Δώδεκα ποιήματα του Άγγελου Λάππα

Δώδεκα ποιήματα του Άγγελου Λάππα

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη Άγγελο Λάππα. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στο χωριό Χανδρινού του νομού Μεσσηνίας. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία κι υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση.Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές,τρία μυθιστορήματα δυο συλλογές διηγημάτων. Ποιήματα,πεζά και κριτικά κείμενα δικά του έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο,καθώς και σε συλλογικά έργα.Ποιήματά του έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, του Ομίλου για την UNESCO Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδος και πρώην πρόεδρος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων. Η ποίησή του είναι στοχαστική,κοινωνιοκεντρική,λυρική.Ο λόγος του είναι σμιλεμένος,ζωντανός,καίριος. Την πένα του απασχολούν τα αγκάθια της ανθρωπότητας,οι υπαρξιακές αγωνίες του ατόμου,οι διαπροσωπικές σχέσεις. Θα δούμε δώδεκα ξεχωριστά ποιήματά του!

ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ

Κάθε πρωί παίρνανε το δρόμο του Μεγάλου Ωκεανού
με τη φορεσιά του Κολόμβου
να βρούνε τον καινούριο κόσμο
και κάθε βράδυ γυρνούσαν
φορτωμένοι το κύμα
την αλμύρα της έντασης
κα του τόξου την πληγή καρφωμένη στην καρδιά του ορίζοντά τους.
Χθες τους βρήκαν ναυαγούς με σπασμένη την καρίνα του τελευταίου τους ταξιδιού
μπάλωναν τα ερείπια της αυριανής μέρας.

Κάθε ταξίδι και μια ουλή•
έτσι τραύμα το τραύμα αναμετριέσαι με το μέγεθος της απώλειας
αναμετριέσαι με τον κόσμο
με τους χαμένους προορισμούς
τραύμα το τραύμα
ταξίδι το ταξίδι γυρνάς στον εαυτό σου.

Μη ζωγραφίζεις καράβια.
Καράβια δεμένα στο χαρτί δεν πάνε να ξεκινήσουν• δε θα ξεκινήσουν ποτέ.
Χωρίς την οργή του κύματος και την πληγή των χαμένων συντρόφων
χωρίς τα χρώματα των χαμένων τόπων
και τις γεύσεις των χαμένων ωρών
με ουλές που δε βγάζουν σταγόνα αίμα
πώς θα μπορέσεις να φτάσεις στον εαυτό σου;

Οι ουλές των ταξιδιών μας τελικά είμαστε…

(από τη συλλογή «Εντός των Τειχών»)

ΤΩΡΑ

Σε τούτη τη μέρα σε τούτη τη νύχτα
στην ώρα τούτη όλη μας η ζωή.

Μίλα μου τώρα, το αύριο είναι μακριά
ίσως αύριο είμαστε και εμείς άλλοι
Πρώτα το λευκό
κι ύστερα τα χρώματα τα εφτά της ίριδας
κι ύστερα το μαύρο
τώρα το φως της άλλης μέρας
Όχι το λευκό!
Φως• το οράς και γελάει
του μιλάς και θυμώνει
το αγγίζεις και αποτραβιέται στη γωνία
σε αγγίζει και φλέγεται το σώμα σου
φως και νερό
στη στεγνή πέτρα
γίνε σπορέας
η γη ανοίγει στα δυο να σε δεχτεί.

Γυναίκα, έρχεσαι κάθε μεσημέρι
από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
απ’ την αρχή της μέρας
ακροπατώντας ροδοδάκτυλη
όλη αίνιγμα και υπόσχεση
απ’ το τέλος του ήλιου με μια αγκαλιά χρυσάνθεμα
χυμένα στα μάτια σου
κατεβαίνοντας τα λευκά όρη με το άγριο πρόσωπο
του χειμώνα
υγραμένη απ’ τη νοτιά της θάλασσας
παραδομένη στο μεθυστικό τραγούδι του πελάγου
Μείνε θάλασσα
Γίνε γη
Τώρα γεννιέται απ’ την αρχή ο κόσμος
Είναι δικό μας και τούτο το μεσημέρι
Το αύριο είναι μακριά
Ίσως δεν είμαστε εμείς στο αύριο.

(Από τη συλλογή «Εικόνες και Πρόσωπα»)

ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΣΟΥ ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ…

Η σύριγγα στα χέρια σου.
Προσπαθείς να την κρύψεις.
Είναι που τράβηξε του φεγγαριού σου όλο το φως.
Το βλέπω δεν έχεις φεγγάρι.
Μια μαύρη τρύπα μέσα στο διάστημα άδεια
χωρίς βαρύτητα.
Έκανα να σου δανείσω ένα κομμάτι απ’ το φεγγάρι μου
Να ξέρεις πως τα φεγγάρια δε δανείζονται-είπες-
εξάλλου είναι αργά και πάει η νύχτα για τη δύση της.
Έκρυψες τη σύριγγα με έναν ανεπαίσθητο μορφασμό
κάτω από το μακρυμάνικο χέρι σου
γύρισες την πλάτη χωρίς να πεις αντίο
και έγειρες μες στη νύχτα διάφανος.
Του φεγγαριού σου το φως έρρεε μες στις φλέβες σου
καθώς έφευγε η νύχτα και συ μαζί της.

(από τη συλλογή «Εντός των Τειχών»)

ΤΟ ΓΥΑΛΙΝΟ ΨΑΡΙ

Συναντηθήκαμε στις οχτώ,
Κυριακή βράδυ,
-στα μέρη μου πάντα τις Κυριακές
γυρνάνε άνθρωποι γεμάτοι ταξίδια.
Κατέβηκες απ’ το λεωφορείο της γραμμής
και ήρθες κατευθείαν σε μένα.
«Ήρθα» μου είπες
και μου ’δωσες το γυάλινο ψάρι που κρατούσες στα χέρια.
Στο δρόμο με τα πράσινα φώτα
μοίραζες καραμέλες απ’ το ταξίδι,
ένας άντρας υποκλίθηκε σου πρόσφερε το χαμόγελό του
και μια γυναίκα σου φόρεσε την εσάρπα της…

Στο σπίτι έβγαλες το κόκκινο φόρεμα
κι έτσι γυμνή ήπιες όλο μου το βράδυ
το μέθυσες
το ξημέρωμα έφυγες πατώντας στα νύχια,
κι είχες αφήσει- τ’ αρώματα τα χρώματα-
όλο σου το ταξίδι
φιλί στα χείλη του ποτού μου.
Τότε ήταν που έριξα το γυάλινο ψάρι στο ενυδρείο,
από ώρα τραγουδούσε χαρούμενο στα χέρια μου
-πάντα διατηρώ ενυδρείο στο σπίτι
την υπέροχη σιωπή του βυθού-.

Πάντως εκείνο το βράδυ στις οχτώ
δεν περίμενα κανέναν.
Τυχαία βρέθηκα στο σταθμό.
Όχι και τυχαία!
Μου άρεσαν πάντα οι άνθρωποι που έρχονται από ταξίδι
αξίζει να τους περιμένει κανείς.
Πάντα κάτι κρατούν στα χέρια τους.

(Από τη συλλογή «Εντός των Τειχών»)

Ο ΝΑΥΑΓΟΣ

Ι.
– Ανάβεις φωτιές
Στέλνεις σήματα καπνού
Φωτεινά σήματα
Κάνεις τα χέρια σου τηλεβόα γύρω απ’ το στόμα
Ζητάς βοήθεια
Στέλνεις S.O.S.
Αναρτάς μια κραυγή αγωνίας
Και περιμένεις.
Μια ζωή ναυαγός σε τούτο το ξερονήσι
Και επιβιώνεις.
Είναι η ελπίδα να γυρίσεις στις καλύτερες μέρες σου.

Περνάνε ναυαγοσωστικά
Σε βλέπουν.
Σε προσπερνούν!
Ευτυχώς!
Ξέρουν αυτοί•
Είναι που δεν έχουν τρόπο να σε φέρουν πίσω στις μέρες που θέλεις.
Πάνε στις μέρες που θα ’ρθουν.
Να μένεις καλύτερα!
Να μένεις και να περιμένεις σε τούτο το ξερονήσι.
Είναι και αυτός ένας τρόπος να ζεις.

– Είναι και αυτός ένας τρόπος να ζεις;

ΙΙ.
Δε φτάνει πια το μολύβι και το χαρτί
Στους ηλεκτρονικούς σου δρόμους
τα μηνύματα τρέχουν με εκπληκτική ταχύτητα.
Τα πλήκτρα και γράφε: S.O.S.
«Αποδέκτες»: Οι πάντες!
«Αποστολή»: Έφυγε.
Τι λέω. Άπειρα μηνύματα. Πτερόεντα!
Ας μένει, λοιπόν: «Διαγραφή».
Και να βλέπεις τον ήλιο να σβήνει; Τον αέρα να σώνεται;
Τι λέω;
Γράφεις S.O.S.
Πατάς «Αποστολή».
Μία κραυγή ακόμα κι ας χαθεί στον ωκεανό
– οι ναυαγοί είναι ταγμένοι να ελπίζουν.

Στείλε το μήνυμά σου
Μη ρωτάς αν βρει αποδέκτες.

(Από τη συλλογή «Εικόνες και Πρόσωπα»)

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ (απόσπασμα)
Ι.
Ο πατέρας μου, τα λιόδεντρά του και τα αμπέλια του
Μεγάλωναν και τα καμάρωνε
Τα κανάκευε
Τα κλάδευε
Ξερίζωνε τα βάτα που τα ’σφιγγαν να τα πνίξουν
Τα ομόρφαινε.
Στεκόταν ανάμεσά τους και τους έλεγε ιστορίες
Για το πολύ το κρύο και το χιόνι που παγώνει στις φλέβες τους χυμούς
Για τον πολύ τον ήλιο και τον λίβα που κόβει την ανάσα.
Τον Αύγουστο έσπαζε στο στόμα του
Του σταφυλιού τη ρόγα
– Δεν έτρωγε ποτέ σταφύλι ολόκληρο στο αμπέλι,
Γευόταν μόνο της ρόγας το χυμό και μεθούσε.
Τον Δεκέμβρη έλιωνε στα δάχτυλά του την πιο μαύρη ελιά
Μύριζε το χυμό
Δοκίμαζε τη γεύση του
Φέρνοντας το δάχτυλο στο στόμα.

Έτσι χόρταινε εκείνα τα χρόνια ο πατέρας μου
Δοκιμάζοντας τους καρπούς των κόπων του.
Έτσι πήγε χορτάτος από ζωή…

(Από τη συλλογή «Εικόνες και Πρόσωπα»)

[Από την Ενότητα: ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΑΝΑΠΟΚΡΙΤΗΣ]

(Αδημοσίευτα. Γράφτηκαν πρόσφατα με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία)

«και επέπεσε πολλά και χαλεπά… γιγνόμενα μεν και
αιει εσόμενα, έως αν η φύσις αυτή ανθρώπων η…»
Θουκ. 3,82,2

ΣΚΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ

Τα χέρια προσπαθούν να κρύψουν τη φρίκη
Πρόσωπο άσπρο πανί η γυναίκα
Τα γαλανά του μάτια απορούν
«Δεν θέλω να πεθάνω», το παιδί στο καταφύγιο
Σειρήνες πολέμου
Κρότοι και φλόγες
Πόλεις σε νευρική κρίση
Κτήρια καταρρέοντα
Καταρρέουσες οι δομές μας
Υπό κατάρρευση και πάλι η λογική του κόσμου μας
Μυρωδιά ασφυξίας γύρω μας
Ουρές τροχοφόρων
Στρατιές απελπισμένων
Ο δρόμος προς τον συνοριακό σταθμό
Μας πλησιάζουν
Τις καταδιώκει ο τρόμος
Δεν έχουν πού να σταθούν
Με αγγίζουν
Περνάνε μέσα μου
Και μένουν εκεί αντάρα ασίγαστη

Πώς να γαληνέψεις όταν τα σπλάχνα σου ταράζει
Πόνος πολύς και ενοχή;

ΕΠΕΙΔΗ ΜΙΛΟΥΣΕ…

Τον σημάδευε
Ο άλλος είχε σηκώσει τα χέρια και του μιλούσε
μιλούσε, παρακαλούσε.
Τον σημάδεψε ανάμεσα στα φρύδια…
«Γιατί του ’ριξες»
«Γιατί μιλούσε, μιλούσε πολύ».

Εκείνο το βράδυ έψαχνα τον αναπνευστήρα
Έψαχνα να βρω τρόπο να βγω
από τούτον τον βομβαρδισμένο τόπο.
Τότε άκουσα την πτώση του σώματος.

ΟΜΑΔΙΚΟΙ ΤΑΦΟΙ

Βγαίνουν τη νύχτα
Στρατιές
Σιωπές
Αφήνουν παράμερα τα ακρωτηριασμένα μέλη τους
Σκιές
Ψάχνουν ανάμεσα στα σακατεμένα κτήρια
να βρουν τους δικούς τους
Τους ζωντανούς
Να τους περιθάλψουν.

[Από την Ενότητα: ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ]

Πλειάδες

ΑΛΚΥΟΝΗ

Σε λένε Αλκυόνη
η πικρή των Ερώτων

Συμβαίνει να συναντιόμαστε συχνά στο ξεκίνημα
στο πολύ το φως μιας ιστορίας

Περπάτησε τη μοναχή αμμουδιά
παραδείσια γαλήνη στη λιακάδα του χειμώνα
περνώντας μέσα απ’ τον θόρυβο των κυμάτων
κοιμήθηκε στην αγκαλιά του Ποσειδώνα
Είναι το ξαλάφρωμα
μας βαραίνει πολύ το πολύ φως του καλοκαιριού
Κι ύστερα ήρθε η σκληρή σιωπή των βράχων
Είναι του Καιρού οι πολλές μορφές που γεννούν την περιπέτεια

Τα πράγματα συμβαίνουν όπως μέλλεται να συμβούν
Κι η πέτρα θα αλλάξει μορφή
θα γίνει πουλί και το πουλί αστέρι
Κόπηκε απ’ τον βράχο
τίναξε τις φτερούγες πέταξε πάνω απ’ την αφρισμένη θάλασσα
πέρα απ’ τα σύννεφα
κι έμεινε εκεί στο βάθος του ουρανού
Ανάμεσα στις έξι αδελφές της λάμπει η Αλκυόνη
κι έχει μια θλίψη
κι η θλίψη γίνηκε δάκρυ
βροχή
ποτάμι θολό
ποτάμι που πάει την πλατιά να απαντήσει τη θάλασσα.

…Και συμβαίνει συχνά να έχει πολύ το φως και το δάκρυ πολύ
το τέλος μιας ιστορίας

(αδημοσίευτο)

_______________
Προς μελοποίηση

ΘΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ

Να ’ρθω να σ’ αναζητήσω στη μέρα από το φως της
Ήλιε μου, χαμογέλα μου.
Τη νύχτα να σε ψάξω στην αστροφεγγιά
Φεγγάρι πικροφέγγαρο
Βόηθα με να τη βρω.
Βγήκες μέσα απ’ τη βροχή μέσα από τη θάλασσα
Δροσιά κι αλμύρα
Κι έγινες η αγάπη, αγάπη μου, μια ολόκληρη ζωή.

Πού να πάω να σε ζητήσω πού να ψάξω να σε βρω
Στην καρδιά μου μόνο τώρα
Κι όσο ζω θα σε αγαπώ.

ΗΣΟΥΝ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Το χέρι σου ήταν ζεστό, ζεστή ήταν κι η καρδιά μου
Πώς να σε πω;
Τι να σου πω; Πού πήγαν τα όνειρά μου;
Άγγελος ήσουν⸱ ο Έρωτας
Δροσιά που ο ήλιος την αυγή έπινε και γελούσε.
Κι έγινες αστραπόβροντο
κατακεραύνωσές με
Με φλόγισες με έκαψες κάρβουνο έκαμές με.
Πώς να σε πω
Τι να σου πω…
Το χέρι σου ήτανε ζεστό και παγωνιά η καρδιά σου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Άγγελος Λάππας γεννήθηκε στο χωριό Χανδρινού της Μεσσηνίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και υπηρέτησε ως καθηγητής σε σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, του Ομίλου για την UNESCO Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδος και πρώην πρόεδρος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Έχει εκδώσει:
α) τις ποιητικές συλλογές: «Τρεις λόγοι και τέσσερα γράμματα για ένα ταξίδι» 2009, «Το ποτάμι ανάμεσά μας, μέσα μας» 2010, «Εντός των τειχών» (εκδόσεις Ιωλκός 2014) και «Εικόνες και Πρόσωπα» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2017).
β) τα μυθιστορήματα: «Όταν ο Άβελ θα σκότωνε τον Κάιν» (εκδόσεις Ιωλκός 2013) 
«REUNION –Η ‘Θεωρία’ των πέντε δακτύλων» (εκδόσεις Πηγή 2018), «Ταξίδι στο Όνειρο» (Εκδόσεις 24 γράμματα).
γ) τις συλλογές διηγημάτων: «Απόδραση στην άλλη μέρα» (εκδόσεις Ιωλκός2015) «ΤΟ ΚΥΠΕΛΛΟ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΡΑ και άλλες ιστορίες» (Εκδόσεις 24 γράμματα, 2019)
Ποιήματα, πεζά, κριτικές του και κριτικές του έργου του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά,έντυπα και ηλεκτρονικά καθώς και σε συλλογικά έργα. Ποιήματά του έχουν βραβευθεί( έχει πάρει το πρώτο βραβείο ποίησης στον 33ο διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών) και έχουν διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;