Δέκα ποιήματα του Πάνου (Τάκη) Κούρβα

Δέκα ποιήματα του Πάνου (Τάκη) Κούρβα

Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη Πάνο Κούρβα. Στα βιβλία του υπογράφει ως Τάκης Κούρβας. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στα Φοναΐτικα Ηλείας. Είναι εργοδηγός μηχανολόγος οχημάτων. Στο παρελθόν φοίτησε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο στον τομέα του Ελληνικού πολιτισμού. Μέχρι τώρα έχει δημοσιεύσει μια μελέτη για την ιδιαίτερη πατρίδα του την Ηλεία , ένα βιβλίο με θέμα την Πομπηία, μια ποιητική συλλογή, δύο  μυθιστορήματα κι ένα αφήγημα. Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες. Έργα του βραβεύθηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Η ποίησή του είναι λυρική, στοχαστική, κοινωνιοκεντρική. Με την ευαίσθητη πένα του στηλιτεύει την ανθρώπινη αδικία, θρηνεί για τις πληγές του κόσμου, υμνεί τους καθημερινούς ήρωες, ζωγραφίζει τον έρωτα. Ο λόγος του είναι πολύχρωμος, χυμώδης, με σπάνιες ψηφίδες, ζωηρές εικόνες και γνήσια συγκίνηση. Θα  γνωρίσουμε δέκα υπέροχα ποιήματα από το βιβλίο του "Ειμαρμένη", με λόγο ποιητικό !

Βασιλική

Στην αδερφή μου που έφυγε νωρίς

Στη χαραμάδα του ύπνου σου θα'ρθω
με το ρολόι μιας άχρονης μέρας
κέρινη θα κρατώ απολαμπή
εσπέριος όταν φύγω.
Στο τηλεσκόπιο της αιωνιότητας
το δέλτα της αρμονίας σου θωρώ
πως έχεις σύννεφα απλωμένα
στους κλώνους των κυπαρισσιών.
Στον αναστραμμένο κόσμο των δέντρων
στο καταφύγιο της σιωπής
που οι τερμίτες σιγοσκάβουν
τα χρόνια σας θα ξεφυλλίσω.
Μπρούτζινους φύλακες θ'ανταμώσω
σαν θα διαβαίνω στους επίχρυσους δρόμους
τη λευκοφορεσιά του ανέμου ντύσου εσύ
και γω τα παιδικά μου αποφόρια ρούχα.
Τις προγονικές μας ανάσες γροικώ
και το ψιθυριστό σου ανάβρυσμα
με του ραβδοσκόπου τον λύχνο
στων ξετοπισμένων την κατηφοριά.
Του παρελθόντος τα ίχνη
ανάστροφα τώρα μετρώ
μες στο σκοτάδι της νυχτιάς
το χορευτικό σου φόρεμα ήθελα να φοράς.

Ο φούρναρης της Κω

Στον Διονύση Αρβανιτάκη που τιμήθηκε
το 2016 με το βραβείο του Ευρωπαίου Πολίτη
για την προσφορά του στους πρόσφυγες
που έφταναν στην Κω.΄


Χώμα πάτησαν μιας περιπόθητης γης
παιδιά, πράσινες αγουρίδες
μανάδες, κλωνάρια άνυδρης ελιάς
ψυχές, δέντρα αμπόλιαστα.
Σαν πιστοί μελλούμενης συναγωγής
προσμένουν κάποιου θεού το ξημέρωμα
μιας άνοιξης τη ζωγραφιά
της πρώτης μέρας τη δημιουργία.
Κάτω απ' τα αστροκάντηλα της νυχτιάς
γιομάτα λογισμούς τα μελίγγια
στα όνειρά τους πηχτές οι ανάσες
απ' τα αναλιγωμένα της κάψας κορμιά.
Τρυφερά, σαν του σταριού τα κοτσάνια
στης θάλασσας φύτρωσαν την παραφρή
του μελλούμενου κόσμου η μαγιά
παιδιά χωρίς ανάκαρα.
Τους υποδέχεται με ανέφοβο στόμα
τους μιλά για τα ύστερα της ζωής
στα σπλάχνα του στεφάνι αμάραντο
απ' της αυλής του το ανθισμένο αγιόκλημα.
Σα χρέος, συνταράζει τον ύπνο του
η πυκνή των παιδιών ποδοβολή,
ακολουθεί κάποιου αγίου το χνάρι
ο Φούρναρης θεριστής και αλωνάρης.

Απόψε τους στοχασμούς αναζύμωσε
με μπόλι φυλής σκληροτράχηλης
με χιλίων λογιών θυμιάματα
λαχταρισμό να μοιράσει το πρόσφορο.
Το πρόσωπό του φεγγαρόδρομος ελπίδας
γύρω του σμάρια πυκνώνει ο κόσμος
και ο κυρ Διονύσης
αθέριστος κάμπος, μοσχομυρίζει ψωμί.

Των ψυχών εκατόμβη

Στα θύματα της φονικής πυρκαγιάς
στο Μάτι Αττικής

Απ' την κρυψώνα της ξεπρόβαλε η Χίμαιρα
σαν μυθική των ηφαιστείων απόδοση
σπέρνοντας το πύρινος μένος της πνοής της
στην Αιαντίδα της Αττικής γης.
Ξύπνησε απ' την υπαρξιακή της μοναξιά
του Ραμνούντα η εκδικητική Θέμιδα
η Ωραία Ελένη και οι Διόσκουροι
ωτακουστές γίνηκαν του κακού.
Του αιμάτου ήλιος κόκκινος
οπλισμένος με του κόσμου την έχθρα
βρυχάται σαν λιόντισσα
που ακατάπαυστα πεινά.
Πολυχρονίτικα καταβροχθίζει πεύκα
της φλόγας το σαρκοβόρο όρνεο
ο άγνωρος του τόπου διαβάτης
διπλοπάλαμα το πρόσωπό του κρατά.
Το κουρνιαχτωμένο στενορύμι
γιόμισε υψωμένες πατούσες
με ματωμένα χνάρια του Χριστού
στου Γολγοθά την πορεία.
Στα άνανθα πάνω κούτσουρα
κουφοπετούν οι κουκουβάγιες
και στα ακροκλώνια τα γυμνά
γκιόνηδες μονολογούν.
Στένεψε με βάρητα ο τόπος
απ' των κραυγών τις ολομάτωτες ελπίδες
μα εσύ την εκατόμβη των ψυχών γροικάς
στου ενός λεπτού τη σιωπή...

Θάνατος στην αρένα

Της ψυχής του τη μεσαιωνική στολή
φόρεσε ο ταυρομάχος
της παραπλάνησης την ερυθρόμορφη κάπα
το δύσμοιρο ταυρί να δαμάσει.
Κοιτά δεξιά, κοιτά ζερβά
τον μισητό, συνένοχο όχλο
θυσιάζοντας της ομορφιάς τη δύναμη
στου σταδίου την αμμούδα.
Τρεκλίζει να σταθεί ορθή
του ζώου η αθωότητα
τα δυο τρία δευτερόλεπτα
νιώθεις πως είναι αιώνια.
Στην αστραπόχρονη στιγμή
η ορμή χύνεται μαζεμένη
του ταύρου τα πόδια λυγούν
και βέλος διαπερνά την καρδιά μας.
Φυραίνει ο λογισμός
βραχνές, ηχούν στα μελίγγια οι κραυγές
θωρείς σταυρωμένους Χριστούς
με αίματα σαν κατακόκκινες πιπεριές.
Μαραμένα γιασεμιά τα μάτια του
γνέφουν στο θεό που ζυγώνει
καθώς, βαριόχνωτη ανθρωπίλα
θυμίαμα της σκόνης σηκώνει.
Της Μεσογείου ο ακρόκοσμος
του φόνου στεφάνι κρατά
σπέρνοντας όνειρα ανέλπιδα
στου τρόμου την άσπλαχνη ερημιά.

Η κυρά της Ρω

Στη Δέσποινα Αχλαδιώτη που "φύλαγε Θερμοπύλες"
στη βραχονησίδα Ρω της Δωδεκανήσου.

Το πεπρωμένο με το ντύμα της ανάμνησης
τις ευέλπιδες σκιές της νιότης σου ζητά
στα θυμαρόκλαδα με το νυχτόβιο δάκρυ
που αποκρατούν τη μοσχοβολιά των χεριών σου.
Μια Ομηρίδα ήσουν του σήμερα
που στη σπιθαμή της απανεμιάς
με τις πετρωμένες σιωπές της
την ασκητική της έχτισε Εγκλείστρα.
Γυναίκα εσύ, που ένα νησί αρμόδεσες
με τα πτερόεντα της καρδιάς σου δώρα
και τη θεία μέθεξη, στην εσχατιά
και το'καμες καταφύγιο της ελπίδας.
Εξώστες χίλιους ο κόσμος σου είχε
στον ακροφύτευτο της γεωγραφίας βράχο
εκεί που μάσκα γαλήνια τώρα φορεί
η εμορφιά των ενενήντα δύο χρόνων σου.
Με το κλάμα των κυμάτων ξυπνούσες
ύψωνες τη λουλακιά φεγγοβολή του ουρανού
με όλες της θάλασσας τις αποχρώσεις
για μια στάλα τιμή, στην ψυχή μας.
Με την μορφή της αρετής, γυναίκα εσύ
η μετενσάρκωση κάποιου προμάχου ήσουν
που μας μίλησε με τις ρυτίδες της έγνοιας
φυτεύοντας το σπόρο του αύριο.

Της σιωπής παρουσίες

Στη Μνήμη των θυμάτων του Διστόμου

Με λόγια ειρηνεμένα
ασβεστώθηκαν πάλι οι αυλές
και του χθες οι φωσφορίζοντες δρόμοι
αποκαλύπτουν το αύριο.
Απ'της πίκρας το κατακάθι
ποτίστηκε ένα χωριό
η κλεψύδρα στην αιωνιότητα άδειασε
τα φοβισμένα των παιδιών χτυποκάρδια.
Της έριδας το ανέλπιστο ξόδι
ακάνθινες φύτεψε ενοχές
απ'τον βίαιο αποχωρισμό των αμνών
στων στεναγμών τα μύρια βάραθρα.
Μοιάζει αμβροσίας πιθάρι
των Βοιωτών ο κάμπος
του σαββατιανού βλαστεί ο σταφυλανθός.
Τα τριζόνια μοιρολογούν
για τις ραγισμένες ελπίδες
για κείνου του Ιούνη τα άθερα στάχια.
Οι πληγές μετουσιώνονται
σε θυμαριών ευωδίες
και το αζύμωτο εκείνο ψωμί
σε τρεμοβολή των άστρων.
Κολώνα που τον κόσμο κρατεί
το λιθοσκάλιστο μ'ονόματα προσκυνητάρι
εκεί καταλαγιάζουν οι φωνές
με της σιωπής τις παρουσίες,
με τα λεύτερα χελιδόνια
των ψυχών που έφυγαν...

Οδοιπορικό στη Μόρια

Βούρκωσαν της γης τα θεμέλια
στο διάφανο κατάλυμα των αερικών
σε παλέτες στοιβάχτηκαν οι στοχασμοί
και μια ξένη ανάσα ρυτιδώνει το μέλλον.
Αόμματη η Θέμιδα με αχνή φωνή
και ο κωδονοκρούστης δίχως χέρια
σε άραχνο δίχτυ έχουν πιαστεί
στων μεγάλων ονείρων το πέλαγος.
Με τη φαρέτρα της απελπισίας γιομάτη
η νιότη τις αγριεμένες της αναμασά ώρες
μετρώντας των ψευδαισθήσεων τα παράσημα
απ'του Μεσαίωνα κάτω τους λύχνους.
Οι σκιές των παιδιών ανυπόδητες
υπνοβατούν σε αμμοχάλικο δρόμο
του κορνιαχτού ο αέρας σαρώνει
θάβοντας των εκμαγείων τα πέλματα.
Άπραγοι της ζωής οι απόμαχοι
την καπνισμένη φτύνουν ανάσα τους
κι απ'των νεκρών την χώρα γυναίκες
στα θαμόκλαρα το βιός τους απλώνουν.
Κάτω απ' τα ατρύγητα λιόδεντρα
το σάκο με τις προσδοκίες απόθεσαν.
Αυτοείδωλα με τη μορφή του Κάιν
την οπτασία της ελπίδας σκοτώνουν.
Ενοχές φύονται στα λιοστάσια της Μόριας
τεχνουργοί αναχαράζουν τα κέρδητα
και ο θάνατος τρέφεται ολοζώντανος
απ'των λόγων τους τα αποφάγια...

Των ψυχών αποικία

Αναφορά στο θεραπευτήριο
ψυχικών νοσημάτων της Λέρου

Με του απείρου το προσωπείο
αραχνιάζουν τις μέρες τους νωχελικά
εργάτες που δεν πρόκαμαν να ξανασάνουν
πάνω στα ανάκλιντρα του Μεσαίωνα.
Στο ακατοίκητο δώμα του νου
στη σοφίτα με τα ταριχευμένα περιστέρια
η σκέψη με τη ματιά της έκλειψης
της σφαγμένης νυχτιάς ψελλίζει χρησμούς.
Η ντροπή απ'τις γωνίες του τρόμου
με τη βεντάλια τον πυρετό μαστιγώνει
και το ψυχομέτρι ογκούται αγιάτρευτο
σ' έναν κόσμο από συρραφές ελλείψεων.
Οδοιπορούν των πελμάτων τα ίχνη
νυσταγμένα στο βουνό της ερήμωσης
τους χερσότοπους τρέμουν το σούρουπο
στους σκουριασμένους πλανήτες των κάκτων.
Με τα σκιώδη του εφιάλτη πλοιάρια
λιμάνι βρήκαν στης απελπισίας την κορφή
για να μην ακουστούν μιλούν απόσιγα
δυο ζευγάρια μάτια που τον Μωυσή γυρεύουν.
Με τα φαντάσματα παλεύουν οι άνθρωποι
στου νικημένου να ανέλθουν το βάθρο
μα η προσωπίδα τους αναχαράζει λέγοντας
"είδες πόσο άνοστη ετούτη η ζήση".
Στης μελαγχολίας το διάδρομο δυο κρίνα
είναι η ζωή που ανασαίνει στο ανθογυάλι
με μια άναρθρη φράση να αιωρείται παντού
"Ηλί, ηλί, λαμά σαβαχθανί".

Πανδοχείον "ο κόσμος"

Απ'αλλοτινά περιστέρια φορούσες φτερά
μ'ένα φακιόλι για σκιάδι του ήλιου
διάβηκες της λογικής τα διάτρητα σύνορα
με το ένδυμα καιόμενης πάχνης.
Γιατί είσαι κακιωμένος; με ρώτησες
λόγια μετέωρου στίχου
και με τάισες σπόρους του πόθου σου
μικρές αιωνιότητες.
Ξεψυχούν της ύπαρξής μου τα απόνερα
στου προσώπου σου τις ακτές
γεύομαι με την αφή της σιωπής
την υδατογραφία της σκέψης σου.
Με μια λουλακόχρωμη όραση
απ' τα ανάγλυφα σχήματα του φεγγαριού
και τα μυρίπνοα σεντόνια του σούρουπου
σαν αγιασμός μάς ράντιζε το κύμα.
Η πυρόξανθη ριπή των βλεφάρων σου
μου δίδαξε τη γλώσσα των γιασεμιών
μ'ένα φιλί απ' του Μάη τ' αρώματα
στο λαβύρινθο των παιδικών μας χρόνων.
Τη θέρμη της αναπνοής σου γεύτηκα
και τα θέλγητρα της φωνής σου
μα σαν ξέφτι αναμασώ εκείνες τις λέξεις
στης μορφής σου τις δαδόφεγγες όχθες.
Ροδοχυμούς αδειάζει η δύση
στην όψη σου ρυακίζουν ελπίδες
στη διδαχή του έρωτα ασκήτεψα
στην Ατλαντίδα σου μαζί σου βουλιάζω.

Περί χρόνου

Σ 'ένα ατέλειωτο χάος
οι στιγμές συνυπάρχουν
φτεροκοπούν στο αγεφύρωτο χάσμα
για να χτίσουν το μέλλον.
Πισωδρομούν τα περασμένα
οι αναμνήσεις μοιάζουν ψευδαίσθηση
γράφοντας των επιθυμιών τον επίλογο
απαγκιστρώνονται απ' το χτες.
Μια μεγάλη σκιά αχνογλίστρησε
άφησε ανέγγιχτα τα συναισθήματα
κρύβοντας της ζωής τα φαινόμενα
στου εγώ μας την ύπαρξη.
Στου κάποτε τις ξέθωρες εικόνες
τον νιότερο εαυτό σου συνάντησες
και γεύτηκες το γιατρικό της ψυχής
στο πιο όμορφο παράδοξο.
Μ' ένα αψηλάφιστο ρεύμα
συνταξιδεύει ο λογισμός
για να βιώσει η καρδιά εμπειρίες
σε μια ταυτόστιγμη διαδοχή.
Σαν του ζωγράφου τη φαντασία
ωριμάζει η υπομονή κάτω απ' τον ήλιο
και η ζωή όση η λάμψη μιας αστραπής
μοναδική στην αιωνιότητα στιγμή.
Με αυτοσχέδιο βέλος
πέρα απ'τα όρια της λογικής
στοχεύεις στον ανείδωτο χρόνο
τον Ενεστώτα, Μέλλοντα κάνεις...

Βιογραφικό σημείωμα

Ο  Πάνος Κούρβας (Τάκης Κούρβας) γεννήθηκε στα Φοναΐτικα Ηλείας. Είναι εργοδηγός μηχανολόγος οχημάτων. Έχει φοιτήσει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο με αντικείμενο σπουδών «Ελληνικός Πολιτισμός». Είναι μέλος του Δ.Σ. της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Από τις εκδόσεις «Βεργίνα» κυκλοφορεί το βιβλίο του «Στην Ηλεία Άλλοτε και Τώρα». Από την «Δυάς» εκδοτική κυκλοφορεί το βιβλίο του «Πομπηία Η πόλη της αμαρτίας». Από τις εκδόσεις «Δρόμων» κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή «Ειμαρμένη» και τα μυθιστορήματα «Για μια αγκαλιά» και «Στη χαραγή του πεπρωμένου».

 

 Βρείτε την ποιητική συλλογή του Πάνου (Τάκη) Κούρβα στον εξής σύνδεσμο:
https://www.skroutz.gr

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr