Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Γιώργο Μπακλάκο. Ο καλεσμένος μου μεγάλωσε στην Άσκρη Βοιωτίας. Σπούδασε οικονομικά.Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.Από νωρίς έδειξε την αγάπη του για τα βιβλία. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Η ποίησή του είναι στοχαστική ,υπαρξιακή, φιλοσοφική. Ο λόγος του είναι ευθύβολος,αιχμηρός,βαθύς.Τη γραφίδα του απασχολούν τα αγκάθια της κοινωνίας, τα κενά των σχέσεων,η αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Θ'απολαύσουμε δεκαπέντε πολύ όμορφα ποιήματά του!
ΑΠΙΣΤΑ ΛΟΓΙΑ
Λέξεις τριμμένες στη φθορά της χρήσης
σαν ξεφτισμένα τζιν παντελόνια
χιλιοειπωμένες, χιλιοακουσμένες
δίχως να έχουν πια τη δύναμη να συγκινήσουν
με σημασίες συγχυσμένες κι αβαρείς
δίχως κανέναν πια να μπορούν να πείσουν.
Κάποτε “Σ' αγαπώ” σήμαινε παράδοση άνευ όρων της ψυχής
τώρα κι ο τελευταίος των Βανδάλων το έχει ξεστομίσει.
Τώρα οι καταπιεστές παρελαύνουν στους δρόμους με πλακάτ
διαδηλώνουν με περισσή αυταπάρνηση κι αλληλεγγύη
για τους καταπιεσμένους φωνάζοντας ελευθερία και δικαιοσύνη.
Τι να πιστέψεις;
Τέχνη της ποίησης δείξε τις φωλιές, αποκάλυψε τους δρόμους
να γίνουν οι λέξεις φωτιές πρωτογέννητες
απαλλαγμένες από τη συνήθεια
ξαγνισμένες από τ' αλλότρια νοήματα και της ευτέλειας τον ξεπεσμό
οι άνθρωποι να πιστευθούν και πάλι να πιστέψουν.
ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ
Στην αδερφή μου Μαρία
Κάποτε δε θα χρειάζεται να ξενιτευτούμε από τον εαυτό μας για να επιβιώσουμε.
Κάποτε η βαρύτητα θ' αλλάξει φορά και κάθε πτώση θα είναι πτήση.
Κάποτε θα δούμε μέσα απ' τα ντουβάρια του κορμιού ως τα θεμέλια της ψυχής.
Κάποτε το αίμα μου θα ξαναγίνει αίμα και το σώμα σου θα ξανασαρκωθεί
από μελάνι και χαρτί που εκφυλίστηκαν και γονατιστοί θα σύρουμε να μεταλάβουμε.
Κι οι γυναίκες, όχι όχι αυτές θα μείνουν απαράλλαχτες, αιώνιες και άλυτες.
Κάποτε ο άνθρωπος θα μπολιάσει με ζωή την ψυχή του, να μπολιαστεί με ψυχή η ζωή του.
Ως τότε σε μια λακκούβα του δρόμου που με τα χέρια μου έστησα Παράδεισο
γαληνεμένος απ' την πίκρα κι ευτυχής από την εναντίωση κατοικώ δίχως να μένω άπραγος·
ετοιμάζομαι.
ΑΝΗΞΕΡΟΙ
Λέμε δεν πήραμε χαμπάρι.
Μόνο σημάδι ενθύμησης η Ακρόπολη
που στέκει πάνω απ' τη Νεκρόπολη.
Οι σοφοί κουκουλωμένοι στο πιθάρι
εγώ στο πληκτρολόγιο κάνω το παλικάρι
κάθε μέρα περισσότερο κραυγάζω
να πείθομαι πως έτσι αλλάζω.
Θα φύγω δίχως να περάσω απ' την ευθύνη
κατηγορώντας άλλους που τίποτα δεν έχει γίνει
αδιαφορώντας για το μόνο που άφησα σημάδι
της ιστορίας πως ήμουνα το ξεφτισμένο υφάδι.
Λέμε δεν πήραμε χαμπάρι.
ΑΜΛΕΤ
Ι
Αυτό είναι το δίλημμα:
Ποιος είμαι τελικά.
Αυτός που ξεκίνησα ή αυτός που κατέληξα να γίνω;
Να ζει κανείς ή να φυτοζωεί;
ΙΙ
Και τελικά είμαι;
Είμαι κάποιος ή αυτή η μετάβαση με σκότωσε;
Μήπως δε γεννήθηκα ποτέ;
Ξεκίνησα να βρω ένα πρόσωπο και
κατέληξα ν' αναρωτιέμαι αν αυτό υπάρχει.
Πώς,με ποιον τρόπο υπάρχει ή σχηματίζεται.
Για μένα είναι σημαντικό.
Αυτό είμαι.
ΙΙΙ
Η αγωνία της ύπαρξης να ζήσει.
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Μίλα.
Μη φυλακίζεις μέσα σου τις λέξεις.
Τ' ανείπωτα εκδικούνται.
Θα μας χαράξουν το πρόσωπο τόσο πολύ
που δε θα γνωριζόμαστε πια.
ΕΙΔΩΛΟΠΛΑΣΙΕΣ
Άφησέ με να σε γνωρίσω
μη μου επιτρέψεις να σε φανταστώ.
Θα σε πλάσω όπως θέλω, ιδανική
θα σε προικίσω και μ' εκείνα που σου λείπουν
κι όταν διαπιστώσω τη διαφορά θ' απογοητευτώ.
Θα σε νικήσει η άψογη εικόνα που έφτιαξα
κι όταν γκρεμίσεις του μυαλού μου το δημιούργημα
θα πω πως φταις, πως με γέλασες
άλλη πως ξεκίνησες κι άλλη έγινες, θα σε σιχαθώ.
*
Μη με ψάχνεις στον ουρανό, δε θα με βρεις.
Εγώ δεν είμαι αστέρι, είμαι αστερίσκος.
Μια ασήμαντη παραπομπή μες στη ροή του κειμένου
αδιάφορη, χαμένη.
Δε θα με βρει ποτέ κανείς κι αν καταλάθος με κοιτάξει
θα 'χει πολλές δουλειές ν' ασχοληθεί
και βιαστικά θα με προσπεράσει.
Όπως όλους. Όπως όλοι.
Στις λακκούβες του δρόμου ποιος κοιτά;
Μονάχα ο οδηγός που επιδέξια τις αποφεύγει.
Έκρυψα εκεί μαργαριτάρια.
Δε θα τα βρει ποτέ κανείς.
Αιώνιο κι αδιαπέραστο όστρακο το "ΕΓΩ".
Σου είπα δεν είμαι αστέρι.
Δε με ξενυχτούν οι ερωτευμένοι,
δε με κοιτάζουν λατρευτικά οι ονειροπόλοι.
Καμιά ευχή δε θα γεννηθεί με το θάνατό μου.
Καλύτερα.
Πώς να νιώθουν άραγε τ' αστέρια
που στον τάφο τους τα συνοδεύουν ευχές;
ΛΗΘΗ
... Τώρα πια είχαν κλείσει οι πληγές.
Δεν έτρεχε αίμα, δεν υπήρχε πόνος.
Είχε θρέψει το κορμί.
Μονάχα ένα σημάδι είχε μείνει
να πονάει μόνο με τη θύμηση.
Ένα σημάδι που με κάθε ξαφνική, τυχαία ματιά
σκότωνε καθημερινά κάθε ελπίδα για λήθη.
ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ
Γιατί βιάζεσαι να νικήσεις;
Ποιος σε γέλασε, δεν έμαθες πως για κείνον που τερματίζει
πρώτος στον αγώνα, τελειώνει πιο γρήγορα η διαδρομή;
Μανιωμένος για τα πρωτεία, σαν κούρσας άτι
φορούσες παρωπίδες, μονάχα το νήμα θέλησες να δεις
δεν μπόρεσες ούτε για λίγο στο πλάι να κοιτάξεις
για να κερδίσεις στον αγώνα έπρεπε στ' άλλα όλα να χάσεις.
Στου βάθρου σαν ανέβηκες το πιο ψηλό σκαλί, στον Όλυμπό σου
ήσουν μονάχος, πως ν' ακολουθήσουν οι θνητοί το Θεϊκό το τρέξιμό σου;
Δεν τους περίμενες μια στιγμή, τη δόξα ήθελες να προλάβεις
μα εξόν αυτής, δεν έχεις τίποτα πια να παραλάβεις.
Ο ΜΙΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ
Με πνίγει αυτός ο κόσμος
αγχόνη καθημερινή σφιχταγκαλιάζει το λαιμό μου
σα μηχανή απάνθρωπη που θέλει να ενωθούμε
σαν έρημος που βίαια απαιτεί να γίνω ένα σπυρί στην άμμο της.
Μα ακόμα αντέχω, για πόσο μη ρωτάς
ούτε κι ο χρόνος δε γνωρίζει την απάντηση.
Για πόσο ακόμη θ' αρνούμαι τη διαταγή της θάλασσας να γίνω κύμα της αγριεμένο
ότι σταθεί στο διάβα μου να καταπνίξω δίχως σκέψη,δίχως αιδώ.
Πώς να ξεφύγω από την αναπότρεπτη τη μοίρα των ανθρώπων;
Μια άθλια σκιά που με καλεί να της μοιάσω.
Μόνη κλωστή να γαντζωθώ απάνω της εσύ, μη μ' αφήσεις
βγάλε με απ' το λαβύρινθο σε ικετεύω
μη με αφήνεις στους Μινώταυρους βορά.
ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Τα μαλλιά σου άσπρισαν από τα χημικά
κλαίν' και τα μάτια σου από τα δακρυγόνα.
Εγώ αφού δε βρήκα σκύλο να διατάζω
έγινα αφεντικό ενός αδέσποτου Χειμώνα.
Ψάχνω το νόημα σε λεζάντες περιοδικών
ενώ στριγγλίζουν περιπολικά κι ασθενοφόρα.
Είπα να βγω να πάρω χαρτομάντηλα όμως ξέχασα
στην Πατησίων κυκλοφορούν μόνο ερπυστριοφόρα.
Στρίμωχναν έναν άστεγο στην κλούβα
είπαν πως έκλεψε, ευθεία στο κρατητήριο.
-Τσάμπα φαΐ, επιτέλους! φώναζε.
Ίσως η φυλακή να έχει πισίνα και γυμναστήριο.
Γύρισα σπίτι κι ήσουν στον καναπέ
τα λόγια του ύπνου σου βρήκα γιατρικό.
Στα σκεπάσματα χώθηκα για καταφύγιο
αύριο εκεί έξω πρέπει να ξαναβγώ.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΩΝ
Δε συνάντησα μοναχικότερο μονοπάτι απ' τον έρωτα.
Ατελής ολοκλήρωση, ενωνόμαστε δίχως να γίνουμε ένα.
Να μπορούσα να κόψω το συναίσθημα στα δυο
να μπόραγα να μοιράσω το κάψιμο
να 'σπερνα στου μυαλού σου την οθόνη το χαμόγελό σου
μέσα από τα δικά μου μάτια.
Να μπορούσα να σε κλείσω μέσα μου το βράδυ που ξαπλώνω
και σε σκέφτομαι.
Δεν έχω καταλήξει αν μοιραζόμαστε ή μονάχα συζούμε.
Ακόμα κι όταν προσπαθείς να ισορροπήσεις την παλάντζα
η αμφιβολία σε νικάει.
Δεν ξέρω αν είναι ανασφάλεια, αν είναι ψευδαίσθηση
ξέρω μονάχα πως πετάγομαι τις νύχτες να δω μήπως έφυγες
ή μήπως έφυγα εγώ, μήπως δεν είμαστε πια εδώ.
Δεν υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο, παλεύεις.
Ένας δακτύλιος του Κρόνου
τόσα χρόνια σε αγκαλιάζω δίχως να μπορώ να σε αγγίξω.
ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ
Απόψε αν δε γυρίσω σπίτι δε θα με ψάξει κανείς
ούτε νομίζω πως θα λείψω σε κανένα.
Όσο κι αν ψάξεις δε θα ακούσεις ούτε μια καλή κουβέντα
Σκέψου πως δεν υπήρξε τίποτα ως τώρα
κι ό,τι απομείνει θα είναι η σκόνη του μετά.
Φαντάσου πως ο κόσμος φτάνει στο νήμα τούτη τη βραδιά
Άκου το βρυχηθμό του Βεζούβιου
εσύ κοριτσάκι μες σε μια Πομπηία που αργοπεθαίνει
είναι άραγε οι αναθυμιάσεις ή οι πράξεις αυτό που μας βαραίνει.
I
Μιλάτε μου συνέχεια.
Μη μ' αφήνετε σε ησυχία.
Γιατί στη σιωπή
η ψυχή μπορεί να βρει
τη μοναξιά που αποζητεί
κι ό,τι περσότερο ποθεί
ό,τι περσότερο πονεί
ό,τι φοβάται να ειπωθεί
απ' την ανθρώπινη φωνή.
Αν κάνει πια να σαλευτεί
μέσα απ' της λήθης τη ρωγμή
ο άνθρωπος θα ξεσκιστεί
απ' του θηρίου την ορμή
απ' όσα η ζωή ζητά ν' αποσχιστεί
και η ύπαρξη κρυφά πενθεί.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Μην ξεχνάς
Αν η αγάπη δεν είναι υπέρβαση δεν αξίζει να λέγεται αγάπη.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Γιώργος Μπακλάκος γεννήθηκε το 1992 και μεγάλωσε στην Άσκρη Βοιωτίας, πατρίδα του αρχαίου επικού ποιητή Ησιόδου, πατέρα του διδακτικού έπους. Από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για τα βιβλία και το διάβασμα. Σπούδασε οικονομικά στο ΕΚΠΑ. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η “Ταυτότητα” είναι το δεύτερό του βιβλίο μετά το “Ημιυπόγειο” (2017).