Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Γιώργο Κουτούβελα. Ο καλεσμένος μου έχει σπουδάσει Θεολογία, Παιδαγωγικά και Ψυχολογία και υπηρετεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και έναν θεατρικό μονόλογο, ενώ έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε πολλές ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ποιήματα, άρθρα και δοκίμιά του δημοσιεύονται στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, λυρική, στοχαστική. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, πολύχρωμος, αλληγορικός, με πρωτότυπα σχήματα κι έναν λεπτό σαρκασμό που υπογραμμίζει τα νοήματα. Τον απασχολούν οι σχέσεις ,η καθημερινότητα, τα κοινωνικά αγκάθια. Η πένα του αιχμηρή και τολμηρή, στηλιτεύει τα κακώς κείμενα. Θ' απολαύσουμε δέκα ξεχωριστά ποιήματά του!
Αποκάλυψη
Στον ανώνυμο μοναχό
Στα μάτια των πιστών κοχλάζει η κόλαση.
Σπάζουν μανιωδώς σε μικρά κομματάκια
τα βυζαντινά εικονίσματα.
Τα είδωλα κινούνται – πού να πάνε;
Τα είδωλα παραληρούν – τι να πουν;
Τα είδωλα δακρύζουν αίμα
- ποιος να τα περιθάλψει μ’ ένα μαντήλι;
Κανένα θαύμα δεν συγκινεί πλέον τους πιστούς.
Κι ο Τρομοκράτης, αποτυχημένος και τυπικά,
στέκει ανήμπορος.
Καταδικασμένος να σταυρώνει
έναν έναν άνθρωπο, πρόκα την πρόκα,
εις τους αιώνας των αιώνων.
Από τη συλλογή «η αλητεία στη χώρα των γραμμάτων»
Σπασμένος
Κρυβόταν κάτω απ’ το στρώμα παρέα με τα χαρτονομίσματα.
Στην κουζίνα τα ποτήρια έτρεμαν από τον φόβο του, άνοιξαν
τα ντουλάπια και αυτοκτόνησαν σε δεκάδες κομμάτια άχρη-
στου γυαλιού.
Εκείνος θαμμένος κάτω απ’ τα ξεριζωμένα από το κορμί του
πούπουλα, ονειρευόταν να ανακαλύψει τη γη της επαγγελίας,
και στο χώμα της το άσκαφτο- που δεν έχει χωνέψει ποτέ του
σάρκα – να καρφώσει το βρεγμένο του βρακί για σημαία.
Έτσι σπαταλούσε τα χρόνια του, επιδιώκοντας την κίνηση του
σαλιγκαριού. Μέχρι που μια μέρα ήρθε ο κόσμος ανάποδα και
τον γκρεμοτσάκισε στον ουρανό.
Σμήνη πουλιών τα χαρτονομίσματα αποδήμησαν, αφήνοντάς τον
μετέωρο με μια χούφτα άχρηστων κομματιών γυαλιού να τον
περιτριγυρίζουν.
Τελικά δεν έφταιγε ποτέ ο καθρέφτης,
μονάχα η μορφή του ήταν σπασμένη.
Ψυχανάλυση
Πάνω από μισό αιώνα τις κρατούσαν έγκλειστες σε σανατόρια.
Είχαν διαγνωστεί ως ψυχωτικές κάμπιες, καθώς ήταν πολύχρωμες
και πετούσαν λόγω κάποιας ιδιάζουσας εγκεφαλικής βλάβης.
Πρόσφατες μελέτες αποκάλυψαν πως, τελικά, δεν έπασχαν από τίποτα.
Απλά η παλιά εποχή ήταν Άνοιξη
και εκείνες
μερικές άτυχες πεταλούδες.
Η χειρότερη μορφή
Η χειρότερη μορφή υποτέλειας είναι εκείνη
που σκύβει δήθεν για να δέσει
τα λυμένα της κορδόνια.
Το μόνο που απομένει στους φιόγκους• να
απλώνουν τη μιζέρια με μανταλάκια ανάμεσα
στις κάλτσες και τα σώβρακα.
Μήπως την κλέψει κάποιος τίμιος άνεμος
και την επιστρέψει σε εκείνους που την έπλεξαν.
Ρατσιστής λέξεων
Σκάψε κάπου απόμερα έναν βαθύ λάκκο.
Βγαλ’ τες φιμωμένες από το πορτμπαγκάζ
και θάψε ζωντανές όσες λέξεις απεχθάνεσαι.
Φρόντισε μόνο να είναι από εκείνες τις
σκουρόχρωμες τις περιθωριακές• που κανείς
δεν πρόκειται ποτέ ν’ αναζητήσει.
Από τη συλλογή «συνταγές για ωμό ρεαλισμό»
Βραδιά εξόδου
Τα χείλη βαμμένα, σχηματίζουν ένα χαμόγελο ψυχρό.
Πιότερο θ’ άρμοζε σε σχέδιο για μαγνητάκι ψυγείου.
Το ψυγείο είναι μια συσκευή για να διατηρεί
φρέσκιες τις πληγές.
Όχι οινόπνευμα, μόνο ξυράφι και βαμβάκι στεγνό.
Αυτά σφίγγεις στην παλάμη για να το γεμίζεις.
Φόρεσες ρούχα και γόβες μπλε. Να ταιριάζουν
με τα μάτια που θα ’θελες να έχεις.
Το πρόσωπο θολό πίσω από το σταυρωτό παραθύρι
κοιτάζει το δρόμο.
Ο άνεμος μοίραζε επαναστατικά φυλλάδια οξυγόνου,
ενώ οι τυφλοί (καθώς κατέβαιναν τις σκάλες) μετρούσαν
σε ουράνια τόξα τα βήματά τους.
Ο υπόλοιπος κόσμος σύσσωμος παρευρισκόταν
στη γιορτή ενός κλόουν.
Κρεμάμενοι πάνω του σαν λαμπάκια
χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Καθείς με διαφορετικό ρυθμό και χρώμα,
μα κατά βάθος όλοι ίδιοι.
Σπασμωδικά έγειρες το κεφάλι στο δάπεδο,
αποβάλλοντας από μέσα σου
όλες αυτές τις νοσηρές εικόνες.
Ξεκλείδωσες την πόρτα με την εκτάκτου ανάγκης
διάθεση που είχες κρυμμένη κάτω από το χαλάκι.
Μα λίγο πριν τη βραδινή έξοδο,
φως και θόρυβος σταμάτησαν τα βιολιά,
τα κλαρίνα και τους λεπρικούς χορούς.
Κάποιοι άξεστοι αθίγγανοι –οι άγγελοι-
μπάλωναν τον ουρανό με σύννεφα
για να βαδίσουν.
Με τα βρομερά τους πέλματα τον μαύρισαν,
κι άρχισε να βρέχει.
Από τη συλλογή, «Σκιά Με Κόκαλα»
Το παιδί μιλάει
Η μητέρα λείπει απ’ το πρωί. Έχει πάει τη δυστυχία της
στη μοδίστρα, να της περάσει φόδρα- να μην φαίνεται.
Ο πατέρας ψάχνει για κέρματα
στις χαραμάδες των επίπλων. Λαχταρά ν’ αντηχήσει ο
πλούτος του σε όλο το ναό καθώς θα τα εναποθέτει στο
παγκάρι.
Νύχτωσε και τους ακούω να βρίζονται.
Ως συνήθως, κρύφτηκα στη ντουλάπα
–όχι επειδή φοβάμαι-
μα για να βρω κι εγώ
ένα σκοτάδι στο νούμερό μου.
Το χρώμα του έθνους
Σε ένα σταυρό ξεχωρίζουν διάφορα χρώματα• το καφέ
του ξύλου, το κόκκινο του αίματος, το εκρού της ανθρώπινης
σάρκας, το μαύρο των όρνιων.
Όμως τα παιδιά διδάσκονται κάτι παράξενα για γαλάζιους
και λευκούς. Έπειτα σχολάνε. Παίζουν μπάλα, κρυφτό,
θάβουν ζωντανές τις γάτες του χωριού, βάζουν τις κότες
να κλωσήσουν βρασμένα αυγά.
Μερικά από αυτά τα παιδιά δεν μεγαλώνουν - δεν μαθαίνουν
ποτέ τις αληθινές αποχρώσεις των πραγμάτων. Ψηλώνουν βέβαια,
μαθαίνουν να διεκδικούν με κάθε κόστος
Ακριβές ρόδες, ακριβείς ωρολογιακούς δείκτες και άλλα τιμαλφή.
Στις εθνικές επετείους στέκονται απρόσωποι, σαν μια γροθιά,
ο ένας πλάι στον άλλο. Παρακολουθούν δακρύβρεχτοι τα
τεθωρακισμένα, τα ρυθμικά άρβυλα, τα ερεθισμένα τυφέκια
και φυσικά, τη γαλανόλευκη σημαία να κυματίζει.
Μόνο ένας μικρός πάνινος θεάνθρωπος, σταυρωμένος πάνω της,
θα εξύψωνε την όλη συγκίνηση.
Να κλαίει, να ουρλιάζει, να οδύρεται αυτός, απ’ το μαρτύριο.
Να κλαίνε, να ουρλιάζουν, να οδύρονται και εκείνοι,
από εθνική ηδονή.
Ιδού το χρώμα του έθνους
Ιδού η κόλαση.
Μετά το μάθημα
Για να περάσει η ώρα πέταγε νερό στις αποξηραμένες
ζωγραφιές των συμμαθητών του.
Έπειτα ξερίζωνε τη σπονδυλική στήλη της φαντασίας του
και την ξαμολούσε ιππόκαμπο στις χάρτινες θάλασσες.
Η δασκάλα εξοργισμένη έφτιαχνε κύκλους με κιμωλία
στον πίνακα. Στεκόταν στη μέση και τράβαγε τα μαλλιά της
και από τις δυο πλευρές.
Οι γονείς από τη μεριά τους έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν.
Του έδιναν πατατάκια και οθόνη, να δει καρτούν.
Όταν μεγάλωσε έγινε ζωγράφος με σκληροπυρηνικές
πεποιθήσεις. Για παράδειγμα, πριν σχεδιάσει τα πούπουλα
και το ράμφος είχε ήδη σχεδιάσει τα εντόσθια.
Σταδιακά κατέληξε να κάνει όσα χλεύαζε στον πρότερο
βίο του. Πίστεψε στον Θεό κι έμαθε να παίζει πόκερ.
Ένα βράδυ, για κακή του τύχη, κοιμήθηκε χωρίς
προφύλαξη με μια δημόσια υπάλληλο. Τον κόλλησε
ένσημα. Σαράντα χρόνια μετά το συμβάν βρέθηκε
νεκρός με τη σύνταξη στο χέρι
καθώς η σκυλομούρα τράπεζα κατάφερε
να δαγκώσει την ουρά της.
Από τη συλλογή «Απόσπασμα δυτικού πολιτισμού»
Σε ηλικία σταύρωσης
Στην ηλικία των δώδεκα,
κινούμασταν αδιαμαρτύρητα στα πλαίσια του κάδρου.
Στα δεκαοχτώ,
νομίζαμε ότι βγήκαμε από τη φυλακή•
αλλά δυστυχώς η ενηλικίωση ήταν μονάχα ο προαύλιος χώρος της.
Τώρα στα τριάντα τρία,
κατάλαβα τον συμβολισμό της θρησκείας
που με βάφτισαν•
όσοι δεν πρόλαβαν να υποταχτούν
έχουν φτάσει σε ηλικία σταύρωσης.
Από τη συλλογή «Διακοσμητής εσωτερικών κόσμων»
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Γιώργος Κουτούβελας γεννήθηκε στην Αθήνα (1986). Σπούδασε θεολογία, παιδαγωγικά και ψυχολογία. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 2006 με την ποιητική συλλογή «ονειροβάτες». Μέχρι σήμερα έχει δημοσιεύσει έξι ποιητικά έργα και ένα θεατρικό μονόλογο. Δημοσιεύει σε τακτά χρονικά διαστήματα, ποιήματα, άρθρα και δοκίμια σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε πολλές ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διδάσκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.