Δέκα ποιήματα της Παρασκευής Παπία

Δέκα ποιήματα της Παρασκευής Παπία

Σήμερα θα σας παρουσιάσω την ποιήτρια Παρασκευή Παπία ,με καταγωγή από τα Τρίκαλα. Η καλεσμένη μου είναι απόφοιτος της Αγγλικής Φιλολογίας. Έχει δημοσιεύσει ποιήματά της σε  ποιητικό ανθολόγιο και σε λογοτεχνικούς ιστότοπους. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, αλληγορική, ανθρωποκεντρική. Ο λόγος της είναι πολύχρωμος, με εξαιρετικές μεταφορές, ευφάνταστες προσωποποιήσεις, ενδιαφέρουσες εικόνες κι ισχυρό συναίσθημα. Την αφορά η συγκινησιακή καταγραφή της καθημερινότητας κι η επαφή με το όνειρο. Είναι μια γραφή που προσωπικά με μεθά και μ'αγγίζει. Θα δούμε δέκα υπέροχα ποιήματά της!

Μπαλαρίνα

Της είχαν από χρόνια
Κόψει τα πόδια
Για σένα όμως
Έγινε μπαλαρίνα
Πάνω στο κεφάλι
Της καρφίτσας
Και χορεύει.

Αποστολέας

Είχε από καιρό ξεπαγιάσει
Οι αυγές δεν ρόδιζαν
Η ίριδα είχε αποχρωματιστεί
Το κουδούνι στο ποδήλατο
Σκούριασε μαζί με τις αρθρώσεις
Κι αν έκανε πως πέφτει το δίκτυο
Ο φόρτος τσάκιζε τις ακτίνες στη μέση
Ο ταχυδρόμος πέθανε
Μαζί με τον άγνωστο παραλήπτη.
Δεν θα γράφω άλλο γράμματα
Θα ψιθυρίζω στα περιστέρια.

Αφιερώσεις

Αποφεύγω όπως το λιβάνι τον διάολο
Τις αφιερώσεις στα βιβλία που δωρίζω
Με πνίγουν οι προσφωνήσεις
Αγαπημένος ή Αγαπητός;
Δίπλα από την πρόθεση τι να βάλω;
Εκτίμηση, σεβασμό, ευγνωμοσύνη
Ή αγάπη; Ποια αγάπη;
Δεν θυμάμαι ποτέ τι μέρα έχουμε
Για να βάλω ημερομηνία
Κι όσο για την υπογραφή
Φροντίζω το ενδεχόμενο
Να θέλει ο παραλήπτης να ξεχάσει.

Καραντίνα

Από τη χαραμάδα
Άρχισα να σπρώχνω
Με δύο ασθενικές ανάσες
Τον ήλιο που φώτισε
Την βροχή που νότισε
Το χιόνι που πάγωσε.
Φυτρώνει γρασίδι
Στο πάτωμα
Τα στόματα στους τοίχους
Χάσκουν ανοιχτά
Το ταβάνι ράγισε μια μέρα
Κοιλοπονώντας.

Από το παράθυρο
Άρχισα να πετάω
Με δύο δυνατά χέρια
Τα όνειρα που αγάπησα
Τους πόθους που παράτησα
Τα βιβλία που διάβασα.
Κολυμπούν καρχαρίες
Στη βεράντα
Τα κάγκελα περιχαρακώνουν
Με κόκκινα δάκρυα
Οι γλάστρες γέμισαν
Κατακάθι του καφέ.

Από την πόρτα
Την διάπλατα ανοιγμένη
Περιμένω. Περιμένω. Περιμένω.

Ερωτικό

Είπα να γράψω κι εγώ
Για τον έρωτα.
Πήρα μια πένα
Την κάρφωσα
Στην Καρδιά μου.
Πες μου...
Έχεις διαβάσει
Ωραιότερο ποίημα;

Ο ασημένιος άντρας

Κάθε φορά που πέφτει
Η συγκέντρωσή του στο αίμα μου
Βγαίνω έξω κρυφά τη νύχτα

Ξεκρεμάω το φεγγάρι απ' το στερέωμα
Το βάζω πλάι μου να κοιμηθεί.
Πρωί πρωί βρίσκω ασήμι στο μαξιλάρι.

Προσποιούμαι πως ήταν το δικό του.

Σκαμμένος από αγωνία
Πέθαινε μια ζωή
Για να ζήσει ένα θάνατο.

Φορά σφιχτά το ρολόι στον καρπό
Να κόβει την ροή του χρόνου στο αίμα.
Όταν βραδιάζει από το παράθυρο
Χαζεύει την έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ.

Ξαπλώνει πάνω σε δύο σανίδια.
Γεμίζει ακίδες η πλάτη
Τα σαράκια μέσα από τις πληγές στο δέρμα
Ταξιδεύουν στην ψυχή
Να την ροκανίσουν με λαιμαργία.

Το ρολόι δεν κάνει σωστά την δουλειά του
Το σφίγγει περισσότερο.
Μπλαβιάζει το χέρι
Τ' ακροδάχτυλα μουδιάζουν
Εγκαταλείπουν την προσπάθεια

Να βγάλουν το τσόφλι της νύχτας
Τα χείλη δεν δοκιμάζουν την αρμύρα της.
Ο ύπνος έρπει στα βλέφαρα
Προφέροντας εφιάλτες.
Ξημερώνει.

Καβαλάει σύννεφα
Καθ'οδόν στη Βαβυλώνα
Σε κάποιο σημείο κάνει κράτει
Να μυρίσει τα πεύκα
Στα αυτιά του μια φωνή
Λιθοστρώνει την μέρα εμπρός του.

Σε τσόχινη αρένα
Παίζει πόκερ με θηλυκό Χάροντα.
Άγνωστες οι φιγούρες στην τράπουλα
Όσα ρέστα κι αν ποντάρει, χάνει.

Σιωπά.
Μέσα στο στέρνο
Έχει οιμωγές και ρόγχους
Αν ανοίξει το στόμα
Θα χάσουμε την ακοή μας

Υποχώρηση

Δεν έχω τι να σου προσφέρω
Τώρα με έχουν κουρέψει
Πήραν τα μαλλιά μου
Για το χειμώνα.

Κρατούσα
Τόσο καιρό την ανάσα μου
Μήπως έρθεις και δεν σ' ακούσω
Ξέχασα πια πώς είναι να αναπνέω

Τα χέρια
Γίναν αποκούμπι των πουλιών
Στην θέση της καρδιάς
Χτυπά ένα ρολόι

Δεν έχω τι να σου προσφέρω
Μόνο κονιάκ
Μηδέν αστέρων.

Απόμαχος

Τον συμπόνεσε η θάλασσα έτσι που την κοιτούσε
Κρατώντας με το ένα χέρι το κεφάλι
Ποια, τάχα, συμφορά να τον είχε συναντήσει;
Μα δεν ήταν απόμαχος ναυτικός, δεν τον θυμόταν.
Σαν βούτηξε μέσα της ο ήλιος, ψιθύρισε το μυστικό.
Ήταν, απλώς, ερωτευμένος.
Η θάλασσα σε ένδειξη συμπαράστασης
Έστειλε ένα φιλί στα πόδια του.

Εργολάβος

Κάθε φορά που πλαγιάζαμε
Με έτρωγες με το βλέμμα.
Με πεινάει, έλεγα.
Αλλά εσύ μου έπαιρνες τα μέτρα.

Ανέμη

Ήμουν το κουβάρι
με την κόκκινη κλωστή
Ήσουν το χέρι που ξετύλιξε
Όλες τις ανερυθρίαστες ιστορίες.

Βιογραφικό σημείωμα

Η Παρασκευή Παπία γεννήθηκε στα Τρίκαλα, το 1983. Είναι απόφοιτος αγγλικής φιλολογίας του ΑΠΘ. Ποιήματά της, έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικό ανθολόγιο και δημοσιεύονται κατά καιρούς σε ποιητικούς ιστότοπους.

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr