Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Τίνα Κάνδυλα. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε και ζει στον Πειραιά. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Υποκριτική, ενώ είναι φοιτήτρια του τμήματος της Κοινωνιολογίας. Εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει συμμετάσχει σε παραστάσεις αρχαίου δράματος κι έχει ασχοληθεί με τη ρυθμική απαγγελία χορικών, καθώς και με τη μουσικότητα του αρχαίου ελληνικού ποιητικού λόγου. Ποιήματά της έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Η Παλιννόστηση του Φωτός". Η ποίησή της είναι αφηγηματική, λυρική, υπαρξιακή. Ο λόγος της είναι πλούσιος, περίτεχνος, χυμώδης, με εντυπωσιακές εικόνες και γνήσια συγκίνηση. Εμπνέεται από την προσωπική ενδοσκόπηση, την κοινωνική παρατήρηση, τις στενές σχέσεις, την ομορφιά της φύσης. Θ' απολαύσουμε δέκα εξαιρετικά ποιήματα από την πρώτη της εκδοτική προσπάθεια που τιτλοφορείται "Η Παλιννόστηση του Φωτός".
ΘΕΡΟΣ
Σημαδεμένη από τη γυμνή απόκριση του ήλιου,
επτασφράγιστη από μια μωβ λύπη,
ακρωτηριασμένη από ίσκιους συννεφένιους,
ορφανή από ελπίδας ιαχές,
τη ζωή μου πάνω στην άμμο εναποθέτω,
σαν ένα σπασμένο στεφάνι,
στην ομήγυρη των κοχυλιών,
στον δαιμονικό χορό των αναμνήσεων
– προς τα κει που ακούγεται
το κλάμα της θάλασσας…
Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Αγκομαχάει το θηρίο του κόσμου,
πάνω στα αίματά του βρυχάται.
Οι κουρούνες μοιριολογάνε,
κάθε επανάσταση χαμένη
– πιο κοντά στο τέλος μας φέρνει.
Κι η Αντιγόνη άλαλη, περίλυπη κι αινιγματική,
στα βράχια της αιωνιότητας καθισμένη,
ως τον λαιμό βουτηγμένη
με το αρχαίο της το δίλημμα,
στα νούφαρα των δακρύων της επιπλέει.
΄Ενα μαύρο σκουλήκι της τρώει τα σωθικά,
γλάροι πλουμιστοί σεργιανίζουν κράζοντας
της ζωής τον ατελεύτητο οργασμό.
«Τι είναι πιο άτρωτο από τον νόμο;
Τι ξεπερνά την αγάπη;
Ο θάνατος θα μας νικήσει νεκρούς.
Η καταπακτή του χρόνου
μας καταπίνει ζωντανούς.
Φοράω της λύτρωσης τον μανδύα,
οπλίζω το χέρι μου με χώμα.
Το άγιο της αγάπης έγκλημα πάω να τελέσω.
Μπήγω το μαχαίρι στην καρδιά του λάθους.
Όλεθρος το πάθος μου για έναν κόσμο πιο δίκαιο.
Ποιον να εξευμενίσω τώρα;
Τους θεούς, τους ανθρώπους ή τον εαυτό μου;
ΣΥΝΝΕΦΑ
Τα γιασεμάκια κι οι γαρδένιες τ’ ουρανού,
οι αφράτες κρυψώνες της βροχής,
τα λευκά φουστάνια των άστρων,
οι εναέριες κούνιες των αγγέλων,
των ονείρων η πάχνη,
φωλιές από σαντιγί για να κουρνιάσουνε
μοναχικοί ερωδιοί,
φεγγαρένιες βάρκες,
πούπουλα ερωτευμένων μαξιλαριών,
το παζλ του αγέρα.
ΜΠΛΟΥΖ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Αστράφτω μοναξιά,
σαν με κοιτάζει ο καθρέφτης.
Αντιφεγγίζω είδωλα ρυτίδων,
αντιστρέφω τις βεβαιώσεις,
αναμετρώμαι με τις ματαιώσεις,
ανακαλύπτω του ψεύδους τη μοιραία αλήθεια.
Η ταπείνωση είναι τώρα απόλυτα δική μου.
Γυαλίζω αναμνήσεις μονόπετρα,
θραύσματα σκοτωμένων ερώτων.
Οι μορφές παρελαύνουν
πίσω απ’ το ξεθωριασμένο βιτρώ
–εκεί που άλλοτε σου ’γραφα «Σ’ αγαπώ»–
τα πρωινά με κόκκινο κραγιόν,
ενώ εσύ μου μάθαινες πως το δύο χωράει στο ένα
και άφοβα με αγκάλιαζες.
Ύστερα, οι πόθοι μας περικύκλωναν,
καμπυλωτοί και μεταξένιοι
και μας χτυπούσαν κατάστηθα.
Συνομιλώ με τη μάσκα της φθοράς,
σαν ξεχαρβαλωμένη κούκλα τρόμου,
με δυο μαύρες κρύες γούβες για μάτια,
γεμάτα απορίες.
Με χέρια πλισέ απλησίαστα,
επιχειρώ να σπάσω τη δυαδικότητα του σώματος
μέσ’ από το θαμπό γυαλί.
Θέλω να περάσω στην αντίπερα όχθη,
να δω την αθέατη ομορφιά,
ν’ αντικρίσω κατάματα το μέσα φως.
Η λάμπα θυέλλης τρεμοσβήνει…
Άραγε, ποια να ’ναι η πιο σκληρή εποχή;
Η επώαση, η ανθοφορία ή ο μαρασμός;
Τα βρύα υγραίνουν το μονοπάτι,
ακούω τα δέντρα να φιλιούνται με θροΐσματα
κι εσύ μου κρύβεσαι στις περικοκλάδες.
«Πάντα οι παράλληλες ευθείες διασταυρώνονται.
Είναι στη μοίρα τους».
Χάρισέ μου ένα τελευταίο μπλουζ
μπροστά στον καθρέφτη.
Τώρα που είμαι όλες οι ηλικίες
ΟΙ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΙ
-Ποιος έχει όρεξη για έρωτες σε αυτούς τους
στεγνούς καιρούς;
Μα, οι ερωτευμένοι.
Οι ανυπότακτοι.
Φθαρτές σάρκες σε πάλη ηδονής.
Για μια στιγμή – Θεοί.
Χλεύη στον θάνατο.
Ύβρις από μέρους τους.
Ευτυχισμένοι στις μικρές αυτοκτονίες.
Δυστυχισμένοι στο τέλος.
Νέμεσις…
ΧΑΪΚΟΥ ΙΙ
Εκεί που σπέρνεις
αμπελώνες τα φιλιά,
Όλβος βλασταίνει.
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΙΞΗΣ
Eσύ ήσουν οι λέξεις.
Κι εγώ ήμουν το θαυμαστικό.
Τι θαυμάσια ανισότητα!
ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ
Αύριο αφήνω αμύγδαλα αγάπης
Βαριά βυθίζομαι
Γυναίκα γλάρος γελάει
Δέρμα δανείζει
Ευτυχώς, ελπίζω
Ζωή ζέβρα
Ηλιόλουστη ήττα
Θεριεύει θαλερή θέληση
Ιριδίζουσα ίαση
Κόκκινη κραυγή
Λειμώνας λυπημένων λουλουδιών
Μάνα, μη μου μαραζώνεις
Νύχτας νικηφόρα νάρκη
Ξένο ξημέρωμα
Ορυχείο ομορφιάς
Πίνω παραλήρημα
Ρέει ρυάκι ράθυμο
Στρατός σταχυών σθεναρά σωριάζεται
Το τρένο τρεκλίζει
Υφαίνει υπoψίες
Φανερώθηκε φως φεγγάρι
Χειμώνες χάθηκαν
Ψιχάλες ψυχής
Ωωωω, ωραίος ωκεανός!
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Αύγουστος ήταν,
όταν ναυάγησα στο σμαραγδένιο
των ματιών σου δάσος.
Ανώμαλη προσγείωση σε αγκαλιά-λαβύρινθο,
το ιδρωμένο μελίσσι
των πόθων που γύρευαν καταφύγιο
στη στέπα της θηριώδους δίψας.
Αύγουστος ήταν,
ένα ροδαλό παιχνίδισμα με τ’ όνειρο,
η καταδίωξη του μαγικού οίστρου,
όταν μεταμορφώθηκα σε θάλασσα,
για να μ’ αφουγκράζεται το κοχύλι της ψυχής σου.
Αύγουστος ήταν,
η τσουλήθρα του ήλιου
στις βουνοκορφές των μαλλιών σου,
ο γόρδιος δεσμός των δαχτύλων μας,
το ξόδεμα όλων των αστεριών
σε μια εξομολόγηση,
να ζωγραφίζουμε το ωκεάνιο με τα χείλη.
Αύγουστος ήταν,
δύο ενωμένες με λήθη πληγές,
στο σχήμα του λωτού
–σαν κύκνοι μεθυσμένοι από σκοτοδίνη ερωτική–
σε αλλοπρόσαλλο καλπασμό σωμάτων.
Αύγουστος ήταν,
η ρουφηξιά της απαγορευμένης ευφροσύνης,
η κυματόβρεχτη σπηλιά
με την κατακόκκινη τουλίπα στη μέση,
που εκλιπαρούσε να τη θανατώσεις
μες στην πλημμύρα της φωτιάς σου.
Αύγουστος ήταν,
ο ποιητής των γλάρων,
το απαλό χάιδεμα του γαλάζιου.
Η αγάπη μας στα φούξια ντυμένη
να επαναστατεί στον ρυθμό των τζιτζικιών.
Αύγουστος ήταν,
το ξημέρωμα που σκοντάψαμε
σε μαύρες καρδιές πέτρες
και μας δωροδόκησαν για να ξεχάσουμε,
ενώ το Χάος μας άνοιγε το μεγάλο του στόμα.
Αύγουστος ήταν,
εκεί που ξάπλωνε το μενεξεδί ηλιοβασίλεμα,
καθώς σ’ έλουζα
με τα μαργαριτάρια των δακρύων μου.
Ο αποχαιρετισμός και η κάθοδος
στο φαράγγι του καθημερινού αβίωτου.
ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ
Σ’ έδιωξε ο ήλιος και ζώστηκες με τ’ άστρα,
με τις νεράιδες του δάσους αναμετρήθηκες
–Λουλουδοστεφανωμένη– και βγήκες κερδισμένη.
Κι όταν με αγκάθια τρυπήθηκες,
το σύννεφο το μενεξεδί σε αγκάλιασε
«συγγνώμη» να σου ψιθυρίσει…
Από ερωτικό σύμπλεγμα γεννημένη,
με έαρ και ιχώρ πλασμένη,
Φως, δέντρα και αέρας ερωτοτρόπησαν με την αυγή
σε συγχορδία βουβή
και σου κρέμασαν ηλιοτρόπια στον λαιμό.
Το βλέμμα σου ζαφείρι την πλάση
έλουσε με ύγρα θεϊκή.
Την ομορφιά τυλίγεις
σε κλωστή και άγκυρα τη ρίχνεις ελληνική
στη βάρκα που λικνίζεις χρυσόεσσα,
σου τιτιβίζουν τα κρίνα,
σ’ ευωδιάζουν τα σπουργίτια
κι η Κασταλία σε φθονεί.
Στάζεις τα όνειρα στο Αιγαίο,
την Ποίηση ζυμώνεις.
Στο χορόδραμα των ξωτικών,
μνήμης βολβούς ξεριζώνεις,
για το παλιό σου αίνιγμα ιδρώνεις με της
Σαπφούς τη λύρα
μες στις πετεινοφωλιές κουρνιασμένη.
Και μουλιασμένη επιστρέφεις
στην αρχαία, της Περσεφόνης, γη,
τα κύμβαλα της σιωπής ν’ αντηχήσεις.
Πώς χτενίζεις τον Ήλιο στα μαλλιά σου;
Πώς μιλάς με τους θνητούς;
Πώς ίπτασαι και ξεγλιστράς
απ’ τα ερωτευμένα στόματα ανάμεσα
με την ξανθή σου φωτιά;
Πιο κρυστάλλινη απ’ τις πηγές,
πιο αέρινη απ’ τον Ζέφυρο,
πιο άυλη από τα υφαντά της ψυχής.
Ούτε ο μοναχικός διαβάτης σε είδε,
ούτε σε άγγιξε,
ούτε σε τραγούδησε,
Ηλιαχτίδα.
(Ποίημα βραβευμένο το 2013 με Τιμητική Διάκριση από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.)
Το βίωμα της ποίησης-Τίνα Κάνδυλα
Το βίωμα της ποίησης ,είτε αυτό αφορά στον πομπό (ποιητή ) ,είτε αφορά στον δέκτη (αναγνώστη-ακροατή) δεν ορίζεται και δεν περιγράφεται με λέξεις.Είναι μια υπόθεση προσωπική ,μοναδική ,ανεπανάληπτη η οποία ξεχειλίζει από υποκειμενικότητα.’Οσον αφορά τον ποιητή όλα ξεκινούν από τη στιγμή που εισβάλλει ο οίστρος της δημιουργικότητας και σε βομβαρδίζει με εικόνες και λέξεις που αναζητούν απεγνωσμένα διέξοδο στο χαρτί.Η όλη διαδικασία από τη στιγμή της σύλληψης του ποιήματος έως την αποτύπωσή του στο χαρτί είναι μυσταγωγική ,τελετουργική.Προκαλείται ο δημιουργός να έρθει αντιμέτωπος με τις αλήθειες του εσώτερου εαυτού του , με το βαθύτερο είναι του ,να «ξεθάψει» τα σκοτάδια της ύπαρξης και να τα φέρει στο φως μέσω της ποίησης ώστε να επέλθει η λύτρωση.Το παράδοξο στη συγγραφή της πρώτης μου ποιητικής συλλογής «Η Παλιννόστηση του Φωτός» έγκειται στο ότι τα 30 από τα 40 ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν κατά την περίοδο του εγκλεισμού . Σε μια εποχή που η ζοφερότητα μας περιζώνει από παντού με τον ασφυκτικό της κλοιό, η ανάγκη για ποίηση .όχι μόνο δεν είναι πολυτέλεια ,αλλά είναι και ανάγκη επιτακτική.Η ποίηση είναι μέσο διαφυγής, εξορκισμού και,το σημαντικότερο, αντίστασης .Τα 40 ποιήματα της «Παλιννόστησης του Φωτός» είναι οι δικές μου μάχες,οι δικές μου απαντήσεις στο σκοτάδι που παλεύει να επιβληθεί στις ζωές μας τον τελευταίο καιρό.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Tίνα Κάνδυλα γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε και ζει στον Πειραιά. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Κλασικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και απόφοιτος της Ανωτέρας Δραματικής Σχολής του Πειραϊκού Συνδέσμου. Εργάζεται για περισσότερο από μία δεκαετία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει συμμετάσχει σε παραστάσεις αρχαίου δράματος κι έχει ασχοληθεί με τη ρυθμική απαγγελία χορικών, καθώς και με τη μουσικότητα του αρχαίου ελληνικού ποιητικού λόγου. Ταυτόχρονα, είναι και φοιτήτρια στο δεύτερο έτος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Η ποιητική συλλογή «Η Παλιννόστηση του Φωτός» αποτελεί το πρώτο απόσταγμα της ψυχοπνευματικής της περιπλάνησης μέσα στον κόσμο.
Βρείτε την ποιητική συλλογή "Η Παλιννόστηση του φωτός" της Τίνας Κάνδυλα στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.pigi.gr