Στη στήλη "Στα βαθιά",φιλοξενώ σήμερα τον ποιητή Νίκο Παναγόπουλο. Ο καλεσμένος μου έχει σπουδάσει στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας και στη σχολή Θεολογίας. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή. Ασχολείται με το γράψιμο και τη μετάφραση. Ποιήματα και μεταφράσεις του δημοσιεύονται στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Η ποίησή του είναι γλαφυρή, πολύχρωμη, εκπέμπει φρεσκάδα και ζωντάνια. Με όχημα τη μεταφορά, πλάθει πρωτότυπες εικόνες διερευνώντας το σύγχρονο κοινωνικό τοπίο. Η πραγματικότητα αναδιπλώνεται,φωτίζεται διαφορετικά και γίνεται ένας παραμυθένιος καμβάς, όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα. Η γραφή του ποιητή είναι ευαίσθητη ,ευρηματική,με έντονη προσωπικότητα. Θ'απολαύσουμε δέκα θαυμάσια ποιήματά του!
1953
Χιόνι και παγετός, ένα βενζινάδικο και αυτό σκεπασμένο,
δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο πουλί και τα κλαδιά των δέντρων
βαριά. Βήχοντας και γράφοντας ξυλιασμένους στίχους,
τυλιγμένος με κουβέρτες προσπαθεί να μην απογοητεύσει
το κοινό του, μπορεί να δει μερικά λαμπάκια να αναβοσβήνουν
στην αρχή της χρονιάς, ξαπλωμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.
Η κάνουλα ακόμη μαγκωμένη στην θέση της έχει παγώσει,
κι πυρηνική βόμβα κοιμάται στην εγκατάστασή της.
Προσπαθώ να μην την ξυπνήσω. Οι γραμμές στον δρόμο
συνεχίζονται για αρκετά μίλια καθώς το κρύο καλπάζει.
Σαν σιωπηλοί μάρτυρες τα τηλεγραφόξυλα στέκονται
ακίνητα, μοιάζει να ξεκινάει μία ειρηνική χρονιά.
Κάπου μία μικρή αλεπού χώνεται γρήγορα στην φωλιά της.
Φαντάζομαι τα σημάδια αχνών βημάτων πάνω στο χιόνι.
Δώρο Γάμου
Ένας άντρας ζητάει πληροφορίες για την κοντινή καφετέρια,
θέλοντας να πιει λίγο από το τσάι μου.
Ένα περιπολικό περνάει από μπροστά μου.
Κάποιος βήχει σε ένα χαρτομάντιλο.
Αυτό είναι, σταματάω.
Καλοκαιρινό απόγευμα
Η γκαρσόνα πήγαινε πέρα δώθε μεταφέροντας ποτά, δευτερόλεπτα
που προσπαθούσαν να συγκρατηθούν, το κορμί και η στάση,
o περήφανος δίσκος, κάτι να ξεθαφτεί από το παγόβουνο.
Ένα παλιό γραμμόφωνο να έχει σωπάσει σταματημένο για χάρη
ενός στερεοφωνικού. Κάποιος διάβαζε ποίηση πιο δίπλα,
το ηλιοβασίλεμα άφηνε το αποτύπωμά του στον τοίχο.
Ο κατάλογος έλεγε πως υπήρχαν επιλογές. Νόμισα πως είδα την σκιά
κάποιου μεγάλου μποξέρ απέναντι, όμως έφταιγε η βιτρίνα.
Είσοδος
Καθισμένος σε μια καρέκλα
σπείρω τους σπόρους της σιωπής μου.
Μικροσκοπικά έντομα περιεργάζονται
ένα πράγμα το οποίο ονομάζεται νιότη.
Μια περίτεχνη λάμπα σκύβει
από πάνω.
Περπατώντας σε σταματημένα νερά
μπαίνω μέσα στον βωμό της κάθε λέξης.
Πέρασμα
Υπερφυσικά βουνά και παγόδες, βλέπω το φως
του ήλιου να σβήνει κάπου εκεί προς το απόγευμα.
Πάνω σε ένα πέτρινο μονοπάτι κουβαλάω
κιθάρα, της λείπουν χορδές.
Από κάπου μακριά ακούγεται το τραγούδι
ενός άντρα στην εξορία.
Σταματώ, περιμένω να ξυπνήσει από το όνειρο
και να αναδιπλωθεί
Έλευση
Μέσ’ από χιονισμένους δρόμους
μέσ’ από πυκνά και συνάμα άδεια
δέντρα, ο αναβάτης έρχεται κρατώντας
μια λάμπα
περνώντας από τα βουνά και τις
πεδιάδες
οι νιφάδες κολλάνε πάνω στο παλτό
και το καπέλο του, το άλογο να αναπνέει
βαριά βουλιάζοντας στο κάτασπρο
χιόνι
διασχίζοντας τη χιονοθύελλα που
φαίνεται όλο να μεγαλώνει
κουβαλώντας ένα κλειδί ή μια έμπνευση
ένα γράμμα ή μια λέξη, σ’ εσένα που
ξέχασες το βιβλίο ανοιχτό για λίγο και
κοιμήθηκες
Παλιό ποίημα
Ένας φάρος αναβόσβηνε από εκείνο που δεν φαίνεται,
έμοιαζες να ακολουθείς τη λεπτή κλωστή που από κάπου είχε
ανατείλει. Όλα εκείνα τα μακρινά πρωινά, πιέζοντας το χέρι μου,
ένα αεροπλάνο στον ουρανό.
Ακριβώς εδώ
Γκρεμισμένες ενότητες σχηματίζουν ένα όλον. Το βλέμμα σου
που αντικρύζει την πόλη καθώς φέγγει μέσα στο σκοτάδι.
Ένα μπουκάλι μισάνοιχτο στο κλειστό παράθυρο,
το τρόλεϊ που περνάει σταθερά και με οικονομία. Λέξεις που ξεφεύγουν
στη στροφή,
πολλά χιλιόμετρα που δεν συνηγορούν σε καμία ταύτιση.
Αναρωτιέμαι για την ηχώ που μπορεί να έχει ένας θάλαμος,
τη δύναμη του ανέμου όταν περνάει από ξερά στάχυα.
Μοιάζει να βρίσκομαι σε έναν κόσμο μακριά, όμως είμαι κοντά.
Περνώντας τα φανάρια γνωρίζω πως οι εποχές προχωράνε,
τις εγκοπές που
κρύβει η μέρα. Αναζητώ τον ρυθμό των βιβλίων και παρατηρώ
το ατένισμα του δέντρου, διασχίζω την ακολουθία που υπαγορεύει
η υπομονή.
Ένα πουλί βγαίνει στο φως αφήνοντας ένα ψηλό κλαδί.
Χειμερινό
της Μαρίας Λαϊνά
Κάθε μέρα θέτει τα ίδια ερωτήματα. Μία φωνή ξεδιπλώνεται και λέει
«Καλωσόρισες στον κόσμο των νοημάτων, εμπρός πάρε μία καρέκλα.»
Μικρές νιφάδες πέφτουν και ακουμπούν μπροστά από τα σκαλοπάτια μου.
Δεν γνωρίζω αν είναι η πιο ψυχρή μέρα του χειμώνα.
Επιστρέφοντας
Βορινό τοπίο, ένα φεγγάρι φωτίζει μέσα από σύννεφα.
Το χιόνι μοιάζει να έχει στρωθεί.
Η σκιά ενός αλόγου φαίνεται πέρα σιγά να κινείται,
προσπαθώ να ανάψω μια μικρή φωτιά.
Λέξεις σαν να ξεπροβάλλουν από κάπου κοιμισμένα.
Κάτω από ένα δέντρο,
έχοντας απλώσει τα παγωμένα μου χέρια,
κουνάω τα δάχτυλα όπως κάποιος πιανίστας.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Νίκος Παναγόπουλος γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα, όπου και ζει. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Φ.Π.Ψ. της Φιλοσοφικής Σχολής και του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μεταφράζει και γράφει ποίηση, δημοσιεύοντας στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.