Δέκα ποιήματα του Λάμπρου Θ.Μάλλιου

Δέκα ποιήματα του Λάμπρου Θ.Μάλλιου

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Λάμπρο Θ.Μάλλιο.Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στο Κλειδί Άρτας κι έζησε εκεί όλη την παιδική του ηλικία. Σπούδασε δημοσιογραφία στην Αθήνα. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες,περιοδικά και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διετέλεσε εκδότης και διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας Άρτας "Ακανθόχοιρος"και του μηνιαίου περιοδικού "σκαντζόχοιρος". Το 2021 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή,που τιτλοφορείται "Οκρίβας",ενώ στα σκαριά βρίσκεται η δεύτερη. Η ποίησή του διατρέχει το προσωπικό βίωμα,εικονοποιεί αναμνήσεις και όνειρα,αλλά ξεπερνά το εγώ. Συνταράσσεται από τα πανανθρώπινα κοινωνικά δράματα, στέκεται απέναντι από την κοσμική εξουσία, οραματίζεται ένα ομορφότερο αύριο.Ο λόγος του δημιουργού αποτυπώνεται πηγαίος σε συγκινησιακή έξαρση,γεμάτος με χρώματα κι αρώματα, φιλοσοφημένος,βαθύς. Η σμίλη του καλού δουλευτή της γλώσσας κάνει τα μεστά σε νοήματα ποιήματά του παραστατικά κι ελκυστικά στον αναγνώστη. Η στοχαστική γραφή του προβληματίζει  και συγκινεί όποιον εντρυφήσει στα μονοπάτια της. Θα γνωρίσουμε δέκα διαλεχτά ποιήματά του!

ΖΟΥΝ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

Εντελώς τυχαία
παραβρέθηκα σε κηδεία αγνώστου.
Είδα άγνωστα πρόσωπα, σιωπηλά.

Τι είναι ο άνθρωπος;
Είναι "τα έργα και οι ημέρες του".
Το σαρκίο τούτα κουβαλάνε.
Ο θάνατος είναι μια στιγμή στο χρόνο
που το σώμα ζητά την αέναη ανάπαυση.

Οι ζώντες
"τα έργα και τις ημέρες"
των νεκρών θυμούνται.
Και όσο τους θυμούνται και τους μνημονεύουν,
οι νεκροί είναι ανάμεσά τους.
Είναι οι άυλοι ζωντανοί.

Είμαστε το αποτέλεσμα των πράξεών μας.

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΒΟΥΛΩΝ

Σαν μολύβι έπεσε το γεράκι
και ξέσκισε τη λέξη "μιζέρια".
Και τα γράμματα έπεσαν και κόλλησαν αναίτια
στις παγίδες για τρωκτικά.

Εκεί, στη χώρα της κατσαρίδας και της κάμπιας
που χορεύουν μια ταγκό και μια ζεϊμπέκικο,
προσπαθώντας να εισπράξουν
το χειροκρότημα του ασπάλακα.

Εκεί, στη χώρα που
ο ανθρωπάκος ζει με επιλογή του
κάτω από μυγοπαγίδες και δίπλα σε στέρνες
με χαλκό και σκουριά.

Εκεί που τα λουλούδια την άνοιξη δακρύζουν
και το χιόνι το χειμώνα κοκκινίζει.
Εκεί που τα κοράκια είναι λευκά,
τα περιστέρια μαύρα κι οι οχιές κατοικίδια.

Εκεί, στη χώρα των άβουλων,
όπου ο ήλιος, το φεγγάρι
κι η κορυφή του κυπαρισσιού
δεν έχουν αντικρίσει βλέμμα ανθρώπου.

Εκεί που ο θυμός των περαστικών
γίνεται βοή κι ελπίδα.

ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΣΕ ΙΣΟΓΕΙΟ

Βαρύ το σκοτάδι στο χιόνι.
Στην πάνω τσέπη του σακακιού είχα κρυμμένη
μια άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη.

Σημάδεψα μια ρωγμή που αφήνει το σκοτάδι,
όταν τα μάτια παίζουν με την αντηλιά.
Την έριξα με δύναμη προς τα πάνω.
Άκουσα έναν θόρυβο.
Κάτι σαν χαλάζι από αλάτι: τα φώτα διαμερίσματος
από την απέναντι πολυκατοικία άναψαν.

Και τότε είδα ότι
έσπασα το τζάμι της μπαλκονόπορτας
του διαμερίσματος του πέμπτου ορόφου.
Σκέφτηκα μήπως και κάποιο γυαλί
έπεσε πάνω σε άνθρωπο που περνούσε από κάτω.
Ησύχασα καθότι δεν άκουσα φωνές
ούτε σειρήνα ασθενοφόρου.

Έκλεισα το παράθυρο της γκαρσονιέρας του ισογείου.
Με ανακούφιση. Με προβληματισμό.
Μέχρι τον πέμπτο όροφο έφτασε το ξόρκι.
Σε λάθος μέρος. Τόση ήταν η δύναμή μου.

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού.
Θα ξημερώσει, σκέφτηκα.
Μπορεί και να μη χιονίζει.

ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΗ ΓΛΑΣΤΡΑ

Μεγαλώνω αργά.
Κι εκείνον τον έρωτα,
τον μεγάλο,
τον κρυφό,
τον ανεκπλήρωτο,
τον έχω χρόνια στο προσκεφάλι μου.

Λίμνη από πόθο το κρεβάτι.

Μαρμαρωμένος ο χρόνος
στα διπλωμένα σεντόνια.
Χλομό και μελαγχολικό το ταβάνι.
Πνιγμένα σε αναστεναγμούς τ’ αποτσίγαρα.

Πώς είναι τώρα εκείνη δε γνωρίζω.
Φυλαχτό η εικόνα της.
Φωτογραφία ασπρόμαυρη.
Η ανάσα της ζωής μου.
Ο άπειρος χρόνος μου.

ΤΑΞΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΘΑΥΜΑ

Ξάπλωσα στην κίτρινη σκιά του χαμομηλιού,
δίπλα από τον γονατισμένο κρίνο,
που έπλενε τα μαλλιά του
με άλαλο νερό από πηγή θαυμάτων.

Ονειρεύτηκα να μου σκουπίζουν τα μάτια
με γάλα και μέλι.
Να κρεμάνε στο λαιμό μου φυλαχτό
από επτά δίκοπα μαχαίρια.
Και είδα τη Μάνα μας με σάρκα και οστά
να κλαίει ακουμπισμένη
σε σταυρό από βάτα και δάφνη.
Ένα δάκρυ της έφτασε
και κύλησε πάνω στον ομφαλό μου.

Και ήταν και βαμβάκι και πέτρα
και δρόμος και φωτιά.
Ναι, δρόμος πάνω από τείχη κεραυνών.
Εκεί που το θαύμα είναι δώρο
και ποτάμι που συναντά ωκεανούς
σε τρικυμία γαλήνης.
τα περιστέρια μαύρα κι οι οχιές κατοικίδια.

Εκεί, στη χώρα των άβουλων,
όπου ο ήλιος, το φεγγάρι
κι η κορυφή του κυπαρισσιού
δεν έχουν αντικρίσει βλέμμα ανθρώπου.

Εκεί που ο θυμός των περαστικών
γίνεται βοή κι ελπίδα.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ

Οι κερασιές άρχισαν ν’ ανθίζουν.
Λυπημένο μού φαίνεται το χρώμα των ανθέων
καθότι μαύρη η ψυχή του ανθρώπου.
Και τα χρώματα το μέσα μάτι
τα βλέπει ανάλογα με τη διάθεση.

Όταν βρω ευκαιρία και νιώσω λεύτερος,
θα φύγω κατανικώντας την απόγνωση.
Θα πάω να ζήσω στα καμένα.
Ένα τριζόνι θα μου κάνει συντροφιά.

Και τότε
Θα ζεσταθούν οι θάλασσες.
Θα παγώσουν τα σύννεφα.
Θα φορέσει ο ήλιος φτερά.

ΜΑΥΡΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΜΕ ΛΕΥΚΑ ΛΕΠΙΑ

Κούφιες οι πέτρες και διψασμένες.
Εκλιπαρούν τον κάκτο
για μια σταγόνα νερού.
Το φεγγάρι θυμωμένο
πήρε τον ήλιο στο κυνήγι.

Βουβές οι καμπάνες στις εκκλησιές.
Στα μάτια των πιστών
μοιάζουν τώρα
σαν όρχεις ευνουχισμένου τράγου.

Μα εγώ στη ζωή και στα χρόνια μου
έδωσα άπειρο χώρο και χρόνο.
Τόσο που
αρχίζω να αισθάνομαι πως στριμώχνομαι.

Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ

Άρωμα φρεσκολουσμένης γυναίκας
η μυρωδιά της φτέρης πάνω από το κεφάλι.
Κόκκινα μαλλιά η δροσιά της.
Χύνονται ανέμελα κάτω από τη μέση,
μπροστά και πίσω.

Κι ο ιδρώτας συναντά την πηγή.
Εκεί που κατοικούν
οι πόθοι του καλοκαιριού.

Ανατολή και μ’ ενοχλεί
η παρήχηση του πεπρωμένου.
Για την ακρίβεια,
λίγο πριν την ανατολή.
Τότε που ο ουρανός έχει το χρώμα
του νερωμένου ούζου στο ποτήρι.
Είναι αυτή η στιγμή που θέλω
να κόψω τον κόσμο στα δύο.
Να κατοικήσω στο κενό.
Πάνω σε μιαν αιώρα.

ΔΙΑΚΟΠΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

Τραβήχτηκε απρόσμενα ο ήλιος.
Το ζεστό και υγρό κορμί της πάγωσε.
Τότε αυτή δάγκωσε τη σάρκα της
απ’ τον πόνο της απώλειας
που προκαλεί η διακοπή του ταξιδιού,
η μη ολοκλήρωσή του,
η διακοπή μιας προγραμματισμένης
και προαποφασισμένης ηδονής.

Συνέχισε μόνη της.
Εικόνες και φως.
Με χρώματα που κατοικούν στα σκοτάδια.
Με αρώματα φτιαγμένα στα πρωτοβρόχια.
Συνέχισε.
Διάπλατες οι πύλες των τεσσάρων εποχών
με τους οκτώ ανέμους,
που εισβάλλουν σαν πρώην εραστές,
άλλοι πραγματικοί και άλλοι ποθούμενοι.
Ωραίοι, σιωπηλοί, πρόθυμοι, ενδοτικοί.
Κλείνουν οι πύλες.

Οι γλύπτες αρχίζουν να σμιλεύουν.

ΛΑΜΠΑΔΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Διαβρωμένος βράχος το πρόσωπο.
Δρόμοι στο χρόνο οι ρυτίδες.
Ρυάκια από πηγή της νιότης.
Αυλακιές στη γη.
Ρίζες βαθιές.
Αστραπές στο σκοτάδι.
Ομφάλιοι λώροι.
Σπίθες σε ωκεανούς το βλέμμα.
Ανατολή και δύση μαζί.

Γαλάζιος ήλιος το δαχτυλίδι στο χέρι.
Ταξίδια σε κύκλους ζωής.

Είναι το πείσμα που θεριεύει.
Αυτός ο κόσμος πρέπει να καεί.
Να γίνει στάχτη.
Μαζί κι οι θεοί των ανθρώπων
που τον έπλασαν.
Και να φτιαχτεί απ’ την αρχή.
Με νέο δημιουργό.
Που είδε, έπαθε και έμαθε.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο ΛΑΜΠΡΟΣ Θ. ΜΑΛΛΙΟΣ γεννήθηκε το 1960 στο Κλειδί Άρτας (δήμος Γ. Καραϊσκάκη), όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε στην Αθήνα δημοσιογραφία και επικοινωνία και εργάστηκε σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Υπήρξε εκδότης - διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας Άρτας "Ακανθόχοιρος", καθώς και του μηνιαίου περιοδικού "σκαντζόχοιρος". Η ποιητική συλλογή «Οκρίβας» είναι το πρώτο του βιβλίο.

 

 

 

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr