Δέκα ποιήματα του Σάκη Αθανασιάδη

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" φιλοξενώ τον λογοτέχνη Σάκη Αθανασιάδη. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στο Κιλκίς. Έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές και τέσσερα βιβλία πεζού λόγου. Καταξιωμένοι συνθέτες έχουν μελοποιήσει στίχους του. Η ποίησή του είναι λυρική, βιωματική, εξομολογητική. Ο λόγος του είναι περίτεχνος, μελωδικός, αρμονικός. Η ροή του είναι γρήγορη, κινηματογραφική. Μιλά με γλαφυρές εικόνες κι εμπνευσμένες μεταφορές. Θ' απολαύσουμε δέκα εκπληκτικά ποιήματά του!

Το ταξίδι της αγάπης

Κυνηγούσες πολύ πρωί στην Πεδιάδα
Πουλιά και ήλιο
Και αντί για προσευχή
Έπινες τσίπουρο
Παίρνοντας δύναμη
Απ' τα μάτια του μαύρου σέτερ
Που έλεγες πως τα βράδια σου Μιλούσε
Της ΄Ιρμας.
Οι άνθρωποι τελειώνουν
Και τα τσιγάρα μουρμούριζες
Τους χειμώνες
Γι' αυτό πλούσιος δεν έγινες ποτέ
Δεν μάζεψες τον ιδρώτα σου
Σε πιθάρια
Ούτε τις αϋπνίες σου επένδυσες
Σε μετοχές.
Ξαφνικά τυλίχτηκες στη σιωπή
Σεντόνι ο χρόνος σε σκέπασε
Καλό το ταξίδι στον μεγάλο δρόμο
Πατέρα;

Με τα μάτια αγγέλου

Ανοίγω όλες τις πόρτες
Φυσάει αλμυρός άνεμος
Άδεια αγκαλιά-κακή εποχή
Ένα τρένο φεύγει
Παίρνει μαζί του όλες τις ήττες
Μουτζουρώνει ο καπνός τις σελίδες μου.
Καθώς ο θόρυβος της μηχανής σβήνει
Σκέφτομαι τα φώτα που έχεις
Στο πρόσωπό σου
Αυτά που οι άνθρωποι ονομάζουν μάτια.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι
Γιατί οι άγγελοι έμειναν στη γη
Ποιος ξέρει;
Ίσως για να βυζαίνουν
Ελευθερία οι ποιητές
Κι ακούραστοι να σκορπίζουν όνειρα
Έτσι δεν φύτρωσαν οι επαναστάσεις;

Το καλάθι με τα ψέματα

Σε μια αργία του μυαλού
άνοιξα το καλάθι με τα ψέματα
κι άκουσα τις πόρτες να μιλάνε.
Κόκκινες έβλεπα τις σημαίες
κόκκινα τα φύλλα στα δέντρα
κόκκινα όλα.
Σε μια αργία του μυαλού
άκουσα το γέλιο των τοίχων
άγγιξα χιλιάδες φωνές.
Στην υγρασία των ματιών
φώναζαν οι μουσικές στους δρόμους
ο πόνος των βημάτων φώναζε
πέθαιναν οι Έλληνες
και πέθαιναν για πάντα
όπως πεθαίνουν για πάντα οι φοβισμένοι.
Σε μια αργία του μυαλού
άνοιξα το καλάθι με τα ψέματα
τη φωτιά βρήκα
κι έκαψα όλες τις πόρτες.
Τυλιγμένος με λίγο ουρανό
λαχτάρισα των πουλιών το τραγούδι
μα είχε σβήσει ο ήλιος
γιατί πέθαιναν οι Έλληνες
και πέθαιναν για πάντα
όπως πεθαίνουν για πάντα οι φοβισμένοι.

Ο Μάγος Καλοκαίρι

Λένε πως σε φώτα πολλά
Νεράιδες χορεύουν και η πιο ωραία τραγουδά
Λούζονται ως το πρωί με φως
Γιατί το φως είναι αγάπη
Πέφτουν αστέρια στα νερά
Φέρνουν τα όνειρα κοντά
Ο μάγος καλοκαίρι είναι εδώ
Με λίγη αγάπη θα τον ανταμώσεις
Πάντα ένα αστέρι όταν πέφτει
Θα βλέπω στα μάτια σου το καλοκαίρι
Θα σε φωνάζω σήκω
Θα σε τραβάω απ’ το χέρι
Πάντα ένα αστέρι όταν πέφτει
Θα βλέπω στα μάτια σου το καλοκαίρι
Ψάξε την αγάπη παντού
Κι ας πλέει όπως λεν’ στη χώρα του νερού
Όταν ο δρόμος κλείνει η αγάπη σε σώζει
Περπατάω κάθε βράδυ στη θάλασσα
Βρέχω τη μνήμη
Όταν ένα καλοκαίρι φεύγει η ψυχή μου πονά
Μα αν κοιτάξω μακριά
Ο μάγος καλοκαίρι είναι εκεί
Με λίγη αγάπη θα τον ανταμώσω

Τίποτα δεν είναι αδύνατο, τίποτα αν ζεις για άλλες ζωές

Το μαχαίρι μου είπες, το μαχαίρι που τρυπάει το σύννεφο
Θα πρέπει να το ψάξεις στη σκόνη των δρόμων
Το καθαρό του το νερό που σπάει τα δόντια των νόμων
Θα πρέπει να το πιεις για να αλλάξεις
Τηn ψυχή σου μου είπες, την ψυχή σου που πηγαίνει στο σύννεφο
Θα πρέπει να την φτιάξεις με φωτιές
Στον άνεμο να αντέχει να καίει τις κραυγές
Τίποτα δεν είναι αδύνατο, τίποτα αν ζεις για άλλες ζωές
Από τότε γυρίζω στους δρόμους
Σημαδεύω τα σύννεφα και πετώ τη φωνή μου
Σημαδεύω τον εαυτό μου μα φοβάμαι να παραιτηθώ
Γιατί το όνειρο φωνάζει: Έλα πιάσε με, είμαι εδώ
Τίποτα δεν είναι αδύνατο, τίποτα αν ζεις για άλλες ζωές
Και ελπίζω πως θα βρω το μαχαίρι να τρυπήσω το σύννεφο
Το καθαρό του το νερό να μου φέρει πίσω την ψυχή
Που φεύγει λίγο- λίγο απ’ το κορμί μου
Τίποτα δεν είναι αδύνατο, τίποτα αν το θέλεις πολύ

Το σπίτι που γεννήθηκα

Το σπίτι που γεννήθηκα είναι άδειο από φωνές
Κλειστά τα παράθυρα στη χαρά και την λύπη
Μα ο ήλιος σκαρφαλώνει στη σκεπή
Κάθε πρωί παλεύει να σπάσει τα κεραμίδια
Οι τοίχοι του μυρίζουν χειμώνα
Μέχρι να ανθίσουν οι ακακίες
Μέχρι να έρθουν τα χελιδόνια
Να φέρνουν την άνοιξη στην αυλή
Το σπίτι που γεννήθηκα είναι δέντρο
Ένας τοίχος του αν πέσει
Όλες οι ρίζες μου θα κοπούν
Μέσα στο μικρό μου φως θα πέσει σκοτάδι
Στα μικρά δωμάτια στο σπίτι αυτό
Τα πρόσωπα είναι όνειρα που κοιμούνται
Αφήνω λίγο κρασί κάθε καλοκαίρι
Όταν ξυπνήσουν να έχουν κάτι να πιουν
Το σπίτι που γεννήθηκα έχει χέρια
Που με κρατούν όρθιο στις πόλεις να μη πέσω στο χώμα
Έχει χέρια με άγγιγμα ηλεκτρικό
Μέσα στο φτηνό να μην λερωθώ
Το σπίτι που γεννήθηκα
Έχει θεμέλια με κάρβουνα κι αίμα
Το μαύρο, το κόκκινο, το γαλάζιο χρώμα
Τα ψεύτικα όνειρα του εμφυλίου

Σφαγείο αγγέλων

Ήθελα να σου πω πως έχασα τον καθρέφτη σου
και δεν βλέπω τα μάτια σου όταν νυχτώνει
ούτε πια μαζεύω αστέρια να σου τα χαρίσω
γιατί δεν χρειάζεσαι φως απ’ τα δικά μου χέρια
Ήθελα να σου πω πως ξέχασα
τα ονόματα από την θάλασσά σου
ίσως γιατί τρέχοντας μακριά απ’ τις άγριες φωνές των δρόμων
αγάπησα την ανάσα της νύχτας
όμως έχω γεμίσει την μνήμη μου με σκιές που χορεύουν
σκιές που μοιάζουν περισσότερο με πωλητές άμμου παρά με θεούς
που παλεύουν ακούραστα μεταξύ τους
ποια θα με οδηγήσει στην αθανασία
Όμως θυμάμαι στην Οία τον ήλιο
που έσπρωχνες με τα μάτια σου στην θάλασσα
να φύγουν οι τουρίστες με τις φωτογραφικές μηχανές
μέσα σε ένα ποτήρι κρασί να ακούσεις την σιωπή μου
να ακούσεις τον φόβο της φωτιάς στην βραδινή βροχή
Όπως θυμάμαι και τα κόκκινα μαλλιά σου
τα δάκρυα των δέντρων που έκλεβες ξημερώματα
για να τα πάρεις μαζί σου
να ζωγραφίσεις το καλοκαίρι στους τοίχους
μα έχω ξεχάσει αν ήμουν εγώ ναυαγός στο δικό σου νησί
ή εσύ ήσουν ναυαγός στο νησί της αγκαλιάς μου
ούτε θυμάμαι τα κύματα από την θάλασσά σου
ούτε αν ήσουνα θάλασσα κάποτε

Γυάλινος πόλεμος

Ήταν όλοι φοβισμένοι
για χρόνια φορούσαν μάσκες
κι έτρεχαν μακριά απ’ την βροχή
κρύβονταν απ’ τα χρώματα
και περίμεναν πάνω απ’ το πληκτρολόγιο
να τους πουν ποιος είναι ο εχθρός να τον πολεμήσουν
Φοβόταν οι γονείς τα παιδιά τους
οι παππούδες τα εγγόνια τους
φοβόταν η μια ήπειρος την άλλη
το παλιό φοβόταν το καινούργιο
όλα ήταν εχθρός
Αλλά με τον καιρό
μέσα στον φόβο τους υπήρχε μια κρυφή ελπίδα
πως δεν θα χρειαστεί να πολεμήσουν ποτέ κανένα εχθρό
και μετρούσαν τα λεφτά τους κάθε μέρα
και κάθε μέρα έπλεναν τις μάσκες τους
να μην μολυνθούν τα μάτια
κι ήταν ευτυχισμένοι γιατί ζούσαν
με μεγάλη ασφάλεια τον φόβο τους
και σχεδίαζαν το μέλλον
Ελάχιστοι πίστευαν στο θεό
οι περισσότεροι είχαν φτιάξει έναν θεό δικό τους
χόρευαν μαζί του στα πανηγύρια
τον κερνούσαν κανένα κερί σε γιορτές
ή τον έβγαζαν απ’ το μυαλό τους να παίξει
τυχερά παιγνίδια να σώσει το μέλλον
Ήταν όμως όλοι φοβισμένοι τα βράδια στο σπίτι
οι γονείς με τα δάνεια
οι νοικοκυρές με το φαγητό
οι παππούδες με τα φάρμακα
οι φοιτητές με την μοναξιά
οι δάσκαλοι με τα βιβλία
μα κανένας δεν έκανε τίποτα
να περάσει τον φόβο του
κι όλοι περίμεναν κάτι να γίνει
έστω, να γίνει επιτέλους πόλεμος
Όμως πέρασαν τα χρόνια
οι πιο μεγάλοι πέθαναν περιμένοντας να μάθουν τον εχθρό
κάηκαν στην φωτιά να μην μολυνθεί η Ευρώπη
κι οι λίγοι που έμειναν ζωντανοί
δεν ρωτούσαν να μάθουν ποιος ήταν ο εχθρός
που θα έπρεπε κάποτε να πολεμήσουν
γιατί περίμεναν κι αυτοί να πεθάνουν

Μπροστά από το φως που βλέπουν οι άλλοι

Από καιρό δοκιμάζω να γνωριστώ
με αυτό που φοβάμαι
αλλά κάθε προσπάθεια πάει χαμένη
γι’ αυτό θέλω να περάσω
στην άλλη πλευρά της θάλασσας
κι όταν φτάσω εκεί
να έχω ξεχάσει πως έφτασα
μέσα σε τόσο πολύ φως
Κι άλλες φορές θέλω
να αφήσω πίσω μου το σώμα
στα χάρτινα χέρια της πόλης
στην μόνη αλήθεια της, το σκοτάδι
και να βρεθώ για μια μόνο φορά
μπροστά από το φως που βλέπουν οι άλλοι
Κάποιες μέρες γράφω στο χαρτί:
«χρωμάτισε ένα ψέμα ονόμασέ το
παράθυρο για τον παράδεισο
και το αδύναμο στα μπαλκόνια θα χειροκροτεί»
μα μια άδεια δική μου σφαίρα δεν μπορεί
να ρίξει το φράγμα για να περάσει το ποτάμι
Γι’ αυτό δοκιμάζω να γνωριστώ με την μοναξιά
και με τους παππούδες της επανάστασης
μαζεύοντας τα αποτσίγαρα του Μπουκόφσκι
μέσα στα άδεια μπουκάλια του πολιτισμού
ποιος ξέρει… ίσως κάποτε βρεθώ
μπροστά από το φως που βλέπουν οι άλλοι

Ο μικρός Παναγιώτης

Βρέχει μικρά χαμόγελα στο παράθυρο
μικρές βασίλισσες χορεύουν
κυνηγούν τον χειμώνα με τα κοφτερά δόντια.
Τα μάτια τους κρυμμένες φωνές
ο ήχος δυναμώνει
τα λουλούδια κινούνται
στην άγνωστη μουσική
έτοιμα να τραγουδήσουν.
Ο μικρός Παναγιώτης ξυπνάει
Ακούγεται η φωνή του καλοκαιριού:
Μια χούφτα ήλιο
ήρθα να σου χαρίσω μουρμουρίζει.
Μετά φεύγει
μαζί με τις μικρές βασίλισσες
αφήνοντας το πολύτιμο δώρο του
στο παιδί.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο ΣΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ γεννήθηκε το 1965 στον Άγιο Πέτρο Κιλκίς. Είναι ποιητής και πεζογράφος. Οι ArpeggiosMP το 2012 είναι οι πρώτοι που μελοποίησαν στίχους του σε μορφή demo video (youtube), ενώ η πρώτη του δισκογραφική παρουσία γίνεται στο τέλος του 2012 στο CD : Από το Μηδέν, του Γ. Δημητριάδη, ενώ το 2019 στίχοι του βρίσκονται στο CD : Το μεταξύ μας διάστημα του Β. Καζαντζή.

Εργογραφία:

ΠΟΙΗΣΗ

1. ΣΑΝ ΘΕΑΤΕΣ (Αθήνα 1988)
2. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΡΝΗΣΗΣ (Σικυώνιος 1990)
3. ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ (Άποψη 1993)
4.Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΛΙΟΣ (Α΄ έκδοση Άποψη 2009, Β΄έκδοση 2014,το βιβλίο)
5. ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (Α΄έκδοση Άποψη 2013, Β΄έκδοση
24grammata.com 2014)
6.ΟΙ ΑΝΑΣΕΣ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ (Το βιβλίο 2014)
7. ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ (Το βιβλίο 2015)
8. ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ (24grammata.com 2016)
9.Ένα φεγγάρι κοιτάζει απ’ το παράθυρο - (24grammata.com 2018)
10.Το δαχτυλίδι της ελευθερίας (2020)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΥΠΑΚΟΗ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΟΥΣ (Ταχυδρομική 1989)- νουβέλα
2. Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ (Απόπειρα 1998)-διηγήματα
3. Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ (Ιωλκός 1999)-διηγήματα
4. ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ (Ιωλκός 2001)-μυθιστόρημα.

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr