώθηκε απ' το σύμπαν.
Για την Ε.
Κιτρινισμένα απ' το χρόνο μικρά σημειώματα
τα καίει η φθορά των αναμνήσεων.
μυρωδιά χαρτιού που πληγώθηκε
απ' τις παραισθήσεις της φοιτητικής νεότητας.
Ντοκουμέντα επικοινωνίας διαφορετικής,
αποτυπωμένο το συναίσθημα σε χαρτί
βιαστικά κομμένο από βιβλίο, τετράδιο,
απόκομμα εισιτηρίου ή ασημόχαρτο τσιγάρων.
Χαραγμένη η απογοήτευση, ο ενθουσιασμός,
η προσδοκία, η αγωνία
για ατέλειωτη ύλη μαθήματος θερινού εξαμήνου
ή πρόσκληση σε γιορτή
στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας,
υπενθύμιση για συνέλευση,
ή αναμνήσεις μιας εκδρομής εν μέσω εξεταστικής.
Ύστερα εκείνα τα ερωτικά σημειώματα
με γράμματα τρεμάμενα αλλά αποφασιστικά
όλα διπλωμένα στη μέση,
ριγμένα κάτω απ’ τη χαραμάδα της εξώπορτας.
Το μικρό όνομα του αποστολέα αριστερά επάνω,
ένα λουλούδι ή μια καρδιά στη μέση
Και το όνομα του παραλήπτη πάντα το ίδιο:
Για την Ε.
Όλα τα κράτησα στη ζωή μου,
όμως ένα έπρεπε να πετάξω,
εκείνο το άδειο από συναίσθημα, το κενό,
«πέρασα και δεν σε βρήκα»,
δεν έπρεπε να με βρει.
Στο ίδιο πάντα σημείωμα σταματώ
Εκείνο με το ζωγραφισμένο ήλιο για υπογραφή
και αναρωτιέμαι αν κατάφερα
να πραγματοποιήσω την ευχή που έγραψε,
«με πολλές αγάπες και ακόμη περισσότερες αλήθειες
να είναι η ζωή σου».
Bιογραφικό σημείωμα
Η Ελένη Σακκά γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα και εθελοντικά σε κοινωνικό φροντιστήριο διδάσκοντας Αρχαία. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο.
Βρείτε την ποιητική συλλογή της Ελένης Α. Σακκά "Άφθαρτη ετικέτα" στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.dodonipublications.gr