Επτά σονέτα κι επτά χαϊκού του Απόστολου Παπαδημητρίου

Επτά σονέτα κι επτά χαϊκού του Απόστολου Παπαδημητρίου

Τον σημερινό μου καλεσμένο στη στήλη "Στα βαθιά" ,τον γνώρισα πριν από λίγο καιρό διαβάζοντας το πρώτο του ποιητικό βιβλίο που τιτλοφορείται "Θα σε λέω θάλασσα". Πρόκειται για θαυμάσια δουλειά,που μ'ενθουσίασε. Μου δημιουργήθηκε λοιπόν η επιθυμία να δω κι άλλα ποιήματα του Απόστολου Παπαδημητρίου. Έτσι παγιώθηκε η άριστη εικόνα που είχα σχηματίσει. Ο προσκεκλημένος μου μένει στη Νέα Πέραμο Καβάλας, είναι ιχθυολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Παράκτια Διαχείριση. Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε ανθολογίες, στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο. Βραβεύθηκε για έργα του σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή κι ετοιμάζει μια δεύτερη. Ο δημιουργός γράφει με μαεστρία άλλοτε σ' ελεύθερη κι άλλοτε σε παραδοσιακή ομοιοκατάληκτη φόρμα. Συνθέτει σονέτα και χαϊκού. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, λυρική, φιλοσοφική. Εμπνέεται από τις φυσικές ομορφιές, τη λατρεμένη του θάλασσα, τα όνειρα,τον έρωτα, την αρχαιοελληνική μυθολογία, τη λογοτεχνία, τις μεταφυσικές αναζητήσεις. Ο λόγος του είναι πληθωρικός, πολυσύνθετος, γλαφυρός, μεθυστικός. Αξιοποιεί τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας κάνοντας χρήση αξόδευτων λέξεων, λογοτεχνικών εκφράσεων, στοιχείων τοπικών διαλέκτων. Το λεξιλόγιό του προσωπικά με εκπλήσσει ευχάριστα, με μαγεύει. Η ανήσυχη ματιά του οδηγεί τη σκέψη του αναγνώστη σε άβατα μονοπάτια, τον καλεί να τα εξερευνήσει. Η γραφή του υποδηλώνει πίστη προς στον άνθρωπο και τις δυνάμεις του ν' ανταπεξέλθει στα δύσκολα. Θα τον γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από επτά σονέτα κι επτά χαϊκού!

Ένα μικρό σπυρί

Ένα μικρό σπυρί, ανέσπερου κύκλου, στη φύση,
σε τόπο που σφεντόνησε η τύχη, ξεφυτρώνει.
Σαν ένας πλάτανος σε λόγγο πεθύμαγε να ζήσει,
ρόζους να βγάνει, να κλώθει ρίζες, κλώνια ν’ απλώνει.

Άρπες τα φύλλα μου, κι οι κλώνοι μου δοξάρια
υμνούν το θάμα το της ζωής, το τράνεμα στους ουρανούς,
πως βάνει ο Πλάστης τις ψυχές στα σχίνα, στα λιθάρια,
πως ουρανός και ο ήλιος μεστώνει τους καρπούς.

Μα έρχεται μάνητα, καιρός, δεντριά κι άνθρωποι λυγίζουν,
αλλάζει η όμορφη θωριά, οι φυλλουριές χλομιάζουν,
κείνα τα χυτά κλαριά γίνονται στραβοράβδια και τσακίζουν.

Άνθρωποι και δεντριά κούτσουρα τώρα μοιάζουν,
τα σκορπισμένα καθώς εμάζωνα κλωνάρια, τη νιότη μου θυμιέμαι,
ένα μικρό σπυρί, καταγή, φύτρος εγώ να λες, ξαναγεννιέμαι!

Ρουμάνι ξερό,
ξάφνου ξαναγεννιέται
στο θείο βλέμμα.

Στην Καλυψώ

Της θάλασσας το οχλαλοητό ακούγεται τριγύρα
και συ σηκώνεις άγκυρα μιαν, ώρα αυγινή,
μαντήλι σειείς στης ξυλοσκάλιστης της πρύμνης γύρα,
αυτός που αγαπάς για μπάρκο άλλο κινεί.

Ακόμα και συ μουτζούρη ουρανέ νομίζω πως θρηνείς,
αφήνω δυο μάτια σαγηνευτικά, τραγούδι του κυμάτου,
μη μου κακιώνεις, φεύγω μακριά στα πέρατα της γης
μια πίκρα κολασμένη βαθιά στα στήθια, μια ηδονή θανάτου.

Αποβραδίς σε καπηλειό ανήλιαγο απόξω παραπατεί,
αυτός που παίρνει μια τέτοια απόφαση να φύγει,
μια χαρακιά ετράβηξε στο χάρτη, κι έπεσε να ονειρευτεί.

Τώρα σε ένα πέλαο βυθίζεσαι που του μοιάζει,
να η γοργόνα του έρχεται, σε μαύρο πέπλο τον τυλίγει
του δύστυχου μυαλού του η τρικυμιά ησυχάζει.

Θάλασσα μάνα.
Ξέμπαρκος στο καπηλειό,
βύζαινα μπρούσκο.

Οι εποχές μου

Πρώτα στης άνοιξης τον επιτάφιο, ασθενικά τρεμόσβηνε η φλόγα.
Στα γνοιασμένα μάτια το δάκρυ κολασμένο,
στο πρώτο σκαλοπάτι, το φως το μουχρωμένο.
Ο σταυρός μου, χρόνια τώρα, βαρύς, πού τραβάς; Ομολόγα!

Μετά το θέρος, του φθινοπώρου τα κλήματα μέστωσαν στο χρόνο.
Ο ηλιοβόρος πύρωσε τον αμπελόχυμο της γης,
έγιναν κρασί οι λιθιές στο μεσοστράτι της ζωής.
Ο καρπός μου, έπεσε στο χώμα, ασπροσίτι ξεφυτρώνει. Ημερώνω!

Ύστερα στου χειμώνα βυθίζομαι μες στα ψυχρά σκοτάδια.
Αχτίδες θερινές τι γρήγορα περνούν, μετά τι μένει;
Να σταθμός μου, άδειος και παγωμένος των δέντρων ξεροκλάδια.

Τώρα ξανά τον χρόνο μου εγώ ξυφαίνω, μπροστά στο κοιμητήρι.
Μια προσευχή ενάρετου από φλογάτο στόμα βγαίνει.
Ο βωμός μου, στου παραδείσου να ακουμπήσω, μετά το καθαρτήρι!

Στο γόνυ, κάτω
απ’ το κόνισμα άγιου
σχώρεση ζητά.

Παγανιστικός ψαλμός

Γιε μου, άμε να γίνεις χτίστης να κάμνεις τρανούς πυλώνες,
να βοηθάς το θειό, να φκιάχνετε φωλιές μες τα κλωνάρια
να του κουβαλάς μες την ποδιά σου πέτρες να γίνονται κολόνες
κι αυτός να σκώνει κάστρα καθώς θα ορδινιάζει τ’ αγκωνάρια.

Τέτοιοι θαρρώ πως πρέπουνε τεχνίτες με δοξάρι, καλογήροι,
λάκκους βαθιούς να σπέρνουνε που άνοιξε η βροχή,
να κάνουνε κόσμο αρεστό, Του Χριστού εργαστήρι
να παίρνουνε με ζήλο το φτυάρι, το πυλοφόρι, το τσαπί

Κτίστης θα γίνω πατέρα, να βοηθάω το Θεό.
Να Του ανακατέβω τον ασβέστη, να κουβαλώ λιθάρια
κι Αυτός να αρμολοιεί τον κόσμο, για να κερδάει το καλό.

Εμπρός λοιπόν παιδί μου! Με την ματιά καθάρια,
δώσ’ Του το μυστρί, φκιάξτε έναν άνθρωπο ξεχωριστό,
αγκίνιαστο, να αγαπά το μαύρο, το κίτρινο και το λευκό.

Έπλασα πηλό.
Ανάσα Πρωτομάστορα,
δώσε και ζωή.

Πίστη στην Ελπίδα

Όσο υπάρχουν ακόμα ανοιχτωσιές γεμάτες λούλουδα,
μπαχτσέδες ανθισμένοι, σπαρμένοι απ’ τ’ άγιο χέρι,
κι αυτά ευλογημένα σκορπούνε μόσκο στο ξόδι με τ’ αγέρι
να μαλακώνουν οι ψυχές, να λιώνουν κερένια πούλουδα,

όσο ο πλάστης ταΐζει σπόρους τ’ αδύναμα πουλιά,
και κείνα μεθυσμένα κελαρύζουν, σκώνουν το λαιμό
με τ’ αχαμνά τους τα φτερά σκίζουνε τον ουρανό,
φουρφουρίζουνε με το τριζόνι μες τη μυγδαλιά,

όσο υπάρχουν ακόμα παιδιά σε μια σκηνή προσφυγική,
ντυμένα τη βροχή και τον αγέρα σε χώρα δανεική
και κείνα χαμογελαστά κρατούν μια εικόνα απ’ την πατρίδα

κι όσο υπάρχουν ακόμα ποιητές, σταυροφόροι και ζητιάνοι,
που ρίχνονται με ψυχορμή σε καμίνι για μια πλάνη,
κι ομολογούν την πίστη, Ε!...τότε σίγουρα υπάρχει ΕΛΠΙΔΑ.

Γλάστρα βασιλικό,
στόμα γέλιο παιδικό,
η παράδεισος.

Η ανακύκλωση της αιωνιότητας

Ο χρόνος έφυγε αλλάζοντας το παλιό του παλτό,
πού 'χε για βάτες χιόνι και βροχή.
Στάθηκε μπρος σε κάδο ανακύκλωσης τρανό,
τίναξε κι άλλαξε το παλτό που είχε πολυφορεθεί

Κοίταγε χωρίς σκιώσει τα μάτια του στο χθες,
το χθες που έπαιρνε μαζί τη φτώχεια όλου του κόσμου,
βρήκαμε καταγής σκουπίδια, φρούδες ελπίδες και σαθρές
τούτος ο χρόνος έλεγες «δεν είναι σίγουρα δικός μου».

Αλλάξαμε και μεις με ότι φτιασίδια βρήκαμε,
κρεμάσαμε ξόμπλια τις πεθυμιές που ονειρευτήκαμε,
ρίξαμε πάνω μας ξεφτισμένες αναμνήσεις, φυλαχτά,

τις τσέπες γεμίσαμε υποσχέσεις, με κάλπικα λεφτά.
Βάλαμε και τις βάτες από χιόνι και βροχή,
και το παλιό παλτό που είχε πολυφορεθεί.

Στις τσέπες παλτού,
ψίχουλα υποσχέσεις
τρύπια όνειρα.

Η αποδημία του πατέρα

Εφτά πατωσιές το σύμπαντο, κίνησε μια νύχτα του χειμώνα,
την άνοιξη να φτάσει εκεί, ταξίδι σε μια άβυσσο,
ψαλμό χερουβικό με τους αγγέλους στον παράδεισο,
στη χώρα των βουβών πραγμάτων, των ανθών μες το λειμώνα.

Γοργοφτερούγιζε ασκητής, σταχτοτσικνιάς, σε αμπελώνα
κι όμως γεμάτος φως, πουλί σε κόσμο αλαργινό,
σ’ ένα δεντρί το σούρουπο και καλοκαίρι και χειμώνα,
άρχιζε δυνατά, το θρήνο του τον θλιβερά πιστό.

Εσύ διαβάτη που περνάς από το κλαροκάλυβό του,
λογάριασε πως κάθε ον σκώνει και το σταυρό του
και μέρεψε στη σκέψη πως αντάμωσε την Αλκυόνη.

Πλαστουργέ των πετεινών, του χρόνου φύσηξε τη σκόνη.
Θα σου προσφέρω δάκρυα ποταμό,
σμάρι να γίνουμε ξανά, σε μιας αποδημίας τον καιρό.

Φως στα καντήλια
τ’ ουρανού τ’ απόβραδο,
με σπίθα ψυχής.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Απόστολος Παπαδημητρίου κατάγεται από το Σουφλί και ζει στη Νέα Πέραμο Καβάλας. Εργάζεται στο Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας στο Εργαστήριο Βενθικής Οικολογίας & Τεχνολογίας. Είναι Ιχθυολόγος, ποιητής της θάλασσας αλλά και της συμπαντικής ομορφιάς. Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στην Παράκτια Διαχείριση και έχει επικεντρωθεί στην προσπάθεια προστασίας και διατήρησης των ευαίσθητων οικοσυστημάτων της θάλασσας και του περιβάλλοντος γενικότερα ως παρακαταθήκη στα τέσσερα παιδιά του (όσα και τα στοιχεία της φύσης). Παραμένει ακτιβιστής και εθελοντής σε κάθε προσπάθεια μετριασμού της ανθρώπινης παρέμβασης στη φύση. Υπέρμαχος της γνώσης, της καλλιέργειας του ανθρώπου, πολέμιος της ημιμάθειας, μα πολλές φορές… απογοητευμένος από την επιστήμη του, γίνεται ονειροπόλος, σκεπτικιστής, απαισιόδοξος, καταφεύγοντας στην ποίηση. Όχι! Δεν θεωρεί τον εαυτό του ποιητή. Απλά θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που κάποιες φορές, σκέψεις του στο χαρτί ανταμώνουν με την ποίηση και γίνονται παραμύθια για μεγάλους που μέσα τους παρέμειναν παιδιά. Ποιήματά του έχουν βραβευθεί κατά καιρούς σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς περιοδικών, ή εκδοτικών οίκων και έχει συμμετέχει σε συλλογικές προσπάθειες έκδοσης Ανθολογίων ή Ημερολογίων. Ποιήματά επίσης έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Ψηφιακή είναι και πρώτη του εκδοτική προσπάθεια, μια συλλογή ποιημάτων με τίτλο «ΘΑ ΣΕ ΛΕΩ ΘΑΛΑΣΣΑ» από την εκδοτική εταιρεία Readnet Publications. Το βιβλίο στην ηλεκτρονική του μορφή βρίσκεται στην ψηφιακή βιβλιοθήκη Rbooks.Ετοιμάζει μια δεύτερη μελετώντας την ανθρώπινη συμπεριφορά σε συνθήκες εγκλεισμού.

Βρείτε την ποιητική συλλογή του Απόστολου Παπαδημητρίου "Θα σε λέω θάλασσα" στο: https://rbooks.gr

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr