Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" υποδέχομαι τον λογοτέχνη κι εκδότη Γιώργο Χ.Θεοχάρη. Ο καλεσμένος μου διαμένει στα Άσπρα Σπίτια της Παραλίας Διστόμου. Στο παρελθόν εργάστηκε στη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου της Βοιωτίας. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές. Ακόμη έχει συγγράψει ένα βιβλίο ιστορικής έρευνας για το Δίστομο (Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας) κι ένα βιβλίο αφιερωμένο στον Τίτο Πατρίκιο.Έχει ασχοληθεί με την επιμέλεια πολλών βιβλίων. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον, το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας το 2014. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από φυσικότητα, αμεσότητα, ζωντάνια κι ευαισθησία. Κινείται στο μεταίχμιο ρεαλιστικής και λυρικής γραφής. Ο λόγος του είναι πυκνός, χρωματιστός και συγκινησιακά φορτισμένος. Τον απασχολούν κυρίως οι ανθρώπινες σχέσεις, ο έρωτας, η επαφή με την προσωπική και τη συλλογική μνήμη. Τα αισθήματα που απορρέουν από τα ποιήματά του δεν έχουν τίποτα το σκοτεινό, θαρρείς κι η πένα του τυλίγει τα πρόσωπα και τα πράγματα μ'ένα αόρατο κουκούλι τρυφερότητας και θαλπωρής. Θα γνωρίσουμε δέκα ξεχωριστά ποιήματά του!
ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ
Είναι τώρα λίγο καιρός
που δεν μπορώ να διαβάσω τα μάτια σου
γιατί το ήμερο βλέμμα σου
έχει κάτι το μη αναγνωρίσιμο.
Όπως τα εικονοστασάκια
στην άκρη του δρόμου
που έτσι καθώς περνάς
δεν ξέρεις αν αναφέρονται
σε κάποιον που σκοτώθηκε
ή σε κάποιον που σώθηκε.
[από τη συλλογή Πτωχόν Μετάλλευμα, Εμβόλιμον 1990]
ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Αν κάποια μέρα φύγεις
προς τη μεριά της θάλασσας
θα γίνω έν’ άσπρο βότσαλο
να καρτερώ το γυρισμό σου
στην ακρογιαλιά.
Θα καρτερώ με την υπομονή της πέτρας
όσο κι αν αργείς.
Οι πέτρες ξέρεις περιμένουν χρόνια.
[από τη συλλογή Πτωχόν Μετάλλευμα, Εμβόλιμον 1990]
Ν' ΑΚΟΥΣ ΤΙΣ ΣΙΩΠΕΣ ..
Στον Γιάννη Πατίλη
Όταν θα λείψω
να μελετάς, το βράδυ που θα γέρνεις,
τα μάτια που σε κοίταζαν και σε πιστεύανε.
Να μελετάς τα μάτια
που ανεβάζανε στο στόμα την αλήθεια σου,
όπως τραβούν στο μπράτσο σου το αίμα
οι πευκοβελόνες.
Όταν θα λείψω
ν’ αφουγκράζεσαι τα βήματα που λάσπωναν,
έναν καιρό απελπισμένo, το κατώφλι σου.
Να αφουγκράζεσαι τα βήματα
που φέρναν τ’ όνειρo νωπό
μέσ’ στην καλή ψυχή σου.
Όταν θα λείψω
ν’ ακούς τις σιωπές των ήχων
μέσα στην οχλοβοή.
Να τις ακούς,
γιατί οι σιωπές είναι τα λόγια μου
που ταξιδεύουνε στο χρόνο ορφανά απ’ το σώμα.
Οι σιωπές είναι τα λόγια εκείνων που δεν μίλησαν,
όχι γιατί δεν το θελήσανε,
αλλά γιατί η γλώσσα τους υπήρξε μια δεντρoστoιχία
μέσ’ στην οποία κελαηδούσαν διαρκώς αηδόνια.
[από τη συλλογή Αμειψισπορά, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας 1996]
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Υπάρχει ένας φάρος σε μια προβλήτα ερημική.
Στη ρίζα του ένα λαδί παγκάκι.
Πικρό λαδί, στο χρώμα του καημού.
Ένα μοναχικό παγκάκι σε μια μοναχική προβλήτα
κάτω από τον πιο μοναχικό φάρο του στερεώματος.
Aν τύχει και καθίσει άνθρωπος απελπισμένος
μπορεί ν’ ακούσει, στη γλώσσα του τριγμού των ξύλων,
την ιστορία του σπουργίτη που μαράζωσε
‘κει δα μπροστά που γίνεται αλάτι το νερό,
και για την πέρκα που έγειρε το πλουμιστό της σώμα
στο βυθό και πέθανε
όταν διαπίστωσαν το τέλειο αδιέξοδο
στον έρωτα πουλιού με ψάρι.
[από τη συλλογή Αμειψισπορά, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας 1996]
ΛΙΓΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ
ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΒΩΝΗ
Mors et vita duelo
conflixere mirando
Ξεψύχησε ήσυχα στο κρεβάτι της στο τέλος του αιώνα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η μνήμη προοδευτικά την εγκατέλειπε οδηγώντας την στην αφετηρία. Έγινε λι το κοριτσάκι που υπήρξε. Έτσι μια χουφτίτσα άνθρωπος όπως μαζεύτηκε, από την απουσία των χυμών της ευρωστίας, μέσα στο φρεσκοπλυμένο νυχτικό της, χαιρότανε μ’ ένα κλαράκι γιασεμί που της προσέφερες ή με το να της δίνεις το λόγο να διηγείται ασυνάρτητες ιστορίες.
Ξεψύχησε έχοντας συμπληρώσει τα ενενήντα τρία. Λίγο πριν φύγει γύρισε και είπε στο γιο της που παραστεκόταν: «Εγεννήθην εν Σύρω το 1906. Ενθυμούμαι την ημέρα που επερνούσεν ο κομήτης του Χάλλεϋ. Είχαμε αρακά και ψιλό ψαράκι. Με επιέζατε τότε να φάω, μα εγώ ήθελα να δω τον κομήτη, μπαμπά».
Κλείνοντας τα μάτια της και με την αναστάτωση που δημιουργήθηκε στους συγγενείς που την περίμεναν, άρχισε τρομαγμένο να κλαίει το ασαράντιστο δισέγγονό της.
Κι αν μοιάζει αυτή η μικρή ιστορία λιγάκι μελόδραμα κι αν ίσως τεθεί το ερώτημα: «Προς τί μια συνηθισμένη ζωή διεκδικεί χώρο στην Τέχνη;», αναρωτιέμαι: Γιατί να μην το δικαιούται η συνηθισμένη ζωή της ευγενικής κυρίας Ειρήνης Καρβώνη που, εκτός των άλλων, κατόρθωσε, χιλιάδες φορές, να απαντήσει αποτελεσματικά στο αμείλικτο ερώτημα: «Τι να μαγειρέψουμε σήμερα;»
[από τη συλλογή Ενθύμιον, Καστανιώτης 2004]
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Πέθανε πλήρης ημερών στο γηροκομείο της Επισκοπής. Την κήδεψε η ψυχοκόρη της στον τόπο της καταγωγής, απ’ όπου έλειπαν χρόνια πολλά. Την έθαψε πλάι στον δεύτερο σύζυγό της που είχεν αποδημήσει νέος. Τον πρώτο δεν τον χάρηκε. Σκοτώθηκε νιόπαντρος στην Κατοχή. Λίγο πριν σκεπαστεί το φέρετρο, άδειασε μέσα στον τάφο, η ψυχοκόρη, τα κόκαλα του σκοτωμένου, απ’ το κιβούρι του που πήρε από το οστεοφυλάκιο. «Ας είναι και οι τρεις μαζί», είπε, «τους πήρε και τους δυο από έρωτα η μάνα μου».
[από τη συλλογή Από μνήμης, Μελάνι 2010]
ΠΙΚΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΚΕΙΝΕΣ ΠΟΥ ΔΙΧΩΣ ΧΑΔΙ ΜΕΝΟΥΝ
Στυφός καρπός και μέστωσε στης αγριελιάς τα κλώνια
Ποτέ του δεν τρυγήθηκε 'πο χέρι αγαπημένο
Στεγνώνει ακορφολόγητη στην πίκρα των καρπών της
και σταφιδιάζουν οι καρποί και σήπονται και πέφτουν
Όπως γυναίκα που έμεινε αχάιδευτη από χέρι
και συννεφιάζει ο πόθος της, η λαύρα της στεγνώνει
Γυναίκα που της έλαχε μη την καταδεχτούνε
μη την κεντρώσει ο έρωτας, να νιώσει, να ημερώσει
[από τη συλλογή Πλησμονή οστών, Μελάνι 2018]
ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΔΕΝΤΡΑ
Είναι γυναίκες – δέντρ’ αμυγδαλιάς
που πέφτουνε ασθματικά στον έρωτα,
σαν καταδιψασμένες απ’ τη στέρηση,
κι αν, μέσα στην παραφορά του, δεν καούν
κάνουνε τ’ άνθη τους καρπό, στα γρήγορα,
θέλοντας, λες, να νοικοκυρευτούν,
να δέσουνε τον εραστή, να μη τον χάσουν.
Είν’ και γυναίκες – ακακίες, σεμνές
όπου τον έρωτα τιμούν μονάχα για τον έρωτα
ευφραίνονται, δεν βιάζουν την κατάσταση,
δένουνε τον καρπό πέρα προς το φθινόπωρο
μένουνε, στολισμένες, τ’ άνθη τους καιρό
χαίρονται το κορμί τ’ Απρίλη ολοκληρωτικά,
κάνοντας τα γλυκά τα μάτια και στον Μάη.
[από τη συλλογή Πλησμονή οστών, Μελάνι 2018]
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΗ Η ΑΝΟΙΞΗ
Κοίτα τις μυγδαλιές
πώς λουλουδίζουν μέσα στον χειμώνα,
είπα,
που από σκέλεθρα κατάξερα
τις μπουμπουκιάζει ο έρωτας,
της ομορφιάς ο πόθος...
Είμαστε
όλη η άνοιξη
όπου, για μας, θριαμβικά,
φωνές υψώνει, γιγαντώνει πεθυμιές,
αποκρίθηκες.
[από τη συλλογή Ότι εγκρατής η επικράτεια, Κουκκίδα 2019]
Ο ΚΥΡ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΚΑΤΑ ΕΝ ΠΛΑΤΥΤΕΡΟΣ ΠΑΛΑΜΗΣ
5 + 1 ΧΑΪΚΟΥ
Ο Μήτρος είδε
Δαιμόνια στο ρέμα.
Αχ! Παναΐα μ’!
*
Τσορβάς δεν είναι
Ο έρωτας στα χιόνια.
Σεβντάς, Γιαννιέ μου!
*
Αχ! η Ματούλα!
Αγρίμης θέρος – έρως
Πάει ναν την πνίξει!
*
Βοσκόπουλό μου,
Σχοινιάστηκ΄η Μοσχούλα
Δες: δε βελάζει…
*
Ήπι’ η Χαδούλα
Του αλμυρού θανάτου
Το πικρόν ύδωρ
*
Μες στην ψυχής μας
Το σκοτεινό τρυγόνι
Έχ’ απαγκιάσει
[από τη συλλογή Ότι εγκρατής η επικράτεια, Κουκκίδα 2019]
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε στη Δεσφίνα Φωκίδας τον Δεκέμβριο του 1951. Συνταξιοδοτήθηκε από τη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου,στα Άσπρα Σπίτια της Παραλίας Διστόμου, στη Βοιωτία, όπου και ζει, έχοντας εργαστεί, ως τεχνικός στην μηχανολογική συντήρηση.Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές: Πτωχόν Μετάλλευμα (Εμβόλιμον 1990), Αμειψισπορά (Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκης Λεβαδείας 1996),Ενθύμιον (Καστανιώτης 2004), Από μνήμης (Μελάνι 2010), Πλησμονή οστών (Μελάνι 2018 – βραχεία λίστα κρατικού βραβείου Ποίησης 2019),Ότι εγκρατής η επικράτεια (Κουκκίδα 2019) και την συγκεντρωτική των ποιημάτων του Πιστοποιητικά θνητότητας- Ποιήματα 1970-2010 (Σύγχρονη Έκφραση 2010) καθώς και το βιβλίο ιστορικής έρευνας Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 – το Ολοκαύτωμα (Σύγχρονη Έκφραση 2014) για το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας το 2011 και το βιβλίο Ένας στρατευμένος της ζωής – ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος (Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος – Γαβριηλίδης 2019).Επιλογή ποιημάτων του με τίτλο Qirinj kustese εκδόθηκε στα Τίρανα (εκδόσεις Neraida 2018), στην αλβανική γλώσσα σε μτφρ. Νίκου Κατσαλίδα. Επιμελήθηκε τις Ανθολογίες ελληνικών ποιημάτων Ξένων Αιμάτων Τρύγος (Γαβριηλίδης 2014), Χνάρια στο Φιλιατρό των Φίλων (Γαβριηλίδης 2015) και Κορφολογώντας γενεών την προίκα (Γαβριηλίδης 2018), Τα υπογείως ανεωχθέντα (Ρώμη 2019), Όσα ο αφρός φλοισβίζει (Ρώμη 2020) καθώς και, μαζί με τον Κωνσταντίνο Μπούρα,Τα ποιήματα του 2015 (Κοινωνία των (δε)κάτων 2016)και Τα ποιήματα του 2016 (Κοινωνία των (δε)κάτων 2017).Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον, που εκδίδεται στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας από το 1988, το οποίο τιμήθηκε με Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας το 2014 και μετείχε στη σύνταξη της έντυπης εφημερίδας BookPress. Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής.Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά και αλβανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών. Μετείχε στην Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Παιδικής Λογοτεχνίας.