Στη στήλη "Στα βαθιά", υποδέχομαι τον ποιητή Δημήτρη Παπακωνσταντίνου. Ο καλεσμένος μου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή κι εργάζεται ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης στην Κοζάνη. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και δυο νουβέλες. Το 2019 ανέλαβε την επιμέλεια της ποιητικής ανθολογίας "Έφηβοι στίχοι", με έργα που γράφτηκαν από μαθητές του νομού Κοζάνης . Ποιήματα, άρθρα και κριτικά σημειώματά του έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο, σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες. Έχει βραβευθεί για την ποίησή του σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα γαλλικά. Η ποίησή του είναι γεμάτη ευαισθησία κι ανθρωπισμό, γαληνεύει και γλυκαίνει την ψυχή του αναγνώστη. Ο λόγος του είναι λυρικός, πολύχρωμος, μ' έξυπνες αλληγορίες και πρωτότυπα ευρήματα. Στη ματιά του ποιητή διακρίνεις αγάπη για τη γυναίκα, τον διπλανό, τη φύση, την Ελλάδα, το ταξίδι της ζωής. Η γραφή του συγκινεί και μαγεύει. Θ'απολαύσουμε δώδεκα ποιήματά του!
VII
Όλα ένα γύρω οπτασία εξαίσια.
Όλα ένα γύρω καμωμένα από κρύσταλλο.
Διάφανο δροσερό νερό που απ’ τις αισθήσεις μέσα
αναβρύζει.
Κι απάνωθέ του δρόμοι ατέλειωτοι υδάτινοι
κανάλια που χαράζονται βαθιά κι έπειτα κλείνουν
πίσω απ’ την πρύμνη μ’ ένα φλοίσβο απαλό
μ’ ένα μουρμούρισμα σαν το τραγούδι των Σειρήνων.
Άπλετο φως, χρυσάφι του ήλιου που ιριδίζει
ανοίγουνε να πιουν όσο προφθάσουν οι σταγόνες
της θάλασσας.
Και τα καράβια απαλό ανοίγουνε πανί στον άνεμο
μέχρις εκεί που φαίνεται του ορίζοντα η άκρη.
Λευκό, χρυσό, γαλάζιο, ασημί
το ρούχο της ημέρας που γιορτάζει.
Κι είναι του ναύτη το τραγούδι ανάκατο
με τη φωνή του γλάρου που βουτάει στην αλμύρα.
“Ηλιοκαμένα πρόσωπα κι αλάτι στα σχοινιά
κι η πίσσα στο κατάστρωμα που λιώνει σε μεθάει.
Θέλω στην άκρη του ορίζοντα να βγω
στην αμμουδιά κι απάνεμο να βρω λιμάνι.
Κι άσ’ τον αέρα να χτυπάει στο μεσιανό
κι άσ’ τον αέρα να γυρίσει να σκαντζάρει.
Πέρα απ’ την άκρη τ’ ουρανού το δειλινό
μπρος στο κατώφλι το χρυσό του αφέντη ήλιου”.
VIII
Ανίδεος εγώ παντοτινά, ναυάγησα. Αλίμονο ήταν εκεί
οι ξέρες κάτω απ’ τα νερά, μίλια ατελείωτα.
Βράχοι αιώνιοι που τους έγλυφε το κύμα και τ’ αλάτι
έφτιανε πάνω τους σημάδια εδώ κι εκεί αλλόκοτα.
σχήματα μυστηριακά.
Σαν παραστάσεις μαγικές στο νεκροκρέβατο
κάποιων χαμένων μες στη σκόνη Αιγυπτίων.
“Διάφανο δροσερό νερό. αλήθεια κι όνειρο”
κι ήταν ο ψίθυρος η ίδια μου η φωνή η τρομαγμένη.
“Διάφανο δροσερό κρυστάλλινο νερό – το χάδι στα
μαλλιά π’ ανάλαφρο
στην προσμονή του έρωτα απλώνεται – τα φύκη ένα
γύρω αναδεύει.
Κι είναι του κίνδυνου θαρρείς, του θάνατου η στιγμή
το Απόλυτο ολάκερο και η μεγάλη Εξώπορτα.
Και παραμέσα το Παρόν, το Παρελθόν, το Μέλλον
κι η Ουσία. αόρατη.
Ώσπου να σηκωθείς λευτερωμένος απ’ το χώμα, το νερό,
το ταπεινό σαρκίο.”
XXII
Πέσε βροχή, πέσε απαλή πάνω απ’ τις έγνοιες μου
πέσε απαλή, σα μουσική που ξεμακραίνει
αγνή και άγια σαν εικόνα μυστική, απόμακρη
φίλων που χάθηκαν στο χθες, φίλων που θά 'ρθουν.
Πέσε βροχή σαν δάκρυ που κυλά
ζεστό στο τζάμι στα κλειστά πορτόφυλλα
μέσα στα διάπλατα ματάκια των παιδιών, μες στα μικρά
χεράκια π’ αγκαλιάζουν το παιχνίδι.
Σίμωσε λίγο ακόμη, σίμωσε
φανάρι τ’ ουρανού, γλυκό φεγγάρι
πάνω απ’ τα δέντρα, τα νερά που πρασινίζουνε
βαθιά κι ακίνητα, γαλήνια μαγεμένα.
(Τρία από τα τριάντα έξι άτιτλα, αριθμημένα μέρη της ποιητικής σύνθεσης “Μικρή Περιήγηση”)
............................................................................................................................
Είπε η φωνή...
(Όνειρο με τα μάτια ολάνοιχτα)
“Ταξίδεψε ξανά στις Μέσα Κάμαρες”, μελωδούσε γλυκά
ήλιος χρυσός κρεμασμένος στα σύννεφα.
Στις κόκκινες στέγες, πουλιά πετάριζαν τα βλέφαρα
στο μισοΰπνι τους.
Ωχρή βροχή ζωγράφιζε τα πρόσωπα με χίλια
φύλλα φθινοπωρινά.
Στάλαζε γύρω μου ζεστή κι ως ξεχυνότανε
ποτάμι βουερό στη γης, πήρα και ήπια
νίφτηκα και ευθύς τα μάτια άνοιξαν να δω
για να θαυμάσω απ`την αρχή τον κόσμο
τον απέραντο.
“Γράψε ό,τι δεις-είπε η φωνή- μη λησμονήσεις
ότι παρήλθε ο καιρός της πρώτης θλίψης σου.
Νερό δεν είναι, μα το δάκρυ το βαρύτιμο
ανέγγιχτος να βγεις ξανά μπροστά στον ήλιο.
Αν η καρδιά σπλαχνίστηκε βαθιά, αν ίσως πόνεσε,
αν έχει μάθει ν' αγαπά, ας τραγουδήσει”.
Ανίδεος παντοτινά με το 'να χέρι μου
χάραξα τις γραμμές τις πρώτες μου στο χώμα
πριν να μπορέσω με το στόμα
να συλλαβίσω του χρησμού τα λόγια τα ανερμήνευτα.
Λευκοφορεμένοι
Πού παν οι λυπημένοι την αυγή;
Πού παν οι λευκοφορεμένοι;
Η πόλη πίσω τους ξυπνά μέσα στα φώτα της
Φτιασιδωμένη σκυθρωπή μες στα στολίδια
Με το πιοτό μισό ακόμη στο ποτήρι της
Με τους καπνούς της τη βουή και την οργή της.
Κι αυτοί, με τα μαλλιά λυτά στον άνεμο
Πού παν με τα χαμηλωμένα τους μεγάλα μάτια;
Σέρνουν τον ίσκιο τους με χλωμό πρόσωπο
Τη νύχτα πίσω λησμονούν, αχνογελούνε
Στο φράχτη προς τη δημοσιά, στον κάμπο έπειτα
Μ' ανάλαφρη περπατησιά θα προσπεράσουν
Ναούς των αηδονιών κρήνες βαθύσκιωτες
Ρέματα σύδεντρα πυκνά, βαθιά ως τη λήθη.
Κι ως θα φυσά ο μπάτης στα κλαδιά γελώντας τους
Τις νότες ψάχνοντας να πει το βαλς των κρίνων,
θα 'ναι μακριά ο Θεριστής δεν θα τον νοιάζονται
Γιορταστικά τα σήμαντρα θα κρούσουν
Σ' ένα άσπρο σύννεφο απαλό όπως θα γείρουνε,
Το μεσημέρι σαν παιδιά να ξαποστάσουν.
Προάστια
Τώρα που μάθαμε επιτέλους αδερφοί μου
να λέμε γη τη γη, χιόνι το χιόνι
πέτρα την πέτρα -όχι ψωμί- χέρι το χέρι
σαν πού θα πορευτούμε, πού θ' απλώσουμε
τα βήματά μας, πού τον ύπνο μας;
Τώρα που σύννεφα δεν έχει πια ν' αδράξουμε
-πέρασαν βλέπεις οι καιροί και δεν αεροβατούμε-
σαν πού θα κρύψουμε τη θλίψη, πού τη γύμνια μας;
Ποια πολιτεία μακρινή θα μας δεχτεί
πού θ' ακουμπήσουμε
τα παιδικά μας όνειρα, πού την αγρύπνια;
Σ' ανούσιες διαδρομές σπίτι-δουλειά
στην ασταμάτητη βροχή στην επίπεδη μέρα
ας προσπεράσει το λοιπόν ξανά η Άνοιξη
με τα παράφορα τραγούδια και τα λάβαρα
με τα λουλούδια της και τα βεγγαλικά
ν' ανάψει φως στους κάμπους και τα πέλαγα
σαν οπτασία απατηλή, νέφος λευκό
κάτω απ' τα βλέφαρα των ονειροπαρμένων.
(Από την ποιητική συλλογή “Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος”)
................................................................................................................................
Ο μέσα ήλιος
Δες με που κρέμομαι απ' τα χείλη σου ξανά
σ` απύθμενο γκρεμό ακροβατώντας
και μόνο αυτή η λεπτή κλωστούλα μου απόμεινε
να με κρατάει στη ζωή, όπως βαδίζω
πάνω από βράχια κοφτερά -αχ, πάντα το 'ξερα-
πόσο επικίνδυνη στ' αλήθεια η αγάπη
πόσο στ' αλήθεια ακριβό δώρο μας δόθηκε
ρόδο μ' αγκάθια μυτερά, γυμνό μαχαίρι-
Μα τώρα πες απ` την αρχή, αν θες τα ξόρκια σου
`κείνα π` αλλάζουνε μεμιάς ξανά τον κόσμο
παρθενικός να λάμψει στη ματιά κι ο μέσα ήλιος τους
ποτέ, ποτέ του να μη δύσει και μ' αφήσει
μα να χαϊδεύει τρυφερά την κάθε έγνοια μου
στα μέσα δώματα του νου, στα όνειρά μου.
Μάγισσα, πες μου πώς υφαίνεις τον ιστό
ο χρόνος για να μην περνά, πώς ομορφαίνεις
πώς γαληνεύεις την ψυχή με το τραγούδι σου
αγάπη πόση με κερνάς μ' ένα σου γέλιο
να ξαποσταίνω να τραβώ ξανά το δρόμο μου
στην απαλάμη του Θεού, έξω στον κόσμο.
Ας χάσω
Γκρέμισα όλα μου τα σύνορα για σένα
να 'ρχεσαι όταν θέλεις σαν πανσέληνος
ν` απλώνεις δάχτυλα ασημιά και το σκοτάδι
να πλημμυρίζει ξάφνου φως κι όλα ν` αλλάζουνε.
Δες, δε σε πολεμώ, δεν αντιστέκομαι
μήτε με νοιάζει να 'χω δίκιο, δεν πειράζει
ας χάσω εγώ από τους δυο, κέρδισε εσύ
αρκεί μαζί σου να κερδίσει κι η αγάπη.
Για δείτε
Βαθιά βυθίζονταν τα δάχτυλα στη σάρκα σου
χάραζαν νέα μονοπάτια στον πηλό σου
μ' αφράτο χώμα και νερό, μ` αγάπη σ' έπλαθα
όμορφη να `σαι όσο καμιά και μες στο φως σου
να μένει η Άνοιξη εδώ, πάντα να παίζουνε
με τιτιβίσματα τρελά τα χελιδόνια
μες στ` ανοιχτά λιβάδια καταγάλανα
όνειρα-σύννεφα απαλά να ταξιδεύουν.
Ω, δείτε τώρα, δείτε όλοι την αγάπη μου
με τα γυμνά της πόδια στη βροχούλα
πώς χορεύει
πώς μου υφαίνει τραγουδάκια, πώς κεντά
με τα χεράκια τα λευκά της παραμύθια.
(Από την ποιητική συλλογή “Ο μέσα ήλιος”)
..................................................................................................
Ρίζες
Περάσαμε όλο το πρωί μετρώντας σύννεφα
ξυπνούσε η γη κάτω απ' τα πόδια τρομαγμένη
άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε
και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.
Περάσαμε όλο το πρωί εδώ στον τόπο μας
αφέντης ήλιος πυρπολούσε τα λιθάρια
κυλούσε ο ίδρωτας στα μάγουλα στα χείλη μας
κυλούσε και σφαλούσαμε τα μάτια.
Δες όμως ξάφνου πόσο βάρυναν τα πόδια μας
δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα
την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι
μέσα απ' τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.
Πόσοι
“Kαι τι'μαι; Χόρτο ριζωμένο σ' ένα σβώλο”
Κωστής Παλαμάς
Πόσοι στο μάκρος του καιρού λες πως ορκίζονταν
πως ήτανε “δική τους” τούτη η γη, “ολόδική τους”
στρωμένη ως πέρα με μηλιές ψηλές και λιόδεντρα
περήφανα πλατάνια και μ' αμπέλια.
Εδώ σπιτάκια στη σειρά, ζωές που ανάσαιναν
όμως κανείς πια δε θυμάται μήτε ξέρει
πώς σβήστηκαν τα βήματα στον δρόμο τους
πώς χάθηκαν τ' αχνάρια τους στο χώμα
σαν να μην πέρασαν ποτέ ή μες στον άνεμο
άχυρα φύγανε μικρά κι έχουν σκορπίσει.
Αχ, είναι η γη παντοτινά βουβή κι αθόρυβη
για πάντα εδώ, για πάντα εδώ, για πάντα ξένη
κι ας την αγάπησαν σαν μάνα τους κι ας πόνεσαν
κι ας την ποτίσανε με ίδρωτα και αίμα.
Το νερό
Ξέρει καλά της πέτρας το φιλί
του γυμνωμένου βράχου την αψάδα
το ρίγος του ψαριού στο πρώτο φως
που κίτρινο σκορπάει στα χαλίκια.
Ξέρει τραγούδια στα καλάμια, τιτιβίσματα
τον σάλτο του βατράχου πέντε κύκλους
του πάγου την αναμονή, τον άσπρο ύπνο του
και των νιφάδων το αθόρυβο ταξίδι.
Ξέρει πολλά στα τζάμια των σπιτιών
μικρές χαρές και λύπες των ανθρώπων
μες στα μαλλιά τους με βροντές αργά τ' απόγευμα
τα μεσημέρια δροσερό μες στο λαγήνι.
Κι όπως αιώνιο ρέει στη γη από τα σπλάχνα της
νερό σοφό που γέννησε τον κόσμο
ποιες ιστορίες τάχα να ΄λεγε θωπεύοντας
τ' ολόγυμνο κορμί της σαν την είδα
γοργόνα του μεσημεριού στ' άσπρα της βότσαλα
στo μισοΰπνι, μ' ανοιχτά μωρού δυο μάτια.
(Από την ποιητική συλλογή “Μνήμες της ρίζας”)
...................................................................................................
Βιογραφικό σημείωμα
O Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στη Λάρισα το 1967, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή στην Αθήνα και ζει μόνιμα στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο της ποίησης με το έργο του Μικρή Περιήγηση, που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1996, από τις εκδόσεις της Νέας Πορείας. Από τότε εκδόθηκαν δύο νουβέλες του κι άλλες τέσσερις ποιητικές συλλογές: Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος, Αχαρτογράφητα, Ο μέσα ήλιος. Το 2020 κυκλοφόρησε η συλλογή Μνήμες της Ρίζας από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Επίσης,έχει επιμεληθεί την ποιητική ανθολογία μαθητών του νομού Κοζάνης Έφηβοι στίχοι από τις εκδόσεις του Συνδέσμου Φιλολόγων Κοζάνης το 2019 .Ποιήματα, άρθρα και κριτικά σημειώματά του φιλοξενούνται σε έγκριτα διαδικτυακά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά (fractalart, Τοgether, Νέα Πορεία, Παρέμβαση, Νόημα, Θευθ, Καρυοθραύστις, Μανδραγόρας, Οδός Πανός, Το κοράλλι και άλλα), σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες. Ποιήματά του έχουν διακριθεί σε διαγωνισμούς στην Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ ορισμένα έχουν μεταφραστεί στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα.