Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά", έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Νεκταρία Μενδρινού. Η καλεσμένη μου έχει σπουδάσει Φαρμακευτική κι εργάζεται στο φαρμακείο της στον Αποκόρωνα Χανίων. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές,ενώ ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικά βιβλία και λογοτεχνικά περιοδικά.Έργα της έχουν μεταφραστεί σε τρεις γλώσσες. Η ποίησή της ξεχωρίζει για την ευαισθησία,το βάθος και την καθαρότητα των νοημάτων.Τα ποιήματά της είναι μικρές ιστορίες με αρχή,μέση και τέλος. Οι γλαφυρές περιγραφές της κι οι διαυγείς εικόνες της,κάνουν τον αναγνώστη να ζει τα συμβάντα σαν πρωταγωνιστής της δράσης. Ο λόγος της είναι κομψός, αρμονικός,χωρίς περιττά στολίδια. Η γραφή της είναι βιωματική,εξομολογητική και προσωποκεντρική. Κουβαλά γνήσια συγκίνηση και γλυκιά νοσταλγία. Τη δημιουργό απασχολούν τα σενάρια της καθημερινότητας, οι γέφυρες με το παρελθόν κι οι αναμνήσεις,οι σχέσεις με τα οικεία πρόσωπα,η επαφή με την αλήθεια των συναισθημάτων.Θα ταξιδέψουμε με δέκα πανέμορφα ποιήματά της!
Ταξιδευτές
Μπρος στο διπλό καθρέφτη της θάλασσας
κανείς δεν ήξερε σε ποια μεριά
βρισκόταν η αλήθεια ∙
όσοι βάδιζαν στην άμμο
ονειρεύονταν ταξίδια
όσοι αρμένιζαν
νοσταλγούσαν άνθη της γαζίας
και φωτισμένα παραθύρια ∙
ταξιδευτές όλοι
ποτέ δε στάθηκαν
δεν έμαθαν
σε ποια μεριά βρισκόταν η αλήθεια.
«Αειθαλή και Φυλλοβόλα»
Λεύκωμα
Κυριακή
Απομεσήμερα πλήξης θαμπά
Μυρωδιά φαγητού που σιγοβράζει
Για την επόμενη εργάσιμη.
«Κάνε ησυχία
κοιμάται ο πατέρας σου»
-Και η θάλασσα;
«Σου είπα, σιωπή».
Λαβύρινθοι δίχως μίτο
γιορτές χωρίς καλεσμένους
χτυπήματα μονότονα
μιας μπάλας στον ακάλυπτο
-παιχνίδι με έναν παίκτη.
Κυριακή
η ζωή που φτιάξαμε και τώρα μοιάζει ξένη.
«Αειθαλή και Φυλλοβόλα»
Τσάι
Τσάι με ζάχαρη και κονιάκ
-οι υπόλοιποι έχουν ήδη κοιμηθεί-
ξεφυλλίζω
γουλιά γουλιά
το παλιό οικογενειακό άλμπουμ:
Γάμοι, γενέθλια, βαφτίσεις
άχτιστες ακρογιαλιές
παιδικές απόκριες
γέλια
και βλέμματα ακόμα αναγνωρίσιμα.
Κοιτάζω
γουλιά γουλιά
το παλιό οικογενειακό άλμπουμ
φυτολόγιο
με ξέθωρα, αποξηραμένα χρόνια…
Ίσως
φταίει η μελαγχολική απραξία της Κυριακής
ίσως
και το ότι οι υπόλοιποι έχουν ήδη κοιμηθεί…
«Αειθαλή και Φυλλοβόλα»
Άνοια
Έτσι
καθώς θυμάμαι
γεγονότα
που ποτέ δε γεύθηκα,
καθώς προσμένω
ημέρες λαμπερές,
από χρόνια
ήδη βιωμένες,
καθώς βλέπω
όλους τους καθρέφτες μου
να ψεύδονται,
όλα τα πρόσωπα
γύρω μου
να μιλάνε
σε άλλο χρόνο,
έτσι
καθώς ακούω
έναν πιτσιρίκο
με όλη την πονηριά
του γιου μου
στα μάτια του
να λέει
πως δεν είναι γιος
μα εγγονός μου,
καθώς νιώθω
τη μυρωδιά
του δέρματός μου
και καταλαβαίνω
πως η μητέρα μου
πρέπει να ‘ναι δίπλα στο σαλόνι
και ας μου τη λένε πια
νεκρή,
έτσι
καθώς τίποτα
δε μοιάζει πια
παρόν,
τυλίγομαι
στο ελάχιστο
που μου ‘χει
απομείνει,
ανάβω το γκαζάκι,
ρίχνω ζάχαρη
και καφέ,
ξεχνώντας το νερό,
ανακατεύω προσεχτικά
το καμένο μπρίκι
και βρίζω άσχημα
την κοπέλα,
που τρέχει να με σώσει.
Παγερά αδιάφορη
την ακούω
μετά
να κλαψουρίζει
«ούτε εμένα πια,
βρε μαμά;»
και δεν της απαντώ,
γιατί ξέρω
πως είναι και αυτή
μια σκιά,
ένα ακόμα πρόσωπο
δίχως χρόνο,
εμένα η κόρη μου
τέτοια ώρα
είναι στο σχολείο της…
«Κοχύλια από χρόνο»
Λικέρ
Καθαρό οινόπνευμα,
ζάχαρη,
κουκούτσια μαγιάτικων
βερίκοκων
και σαράντα μεσημέρια
στον ήλιο του καλοκαιριού.
Ο πιο πράος άνθρωπος
που γνώρισα ποτέ
έφτιαχνε
το πιο επικίνδυνο
καλωσόρισμα
δευτεροξαδέρφη
του παππού μου,
που της είχαν απαγορεύσει,
σ’ άλλες εποχές,
τον νεανικό της έρωτα…
«Κοχύλια από χρόνο»
Κρυφτό
«Θα μετρήσω
ως το δέκα,
όποιος δεν προλάβει
να κρυφτεί
καίγεται»
γέλια, στριγκλιές, τρεχαλητά
θα μετρήσω
ως το δέκα,
χρόνια μου αλλοτινά,
μη μου φανερωθείτε,
καλά κρυφτείτε,
μη σας βρω
και καώ…
«Κοχύλια από χρόνο»
Μύθοι
Ησυχάζοντας τα δωμάτια
ξεκρεμούσε εκείνη
το υφαντό,
τραβούσε την άκρη του
και άρχιζε να ξηλώνει
αράδα αράδα
το σχέδιο της ημέρας
δίπλα της, καθισμένη η Αριάδνη,
μάζευε το ξεκλωσμένο νήμα,
το τύλιγε στον δικό της μίτο
και, κάπου κάπου, σαν κάτι να θυμόταν,
κοίταζε απορημένη τα χέρια της
και ακινητούσε
«…μα εγώ
ανήκω σε άλλο μύθο»
ψέλλιζε αναστατωμένη
και τότε, η Πηνελόπη,
την καθησύχαζε τρυφερά,
της έλεγε πως η φιλία τους
θα έμενε κρυφή,
τη διαβεβαίωνε πως, όσο ζούσαν,
ένας μόνο μύθος θα δέσποζε
στη γυναικεία τους φύση
αυτός
της ακλόνητης, καθημερινής ελπίδας.
Σύννεφα στο νερό
Ψυχή
Είναι μια γυναίκα αδύναμη,
γερασμένη,
σκυφτή
στηρίζεται στο μπαστούνι της
και ανηφορίζει την πλαγιά
του αντικρινού βουνού
το περίγραμμά της
στοιχειώνει τα όνειρά μας-
-λέει,
θα πάει να ζήσει
στο φεγγάρι…
Σύννεφα στο νερό
Ερωμένη
Αυτή σου τη φωτογραφία
δεν την είχα
ξαναδεί
γλίστρησε
από το πορτοφόλι της
και τα μάτια της
ντράπηκαν την έκφρασή μου.
Σύννεφα στο νερό
Ενύπνιο
Η μητέρα μου επέζησε
χάρη στο σθένος της γιαγιάς μου:
Μωρό ασαράντιστο
και η γιαγιά μου να το ΄χει στην αγκάλη της
και να κολυμπάει, τότε, το ’22, με το ‘να χέρι
και ας της φώναζαν οι υπόλοιποι
«θα πνιγείτε και οι δύο!»
και είχε να το λέει,
μέχρι που πέθανε πια στα ογδόντα της,
πως ήταν τα λόγια εκείνα
χειρότερα και από ρεύμα θαλασσινό…
Εδώ και κάποια βράδια την ονειρεύομαι,
με κοιτάζει και πάντα την ίδια φράση
μού αφήνει: «Με ξυπνάνε οι πνιγμένοι».
Έβρασα κόλλυβα, άναψα στα μανουάλια κεριά,
σημείωσα το όνομά της «Υπέρ Αναπαύσεως»,
μα τα όνειρα επιμένουν,
ωστόσο, χθες, δεν μου μίλησε,
ήταν νέα πολύ και κολυμπούσε προς το μέρος μου,
βαστώντας στην αγκάλη της ένα μωρό,
νόμισα πως ήταν η μητέρα μου
μα, πλησιάζοντας,
ένιωσα πως κρατούσε
ένα από αυτά τα μωρά
που δεν αντέχουμε στις ειδήσεις.
Σύννεφα στο νερό
Βιογραφικό σημείωμα
Η Νεκταρία Μενδρινού γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 2003 διατηρεί φαρμακείο στον Αποκόρωνα του νομού Χανίων. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε Ανθολογίες, σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε ποιητικά ημερολόγια και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά. Προσωπικές ποιητικές συλλογές: Αειθαλή και Φυλλοβόλα (εκδόσεις Ροές,2009), Κοχύλια από χρόνο (εκδόσεις Κέδρος,2014), Σύννεφα στο νερό (εκδόσεις Μελάνι,2018).