Σήμερα στη στήλη «Στα βαθιά» έχω προσκαλέσει τον ποιητή Παναγιώτη Πέτσα. Ο καλεσμένος μου, γεννήθηκε και διαμένει στη Λευκωσία. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Δημόσια Διοίκηση. Εργάζεται ως καθηγητής στη Δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση της Κύπρου. Το 2021 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Στον κύκλο του Οδυσσέα». Στην παρθενική του αυτή εκδοτική προσπάθεια,που χωρίζεται σε πέντε ενότητες, ο δημιουργός συνομιλεί εμπνευσμένα με τα έργα της Οδύσσειας και της Ιλιάδας. Στον διάλογο του δημιουργού με τα αξεπέραστα ομηρικά έπη, οι μυθικές μορφές αναλαμβάνουν τον ρόλο του αφηγητή, κατά κανόνα σε πρώτο πρόσωπο , δίνοντας στην εξιστόρηση ζωντάνια και παραστατικότητα. Η ποίηση του Παναγιώτη Πέτσα είναι λυρική,προσωποκεντρική,φιλοσοφική. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, μουσικός, γλαφυρός, με ζωηρές εικόνες και εύστοχους συμβολισμούς. Η πένα του ανιχνεύει τα μυστικά της ζωής ,το αναπόφευκτο του θανάτου, το παιχνίδι της μοίρας, την επαφή με το θείο. Θα τον γνωρίσουμε μέσα από δέκα διαλεχτά του ποιήματα!
Δέκα ποιήματα του Παναγιώτη Πέτσα
Ενότητα: ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Συναπάντημα
Ενότητα: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
Αθήνα
Κένταυρος Χείρωνας
Ενότητα: ΣΤΟ ΙΛΙΟΝ
Τα όνειρα του ασήμαντου Αχαιού
Κάτω απ’ τα τείχη
Ενότητα: ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ
Πτώση
Περσεφόνη
Ενότητα: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Εθισμός στο λευκό
Ούτις
Σταυροδρόμια
Ενότητα: ΠΡΟΟΙΜΙΟ
***
Ἔσπετε νῦν μοι Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσαι·
ὑμεῖς γὰρ θεαί ἐστε πάρεστέ τε ἴστέ τε πάντα,
ἡμεῖς δὲ κλέος οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν·
*
Πέστε μου τώρα, Μούσες, που έχετε τον Όλυμπο παλάτι
- τι είστε θεές κι ολούθε τρέχετε, κατέχετε τα πάντα·
εμείς καν τίποτα δεν ξέρουμε, τη φήμη μόνο ακούμε -
Ιλιάδα, Β 484 - 486
***
Πάντοτε απροσδόκητη
η επίσκεψη της Μούσας.
ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ
Αν σ’ επισκεφτεί η Μούσα, μην τη διώξεις• άκουσε
τ’ ανάλαφρα τα βήματα και τα μελωδικά
και πρόσφερε μ’ ευλάβεια σιμά σου να καθίσει.
Την τύχη σου να ευχαριστείς, που σου ’στειλε την κόρη
γιατ’ είν’ ακριβοθώρητη και συ ο εκλεκτός της.
Μη δείξεις καταφρόνηση ασύνετη
ανόητες πως δήθεν κάνεις σκέψεις
πως είσαι τίποτα παιδί.
Σε οδηγεί η λαμπρή θεά και θησαυρούς σού δείχνει.
Ρίξε μελάνι στο χαρτί
κι αυτό θα πει παράξενα
πράγματα θαυμαστά.
Πότισε χρώμα το λευκό
και με τον ήλιο της ψυχής
φύτρωσ’ η Ίριδα.
Στο παριανό το μάρμαρο
μπορείς να δώσεις όψη
να πλάσεις ζωντανές μορφές
με χώμα και νερό.
Οι αναμνήσεις, η χαρά
ο πόνος και η λύπη
φεύγουν από το στήθος σου
τραγούδι φτερωτό.
Κι όταν το συναπάντημα γλυκούς καρπούς σού αφήσει
γέρνεις ανάλαφρος ν’ αναπαυτείς.
Τη Μούσα πια στα χέρια έχεις
φίλη παντοτινή.
Το είναι σου έγινε καθρέφτης•
όποτε ψάξεις να τον δεις
ανοίγει μες στα βάθη του
τους μυστικούς σου κόσμους.
Ενότητα: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
***
οὐδὲ σύ γ᾿ ἔγνως
Παλλάδ᾿ Ἀθηναίην, κούρην Διός, ἥ τέ τοι αἰεὶ
ἐν πάντεσσι πόνοισι παρίσταμαι ἠδὲ φυλάσσω
*
Την Αθηνά Παλλάδα,
του Δία την κόρη, δεν τη γνώρισες ωστόσο, νύχτα μέρα
που στέκουμαι στον κάθε μόχτο σου και σε φυλάω μην πάθεις.
Οδύσσεια, ν 299 - 301
***
Περιδιαβάζεις την πόλη την αρχαία και λες
ΑΘΗΝΑ
Στην πόλη των θεών γκρεμίστηκα
στον ίδιο αγέραστο τον τόπο ανασταίνομαι.
Ο Σωκράτης πάντα μου φώναζε
Γνώρισε ποιος είσαι
ο Σωκράτης από παλιά με κέντριζε
μα δεν άκουγα.
Η ωραία Ακρόπολη ορθωνόταν μπροστά μου
μα εγώ το βλέμμα είχα χαμηλά
περνώντας από τυχαία συμπόσια
γυρεύοντας το μυστικό
σε μάταιες συναθροίσεις.
Οι ικανοί αλλά δόλιοι ρήτορες
με χάρη μού υποδείκνυαν
τον δρόμο της δουλείας.
Κι εγώ τον ακολούθησα.
Οι τυφλοί προπάτορες
μ’ έσπρωξαν πάλι σε τούτη την οδό
μετά απορούσαν τάχατες
για τη μοιραία πορεία.
Μόνη η Θεά δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ.
Προσέχοντάς με από ψηλά
παράγγελνε στ’ αρχοντοπούλι της στοργής
και μου ’δειχνε σημάδια.
Κι αν της ψυχής ο φόβος ισχυρότερος
τα ακριβά μηνύματα δεν μ’ άφηνε να νιώσω
κείνη την έσχατη στιγμή πριν τον χαμό
έλαμψ’ η ίδια η Αθηνά κι ανέβλεψα.
Φως αστραπής, αλλιώτικο, φως γνώσης.
Στην πόλη της σοφίας
μαθαίνω την αλήθεια πια
κι απ’ τα δεσμά ελευθερώνομαι.
***
ἐκ δ᾽ ἄρα σύριγγος πατρώϊον ἐσπάσατ᾽ ἔγχος
βριθὺ μέγα στιβαρόν· τὸ μὲν οὐ δύνατ᾽ ἄλλος Ἀχαιῶν
πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς·
Πηλιάδα μελίην, τὴν πατρὶ φίλῳ πόρε Χείρων
Πηλίου ἐκ κορυφῆς φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσιν·
*
Το γονικό βαρύ, ακατάλυτο, τρανό στερνά κοντάρι
παίρνει απ᾿ τη θήκη του∙ δε δύνουνταν κανένας να το παίξει
Αργίτης άλλος μες στα χέρια του, μόνο ο Αχιλλέας μπορούσε -
το φράξινο κοντάρι, ο Χείρωνας που απ᾿ τις κορφές του Πήλιου
για να σκοτώνει ηρώους αντρόκαρδους στον κύρη του είχε δώσει.
Ιλιάδα, Τ 387 - 391
***
Αγναντεύοντας το μέλλον, σου κόβει τη θέα το πεπρωμένο.
ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΧΕΙΡΩΝΑΣ
Τον Κένταυρο Χείρωνα είδα
- βγαλμένο σαν απ’ όνειρο
μέσα σ’ ομίχλη.
Ύπαρξη ακατάληπτη κι αζύγωτη
μαλλιά και γένια ανάκατα της φύσης του
χέρια γερά και γρήγορες οπλές
μάτια σοφίας βάθαιναν στον χρόνο
καλοσυνάτη μ’ άγρια συνάμα η όψη.
Δεν έτρεχε περήφανα σαν πρόσμενα
ούτ’ είχε γύρω κύκλο σπουδαίο των μαθητών∙
μα βυθισμένος έστεκε
κοιτάζοντας στο άπειρο.
Σκεφτότανε νοσταλγικά ήρωες που ’χε αναθρέψει
Ιάσονα κι Ασκληπιό
Αχιλλέα κι Ηρακλή
τι περηφάνια ζηλευτή μοχθώντας του ’χαν δώσει
πώς τα δικά του έργα πρόσθεταν
ακόμη μια χρυσή γραμμή στο γένος των ενδόξων.
Κι άλλους ακόμα διαλεχτούς
σ’ αυτή την ανδρομάνα γη
μπορούσε μ’ αφοσίωση στη γνώση να μυήσει.
Το ’ξερε.
Θα το ’θελε.
Θλιβόταν προμαντεύοντας την τύχη των παιδιών του.
Ο Ηρακλής μ’ άθλους θεϊκούς θ’ αφανιζόταν άδικα
με χέρι ανόητης ζήλειας
νέος ο Αχιλλέας θ’ αντάλλαζε χρόνια θνητά
για θαυμασμό αιώνιο.
- Η Μοίρα…
Ποτέ κανείς δεν μπόρεσε
τον λόγο της ν’ αλλάξει.
Άλλο όμως πιο επίμονο τον έκαιγε εκείνη τη στιγμή
στου δυνατού κορμιού και της ψυχής τα έγκατα.
Ένιωθε μέσα του βαθιά το αίμα το λερναίο
να σιγοτρώει ύπουλα το αίμα το δικό του.
Χτυπημένος, συλλογιόταν, από βέλος προσώπου αγαπητού
τι ειρωνεία
τ’ ανθρώπινο το τέλος δεν τον άγγιζε
παντοτινός ο ίδιος
μόνο που σώμα λαβωμένο θα ’χε πια να μένει η αθανασία.
Και τι να πράξει;
Πώς ο καιρός τα φέρνει, Κένταυρε
τη γαλήνη που ’χεις φτιάξει
ξάφνου να σ’ την παίρνει
τη ζωή σου επιμελώς σαν τακτοποίησες
ν’ ανατρέπει
τη φήμη που με κόπο ντύθηκες
να πρέπει ν’ αποχωριστείς
κι όλη σου τώρα τη σοφία
μην έχεις τι να κάνεις.
Να έχεις να επιλέξεις μοναχά
τον θάνατο για λύτρωση
- άδοξο πέρας της ωφέλιμης πορείας -
ή μια αιωνιότητα μαρτυρίου.
Τον άφησα
αμίλητο
σκυφτό
χαμένο
μ’ οδυνηρές ρανίδες σκέψης να κυλούν
κι ακόμη εκεί πασχίζει να καταλάβει ο δόλιος
πώς μες στην τόση του σοφία
ξεγέλασε τα σχέδια του - ναι, ως κι αυτού - η Μοίρα.
Ενότητα: ΣΤΟ ΙΛΙΟΝ
***
ὣς δ᾽ αὔτως ἑτέρωθεν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ
νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπινήνεον ἀχνύμενοι κῆρ,
ἐν δὲ πυρὶ πρήσαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας.
*
Κι από την άλλη οι Αργίτες σώριαζαν οι χαλκαρματωμένοι
πα στην πυρά τους σκοτωμένους τους με σπαραγμένα σπλάχνα∙
κι αφού τους κάψαν, πίσω εγύρισαν στα βαθουλά καράβια.
Ιλιάδα, Η 430 - 432
***
Όνειρ’ απατηλά, μονάχα για τους άλλους.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΑΣΗΜΑΝΤΟΥ ΑΧΑΙΟΥ
Ο κόσμος δεν είναι για όνειρα.
Για εμάς ποτέ δεν ήταν.
Απ’ της σφαγής τον παραλογισμό κάποιος σαν βγει
αρπάζει τρόπαια και φεύγει∙ προχωρεί.
Αυτός ο ένας ο ικανός.
Αυτοί οι λίγοι οι δυνατοί.
Οι άλλοι εκεί ψυχορραγούν
νικημένοι, παράλυτοι, λεηλατημένοι.
Έχει ο καθένας τους περίσσια αγωνιστεί
αλλά εκείνα που ήλπιζαν
να χάνονται κοιτάζουν.
Τώρα πια τίποτα μπροστά τους.
Μαύρο κενό.
Στήθος και χέρια αδειανά.
Έτσι, μες στην οικτρή ασημαντότητα
μαθαίνουν πως τα όνειρα
σαν όλα τ’ άλλα στους ανθρώπους τα σπουδαία
είναι από πριν για εκλεκτούς φτιαγμένα
απ’ όλους πως μπορούν να εκπληρωθούν
ένα χυδαίο ψέμα.
***
Ἕκτορα δ᾽ αὐτοῦ μεῖναι ὀλοιὴ μοῖρα πέδησεν
Ἰλίου προπάροιθε πυλάων τε Σκαιάων.
*
Όμως τον Έχτορα τον κάρφωσε το μαύρο ριζικό του
να μείνει εκεί, στην Τροία κατάμπροστα, στο Ζερβοπόρτι δίπλα.
Ιλιάδα, Χ 5 - 6
***
Η μοναξιά που κάλεσες
δόρυ κρατάει κοφτερό.
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Και να με
στην απόλυτη μοναξιά κάτω απ’ τα τείχη.
Η μοίρα μου∙ η γεμάτη δισταγμούς επιλογή μου.
Τους νιώθω πίσω
να κοιτούν με ανάσα βαριά.
Εκείνη κι οι γονείς λιγοθυμάνε.
Έρχονται με τη σκέψη δίπλα μου
μα πάλι μη αντέχοντας ανεβαίνουν.
Παραπέρα πλημμυρίζοντας τα κάστρα
οι Τρώες
κρεμασμένοι από μένα
διότι από μένα κρέμεται η ζωή τους.
Ο τρόμος τούς παραλύει∙
γκρεμίζει τα ψηλά τείχη της Τροίας.
Με λυπούνται
μα στηρίζονται σ’ αυτή την τελευταία ελπίδα
της δικής μου πράξης.
Το βάρος όλων είναι ασήκωτο∙
δεν είναι για άνθρωπο να το βαστάξει.
Έχω να χάσω τα πάντα
κι οι άλλοι έχουν μόνο εμένα
πριν με τη σειρά τους τα χάσουν όλα.
Διόλου δεν πεισμώνω∙
διόλου δεν παίρνω δύναμη.
Δειλιάζω μάλλον περισσότερο
όσο ο χρόνος φέρνει κοντά
το πιο κακό μου όνειρο
τον εκδικητή και τον όλεθρο.
Η στιγμή που μέσα σου διαλέγεις τον φόβο από το θάρρος
κρατά ελάχιστα.
Πια δεν αλλάζει τίποτα∙
μετά κι αν μετανιώσεις
δίνεις μισή καρδιά∙
το ’να κομμάτι σου μένει πάνω στα τείχη
το άλλο κάτω λαχταρά
το άλλο κάτω στέκεται χωρίς ψυχή.
Περιμένω
ήδη σκοτωμένος.
Ενότητα: ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ
***
πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;
*
Αλήθεια, πώς το αποδυνάστηκες να κατεβείς στον Άδη,
όπου οι νεκροί διανεύουν άπραγοι, των πεθαμένων οι ίσκιοι;
Οδύσσεια, λ 475 - 476
***
Απ’ τη ζωή στον θάνατο και ξανά πίσω
ένα αόρατο χέρι σ’ έχει δεμένο μ’ ένα νήμα
σε βουτάει στο σκοτάδι και ξανά πίσω.
ΠΤΩΣΗ
Κόκκινο μονοπάτι σε διψασμένο δειλινό
να εμπιστευτώ τα όρνια με καλούνε∙
θα ήθελα μια μέρα να με ιδούνε
στο αίμα το δικό τους να πατώ.
Οσμή αβύσσου στου δρόμου τον ορίζοντα
και οι ψυχές χαμένες περιμένουν
τους οδοιπόρους μάταια να τους φέρουν
από τον κόσμο μέλι και νερό.
Στα μάτια τους σκουριά εγνώρισα
και αυλακιές του πόνου χαραγμένες
να καθρεφτίζουν σάπιες και θλιμμένες
μικρών παιδιών τον μαύρο ουρανό.
Της καταχνιάς το χείλος φίλησα
και Ίκαρος παραπατώντας πέφτω
γλυφή ζωή, μ’ άφησες μόνο κι έξω
απ’ των μυστών σου τον αλλόκοτο χορό.
Του ονείρου τον ασφόδελο επιστρέφω
με ηλιαχτίδα ξεδιψώ του πρωινού
θρηνώ για όσους αποχαιρετούν
και την ασπίδα παρατώντας φεύγουν.
***
ἀλλ᾿ ἄλλην χρὴ πρῶτον ὁδὸν τελέσαι καὶ ἱκέσθαι
εἰς Ἀίδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης
ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο
*
ανάγκη ωστόσο να τελέψετε μιαν άλλη στράτα πρώτα,
στης Περσεφόνης της ανήμερης και στου Άδη τα παλάτια
χρησμό από την ψυχή να πάρετε του Τειρεσία
Οδύσσεια, κ 490 - 492
***
Σιγοψιθύριζε η Περσεφόνη τραγική
σε μια γωνιά του Κάτω Κόσμου.
[Στο θλιβερό ριζικό της Κύπρου]
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Το φως και το σκοτάδι
κτυπήθηκαν γι’ ακόμη μια φορά.
Γιατί να ’μουν εγώ το λάφυρο;
Ζήλεψες τις χαρές που δεν θα ’χες ποτέ
γιορτές στη γαλάζια αγκάλη τ’ ουρανού
που δεν θα γευόσουν.
Με τύλιξες στον μαύρο σου χιτώνα
κι άξαφνα κλειδώθηκα σε μέρη
που δεν τα βλέπει ο ήλιος μας.
Η αυγή∙
που ποτίζει να βλαστούν τα φτερά της ψυχής μας.
Στην προσμονή ν’ ανεβώ στον κόσμο μας
ανθίζει όλο το είναι μου.
Αλλά η ώρα σαν καλεί στα σκοτεινά λειβάδια να κατέβω
χοντρές ψιχάλες δάκρυα ραίνουν το χώμα.
Θάρρησες έχοντάς με εδώ
πως θα γλυκάνεις το πικρό βασίλειο που σου ’λαχε.
Θα στο’ πε όμως ο καιρός∙
η αγάπη δεν πορεύεται
σε δρόμο που δεν διάβηκε
πρώτα η ελευθερία.
Ήμουν στις ομορφιές και στην ανεμελιά
μύριζα την πλάση και μεθούσα.
Τώρα φυτρώνουν μοναχά φωτιές και θειάφι
και τριγυρνάν, εμέ τη ζωντανή, σκιές θανάτου.
Θα χάσεις∙ και τη μορφή μου θα ξεχάσεις.
Μη φανταστείς πως τ’ άδικο μπορεί για πάντα να σταθεί.
Δεν ξέρω εσύ, αν κάποτε θα φύγεις από ’δώ.
Για σε του Κάτω Κόσμου η απόχτηση δεν ήταν αναπάντεχη.
Συμφώνησες στη μοιρασιά.
Μα τι είχα εγώ να κάνω με την τύχη σου;
Στης μοχθηρίας τον βωμό έγινα η θυσία.
Μοναδική μου απαντοχή
ακτίδες δίκης τιμωρού
μια μέρα να διαλύσουνε της συμφοράς το έρεβος
να πάψεις να υπάρχεις
να ζήσω ελεύθερη ξανά.
Ενότητα: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
***
τῶν δ᾿ ὅς τις λωτοῖο φάγοι μελιηδέα καρπόν,
οὐκέτ᾿ ἀπαγγεῖλαι πάλιν ἤθελεν οὐδὲ νέεσθαι,
ἀλλ᾿ αὐτοῦ βούλοντο μετ᾿ ἀνδράσι Λωτοφάγοισι
λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι.
*
Μα αν του λωτού τον μελοστάλαχτο καρπό κανείς γευόταν,
πια δε γνοιαζόταν για μηνύματα κι ουδ᾿ έλεε να διαγείρει∙
το ’χε να μείνει εκεί καλύτερο και με τους Λωτοφάγους
λωτό να γεύεται, κι ολότελα τον γυρισμό ξεχνούσε.
Οδύσσεια, ι 94 - 97
***
Κι έκλαψε ο Οδυσσέας τον σύντροφο
που με λωτό ξεγέλασαν.
ΕΘΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ
Σ’ άγονους τόπους νά βρεις θες ιδανικές πατρίδες
θαρρείς πως τη ζωή γελάς με δανεικές ελπίδες.
Στη φλέβα σου σαλπάρει πλοίο άσπρο
μα η φουρτούνα καρτερεί
όταν με βία σε τραβήξει ο γυρισμός.
Στο περιβόλι που ’θρεψες με την παραφροσύνη
κόβεις λογής - λογής καρπούς∙ ό,τι σ’ αρέσει.
Μα σαν η νύκτα πέσει
η πείνα και η δίψα σου δεν έχουν τελειωμό.
Το πιο ψηλό μπορείς κι ανοίγεις παραθύρι
βλέπεις τον κόσμο χαρωπό, γεμάτο φως.
Θεάς που νοιάζεται είδωλο έξω παραμονεύει∙
σε σαγηνεύει, σε καλεί, σου δίνει χέρι.
Και συ ακολουθώντας το
βρίσκεσαι στο κενό.
***
Οὖτις ἐμοί γ᾿ ὄνομα∙ Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ᾿ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.
*
Κανένας τ᾿ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι συντρόφοι.
Οδύσσεια, ι 366 - 367
***
Ποιος είσαι τελικά;
ΟΥΤΙΣ
Αρνήσου
πρώτα αυτά που έχεις∙ όσα σου ’δώκαν
κι όσα με κόπο ή τύχη απέκτησες.
Ξεγράψου
απ’ τα βαριά κι επίμονα
που στα κατάστιχά της η Ιστορία σ’ έχει χρεώσει
κι απ’ την κληρονομιά που σου αφήσαν οι παλιοί.
Λησμόνησε
τα θέλω των δικών σου και των φίλων
τον δρόμο που σου χάραξαν και τα σημάδια
για να ’σαι ένας απ’ εκείνους.
Πέτα
τους τίτλους σου και τ’ αξιώματα
σφραγίδες και οικόσημα προσωπικών σου βασιλείων
μύθους που έφτιαξες να περπατούν μαζί σου.
Ξέχασε
τέλος τ’ όνομά σου.
Αντίκρισε
κατάματα τη ματαιότητα που ’χεις ντυθεί.
Τώρα πια, ξέρεις.
Είσαι ο Κανείς.
***
ὤ μοι ἐγώ, τί πάθω; τί νύ μοι μήκιστα γένηται;
*
Τι έχω να πάθω ακόμα, αλίμονο, τι θ᾿ απογίνω αλήθεια;
Οδύσσεια, ε 465
***
Δρόμοι πολλοί απλώνονται, διάλεξε.
ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ
Πόσο με κούρασαν αυτά τα σταυροδρόμια!
Εγώ ήθελα μακριές κι ευθείες λεωφόρους
να περπατώ κι ανέμελος ν’ αργοκοιτάζω
της τύχης μου τα βολικά.
Κι ο νους επιθυμούσα με αγαλλίαση
να προχωρά, να χαίρεται.
Μα η πορεία όλο πλάθει μονοπάτια
που τρώγομαι στενάζοντας
ποιο τους ν’ ακολουθήσω
μην κάνω λαθεμένη επιλογή
και μ’ ένα σφάλμα οριστικά ξοδέψω τη ζωή μου.
Και μένει η ψυχή μου
καθηλωμένη αιώνια
στο κάθε σταυροδρόμι
σ’ άλλες οδούς να σκέφτομαι
πώς θα ’μουν αν θα πήγαινα.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Παναγιώτης Πέτσας γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1981. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δημόσια Διοίκηση στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου.