Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Γιάννη Γ.Μασμανίδη.Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Ολοκληρώνοντας το Γυμνάσιο και μια σχολή λογιστικής, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου διαμένει μέχρι σήμερα. Έχει εκδώσει έντεκα ποιητικές συλλογές. Η ποίησή του υπαρξιακή,συχνά εξομολογητική, μα προπάντων βαθιά ανθρώπινη,συνταράσσει τον αναγνώστη. Ο λόγος του μεστός, καίριος, συγκινητικός, επικοινωνεί με καθαρότητα τα μηνύματα της γραφής του. Η πένα του συνομιλεί με τη ζωή και τον θάνατο,τον έρωτα, τον ανελέητο χρόνο, την ερημιά,την απώλεια. Θ'απολαύσουμε δώδεκα διαλεχτά ποιήματά του!
*******************************
Καλλιεργώ λαχανικά
Στον κήπο μου
Τοποθετώ ανδρείκελα
Στις άκρες των συνόρων
Διασφαλίζω την πληρότητα
Εάν ωστόσο
Παρά τα προστατευτικά μέτρα
Συμβεί το απευκταίο
Ξετυλίγω σιωπηλά
Τον εαυτό μου
Με αργές βαθιές ανάσες
Το βάθος των απωλειών
Καταχωρώ
Διασάφησις, των κλειστών βλεφάρων
Χαϊδεύω
Το όνομά σου
Με τα μάτια μου
Το αφήνω να κυλήσει
Από τα κλειστά βλέφαρα
Το αγγίζω με τα χείλη
Κι ύστερα
Δεν μπορώ ν’ αντέξω
Το ύστερα
Διασάφησις, των παλιών παπουτσιών
Ο σύρτης
Τραβηγμένος
Η οθόνη
Κλειστή
Βέβαια
Χωρίς αμφιβολία
Τα παλιά παπούτσια
Του Ιούδα
Βερνικωμένα
Ορκίστηκα
Να μην ονειρευτώ
Ξανά
Νύχτες δίχως μνήμη
Προσδοκώ
Τη βάναυση αποτρέπω
Ευγλωττία των λέξεων
Πόθοι και σκιές
Επισκέπτες
Απρόσμενοι
Γυρνούν
Μαίνεται καταιγίδα
Έξω
Γνέφω να δέσει
Κάβο στη στεριά
Το όνειρο
Διάφανη σταγόνα
Που ακόμα
Ταξιδεύει
Όσο αργείς
Γεμίζω άδικα
Τα βάζα
Με λουλούδια
Απ'το παράθυρο
Κοιτάζω
Βιβλία ξεφυλλίζω
Βιαστικά
Αλλά ένα μαχαίρι
Είναι πάντα πρόθυμο
Σε έργα βουβά
Κατά προτίμηση
Ύστερα
Μόνο βαριές ανάσες
Ακούγονται
Κισσός ολόγυρά μου
Πλέκει ταξίδι
Φθινοπωρινό
Μια ηλιαχτίδα
Στέκει ακόμη
Στο μαξιλάρι
Εκεί που εσύ
Δεν είσαι πια
******************
Για να σε κρατήσω
φυτεύω τριανταφυλλιές
Στην άκρη
της αγρύπνιας
Στίχους
Με σπαθιά πίκρας
Στα χείλη
Τον πόνο
Να ξενυχτούν
Ξέρουν καλά
Από πείνα
οι ρωγμές
κι ο θάνατος
κάθε λεπτό
Γενέθλια
Γιορτάζει
Τώρα καπνίζεις
Μὲ τὸ μυαλὸ μου
μές στὸ μυαλὸ καὶ στὴν ψυχὴ μου
κάθε ψίχουλό σου σὲ μιὰν ἀνεπανάληπτη δέηση
ποὺ στὴν ἄραχνη φυλακὴ μου ἔμεινε
ἁρπάζω
(Τώρα καπνίζεις)
Ἕνα ψίχουλο στὸ χῶμα στὸ κορμὶ μου
τῶν δικῶν σου χειλῶν στὰ δικὰ μου
φλεγόμενο σὰν Βαγκνερικὴ θεότητα
φωτίζει περιστρεφόμεν ἀνάκρυφα ἰχνηλατεῖ
ἀκριβὲς ἀγαπημένες πληγές σου
Ἕνα ψίχουλό σου
ἀπὸ τὸ στερνὸ φιλὶ σου ἐκεῖνο
γυρίζει τὸ κλειδὶ καὶ μπαίνει
τρίζει τὰ μέλη μου τὰ παραλύει
τὸ ἀκριβὸ ἀνυποχώρητο μαζὺ μας
ξεγελᾶ
(Τώρα καπνίζεις)
Σπαρταροῦν οἱ λέξεις στὰ χείλη μου
κάθε ψίχουλο σου ἀγαπημένο
χαμόγελο πικρὸ τῶν ἐρειπίων
ξεχύνεται ἀπὸ τὴ δίψα σου
ἄνθος σφηνωμένο σὲ ἀπόκρημνο βράχο
σιωπὴ σέ πνίγει τώρα
σὲ ἁρπάζει
σὲ παραλύει ξέρω
καὶ γὼ
τὴν ἀντοχὴ μου ἀσκῶ
σφίγγω τὰ δάχτυλα γροθιὰ
τεμαχίζομαι
πονῶ
ματώνω λέξεις
τὶς ἀμέτρητες νύχτες ποὺ σέ ζητῶ
ἄχρηστη σάπια λέξη γιὰ τὶς χωματερές
τὸ σαγαπῶ
τώρα καπνίζεις σίγουρα
μὲ ἄδειο βλέμμα
μὲς στὴ θαμπὴ μνήμη μου
μπορεῖ ὅπως καὶ γὼ
νὰ δακρύζεις καπνίζοντας
Ἀρσινόη
Θα έπρεπε
Θα έπρεπε
Να επιτρέπεται στους ποιητές
Να επιτελούν κηδείες
Κανείς δε μοιρολογά καλύτερα απ'αυτούς
Μαύρα φορούν ως τα κατάβαθά τους
Σε μια μάντρα ζουν με άχρηστα υλικά
Ακούραστα τη σκουριά συλλέγουν από τα σιδερένια κλουβιά τους
Ματώνουν με τις λέξεις τη ρόδινη απόχρωση της αποσύνθεσης
Δε φτωχαίνουν ποτέ το όνειρο
Μπλούζα κόκκινη τη θλίψη φορούν κατάσαρκα καθημερινά
Ως να ναρκώσουν το μαράζι
Αμίλητοι διασχίζουν τον Αχέροντα
Τρεμάμενα τα χέρια τους πένθος τραυματισμένης μνήμης καταγράφουν
Μύχια σκιρτήματα
Νεκρά κύματα στα σπίτια των δήθεν ζωντανών ανασταίνουν
Τη φλόγα ως τα τελευταία της
Ως τη στιγμή που τσιτσιρίζει το φιτίλι
Τα νεύματα μιας άταφης ζωής πικραφουγκράζονται
Κηρύσσουν πόλεμο στην αποδημούσα ανθρωπότητα
Εν ονόματι αγρυπνούντων και κεκοιμημένων
Θρήσκευμα σιωπής πανανθρώπινο ως πάθος ιδιόμελο
Να επιτρέπεται να επιτελούν κηδείες
Πρέπει
Έξω
Παγωνιά βρέχει
Και στην ψυχή βρέχει βρέχει παντού
Δεν μ'ανοίγει κανείς περιπλανιέμαι αδύναμος πιωμένος
Σαν μοναξιά ανεκπλήρωτου πόθου μέσα μου ένα παιδί κλαίει
Κλαίει ασταμάτητα πάντα κλαίει κανείς δε με ρωτά τι θέλει
Καθένας πρέπει να κλαίει μόνος του όσο θέλει
Όσο τον αφήνουν να μπορεί
Είναι ο πλούτος του και δεν το ξέρει
Το κλάμα μέσα μου απασφαλίζει τα ερμητικά ματόκλαδα
Μικραίνει τις αποστάσεις
Με το αθόρυβο κλάμα ζω κι εγώ
Μια ταφή μετά την άλλη στοιχίζω
Πολλές ταφές ξοδεύω ασταμάτητα
Πολλά δάκρυα αόρατα αθροίζω
Άνανθα τα χείλη μου διψασμένα
Στεγνά κυπαρισσόμηλα
Ποιητής του ΑΠΟΛΛΥΜΙ κάθε μέρα στοίχημα βάζω για το τέλος
Κάθε μέρα ψεύτικα νικώ την εγκατάλειψη
Η άμμος κινείται
Τρέχει η κλεψύδρα τίποτα δεν σταματά
Δεν αποτρέπει καμιά οριοθέτηση
Ασυντρόφευτο και το δάκρυ με έναν λυγμό άπιστο
Σύνθεση άτακτων εικόνων έμμετρων παλινδρομήσεων
Αφανίζεται στην ερημία μου
Η προσπάθειά μου όλη φταίξιμο είναι μπορεί και αφανισμός
Μπορεί μια απόκριση στο άλυτο αίνιγμα της ζωής
Ο ουρανός με χιλιάδες μαύρα μάτια τη φθορά των υποκειμένων θρηνεί
Το στοιχειωμένο κόσμο μου
Την ψυχή μου κρατώ στα δόντια
Το βλέμμα μου σε αθέατες ραγισματιές μνήμης παλινδρομεί
Ασύγχρονο μόνο
Με ό,τι νικημένο μου στη λύπη αυτομόλησα
Τίποτε δεν περίσσεψε δικό μου
Φθορά φθοράς με σιωπή από πένθος
Τα πλοία πριν βουλιάξουν συναντώ σ'αυτά τα σκότη μου
Στους όρκους που πατήθηκαν άγνωστο τι καραδοκώ
Ήμουν κι άλλοτε άλλος θαρρώ
Μα τώρα περισσότερο περισσεύω
Γλάρους χαζεύω στους τέσσερις τοίχους της φυλακής μου
Το μαύρο χαμογελά στο λευκό
Κι ο Λευκός Πύργος την εύλαλη φιλαμαρτήμονα ερημία μου
[Συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ,έκδ.ΡΩΜΗ,2019]
Όταν η μοναξιά πνίγει
Γράφω
Όσο να χαμηλώσει πιότερο το φως
Όσο φωνή να γίνει δριμύς βοριάς αμίλητος πεισματάρης λυγμός
Εντός μου
Κρυφές καταπαχτές οι μέρες μου δεν είναι πλούσιες ποτέ
Γεμάτες σοβάδες βογκούν μονολογούν
Μαυρίζουν τον ουρανό
Φλογώνουν ολοένα την πείνα της ψυχής
Με σιωπηλά δάκρυα το παγωμένο ζεσταίνουν κορμί μου
Αστοχημένος από πάντα αποσκιάζω τη λύπη στις γωνιές της ύπαρξης
Για να ζω
Το νου αφήνω στις απαγορεύσεις της βιωμένης ζωής μου
Σε μια σειρά φίλυδρες λεύκες
Σε πλέγμα ποθητού μύθου αναμετρώ τα βήματά μου
Για να ζω
Όταν η μοναξιά πνίγει γράφω
Εκχέω ροδόσταγμα στις ρωγμές μου
Με των κρύων ημερών μου πορεύομαι τα απομεινάρια
Σε ένα ταξίδι δίχως επιστροφή στα έγκατά μου
Όταν λυτρωτική καταφυγή η ποίηση με διαστέλλει αποτινάζω τη λύπη
Την ερημιά κατακτώ
Μόνος δεν είμαι όταν η μοναξιά πνίγει
Γράφω
Είναι το κορμί μου
Χωματένιο και τα μάτια μου
Και το φυλακισμένο στο κλουβί καναρίνι
Κι έξω η νύχτα κουμπώνει το παλιό πανωφόρι της
Πλανιέται από καιρό στα μάτια μου μέσα
Στα ρείθρα η βροχή δροσίζει τα χέρια των μοναχικών
Συντροφιά τα κρατεί τα φιλά διψασμένα
Ό,τι ετάχθηκε παραπαίει να το κλωτσάνε αναίτια τα υποζύγια
Ό,τι συμπλέκει τις ραφές τις αργές κινήσεις των βολβών
Την ξηρότητα μιας καθημερινής ανομβρίας
Η ώρα του παραμυθιού άλυτο φέρνει μήνυμα
Τόσοι και τόσοι πεσόντες
Πόσοι θάνατοι άραγε καθημερινοί
Για να γραφτεί μια λέξη ιστορίας
Σιωπώ σιωπώ συντετριμμένος
Σύντροφος αγαπημένος σε όλους τους πρόχειρους τάφους
Με όλους τους μοναχικούς αντάμα τους εντελώς μόνους
Σταλαχτίτης βουβός
Τι να καρτερώ δεν ξέρω
Την καρδιά πετώ απ'το μπαλκόνι κάθε βράδυ
Στο δρόμο χάσκουν τόσοι και τόσοι πεινασμένοι
Βιογραφικό σημείωμα
Ποιητὴς τοῦ ΑΠΟΛΛΥΜΙ κάθε μέρα στοίχημα βάζω γιὰ τὸ τέλος
Κάθε μέρα ψεύτικα νικῶ τὴν ἐγκατάλειψη
<εὔλαλη φιλαμαρτήμων ἐρημία>
Πολλαπλὰ γέρασα
μὲς στὸ χρόνο
<Τῶν ἐκλιπόντων παρακείμενος>
Χα·ι·δεύω
Τὸ ὄνομά σου
Μὲ τὰ μάτια μου
<Διασάφησις>
Κύριοι ἄξονες τῆς γραφῆς μου,ἡ ἀναπόδραστη θνητότητα,ὁ ἔρωτας,ἡ ἐγκατάλειψη,ἡ ὑπαρξιακὴ ἀγωνία,ἡ φθοροποιὸς καί ἀνηλεὴς δύναμη τοῦ χρόνου,ὅπου τὸ σῶμα χῶμα γίνεται.
Γεννήθηκα σὲ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῶν Γρεβενῶν,τὸ Νησί, ἀπὸ γονεῖς μικροαγρότες.
Τὰ παιδικὰ μου χρόνια ἦταν δύσκολα καὶ φτωχικά.Ἡ αἴσθηση αὐτὴ τοῦ νὰ μὴν μπορῶ νά ἔχω τά ὑλικὰ ἀγαθά,κυρίως τὴν ἐποχὴ τῆς ἐφηβείας μου,μὲ κατέστησε σχεδὸν ἀδιάφορο στὶς γυμνασιακές μου σπουδές.
Πρόσεχα στὴν παράδοση τῶν μαθημάτων ἀπὸ τοὺς καθηγητές καὶ χωρίς ἄλλη μελέτη,προβιβαζόμουν στὴν ἐπόμενη τάξη. Αὐτὸ νόμιζα μοῦ ἀρκοῦσε, ὄχι κάτι περισσότερο. Σιωπηλά. Συνέχιζα τὸ "λίγο" μου... Τελείωσα ἔτσι τὸ γυμνάσιο καὶ μιά σχολὴ λογιστῶν καὶ ἐγκαταστάθηκα στὴ Θεσσαλονίκη.
Ἡ ἐνασχόλησή μου μέ τὴν λογοτεχνία ἔγινε μέσα ἀπὸ μιάν ἀνάγκη,μιὰ δυσκολία προσωπική ,ὅπου ὑπὸ τὸ βάρος αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, τῆς δύσκολης διαχείρισης ,τὸ ἀπενενοημένο βῆμα μου,φάνταζε πιθανό.
Γράφω ἀπό τότε,τὸ ποίημα μιᾶς προσωπικῆς ἀνένταχτης διαδρομῆς ,ἐκεῖνο τῆς μοναξιᾶς ,τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ πόνου,μπροστὰ στὸ μυστήριο τῆς φθορᾶς,τοῦ θανάτου,τοῦ ἔρωτα,ὅταν ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ὑπερβαίνει σὲ φρίκη σὲ παραλογισμὸ,τὴν τέχνη καὶ τὸ κάνει συχνὰ.
Ἔχω ἐκδώσει 11 ποιητικὲς συλλογὲς.
-ἐσκεμμένα,ἐκδ.Μαίανδρος, 1988
-Τὸ φιλὶ τῆς πένθιμης Τροίας,ἐκδ.Μαίανδρος,1990
-Ἦταν κι ἡ νύχτα,ἐκδ.Θεσσαλονίκη,1993
-Φῶς ἐν τέλει,ἐκδ.Νέα Πορεία,1997
-Χωρὶς ἀποσκευὲς,ἐκδ.Νέα Πορεία,1997
-Δύο στροφὲς κόκκινο καὶ μιὰ γραμμή,ἐκδ. Νέα Πορεία,2001
-Παγωμένος Νοέμβρης,ἐκδ.Νέα Πορεία,2004
-Φεγγίτης,ἐκδ.Νέα Πορεία,2006
-Διασάφησις,ἐκδ.Θερμα·ι·κὸς,2010
-Τῶν ἐκλιπόντων παρακείμενος,ἐκδ.Νησίδες,2015
-Εὔλαλη φιλαμαρτήμων ἐρημία,ἐκδ. Νησίδες 2020