Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή και μουσικό Κώστα Κωνσταντινίδη από τη Θεσσαλονίκη. Ο καλεσμένος μου έχει σπουδάσει στο Le conservatoire à rayonnement regional de Versailles.Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε τρεις ανθολογίες κι έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικούς ιστότοπους. Η ποίησή του είναι αφηγηματική και προσωποκεντρική. Ο λόγος του είναι ζωντανός,πολύχρωμος,με εντυπωσιακές εικόνες κι υποβλητική ατμόσφαιρα.Η γραφή του είναι χειμαρρώδης, τολμηρή, ανατρεπτική. Η πένα του εκφράζεται με αμεσότητα κι ορμή.Ο γρήγορος και κινηματογραφικός ρυθμός δράσης εντάσσει εύκολα τον αναγνώστη στην υπόθεση και τον συνεπαίρνει. Αντλεί τα θέματά του από τις σχέσεις, τα όνειρα,τις φαντασιώσεις,την καθημερινότητα.Τα ποιήματά του έχουν κάτι από τη μεθυστική αύρα του ροκ τραγουδιού. Θα ταξιδέψουμε με δέκα από αυτά!
Απάντηση
Με χέρια στις τσέπες,
βήμα αργό
και σκυμμένο κεφάλι
θα τον συναντήσεις,
καθώς θα προχωράς
στου γνόφου
το ενδότερό σου
μονοπάτι·
και θα τον ρωτήσεις,
για να σου απαντήσει,
απλώς
απλώς πως
δε σ’ αγάπησε
και μειδιώντας
να σε προσπεράσει.
Δίλημμα
Πόσο μ’ αρέσει
το άρωμα
των βρώμικων
ιδρωμένων
μασχάλεών μου
Μου υπενθυμίζει
ότι είμαι άντρας
Δύναμη με κάνει
και θάρρος να αντλώ
Όμως δεν κρατάει πολύ
Σαν χείμαρρος
με παρασύρει
των περασμένων
Ο θυμός
Κι εσπευσμένη
επιστροφή ζητώ
στον σκοτεινό
της λήθης
τον βυθό.
Ιδιότητες
Πριν λίγο όπως περνούσα τον ξανάδα
με του ματιού μου την άκρη
Ένιωσα την κάψα από το πυρωμένο βλέμμα του
να με περιβάλλει
Φοβήθηκα πως λίγο ακόμη και δε θα γλίτωνα
απ’ τις ισοπεδωτικές του επιπλήξεις
Με μια επίπλαστη εύθραυστη ηρεμία
τον προσπέρασα
Σ’ αυτή την ηδεία βαθμιαία
αποσύνθεση που έχω βολευτεί
δε ρισκάρω να μάθω τις προθέσεις του
Όμως, αυτός ο αδρός του σβέρκος,
το διαπεραστικό του βλέμμα,
η σκούρα επιδερμίδα του,
το επιβλητικό του εκτόπισμα·
τι να θέλει άραγε;
γιατί με γυροφέρνει;
Παραλύω στην σκέψη πως έχω επισύρει την οργή του.
Για κοίτα ιδιότητες που έχουν οι καθρέφτες.
Νόστος
Τέτοιες στιγμές απόγνωσης και πόνου,
της τιμωρίας που μ’ επέβαλε η ζωή, μιας
που με θάρρος εγώ τόλμησα να ζήσω
κι αυτή σαν άλλον Ίκαρο μου πήρε τα φτερά,
σε σκέφτομαι γυμνή πως δίπλα μου ξαπλώνεις,
και με συμπόνια στο στόμα με φιλάς
Τα στήθη σου με τρόπο, πως φέρνεις πιο κοντά μου
κι από τις ρόγες σου ρουφάω απανεμιά
Πως δεν πειράζει στο αυτί μού ψιθυρίζεις
και το κεφάλι μου χαϊδεύεις στοργικά
Στο στήθος μου τα χείλη σου ν’ απλώνεις
ομοιοπαθητικά, τον πόνο να νικάς
Κ’ ύστερα, λίγο πιο 'κει, απ’ τ’ ομφαλό πιο κάτω
με παρρησία σιωπηλά, μου λες πως μ’ αγαπάς
Κι εν τέλει, προς παλιννόστηση
βυθίζομαι εντός σου ταπεινά
Και 'συ, με των χεριών τις άκρες
εκεί, μετά τη μέση, προσφέρεις αγκαλιά.
Μωρό μου
Η δυστυχία μου
Απ' το κορμί σου
Αδιαπέραστη
Στη θαλπωρή σου
Ανεπίδεκτη
Στη νοστιμάδα σου
Ασυγκίνητη.
Τη θλίψη μου
Καλές παρέες
Δεν την έκαμψαν
Έρευνα γνώση
Δεν την φώτισαν
Θέες τοπία
Δεν την πτόησαν
Νύχτες ακόλαστες
Δεν κλόνισαν.
Οι φούρκες μου
Σε μελωδίες
Ανημέρευτες
Έξυπνα αστεία
Ασυγκίνητες
Άνθη και κήπους
Αδιάφορες.
Μωρό μου
Η απώλειά μου
Ανυπέρβλητη
Η αγάπη εκείνη
Αξεπέραστη
Κοιτώ το Μαχαίρι
Κοιτώ το μαχαίρι, όπως το γεύμα ο νηστικός
όπως η ξαναμμένη το σκληρυμένο του αντρός
και όπως ο αρσενικός
την ξέστηθη κοιτάει·
με δέος και πόθο το κοιτώ
κι αυτός κι ο λόγος που απορώ
Επιδέξια στο χέρι μου τ’ αριστερό το περιστρέφω
και ας μην είναι το καλό,
πέντε χειμώνες πια λειτουργικό
τούτο μονάχα…
βιβλίο αξάκριστο έτυχε να διαβάζω
Όμως δεν άντεξα πολύ
κι ας φέγγει η λάμπα φως
μελιχρό φως απαλό
κι ας κάνει ύπνο ήσυχο αυτή που θέλω ν’ αγαπώ,
ο ανεμόδαρτος αγόγγυστα πόσο τάχα ν’ αντέξει;
Κοιτώ το μαχαίρι,
όχι δεν είναι για ψωμί, πριονιστό
μα και για κρέας παραείναι κοφτερό
αν πεις για άλειμμα ποσώς το συζητάω
Μα όσο και ν’ αρνούμαι να δεχτώ
μία αυτό
μία στις φλέβες μου κοιτάω.
Ο καφές της παρακμής
Ο καφές της παρακμής πίνεται
σε φλιτζάνι βρώμικο,
ψήνεται σε μπρίκι άπλυτο
και προετοιμάζεται από κουτάλι
αμφιβόλου καθαρότητας
Το καϊμάκι ίσως κόψει
δε θα σε νοιάξει,
τα ουσιώδη θα αναζητάς
Θα αργήσει να κρυώσει,
για την απόδραση που προσφέρει
θα ανυπομονείς
Θα τον πιεις γύρω στις 1:30 το μεσημέρι
με αίσθηση ώρας πρωινής,
ώρες έψαχνες λόγο απ’ το κρεβάτι για να σηκωθείς
και σαν στου σαλονιού την πολυθρόνα σου καθίσεις
ρούχα στο πάτωμα αυτοστιγμεί όλο θυμό σε ψέγουν
Μα τα σπουργίτια ξάφνου ακούς να κελαηδούν,
Το πλέον ουσιώδη·
Κι έτσι
ανακουφισμένος
την πρώτη σου την τζούρα θα ρουφάς.
*
Με 'χουν σμιλεύσει τα σκοτάδια
Μη μου ζητάς να τ' αρνηθώ
Αμνήμονα τα μαυροπούλια
Χρόνο δεν όρισαν ποτέ
Στο τώρ' αέναα πλανιούνται
Να εκραγούν αναζητούν
Κι αφού οι δειλοί τη λάμψη δούνε
Σ' υπόγεια θα ξαναμπούν.
Αφειδώς
Πρόσφερε απλόχερα σε όλους ανεξαιρέτως ακόμα και σ ’όσων:
Δε θα άγουν σε ορθό
απαύγασμα τα κίνητρα
Μα σε μια λάμψη σύντομη
άμιλλας απευκταίας
Σ’ εκείνους που σ’ αγάπησαν
υπό προϋποθέσεις
Έχοντας μόνο κατά νου
μειλίχιες προσκτήσεις
Σε όσους υπαινίχτηκαν
τη μεταποίησή σου
Και στην πορεία φάνηκε
να υφέρπει η νομή τους
Σε εκείνον τον πολύξερο
τον άρτια μορφωμένο
(τον της αλήθειας παρασάγγας νοτισμένο)
Της σκωπτικής επίρρωσης
άπαυτα διψασμένο
Δώσε του πόνου και καημού
γνώση και νουθεσία
Διττής και όχι περιττής
μ’ ωφέλειας προσδοκία.
Όνειρα
Όρθιος
απόβραδο καλοκαιριού
στου μπαλκονιού την κουπαστή
ακουμπισμένος
Ποτήρι δροσερό νερό,
γουλιές μικρές
αργόπιοτες
μια δυο κουβέντες χαλαρές
εσύ κι ο δίπλα
και στην καλύτερη
φωνή γλυκιά
να σε καλεί για βραδινό,
κι όμως
και τέτοια όνειρα υπάρχουν.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Κώστας Κωνσταντινίδης γεννήθηκε το 1980 στη Θεσσαλονίκη όπου μεγάλωσε και ζει. Έχει σπουδάσει στο Le conservatoire à rayonnement regional de Versailles και είναι μουσικός. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε ποιητικούς ιστοτόπους και διαδικτυακά περιοδικά, και συμπεριληφθεί σε τρεις ανθολογίες. Επίσης έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Με το μαχαίρι στο κόκαλο (2018) και Καιροί Μεταμοντέρνοι (2020) σε ιδιωτική έκδοση από επιλογή.