Δεκαπέντε ποιήματα του Γιώργου Αλεξανδρή

Δεκαπέντε ποιήματα του Γιώργου Αλεξανδρή

Ο εκλεκτός μου καλεσμένος , λέγεται Γιώργος Αλεξανδρής κι είναι συνταξιούχος δάσκαλος και εν ενεργεία ποιητής κι αρθρογράφος από τα Τρίκαλα. Ήρθα σ'επαφή με τη γραφή του ως επισκέπτρια στο προσωπικό του ιστολόγιο. Βρήκα μόνο διαμάντια. Αισθάνομαι πολύ τυχερή γι'αυτά που διαβάζω κι ευλογημένη που τα παρουσιάζω. Ο ποιητής μας έχει κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με 126 ποιήματα και τον τίτλο "Ανατολικά της -Ω και Λειτουργικές  αντιφωνήσεις". Η ποίησή του βαθιά, κοινωνική, φιλοσοφική,ανθρώπινη. Ο λόγος του πλούσιος, περίτεχνος. Θ'απολαύσουμε δεκαπέντε σπουδαία ποιήματά του!

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΣΕΝΑ ΚΙ ΑΛΛΟΙ

Να σε σημαδεύει τ’ απλωμένο χέρι του ζητιάνου
και συ να πορεύεσαι άτρωτος το δρόμο της ευθύνης,
απρόσβλητος κάτω από την πανοπλία της ψευδαίσθησης
κι ευτυχής στης ψυχής σου τη μακάρια δεσποτεία,
πως έδειχνε και στιγμάτιζε της πολιτείας το χρέος,
μη θαρρείς πως πρωτοτύπησες που ξέφυγε της προσοχής σου
ούτε πως εξιλεώθηκες που υπέκυψες στην οργή σου.
Ανύποπτοι, πριν από σένα διαβήκαν κι άλλοι.

Να σε γυμνώνει το γυμνασμένο βλέμμα του τσιγγάνου
και συ να υποπτεύεσαι ως αγυρτεία τις δοκιμές του,
οχυρωμένος στην ασφαλή μικρότητα του νου
κι αλώβητος στην άστεγη αλητεία της αλαζονείας,
πως ενίσχυε η εποπτεία του του κόσμου τη δυσπιστία,
μη νομίζεις πως απέφυγες στο δρόμο να δυστυχήσεις
ούτε και πως λυτρώθηκες με ειλικρινείς δεήσεις.
Αμύητοι, πριν από σένα προσευχηθήκαν κι άλλοι.

Να σε καρφώνει η ασπούδαστη γλώσσα του μετανάστη
και συ ν’αντρειεύεσαι σε μια περιτειχισμένη πατρίδα
ανέγγιχτος απ’ την καθημερινή εγχώρια εξορία
και συνεπής στην απόκρυφη εθνική μονομανία,
πως διέρρηξε το φόβο σου και την ιστορία,
μην αισθάνεσαι πως κέρδισες του πολίτη τη γοητεία
ούτε και πως κατέθεσες στην υστεροφημία μνεία.
Ασπόνδυλοι, πριν από σένα το καυχηθήκαν κι άλλοι.

Να σε διαβαίνει και να σε καθαιρεί η δόκιμη νιότη
και συ να στρατεύεσαι πιστός, μ’ αναφορές τυπολατρείας,
αυτόκλητος στην άρνηση, της τάξης συνταγμένος
και ευτυχής που πρόλαβες ασύμμετρες προκλήσεις,
πως ήταν επικίνδυνες κοινωνικές αναρριχήσεις,
μη νιώθεις πως δοκίμασες τις αντοχές της πίστης
ούτε και πως λειτούργησες στη συνοχή της φύσης.
Αυτόμολοι, πριν από σένα το αρνηθήκαν κι άλλοι.

Να σε μαυλίζουν οι μύστες του ήχου και της εικόνας
κι εσύ να απογοητεύεσαι στην αίσθηση της ανάγκης,
ανήσυχος που γλίστρησε η απορία στη σιωπή
και δυστυχής στην τυραννία της κοινής αποδοχής,
πως σε ρημάζουν και σου αδειάζουν την ψυχή,
να νιώθεις πως δε χάθηκε το πείσμα του ονείρου
ούτε και πως χρεώθηκες μόνος τη μοναξιά.
Πριν από σένα, μαζί με σένα, ονειρευτήκαν κι άλλοι..

ΚΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΦΩΣ

Πορεύτηκε στον ορίζοντα της ανατροπής,
που τόλμησε να πιστέψει πως υπάρχει
και κατάφερε ν’ ανθίσει προχωρημένα χρόνια,
σπαταλημένα σε διάτρητους και γερασμένους αιώνες.
Κι ανυψώθηκε πάνω απ’ την οικεία του άβυσσο,
της σκοτεινής βεβαιότητας κι εγκαρτέρησης,
αυτής που θεωρούσε ότι κατέχει και ελέγχει
και την αρνήθηκε, υποκύπτοντας με σύνεση
στον ανυπότακτο κι αυτάρεσκο πειρασμό,
να διαθέσει τον αξόδευτό του εαυτό,
άλλοτε στη σώφρονα λήθη του θεού
και άλλοτε στην υπερβατική μνήμη των ανθρώπων.

Σώριασε όλες του του νου τις αγρύπνιες
και της ψυχής του τις σταυρώσεις
μπροστά στο άγνωστο και το αληθινό,
χωρίς άλλοθι στο κενό και το συμβιβασμό,
με την παρήγορη αίσθηση της συμφιλίωσης
για τα χαμένα χρόνια και τα άπραγα λόγια,
με τη μοναχική αίσθηση της ανωτερότητας,
αυτής που τον συντρόφευε σε κάθε παραίτηση
από κάθε κάλεσμα και κάθε ολοφυρμό,
κι έμεινε απροστάτευτος από κάθε δισταγμό,
να μπορεί να φοβάται πως είναι ο εκλεκτός
χωρίς να εκδικείται καμία εποχή.

Τώρα, τα όνειρα που σμίλευε ως λάφυρα ζωής,
ευτύχησε να τα συγκρίνει πιο φτωχά
απ’ τις στιγμές που βίωσε ανθρώπινα κι απλά,
γιατί εκείνα είχαν όνομα και τούτες ανασαιμιά.
Και η μνήμη του που αγρίευε σε θλιβερά τοπία,
αστράφτει φλόγα πια και καθαρτήριο φως,
άμωμη μπροστά στο ανάγλυφο των καιρών
και διαχέεται πνεύμα λύτρωσης και πνεύμα αρμονίας
στη μήτρα της αιωνιότητας και στον ιστό της γνώσης.
Μνημόνευσε τα πάθη του μ’ αντίδωρο σοφίας
και παραδόθηκε συμπόσιο σ’ αυριανές γιορτές,
να ’χει η ζωή αντίκρισμα, σ’ ανθρώπων ευλογία.

ΣΤΗ ΣΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΩΡΑ

Τότε που οι καιροί περνούσαν βιαστικοί
κι εμείς βγαίναμε να λογαριαστούμε μαζί τους
με ανόθευτα όνειρα και αξόδευτες προσδοκίες,
ξέραμε πως ανηφορίζουμε και δεν προλαβαίναμε
ούτε να τους διαβούμε με τα πρώιμά μας χρόνια
ούτε και να τους σημαδέψουμε στις ζεστές πολιτείες
που ριζώναμε στις μεγάλες του κόσμου απλωσιές.

Επιμέναμε όμως, μαζί με τόσους, να πιστεύουμε
πως θα καταφέρουμε να τους κρατήσουμε
ως ιερή σύνοψη και ιστορίας επιταγή
και να αντιστεκόμαστε στην ύποπτη ανακούφιση
που μας οδηγούσε η καλόβολη παραδοχή,
πως είναι προτιμότερη η δική μας προσαρμογή
απ’ της ανάγκης των καιρών την αλλαγή.

Ακόμη και τώρα που οι καιροί φεύγουν αθόρυβοι,
κι εμάς μας βαραίνει της εμπειρίας η γνώση
απ’ τις μικρές και μεγάλες αποτυχίες και διαψεύσεις,
συνεχίζουμε να διεκδικούμε και να δημιουργούμε
το δικαίωμα στο όνειρο και την ουτοπία,
εναρμονίζοντας της ζωής το σκοπό
με της ψυχής την ελευθερία και το χρέος.

Με την κάθε γενιά ν’ αρέσκεται σε επινοήσεις,
ν’ ανακαλύπτει πως γεννιέται και φεύγει νωρίς,
να υποκύπτει σε μεμψιμοιρίες γι’ αυτούς που έφυγαν
και να υπαινίσσεται γι’αυτούς που θα έρθουν,
ας συνεχίσουμε γενναιόψυχα, απλά και χωρίς υπερβάσεις,
να βλέπουμε στη γενναιοδωρία της φύσης και της ζωής
πως ήρθαμε και ζούμε στη σωστή και στη δική μας ώρα.

ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΛΑΘΕΨΑΜΕ

Μπορεί και να λαθέψαμε, εμείς οι θνητοί,
όταν σε στιγμές αυτογνωσίας και ειλικρίνειας,
με περίσσευμα πνεύματος και ψυχής
αποφασίσαμε ν’αναγνωρίσουμε στους θεούς
την αξιοσύνη και το διαφέντεμα της ζωής
και κρατήσαμε για μας,
την αξιοπρέπεια και τη γενναιοψυχία
ως αρετές κι αξίες που ταίριαζαν
στη συνείδηση και τη μεγαλοπρέπειά μας.

Μπορεί και να λαθέψαμε, εμείς οι θνητοί,
όταν μετρώντας τις δυνάμεις του μυαλού
και της καρδιάς τις αντοχές,
τις βρήκαμε περισσότερες απ’ όσες αντέχαμε
κι εκτιμήσαμε ως αδικαιολόγητη υπερβολή
κι επικίνδυνη την αυτοπεποίθησή μας
που θα μας έφερνε σ’ αντιπαράθεση με τη μικρότητά μας
και θα μας βύθιζε στις εφιαλτικές ενοχές
και στης καταστροφής τη δίνη.

Μπορεί και να λαθέψαμε, εμείς οι θνητοί,
όταν αποφύγαμε την πρόκληση του ενστίκτου
και φοβηθήκαμε στο άγνωστο να βγούμε,
ν’ αναζητήσουμε τις καταβολές μας
και να ερμηνεύσουμε την ταύτισή μας με το θείο
πιότερο ως ιδανική πληρότητα
και λιγότερο ως ολοκλήρωση,
αφήνοντας τ’ απόμακρο μεγαλείο στους θεούς
και κρατώντας για μας την προσιτή υπέρβαση.

Μπορεί και να λαθέψαμε, εμείς οι θνητοί,
όταν με φειδώ κι αιδημοσύνη
προσανατολίζαμε τη ζωή μας
σε σταθερές αφετηρίες και βέβαιους τερματισμούς,
αφήνοντας τ’ ακέραιο στους θεούς,
μ’ αναίδεια κι αφ’ υψηλού να βλέπουν,
τ’ απρόβλεπτο και αυτονόητο να λυμαίνονται,
κρατώντας για μας της προσαρμογής το θάρρος
σ’ έναν αγώνα με νικητές και ηττημένους.

ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ

Έλεγε:
«Θα γκρεμίσω τα είδωλα, απέναντι να περάσω,
θ’ αποκαθηλώσω τα σύμβολα πίσω να τους αφήσω
και θ’ αμφισβητήσω λογικές το νου μου να λυτρώσω».
Μου φάνταζε τόσο μόνος και τον πίστεψα!

Έλεγε:
«Θ’ αφεθώ ελεύθερος και απρόβλεπτος για να δημιουργώ
θα χαράξω τη δική μου πορεία για τον κοινό σκοπό
σε ασύλληπτα όρια και ασύλητα περιθώρια».
Μου φάνηκε πως είχε αρχές και τον φοβήθηκα.

Έλεγε:
«Δεν είναι θέμα επιλογής ο στοχασμός και η γνώση
ούτε ζήτημα προσαρμογής η άρνηση κι η πίστη.
Ανάγκη ζωής η έκφραση χωρίς ιδανικά».
Μου φάνηκε τόσο ξένος και τον ακολούθησα!

Τον είδα,
αβόλευτη ανθρώπινη σπορά και ιστορίας γέννα,
σημάδι του χρόνου και αιχμή, ανατροπή και κόψη,
να διαφεντεύει τη ζωή κι αλώβητος να προσπερνά τα τείχη.
Τον δαχτυλόδειξα, τον φώναξα «ερημίτη».

Τον είδα,
να πελεκάει τους καιρούς και είδωλα να μαστορεύει,
να ξεφυλλίζει στοχασμούς και σύμβολα ν’ απεικονίζει.
Τον άντεχα να στέκεται ανάμεσα ανάγκης και σοφίας.
Με δαχτυλόδειξε, με κάλεσε με το «μπορείς ακόμη».

ΗΣΥΧΟΙ ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ

Κάλυψαν την ψυχή τους με προσωπεία.
Προσποιήθηκαν με σχολαστική ειλικρίνεια
πως είχαν ξεχάσει να θυμούνται,
ως αδήριτη ανάγκη επιβίωσης,
τις ανυπόφορες νίκες της μνήμης.
Δεν είδαν πιο αναγκαία υποταγή
κι έφεραν τη ζωή στα δικά τους μέτρα.
Ζύγιασαν ελαφρύτερα της ψυχής τα πάθη
με μέτρο την αιδημοσύνη,
και δεν αξιώθηκαν ν’ απελπιστούν
μπροστάρηδες και προσκυνητές τ’ αγνώστου.
Έμειναν μοναχικοί και ήσυχοι οδοιπόροι
χωρίς να γνωρίσουν τη μετάνοιας τ’ άγριο χρέος,
χωρίς να νιώσουν τ’ άδειασμα του καιρού.
Έσκυψαν πάνω από τη ζωή τους,
‑δεν ήταν ούτε πηγάδι ούτε καθρέφτης‑,
και σχεδίασαν τη σιωπή.
Νίκησαν και του μυαλού τα ρίγη,
και στοίβαξαν τις ήσυχες μέρες τους
με τάξη ‚ευελιξία και μετριοφροσύνη
στην άπληστη και λάγνα χαρά της φυγής
και στη δόκιμη επιλογή του φόβου.
Βρήκαν τις πρέπουσες διαστάσεις.

ΣΥΝΕΣΗ

Αν είναι η σύνεσή σου υποταγή
η σωφροσύνη υπακοή και φόβος,
φυλάει για σένα δράματα η ζωή.

Θα σε φτωχαίνει με όνειρα και ελπίδες,
θα σε διακονεί με οίκτο και συμπόνια,
και θα σε καθηλώνει στην προσμονή.

Αυτόχειρας της λευτεριάς θα φεύγεις
και άσπονδη θα παραιτείσαι
της γνώσης, πως δεν είναι αληθινή.

Δε σου ταιριάζει όμως η φυγή,
γιατί είναι ο λόγος σου ζωή
και το πνεύμα σου δημιουργία.

Ποιος ξέρει τάχα τι είναι αρετή;
Αυτάρεσκα να σκύβεις στη συνδρομή,
ή να πορεύεσαι ματιά του εαυτού σου;

Ποιος νιώθει τάχα τι είναι η κορυφή;
Του νου το ρίγος το απόλυτο ότι ζει,
ή η σύνεση να ξαναπιάσει την αρχή;

Στου κόσμου όμως την άμορφη πομπή
που πνίγεται η κατάνυξη στο χρέος,
δεν έχει για σένα ναό να λειτουργείς.

ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ ΖΩΗΣ

Ήταν ξάφνιασμα ζωής
το βλέμμα σου που πυρπόλησε
τις μικρές μου κοινές και ήσυχες μέρες,
που σημάδεψε τις βολικές μου μικροχαρές
και με παρέδωσε,
φλογισμένο, γυμνό στον καιρό
να προλάβω ν’ αποκαλυφθώ.

Ήταν ξάφνισμα ζωής
το γέλιο σου που ψιθύρισε
τα μικρά και μεγάλα μυστικά σου,
που τραγούδησε τις γλυκές και πικρές σου στιγμές
και με προσκάλεσε,
στα ψηλά της ψυχής τ’ αγνάντια
να μπορέσω να καθρεφτιστώ.

Ήταν ξάφνιασμα ζωής
το φιλί σου που στάλαξε
πόθο και πάθος στ’ απείθαρχο κορμί μου,
που ταξίδεψε τις άναρχες προσδοκίες μου
και μ’ οδήγησε,
αληθινό και γεμάτο στις μνήμες σου
στον έρωτά σου ν’ απολογηθώ.

Ήταν ξάφνιασμα ζωής
ο λόγος σου που γέμισε
το κάθε πρώτο μου και ύστερο κενό,
που ξεφύλλισε το άνθισμα της λαχτάρας
και γλύκανε,
το φόβο, το ρίγος του καημού,
απ’ τη χαρά να μην παραιτηθώ.

Ήταν ξάφνιασμα ζωής
το φως που με τύλιξε
σαν βγήκα τ’ ουρανού και του ήλιου ικέτης
που μ’ οδήγησε στο βωμό της ψυχής σου
και φώτισε να μπω,
ω ιέρεια και μούσα, στο δικό σου ναό
τον έρωτα να προσκυνήσω.

ΑΒΑΤΟ

Στη γωνιά που εναπόθετε
μ’ ευλάβεια και κατάνυξη
την ομορφιά της μοναξιάς της
και τολμούσε να πλάθει όνειρα
μ’ ανθρώπινη διάσταση,
στη γωνιά που αναπολούσε
με δέος και τρυφερότητα
τα πρώτα της σκιρτήματα
και χάριζε του κορμιού της
τη ζέστη και τη μυρωδιά.
Εκεί που πρωτοδείλιασε
ψηλαφώντας της ψυχής την ευγένεια
και θάρρεψε στ’ ατίθασο του νου,
εκεί που αποζήτησε
να πάει πιο πέρα τον εαυτό της
ισορροπώντας στους μύχιους πόθους
και στου καιρού τις μνήμες,
σ’ αυτή τη γωνιά
οχύρωσε το προσωπικό της άβατο
και το περιτείχισε
με σελίδες, χρώματα και μουσική.
Σ’ αυτή τη γωνιά
μονοδρόμησε τη ζωή στη μοναξιά,
να βγει ακόμη πιο ψηλά.
Φως στο άβατο και σκιά,
άσυλο και ιερό
βαθιά πιο ανθρώπινο
κάτι περισσότερο από το θείο.
Στο άβατο αυτό της γωνιάς,
καταφυγή και ανάνηψη της ψυχής,
καστροπολεμίτισσα νύχτα,
μάγισσα νύχτα,
μ’ άσωτα τ’ Αυγερινού
τα χείλη και τα χέρια
στάλαξε στα λαχανιασμένα στήθια
σταγόνες ζωής, ίδιες δυο κόκκινα μάτια
κι άνοιξε μικρό παραθύρι
ίσα για να τρυπώσει η ανατολή,
τίποτα να μην πυρπολήσει,
τίποτα να μην κατακτήσει
παρά μόνο να παραδοθεί
φως, έρωτας και ζωή.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΝΩΡΙΣ

Γεννήθηκα νωρίς.
Πρωί.
Έξω απ’ τον καιρό μου.
Χωρίς οιωνούς και σημάδια.
Του χρόνου επιστροφή.
Τελετή και σπουδή.
Γι’ αυτό με συνεπαίρνει η έπαρση,
και η βιασύνη.
Να ξέρω τι έχασα,
να μάθω τι πρόλαβα.
Τέκνο της άρνησης
και της προσμονής.

Γεννήθηκες αργά.
Κι εσύ πρωί.
Κάτοπτρο κοίλο.
Και κυρτό.
Είδωλο αντεστραμμένο.
Σταθερό περίγραμμα,
ευθεία ματιού.
Αρχαία γραφή και προφητεία.
Σε βλέπω στο αύριο
να μου μετράς αντίστροφα τις μέρες.
Σ’ αναγνωρίζω μήτρα γης,
διάσταση συμπαντική
στην ένταση της εξάρτησης,
στην έκσταση του νου.

Συναπαντηθήκαμε νωρίς.
Εκβιαστικά,
έτσι όπως λένε «πολύ αργά».
Ανακάλυψη της άρνησης του χρόνου
και μέθεξη του κόσμου.
Γιατί σε περίμενα.
Γιατί με ήξερες.
Για να χαράξουμε
στ’ απέραντο κενό μια σχισμή,
ίσαμε να’ μπει φως.
Και η ζωή!

ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

Ξεχάστηκ’ απροστάτευτο κι ανέμελο παιδί,
στις στράτες τ’ ουρανού, στου ήλιου τα αλώνια
κείθε του φεγγαριού, των αστεριών πιο δώθε
παίζοντας με τα όνειρα και τη ζωή μετρώντας.

Με παραφύλαγαν θεοί και μ’ αποπήραν
που πέρασα την πόρτα τους και μπήκα στις αυλές τους,
θαρρώντας πως βεβήλωνα τα όσια κι ιερά τους
κι απορημένος έφυγα πού τάχα να είχα φτάσει.

Έσκυψα κι αφουγκράστηκα της γης την καλοσύνη,
ένιωσα την ανάσα της να φτάνει απ’ τους ναούς της
κάλεσμα σε θύμησες με προσευχές και ύμνους
κι ευτύχησα στον κόρφο της και στο γλυκό της βλέμμα.

Ήταν μικρός ο ουρανός τ’ όνειρο να χωρέσει.
Στα στήθια της η γη το κράταγε ν’ αναπνέει.
Ξημέρωνε στα μάτια σου και η ζωή βιαζόταν
κι αφέθηκα στα χέρια σου μαζί σου να τη ζήσω.

ΣΤΗΝ ΚΛΕΙΣΤΗ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Έκλεισα διστακτικά πίσω μου την πόρτα
με έντονη την αίσθηση της απουσίας σου.
Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα
να μην τρυπώνεις πρώτη, να μη μ’ ακολουθείς
κι η μοναξιά να καρτερεί και ν’ απειλεί
τη μέρα μου ν’ αδειάσει, τη νύχτα να ερημώσει.

Βγήκα και σ’ αναζήτησα στις σκιές της νύχτας,
στις σιωπές και τα ψιθυρίσματα των περαστικών,
στους δρόμους που γειτόνευαν κι ακούγονταν παιδιά,
εκεί που μ’ απορία σήκωναν τους ώμους,
ακόμα κι εκεί που φώτα χλώμιαζαν
και δίνονταν και σφίγγονταν τα χέρια κι οι ψυχές.

Σε βρήκα καθισμένη στο πρώτο το σκαλί,
στο στήθος σου να ζεσταίνεις αφτέρουγη λαχτάρα,
και στις χούφτες σου να διπλώνεις όνειρα μικρά,
ίσα με κείνα τα θαύματα τα μεγάλα
που προλάβαινα στα μάτια σου να ζω,
όταν στο βλέμμα σου η ζωή γινόταν προσευχή.

Στοιβάξαμε αναμνήσεις από γιορτές και μυήσεις
και λυτρωθήκαμε στης ανάγκης τη σοφία.
Στην κλειστή την πόρτα, της ψυχής η δοκιμασία,
έγινε αντοχή και ισορροπία,
υπόσχεση, της ζωής μας την αρμονία
στην πλησμονή του ελάχιστου να δούμε.

Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Τα μάτια σου,των θαυμάτων της γης προσκυνητάρι,
αγιογραφία της σοφίας και πληρότητας του κόσμου
και θυσιαστήριο προνόησης για τις βεβαιότητες της ζωής.
Τα χέρια σου, δυο στάχυα ξανθά τ’ ουρανού τεντωμένα,
τ’ αψήλου αθώριαστες κορφές, πέρα και πάνω από βλέψεις,
δυο λάβαρα γνώσης,αναπεταρισμού και συνέχειας υψωμένα,
να φέρεις τον ήλιο φώτισμα και μερτικό σε ασύνορες χώρες,
να φράξεις με κρίνα και χέρια σφιγμένα τους φράχτες,
να φυτέψεις απροσποίητο γέλιο και μιλιά ανυπόκριτη στους δρόμους.

Ασχημάτιστες ακολουθίες,στρογγυλεύουν αβέβαιες πεποιθήσεις,
μικρές αυλές, ανήσυχες γωνιές, κοινωνούν αναφορές και μαντάτα
και μισεμοί και αποδημίες βαθαίνουν λογισμούς και εποχές πλαταίνουν.
Βήματα και έδρες, μνημονεύουν αριθμούς, επιλογές και ευδοκίες,
εισηγητές και ταγοί κορυφώνουν ιδεολογίες και συνειδήσεις,
χειροκροτητές και αντιρρησίες επιμένουν σε αφορμές και υπερβάσεις,
να προλάβεις αδογμάτιστο το αύριο, πολύφωνη τη σιωπή,
να προστρέξεις βιγλάτορας της ανάγκης ‚της ιστορίας αφηγητής
και να προσφέρεις προοπτική του θείου και μνήμη ανθρωπινή.

Δύστροπος σεβασμός η αυτογνωσία τους και αντάλλαγμα η ευθύνη,
σχήμα και λόγος η μέρα τους η χθεσινή και η αυριανή απορία,
τι μέγα το χάσμα του ευδαιμονισμού από την κομπορρημοσύνη.
Το δίκιο τους ενέχυρο και το χρέος τους αναστολή και δίκη,
έλλειμμα προγραμματισμού η φήμη τους κι απίστωτη η δόξα,
γι’ αυτό και κάθε γενιά που τρόμαζε και τούτη που εξουσιάζει,
σε είδαν ως παράσταση αθωότητας και δική τους ετυμηγορία
και σ’ είπαν θεό δημιουργό μιας νέας δογματικής αλήθειας,
αφού ένας θεός πιστεύει και ορθοφρονεί στο ψέμα, γιατί δεν το ξέρει.

Η ΤΡΕΛΗ

Ανάμεσα στο πυκνό κι ανοικονόμητο πλήθος
που γυρόφερνε τη σιωπή και την ασφυξία του
μεταξύ απορίας, καγχασμού και ειρωνείας,
όριζε αδιάκριτα το δικό της πλάνητα χώρο
κι αυθόρμητα τραμπάλιζε σε αυθαιρεσίες,
προκαλώντας συμπεριφορές και μαρτυρίες.

Με χειρονομίες σπάθιζε καθωσπρεπισμούς κι αξίες,
δαχτυλόδειχνε πρόσωπα αχνά και αγιοσύνες,
και αθυρόστομη, και αυθάδης, χωρίς αναστολές,
με χαρακτηρισμούς κι ακατονόμαστες βρισιές,
μαστίγωνε αυτιά υπάκουα, μαθημένα,
κι έγδερνε υποχόνδρια μυαλά, συμβιβασμένα.

Με αβέβαιο θυμό και άλλοθι τον οίκτο,
κατέφευγαν σε αφορισμούς και συμπαιγνίες.
«Είναι η Τρελή. Τι φταίει για όσα λέει
και πώς να της καταλογίσεις ευθύνες κι ενοχή» ;
Το φόβο τους πιο μακριά δεν ήθελαν να πάνε
και μάζευαν τα λόγια της, του γέλιου απομεινάρια.

Ζωή φτωχή κι ασυνάρτητη, τ’ ανθρωπομάνι μέγα,
αμάθητο στην οργή, στην τάξη σπουδαγμένο,
βόλευε τις μέρες του μικρές στις συνήθειές του,
και μόνο η τρελή ακόντιζε βλαστήμιες,
αλήθειες που κανείς δεν άκουγε ούτε και ενοχλούσαν,
ξένοι που έμαθαν να φεύγουν χωρίς ν’ανησυχούν.

ΠΟΡΦΥΡΩΜΑ ΖΩΗΣ

Κι όσο τα χρόνια πλήθαιναν
με μιαν ανελέητη ευκολία και σειρά
και στένευαν οι αλλότριες κι ασύμμετρες εποχές
σε μια άκληρη,απρόσωπη εφημερία
κι έναν ανώριμο και μακάριο εφησυχασμό,
λιγόστευαν τα όνειρα και οι προσδοκίες,
μίκραιναν οι ελπίδες και οι αναμονές
κι οι μέρες ασύνταχτες και δίχως τελειωμό,
δυσοίωνες γλιστρούσαν στη δυσθυμία και την ενοχή.

Κι όσο οι νύχτες αιμορραγούσαν
κενά ψυχής και απουσίες οραμάτων
σε κρυφούς καημούς κι επώδυνες ομολογίες,
αν και η φαντασία σμίλευε σεμνές συνωμοσίες,
αφουγκρασμούς ουράνιους κι επίγειες ανταμώσεις,
απαντοχές ευδόκιμες κι αρμένισμα ευτυχίας,
πέζευε η ζωή χλωμή στου νου τα σταυροδρόμια,
αβάσταχτη συνήθεια σε δόγματα και ρήσεις,
ανάγνωση ρηχή χωρίς προγνώσεις κι αποδράσεις.

Κι όταν η σύνεση ψηλάφησε
την ομορφιά της αρετής και την τελείωση του ήθους
στην αναστάτωση της ψυχής και την πυρπόληση της μνήμης,
στο στέγασμα της μοναξιάς και της τελετουργικής σιωπής,
συστοίχισε τα καθημερινά με στοχασμό και βλέψεις
στον έρωτα και το σεβασμό μ’ αισθήματα αμοιβαία,
συμμάζεψε τα χθεσινά,τα υψιπετή και σκόρπια
απ’ τ’ άγια σεληνόφωτα και τις αστροφεγγιές τις πλέριες
για το κοινό κι ανέφελο πορφύρωμα της ζωής.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Γιώργος Αλεξανδρής γεννήθηκε στο Πετρωτό Τρικάλων, όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων και σήμερα είναι συνταξιούχος Δάσκαλος. Ασχολείται με την ποίηση και την αρθρογραφία. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά, και διατηρεί το ποιητικό ιστολόγιο Αλεξανδρής23. Οι ποιητικές συλλογές "Ανατολικά της -Ω και Λειτουργικές  αντιφωνήσεις" είναι το πρώτο του βιβλίο.

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr