Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τη λογοτέχνιδα Ρωξάνη Νικολάου. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε, μεγάλωσε και διαμένει στο Κολόσσι της Λεμεσού. Στο παρελθόν είχε ζήσει στη Χαϊδελβέργη, την Αθήνα, την Αίγινα και την Πάφο. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, ενώ ετοιμάζει μια συλλογή με πεζά μικρής φόρμας. Η ποίησή της κινείται στα μονοπάτια της αφηγηματικής υπερρεαλιστικής γραφής. Ο λόγος της είναι τολμηρός,με μεθυστικές αλληγορίες και στιβαρή εικονοποιία. Το στοιχείο της θεατρικότητας που είναι κυρίαρχο στα γραπτά της, αυξάνει την ένταση της εξιστόρησης. Θα δούμε δέκα ξεχωριστά ποιήματά της!
Ψαλιδιστής
Εκδ. Τεχνοδρόμιο, 2018
Ψαλιδιστής
Προσπαθώ να θυμηθώ τη φωνή του
ένα φωνήεν αναπηδά
στ’ αφτί πολύ κοντά
μαζί με τον ήχο του ψαλιδιού
και το φως
των φθινοπωρινών καταστημάτων
ανάβει μέσ’ απ’ τα κλαδιά.
Αγαπητέ μου κύριε
πώς γίνεται εσείς
που μέσα σε λίγα λεπτά
μεταμορφώνατε το παιδικό κεφάλι μου
σε δεσποσύνης
τώρα να κάθεστε στον καφενέ
ακέραστος και βυθισμένος
στο παντέρημό σας απόγευμα;
(Με φλέρταραν πολύ τ’ αγόρια
μα τα κοίταζα αφ’ υψηλού
ω, κύριε – τι θυμήθηκα – υπήρξα λοιπόν
εκείνο το κορίτσι που
έπαιζε μέχρι το βαθύ σούρουπο
κι ήμουνα όμορφη
και δυνατή πιο πολύ ακόμα
κι από ’κείνο τ’ αγόρι
που όλους τους νικούσε
στη γειτονιά.)
Με χίλιους τρόπους πως δεν υπήρξαμε
Πέτερ Πάουλ, θα ’χεις πεθάνει.
Πέρασαν πολλά χρόνια κι ήσουνα σχεδόν γέρος.
Θυμάμαι το μακρύ σου σώμα πώς κατάπινε τους δρόμους.
“Δεν θ’ ασφαλιστώ ποτέ” μου είπες
στο χείλος ενός μπουκαλιού
με τα ερπετά να σου δαγκώνουν την καρδιά.
“Κι αν δεν βρίσκω σκέπη να κοιμηθώ -καλή ώρα-
μακριά απ’ τους ανθρώπους
ο ίσκιος τους είναι γλυκύτερος”.
Η Αφροδίτη με μια λεπτή κορδέλα μού έζωνε το μέτωπο
σαν δαχτυλίδι γύρω απ’ το αίνιγμα του κόσμου.
Κι ενώ χόρευα στη “Σπηλιά”
λυνόταν η κορδέλα.
-Έχεις τα πιο λυπημένα μάτια που είδα ποτέ μου.
Μια λευκή νύχτα διέσχιζα τη Χάουπτστράσσε
με τον Ντάνιελ, δεκαεννιά χρονών μισεμένο πορτοκάλι
ξαφνικά του έγινα άγνωστη, ξένη
κι άρχισε να κρύβεται μες στον γιακά του
κι ήμασταν φίλοι δυο δευτερόλεπτα πριν
κρύωνε κι έτρεμε
λευκή νύχτα
νύχτα της Χαϊδελβέργης, δεν έφυγα
μέχρι το πρωί.
Μ’ αποχαιρέτησε λέγοντας “μείνε όπως είσαι”.
Γκρεμούς ανοίγει ανάμεσα
σ’ εμένα και στους ανθρώπους
αυτό που είμαι.
Ό,τι θυμάστε από `μένα,
λίγο ή πολύ αλήθεια ή ψέμα φυλάξτε το
κι όταν ο θάνατος μάς πιει τον ύπνο της ζωής
ο αέρας θα τραγουδά με χίλιους τρόπους
πως δεν υπήρξαμε.
Λοξή βροχή
Πότε δυναμώνει στη διαπασών
και γδέρνει τον αέρα
με τα ισχυρά της νύχια
πότε σιγαλά εκπέμπει τη φωνή της
λοξή βροχή
ζώα, πουλιά, δέντρα
και άνθρωποι βλασταίνουν.
Να μην αδικήσω
Άνθρωπο να μην αδικήσω
μήτε ζώο, πετούμενο, πράγμα
στη γη φυτεμένο, νεκρό
ζωντανό με κομμένες τις ρίζες
ή χωμένες βαθιά στα νερά τα τρεχούμενα
τα βαλτωμένα, τα ήσυχα, τα θεριεμένα.
Άνθρωπο να μην αδικήσω, μήτε ζώο
πετούμενο, πράγμα
στη γη φυτεμένο, νεκρό, ζωντανό
να μην αδικήσω Θεέ μου
την ώρα εννιά
τις τρεις και εικοσιπέντε
ούτε ώρα καμιά μέρας ή νύχτας.
Ο Γενάρης φριχτός
κι ο Φλεβάρης
μα όχι μη
μην
αδικήσω
ούτε μήνα
Δευτέρα ή Τρίτη
ούτε μέρα
άνεμο ή φωτιά
ούτε χρώμα
να μην αδικήσω
το χώμα που ήμουν
τη στάχτη.
Είναι νωρίς ακόμα
Τον ανάποδο ζαβό καθρέφτη μου
για προσκέφαλο
και στη ζεστασιά του κόρφου μου τον βάζω
και κλωσάει, ξανά γεννάει
τα όσα πάνε να χαθούν
και χάνονται
Σσς δες
μες στον καθρέφτη
πόσα τα άθαφτα
τα καλοζωισμένα.
(Αδερφέ μου ο νεκροθάφτης
που λέρωσε με λάσπες
το μωρό και μες στο κρύο
το ’χωσε, μες στο σκοτάδι
μακριά απ’ το σπίτι μας
τώρα ζιβανίες κατεβάζει
και το μωρό πλέει σε κούνια ρόδινη
γελώντας
-στον καθρέφτη μου-)
“Κοιμηθείτε, κοιμηθείτε αγάπες μου,
είναι νωρίς ακόμα”.
Σαλός Μαγνήτης
Εκδ. Φαρφουλάς, 2022
Για την αγάπη τους
Πρέπει να πηδήξει από την ταράτσα της πολυκατοικίας
στην απέναντι που είναι όλοι μαζεμένοι.
Είναι μεγάλη η απόσταση μα θα πρέπει να τα καταφέρει.
Για να τον δεχτούν. Αλλά δεν θα τον δεχτούν.
Θα πρέπει να πέσει στο κενό, μπροστά στα μάτια τους
να γίνει κομμάτια. Για να τον αγαπήσουν.
Αλλά δεν θα τον αγαπήσουν.
Θα πρέπει στη νεκροψία να βρεθεί ένα χαρτάκι
σφηνωμένο στο στέρνο του με τα λόγια
“Πέθανα για την αγάπη σας”. Για να τον δεχτούν.
Αλλά δεν θα τον δεχτούν.
Θα πρέπει να λάβουν την είδηση ότι τα οστά του ευωδίασαν
Για να τον αγαπήσουν. Αλλά δεν θα τον αγαπήσουν.
Αδιάφορα θα πουν: “Φαινόταν πως δεν θα γινόταν
ποτέ ένας από μας”.
Παιδάκι μου μη βρεθείς ποτέ στη γειτονιά τους.
Για κανένα λόγο.
Στο τρακτέρ του φώλιασαν κιόλας
παιδιά και φίδια
Η μύγα κάθισε στο χέρι του
ύστερα περπάτησε
όπως περπατούν οι μύγες
σ’ όλο το πλάτος της παλάμης
κι αφού ο συνήθης απότομος αέρας
δεν τη διέκοψε
συνέχισε την περιπλάνησή της
πέταξε μέχρι το πρόσωπο
κάθισε στα χείλη, στα βλέφαρα,
στη μύτη, στα μαλλιά
“Μια στις τόσες φορές συμβαίνει
πλήρης απουσία αντίδρασης”
σκέφτηκε η μύγα.
Τα πετεινά τ’ ουρανού
Πλησίασε
κοντά
πολύ κοντά στην είσοδο του αφτιού μου
κι άκουσε
άκουσε ω μον αμούρ
την ακοή που βρυχάται
στο κύμα μέσα της:
τίποτε δεν θα μείνει από σένα
τίποτε δεν θα μείνει από μένα
κάποιος απ’ έξω
ρωτάει στον άνεμο
-έχετε ένα ευρώ;
ρωτάει τα πετεινά τ’ ουρανού
που κατεβαίνουν στη γη
και τσιμπολογούν τα ψίχουλα
-να φάω κι εγώ μαζί σας;
(“Ποιος είδε τάχα τον Θεό μπορεί και να ’ναι ο Λιναρντό)
Προϊστορία ή Ανάγνωσμα νυχτός
Ήταν οι άνθρωποι τότε λίγοι
τ’ άγρια ζώα και τ’ αρπαχτικά πουλιά
πλησίαζαν στη φωτιά μας
χωρίς να φοβούνται
ή εμείς να τα φοβάμαστε
μονάχα που καμιά φορά
μας κοιτούσαν ώρα πολλή ακίνητα
κι η σκοτεινιά λίμναζε μέσα στο νου.
Με είχα μόλις μαζέψει
από τα δόντια του παραθυριού
μεσάνυχτα όπως πάντα
όταν φάνηκες ακολουθούμενος
από το δρόμο που θα ’φευγες
πυκνά φιλήματα αναπηδούσαν
μέσα απ’ τα φωτίσματά σου
χειλιών που ήπιαν
το ξύδι και τη χολή του κόσμου
προτού να χαλαστούν
προτού γίνουν ίχνη αδιόρατα
αχνές εκδορές στη σκόνη παλαιού
κι ίσως ανύπαρκτου εικονίσματος.
Φαντασμαγορία
Αυτός που φτιάχνει το σκοινί κι αυτός που το ρίχνει κι αυτός που
το γραπώνει
για να βγει έξω κι αυτός που τον σπρώχνει για να πέσει κι αυτός
που πέφτει
κι αυτός που σκάβει στα τοιχώματα γυρεύοντας τ’ όνομά του
κι αυτός που το θάβει
κι αυτός που ο ρόγχος του καθώς σβήνει αντιφεγγίζει στο σώμα
του διπλανού
κι αυτός που ονειρεύεται ότι μακριά, πέρα απ’ το λάκκο,
υπάρχει η φαντασμαγορία της μέρας και της νύχτας.
Βιογραφικό σημείωμα
Ρωξάνη Νικολάου: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Κολόσσι της Λεμεσού όπου και επέστρεψα μετά από πολλά χρόνια διαμονής στη Χαϊδελβέργη, την Αθήνα, την Αίγινα, και την Πάφο. Έχω εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Ποιήματα 1991-1999 (ιδιωτική έκδοση, 2000), Ψαλιδιστής (εκδ. Τεχνοδρόμιο, 2018) και Σαλός Μαγνήτης (εκδ. Φαρφουλάς 2022). Υπό έκδοση βρίσκεται μια συλλογή με σύντομα πεζά.