Σήμερα φιλοξενώ στη στήλη "Στα βαθιά" την ποιήτρια Πέρθα Καλέμη. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στην Άντισσα Λέσβου και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη, όπου ζει μέχρι σήμερα. Είναι απόφοιτη του Εμπορικού Κολλεγίου Αθηνών και των Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων του ειδικού κύκλου σπουδών «ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ» του Ε.Ο.Τ. Εργάζεται στο Υπουργείο Οικονομικών, με αντικείμενο τη Δημόσια Περιουσία Λέσβου, Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου. Ποιήματα, άρθρα, δοκίμια, βιβλιοκριτικές της έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο.Έχει λάβει μέρος σε πλήθος διεπιστημονικών ημερίδων, συμποσίων, συνεδρίων και ποιητικών βραδιών. Το 2017 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τον τίτλο "Αταξίδευτα όνειρα", που τιμήθηκε με το Β' Βραβείο "Βραβεία Κέφαλος 2017-8". Είναι υπό έκδοση οι λυρικές της πρόζες "Ερωτικά Αλληλούια". Έχει συμμετάσχει σε συλλογικά βιβλία, ενώ ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της παραμένει ανέκδοτο. Η ποίησή της είναι λυρική και γραμμένη κατά κανόνα στον παραδοσιακή φόρμα του ομοιοκατάληκτου στίχου. Χρησιμοποιεί συχνά ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, ενώ αξιοποιεί όλα τα είδη της ρίμας. Ενίοτε κάνει χρήση της παρήχησης, προσθέτοντας ζωντάνια και ρυθμό στα γραπτά της. Ο λόγος της είναι πλούσιος, αριστοτεχνικός, πολύχρωμος. Οι γλαφυρές εικόνες της ζωγραφίζουν την ωραιότητα του κόσμου. Οι στίχοι της διαπνέονται από αρμονία και μουσικότητα, γι'αυτό και μπορούν να μελοποιηθούν με ευκολία. Η πένα της συνομιλεί με τον έρωτα, την αγάπη, το όνειρο, τη νοσταλγία, τη μαγεία της φύσης. Η γραφή της είναι μεθυστική και συγκινητική. Ας ταξιδέψουμε με δέκα υπέροχα ποιήματά της!
ΑΛΙΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Κόπιασε ρόδο του Μαγιού, ξελόγιασε με πάλι
κέντησε μ’ άστρα τ’ όνειρο, με χρώματα το νου
μεσ’ στ’ άλικά σου πέταλα για φυλαχτό έχω βάλει
όλα τα μύρα που’ χυσαν οι βρύσες τ’ ουρανού.
Κόπιασε ρόδο κι άνθισε στ’ οπάλινο ανθογυάλι
στους άνεμους της θύμησης οργίασε η σιωπή
ω, πόσο αβρά με πλάνεψες σ’ αλαργινό περγιάλι
φεγγάρι μου ολοπόρφυρο ντυμένο με ντροπή.
ΑΝΕΜΩΝΗ
Ήλιε την ανεμώνη μου δέξου την τρυφερά
είναι χειμώνας μέσα μου κι είναι βροχή το δάκρυ
αν την αγγίξουν του έρωτα τα ολόλευκα φτερά
θ’ ανθίσουν χίλιοι Μάηδες στη γης απ' άκρη σ' άκρη.
Ήλιε μου που λαχτάρησες να'ρθεις για να με δεις
με ροδανθούς πλουμίζοντας την πάναγνη καρδιά μου
μιαν ανεμώνη κόκκινη σου φύλαξα να βρεις
βγαλμένη απ’ τα μυρόπνοα περβόλια του έρωτά μου.
Ηλιε της ανεμώνης μου λουλούδισε η ψυχή
προβάλλοντας ολόδροση στου νου μου τ’ ανθογυάλι
στόλισε μ’ άστρα τις Ξωθιές κι έγινε προσευχή
μ’ αγγέλους αρμενίζοντας σε μουσικό περγιάλι.
ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟ ΦΩΣ
Σκόρπισ’ εντός μου τ’ άστρα του κι απόψε ο ουρανός σου
στη γης αντάρα ξέσπασε μ’ αγέρα και βροντή
κι ο φτερωτός ο στίχος μου φως πήρε από το φως σου
κλέβοντας χρώμα απ’ τ’ όνειρο κι’ απ’ τη νεροποντή.
Κι απ’ το ρυθμό τον άφωνο γεννήθηκε τραγούδι
και στ’ άγραφο πεντάγραμμο γράφτηκε μουσική
μια νότα που παράπεσε την πήρ’ έν’ αγγελούδι
κι έγιν’ ανυποψίαστη μπαλάντα ερωτική.
ΑΤΑΞΙΔΕΥΤΗ ΒΑΡΚΑ
Τη βάρκα που λαχτάριζες, τώρα δεν την ορίζεις
έσπασε το τιμόνι της, κουρέλια το πανί,
τη βούλιαξαν τα κύματα προτού την ταξιδέψεις
και γοερά τη θρήνησαν, ακόμα κι οι θεοί!
Τον τρίσβαθο αναστεναγμό τώρα να τον ξεχάσεις,
το σιγαλό τραγούδισμα, δε θα το ξαναπεί
τ’ ολόγυμνό της σκέλεθρο στ’ αγέρι έχει σαπίσει
κι οι μπόρες στα μεσούρανα το κάναν Αστραπή.
Τη μαγική τη βάρκα μας, που ’σουν καραβοκύρης
θυμάμαι την αρμάτωνες με μύρια δυο πλουμιά,
πανιά μεσ’ στα ψιλόλιγνα κι ολόχρυσα κατάρτια
πού τη θρηνούνε τώρα πια της νύχτας τα στοιχειά.
Μ’ ήθελες καπετάνισσα, στο μώλο ν’ απαντέχω,
να περιμένω Μάηδες, σιμά μου να βρεθείς…
μες στην πλανεύτρα θάλασσα πάντα να σε προσμένω
στη σάπια τώρα κουπαστή μήπως κι αναστηθείς.
2013:Μελοποιήθηκε από τον Παναγιώτη Πελεκάνο
In memoriam
ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ
Μέσα στη λιμνοθάλασσα τα μάτια σου θλιμμένα
διαβήκαν απ’ τις φλέβες τους αμέτρητοι καημοί
τα νέφη που χρυσόλαμπαν άλλοτε ονειρεμένα
τώρα τρεμίζουν μέσα τους κοπάδια οι στεναγμοί.
Μέσα στη λιμνοθάλασσα που μύρα έχει κεράσει
ξάφνου πέφτει τ’ αστρόφεγγο με μήνυμα ορθρινό
ενώ αρμενούσαν κι έπλεαν τα μάτια σου στην πλάση
έστειλ’ ο πόνος κύματα περ’ απ’ τον ουρανό.
Μέσα στη λιμνοθάλασσα που σελαγίζει δάκρυ
πόνος βαθύς θρονιάστηκε μέσα στο στοχασμό
κι η σκέψη πάντα ξάγρυπνη ψάχνει να βρει μιαν άκρη
μιας κι η καρδιά τυλίχτηκε μέσα στο μαρασμό.
ΚΑΡΤΕΡΙ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Του φεγγαριού τ’ αχνόγελο πέφτει στο δειλινό
κι’ η κορασιά του Απριλομάη απλώνει την ποδιά της
να μάσει τ’ άστρα της νυχτιάς από τον ουρανό
που’ ναι γραμμένοι οι όρκοι της και τα κρυφά όνειρά της.
Έβγα φεγγάρι λυγερό στα πλάτη να σε δω
καρτέρι σ’ ένα διάσελο για σένα έχω στημένο
ν’ αρχίσω να σε νοιάζομαι και να σου τραγουδώ
καθώς απ’ τα μεσούρανα κινάς ξεστρατισμένο.
Σάμπως πουλί πετούμενο δώσε μου τα φτερά
να φτερουγίσω μάγισσα προς τη χρυσή μορφή σου
ξέρεις εσύ, φεγγάρι μου, πως μου’ λειψε η χαρά
και τρυφερά στον κόρφο μου παίξε τη μουσική σου.
Απ'την ποιητική συλλογή «Αταξίδευτα όνειρα» 2017, εκδόσεις ΑΣΤΕΡΙΑΣ
ΚΕΛΑΗΔΗΣΤΡΑ ΒΡΥΣΗ
Ωδή στον Έρωτα
Στο φως σου φλέγομαι ουρανέ σαν άσπρη χρυσαλλίδα
κι εσύ στ’ αψήλου τ’ άπαρτα δε χαμηλώνεις πια
για τη γαλάζια σου τραβάς αιθερική πατρίδα
μα εγώ σκαρί για να σε βρω δεν έχω, ούτε κουπιά.
Αργεί το ηλιοβασίλεμα και μούχρωσε το δείλι
κι η κελαηδήστρα βρύση μας απόμεινε βουβή
κι ως το φεγγάρι σπίθισε στο ξάγναντο καντήλι
το καναρίνι δε λαλεί κλεισμένο στο κλουβί.
Βάλσαμο μέσα στην ψυχή στάζει η γλυκιά φωνή σου
εντός μου λάγνα μουσική που αιώνια κελαηδεί
κι εσύ ψυχή στ’ ονείρεμα γείρε και λησμονήσου
ώσπου τρανός ο έρωτας, να ρθει και να σε δει.
2019:Μελοποιήθηκε από τον Θεόδωρο Κουτσοβαγγέλη
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟ ΣΕΛΗΝΟΦΩΣ
Μέσα στης νύχτας τη σιωπή με μέθυσες σελήνη
καθώς το φως σου τρέμισε δειλά μες στην ψυχή
των λυπημένων σου ματιών με πλάνεψε η γαλήνη
κι οι στοχασμοί μου φτέρωσαν σε νύχτια προσευχή.
Το φως σου με σεργιάνησε στου σύμπαντος τα πλάτη
και την καρδιά μου μέθυσεν η πλάνα σου η φωνή
την αύρα μου κυμάτισες, τη κέντησες με αχάτη
κι αβρά μ’ αλαφροκοίμησες σε σύννεφο ουρανί.
Μέσα στης νύχτας τη σιωπή με μάγεψες σελήνη
που’ ρθες μ’ αχτίδες πύρινες και μ’ έλουσες στο φως
μήτρα του κόσμου απέθαντη ας είσ’ ευλογημένη
στ’ άγιο σου φως π’ αλάφρωσεν ο πόνος μου ο κρυφός.
ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ
Αγέρωχη λαμποκοπάς κι ορθόπλωρη αρμενίζεις
μούσα της Ψάπφας λιόχαρη κι αιώνια πεθυμιά
μια ζωγραφιά της θάλασσας στα μάτια μου ιριδίζεις
λιχνίζοντας στη σκέψη μου μύρα και γιασεμιά.
Με γέννησες κι απάγκιασα σ’ απάνεμο λιμάνι
κι άνθισε μύριους έρωτες ο πόθος μου ο κρυφός
τα λιόδεντρα σου λάμπουνε σ’ ονείρου πυροφάνι
μια και το χέρι των θεών σε κέντησε στο φως.
Μεσ’ στο Αιγαίο κολυμπάς στ’ ακρόγιαλα ανασαίνεις
νησί με χίλια χρώματα γητεύτρας πινελιάς
νανούρισες στους κόλπους σου σοφούς της οικουμένης
εσύ θεά της άνοιξης και κόρη της ελιάς.
Είσαι λαχτάρα και καημός νησί μου ευλογημένο
που με το φως σου σκέπασες θάλασσα κι ουρανό
μήτρα της γης απέθαντη, ζαφείρι τιμημένο,
που κάθε ωραίο κάρπισες, μεγάλο και τρανό.
ΦΕΓΓΑΡΟΣΤΑΓΜΑ
Μ’ έλουσες Προμηθέα μου πανσέληνο τ’ Αυγούστου
κι έκλεισα μεσ’ στις χούφτες μου γλαυκό τον ουρανό
μου γλύκανες τ’ ακρόχειλο με το χυμό του μούστου
και μύρωσες την αύρα μου για να μεσουρανώ.
Ράντισες την ανάσα μου με φεγγαριού σταγόνες
κυμάτισες τους πόθους μου με χρώμα θαλασσί
με στόλισες με νούφαρα, τουλίπες κι ανεμώνες.
Ο πιο μεγάλος έρωτας του κόσμου ήσουν εσύ.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Πέρθα Καλέμη γεννήθηκε τα Χριστούγεννα του 1960 στην Άντισσα της Λέσβου. Μεγάλωσε στη Μυτιλήνη όπου περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές και ζει μέχρι σήμερα. Είναι απόφοιτη του Εμπορικού Κολλεγίου Αθηνών και των Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων του ειδικού κύκλου σπουδών «ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ» του Ε.Ο.Τ. Έχει εργαστεί σε διάφορους δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς. Από το 1987 εργάζεται στο Υπουργείο Οικονομικών, με αντικείμενο τη Δημόσια Περιουσία Λέσβου, Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου. Είναι έγγαμη και μητέρα δύο παιδιών. Πνεύμα ανήσυχο, κοινωνικό και δημιουργικό. Για την αστείρευτη δραστηριότητά της τιμήθηκε με διάφορα βραβεία και διπλώματα για την κοινωνική της δράση και το εθελοντικό της έργο.Μεγάλη της αγάπη είναι ο Οδηγισμός που τον υπηρετεί πάνω από μισόν αιώνα καθώς επίσης και το ερασιτεχνικό θέατρο όπου ασχολήθηκε από μικρή και έπαιξε στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ως ενεργό μέλος της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής της Μυτιλήνης έχει θητεύσει για πολλά χρόνια στα Διοικητικά Συμβούλια διαφόρων Σωματείων και Συλλόγων. Στα γράμματα πρώτος την παρουσίασε ο ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας της Νέας Εστίας, καθηγητής Δημήτρης Νικορέτζος, που την έπεισε να εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή Αταξίδευτα όνειρα, την οποία προλόγισε με φιλόφρονες λόγους. Με το έργο της ασχολήθηκαν οι συγγραφείς και κριτικοί Κώστας Βαλέτας, Αυγερινός Ανδρέου, Κώστας Καρούσος, Λίνος Κουντουράς, Σάκκης Παπαδημητρίου, Αθανάσιος Φραγκούλης, Πολυξένη Χούση, κ.α. Τα πρώτα της ποιήματα τα έγραψε παιδούλα ακόμη, στα Λάψαρνα της Άντισσας. Τα βράδια που την έλουζε το φεγγάρι με φως, σκάρωνε στίχους με μεγάλη ευκολία και μέσα της κελάρυζε η μουσική του. Η ποίησή της είναι λυρικού περιεχομένου, με τη μουσικότητα του στίχου και την ευαισθησία του στοχασμού. Ο ερωτικός της οίστρος, συχνά την ταξιδεύει και στην ελεύθερη ποιητική πλεύση. Έχει συνεργαστεί και δημοσιεύσει κατά καιρούς ποιήματα, άρθρα, δοκίμια, βιβλιοκρισίες, κ.α., στις τοπικές εφημερίδες και αλλού: Λεσβιακός Κήρυκας, Δημοκράτης, Αιολικά Νέα, Εμπρός, Πολιτικά καθώς στο Μαχητή της Άρτας κ.α. Επίσης συνεργάζεται στα λογοτεχνικά περιοδικά, Αιολικά γράμματα, Ναυτική Ελλάς, (όπου είναι και συνεργάτης), Αιολίδα, Λεσβιακό ημερολόγιο, Σπετσιώτικος Αντίλαλος, Κέφαλος το λογοτεχνικό περιοδικό της Κεφαλονιάς κ.α.Έχει επίσης φιλοξενηθεί σε ηλεκτρονικές και λογοτεχνικές ιστοσελίδες-εφημερίδες όπως Η ΝΕΑ ΕΡΥΘΡΑΙΑ on line , στην καλλιτεχνική εφημερίδα Λογοτεχνικό Βήμα-Η Εφημερίδα των Λογοτεχνών, FRACT-ALL, Thessaloniki Arts & Culture, το βιβλίο-net, Daily Reader.gr, Ms POETRY/poems & Poetry, ΕΔΩ ΚΑΤΕΡΙΝΗ blog News, Η τέχνη είναι αποκάλυψη κ.α. Επίσης επιμελείται με τους υπεύθυνους ύλης τον τόμο Αιολικά χρονικά της Επιστημονικής Ένωσης της «Εταιρίας Αιολικών Μελετών» όπου είναι και στο Δ.Σ. Ακόμη, συμμετέχει σε διεπιστημονικές ημερίδες, σε συμπόσια, σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια. Εισηγήσεις της έχουν δημοσιευθεί στα «Πρακτικά» τους. Έχει λάβει, επίσης μέρος σε πολλές ποιητικές βραδιές, σε παρουσιάσεις βιβλίων, σε λογοτεχνικές ομιλίες για ποιητές, πεζογράφους και σημαντικά πρόσωπα, που έχουν προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, σε διάφορους χώρους και πνευματικά εντευκτήρια. Πρόσφατη παρουσίασή της —όπου προλόγισε και το βιβλίο —στο αμφιθέατρο Μίκης Θεοδωράκης του Δήμου Παπάγου Χολαργού της ποιητικής συλλογής Ταξίδια του Νου και της Ψυχής της ποιήτριας Ανθής Λουκά-Τρικούκη /2019. Εδώ και πολλά χρόνια μελετά την ελληνική και ξένη ποίηση, όπως και την Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τον Ιούνιο του 2017 κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Αταξίδευτα όνειρα όπου διακρίθηκε με το Β΄ Βραβείο «Βραβεία Κέφαλος 2017-2018» του περιοδικού Κέφαλος το λογοτεχνικό περιοδικό της Κεφαλονιάς. Έχει πάρει έπαινο επίσης ως μαθήτρια Λυκείου στον Πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος, ποιήματος και τραγουδιού το 1979 με το ποίημά της «Τάφος» καθώς επίσης έπαινο το 2018 στον πανελλήνιο διαγωνισμό «Ο Άγιος Βαλεντίνος… της Μυτιλήνης » του Δήμου Λέσβου με το ποίημα της «Φεγγαρόσταγμα » και απέσπασε το Α΄ Βραβείο το 2019 στον ίδιο διαγωνισμό με το ποίημά της «Μεταξωτές λέξεις του Έρωτα». Έχει λάβει και άλλες τιμητικές διακρίσεις για τη συμμετοχή της στα ελληνικά γράμματα. Είναι υπό έκδοση οι λυρικές της πρόζες Ερωτικά Αλληλούια. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της, δοκιμιακό, ποιητικό και βιβλιοκριτικό είναι ανέκδοτο. Επίσης έχει συμμετάσχει και σε συλλογικά έργα – ανθολογίες.
Τα πιο πρόσφατα:
• Αιολίδα ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «Λεσβιακή Παροικία» 1965-2015 (50 χρόνια «Λεσβιακή Παροικία», 2015)
• Λεσβιακό ημερολόγιο 2016 (ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΕΧΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ) Εκδόσεις: Μύθος Εκδοτική Ε.Π.Ε.
• Αιολικά γράμματα Ποιητικό Ανθολόγιο 2016 (Ποίηση-Πεζογραφία-Δοκίμιο) Έκδοση: Κώστα Βαλέτα 2016
• Ποιητικό Ανθολόγιο-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ – ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2018 -Εκδόσεις: ΟΣΤΡΙΑ
• 100 + 1 κλειδιά της διπλανής Πόρτας Ποιητικό Ανθολόγιο 2019 Εκδόσεις: I TravelerPoetry – Publicacions
• Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2019, το βιβλίο.net
• Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2019 Κέφαλου- Έκδοση: Κέφαλος – Το Λογοτεχνικό περιοδικό της Κεφαλονιάς.
Σαν Εξομολόγηση
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Μικρούλα ήμουν όταν ένιωσα πως τραγουδούσα στ΄απόκρυφα του μυαλού μου. Τις ευαισθησίες τις ξεδίπλωνα πάντα μόνη μου. Έτσι απλά σκάρωνα στίχους με μεγάλη ευκολία και μέσα μου κελάρυζε η μουσική τους. Ξέφευγα μακριά απ΄όλους, να μην μ΄ακούει κανένας. Τους στίχους μου τους τραγουδούσα στις ρεματιές και στα λιοχώραφα.
Τις πρώτες μου ποιητικές απόπειρες, που αποτύπωνα στο χαρτί, παιδούλα έντεκα μόλις χρόνων, τις ξεκίνησα στα Λάψαρνα1. Τρυφερές εποχές γεμάτες αθωότητα! Τα Λάψαρνα τα ένιωθα δικά μου, με τα φαλακρά τους βουνά, τα απέραντα βοσκοτόπια, τις κιτρινοπράσινες αστοιβιές και τους μοναχικούς αναρκίτες2… Άφηνα τα μάτια μου να ταξιδεύουν το λαψαρνιώτικο πέλαγος με τους ποιητικούς ορμίσκους, τα καταπράσινα τριφύλλια στον κάμπο και το Ψαρό Ράχτη ν΄ ατενίζει αντίκρυ το πέλαγος ανάμεσα στους αιώνες…
Τα ποτάμια στολισμένα με ροδοδάφνες λευκές και ροζ σαν κεντημένα εργόχειρα, με διάφορους χρωματισμούς, μέσα τους το κίτρινο χρώμα της ασπαρτιάς , συμπλήρωναν τον πίνακα ενός μεγάλου ζωγράφου.
Η κούλα μας ήταν μέσα σε κοιλάδα, στους πρόποδες του βουνού. Εκεί «xτίστηκαν» οι πρώτοι μου στίχοι, καθώς αντάμωνα το φεγγάρι πάνω στ΄αλώνι μας και το έκλεινα μέσα στις χούφτες μου, τις ατέλειωτες νύχτες του καλοκαιριού. Τη ροδαυγή περίμενα τον ήλιο π΄ανέβαινε απ΄ τη θάλασσα, πλουμισμένος με τα λαψαρνιώτικα χρώματα και μυρωμένος με την αύρα της… Εδώ στ΄αλώνι τον περίμενα να λικνιστεί μέσα στις θυμωνιές, σκορπίζοντας φως, χαρά για δημιουργία κι ύστερα να χάνεται πίσω απ΄ τα βουνά που αγκάλιαζαν τον ουρανό κι εγώ να κυνηγώ πέρ΄ απ' τους λόφους και τις τελευταίες του αχτίδες.
Περιδιαβαίνοντας στους αγρούς, σκαρφαλώνοντας στα θεόγυμνα βουνά, περπατώντας ξυπόλητη στη χρυσόξανθη αμμουδιά, μάζευα διαμαντόπετρες απ΄τα βλέφαρα των κυμάτων, αγνάντι του αφρισμένου συχνά πέλαγου. Μάζευα λογιώ-λογιώ ανέλπιστα πλουμίδια, που το καθένα απ' αυτά ήταν για μένα ένα ποίημα. Και τι δεν κουβαλούσα απ΄ τις περιηγήσεις μου μέσα απ΄ το λαψαρνιώτικο καμβά πλούσιων χρωμάτων, όπου το πράσινο της ανόθευτης φύσης, συναντιόταν με το μπλε της θάλασσας, σε απόλυτη αρμονία. Δεμάτιαζα στην αγκαλιά μου xρωματιστές ροδοδάφνες, κατάλευκα κρινάκια της θάλασσας, πυριτόλιθους σε αμέτρητα χρώματα, παράξενα λιτρίδια3. Σαν αγριμάκι σκαρφάλωνα στ’ απόκρημνα χρωματιστά βράχια, να μαζέψω τα κρίταμα.
Πάνω απ΄την κούλα μας και ψηλά στον Άη Γιώργη, μέσα στα διάσελα των στέρφων γυμνωμένων βουνών, έκανα τις πρώτες μου ανακαλύψεις. Θραύσματα από όστρακα αγγείων, απολιθωμένες πέτρες από συκιές, ηφαιστειογενή πετρώματα, παράξενα κεραμικά. Όλα αυτά μου κινούσαν το ενδιαφέρον, μαζεύοντας λέξεις μέσα στις κυψελίδες του μυαλού μου. Κάθε ανακάλυψη και μια λέξη. Τις έβαζα τη μια δίπλα στην άλλη. Έτσι ύφαινα τα ποιήματά μου τις νύχτες που μ΄ επισκεπτόταν ακάλεστη η έμπνευση.
Αμέτρητα συναισθήματα μου γεννούσε η λαψαρνιώτικη γη και συνέχεια κάλπαζε η φαντασία μου… Δεν χρειαζόταν ρολόι εκεί. Ο ήλιος μας έλεγε κάθε φορά την ώρα! Η δε αυγουστιάτικη πανσέληνος, καθώς ανέβαινε μόνη της το βουνό για να με συναντήσει, με συνέπαιρνε κι εγώ γοητευμένη απ΄την ομορφιά της, άρχιζα να τη ζωγραφίζω με χίλια δυο χρώματα και να υφαίνω τα πρώτα μου όνειρα!
Τα παιδικά μου χρόνια κύλησαν μέσα σε μια κοινότητα από ανθρώπους ταπεινούς ειλικρινείς και δουλευτάδες. Όλοι τους άνθρωποι του μόχθου. Έζησα τη μαγεία της αγροτικής ζωής. Κάτω απ΄το σεληνόφως, με τις απέραντες «αθλουγιές» 4 στα κατώφλια των νταμιών και στις κούλες που συνωστίζονταν οι ξωχάρηδες γείτονες, για να ξεκουραστούν απ΄τον ιδρώτα της μέρας. Ανάμεσά τους κι εγώ στα χωράφια της αθλουγής τους. Όλες αυτές οι κουβέντες τους γονιμοποιούσαν τον ποιητικό οίστρο που ένιωθα μέσα μου…
Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι περήφανοι, «πλούσιοι» στην καρδιά με σπάνιες αρετές, έντιμοι και εργατικοί. Τα κτήματά μας, άλλα πατρικά , άλλα αγορασμένα με τη δούλεψή τους, άλλα νοικιασμένα, όλα κάρπιζαν με τη σκληρή τους δουλειά. Το πατρικό μας, σωστό «μοναστήρι», διέθετε όλα τα καλούδια σε αφθονία απ΄ τη λαψαρνιώτικη γη.
Ο πατέρας μου είχε μεγάλο πάθος με τα γράμματα, το ίδιο κι η μάνα μου. Επιμύθιο, η γνωστή σ΄όλους μας κουβέντα τους: «Γράμματα, μόνο γράμματα. Πρώτα θα φορέσετε το χρυσό βραχιόλι στο χέρι σας, για να ξεφύγετε απ’τα χωράφια». Έτσι λοιπόν μόνο τα καλοκαίρια βοηθούσαμε στις αμέτρητες εξοχικές δουλειές τον ξωμάχο πατέρα μας, που μας μάθαινε τα πάντα γύρω απ’ τη γη. ΄Ελεγε: «Η ιστορία γυρίζει σαν τη σβούρα. Κάποτε θα χρειαστεί να γυρίσετε πίσω. Όλα πρέπει να τα ξέρει ο άνθρωπος».
Μέσα Σεπτέμβη ξεσνοπαίρναμε 5 απ΄ τα Λάψαρνα και επιστρέφαμε στη Μυτιλήνη, η μάνα μας και τα δυο μου αδέλφια. Ο αδελφός μου είχε τελειώσει τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στην ΄Αντισσα κι έπρεπε να συνεχίσει τις εγκύκλιες σπουδές του σε εξατάξιο Γυμνάσιο. Εγκατασταθήκαμε λοιπόν στη Μυτιλήνη με τη μάνα μας — μεγάλη θυσία του πατέρα μας αυτή — για να συνεχίσουν τ΄αδέλφια μου τις σπουδές τους. Πολύ δύσκολα χρόνια και τότε, τέλος της 10ετίας του 1960.
Νεογέννητο τότε εγώ, ο Βενιαμίν της οικογένειας, βρέθηκα στη γη της επαγγελίας. Στην πόλη είχα την τύχη να ενταχθώ σ΄έναν ευρύ κύκλο πνευματικών δημιουργών . Στο μεγάλο «Σχολείο» του Οδηγισμού προσχώρησα μόλις 4 χρόνων και 11 χρόνων ήμουν ήδη μέλος του «Ερασιτεχνικού Φιλοτεχνικού Ομίλου» «ΤΟ ΜΠΟΥΡΙΝΙ» . Ο Οδηγισμός, εκτός των άλλων, με δίδαξε τον εθελοντισμό και την υπευθυνότητα, που είχαν ήδη γίνει κομμάτι της καρδιάς μου. Πάντα αρχή μου ήταν τα λόγια του Ν. Καζαντζάκη απ΄την Ασκητική: «Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. ΄Αμα δε σωθεί εγώ θα φταίω»!
Πάντα πίστευα στην πνευματική καλλιέργεια του ατόμου και σ΄αυτό στάθηκα πολύ τυχερή, γιατί μεγάλωσα δίπλα σε σπουδαίους μέντορες. Γαλουχήθηκα πνευματικά πλάι στο μεγάλο θεατράνθρωπο Αλέκο Πεσμαζόγλου, τον δεύτερο μου πατέρα και μέντορα καθηγητή Παναγιώτη Παρασκευαϊδη, την αρχηγό μου Κική Δαμδούμη, τον διακεκριμένο Λεσβολάτρη Νίκο Δαμδούμη (υποδειγματική μορφή του Αιγαίου) και πάντα θαύμαζα τον χαλκέντερο γραμματολόγο, ποιητή, πεζογράφο και μελετητή Κώστα Μίσσιο.(Μεγάλη κληρονομιά απ΄τον Ν. Δαμδούμη). Κάποιοι απ΄αυτούς με στήριξαν ψυχικά και πνευματικά στα δύσκολα χρόνια της ορφάνιας μου, όταν έχασα ξαφνικά, σε τρυφερή ηλικία τον πατέρα μου.
Πάντα θαύμαζα τους πνευματικούς οδηγητές μου, σεμνούς εργάτες του πνεύματος. Ήθελα να τους φτάσω και να τους ξεπεράσω! Ο πατέρας μου σοφός δάσκαλος, μου δίδαξε την αγάπη για τον άνθρωπο και την αξία του φιλότιμου. Ήθελε να πρωτεύω σ΄όλα. Ακόμα θυμάμαι τον χρυσορρήμονα λόγο του: «Το φιλότιμο Πέρθα είναι πηγή γενναίων πράξεων, αυτοθυσίας και ηρωϊσμού…» Τι δίκιο που είχε! Μέσα μου η αγάπη έγινε χείμαρρος . Όσο την πρόσφερα τόσο περίσσευε ολόκληρη. Πολλές φορές ξεπερνούσα την κορύφωσή της και περνούσα στο χώρο της υπέρβασης.
Η ζωή μου στάθηκε ένα ποίημα χαράς, πίκρας, πόνου, φουρτούνας, απανεμιάς. Κορφολογούσα ευαισθησίες, λογιώ-λογιώ, που τις έκρυβα μυστικά μια ολάκερη ζωή. ΄Ηθελα να φτιάξω τον κόσμο και δούλευα πολύ, σχεδόν ασταμάτητα από παιδί. Το ίδιο έκανα, το ίδιο κάνω και τώρα. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος.
Πολλές φορές αιμορραγώ απ’τους ανθρώπους. Τρέχω να επουλώσω τις πληγές μου και καταφεύγω στο προσωπικό μου «καταφύγιο» γράφοντας συνέχεια για να σταθώ όρθια και δυνατή! Αγάπησα πολύ τον άνθρωπο κι έτσι δεν έφυγα ποτέ από κανέναν! Αν κάποιοι θέλησαν να φύγουν, τους κλείδωσα στο συρτάρι με τα χρήσιμα. Ορκίστηκα να τους κρατήσω, γιατί έμαθα ότι τίποτα δεν πεθαίνει , ούτε με τη φυγή ούτε με το θάνατο μέσα μας. Κάποιους που άξιζαν ιδιαίτερα τους κρέμασα διαμαντάκι στο κολιέ του λαιμού μου, για να φωτίζει την ψυχή μου το πέρασμά τους… Απ΄το συρτάρι δεν αφαίρεσα κανέναν, μήτε και θ΄αφαιρέσω (αγάπες, έρωτες, φίλους, συνάδελφους, συνεργάτες, συγγενείς, Οδηγούς ), γιατί στ΄αλήθεια ήταν η ιστορία μου και την ιστορία μου θα τη γράφω με τα σημαντικά και τ΄ ασήμαντα κάθε στιγμής.
Μια φωτιά η ενέργειά μου που με καίει. Γράφω στίχους για να σωθώ και ν΄ αποβάλλω από πάνω μου όλη αυτή την ενέργεια. Όσο μεγαλώνω τόσο εμφανίζεται δριμύτερη. Όλο σκέφτομαι πως δεν θα προλάβω. Να προλάβω τι; Ποιος πρόλαβε; Αμέτρητοι οι στίχοι μου στα συρτάρια. Οι πιο πολλοί καταλογάδην. Δεν τους χτένισα ποτέ. Τους άφησα στην πρωτολειακή τους μορφή. Ήταν για μένα τα γεννητάρια μου και δεν είχα σκοπό να τα μοιραστώ με κανέναν. Αλλά ποτέ μην πεις ποτέ.
Ασχολήθηκα κατά κύριο λόγο με τη λυρική ποίηση, γιατί ο λυρισμός είναι αραχνοΰφαντος σαν το μετάξι και οι λυρικές ανασαιμιές πάντα τρέμιζαν το πνεύμα μου. Γράφω πολλές φορές και σε ελεύθερο στίχο, αν και δεν με γεμίζει τόσο η νεωτερική πλεύση… Απ΄τους λυρικούς του μεσοπολέμου λάτρεψα το Λάμπρο Πορφύρα και αγάπησα τον Κώστα Χατζόπουλο. Στην ποίηση με μύησε ο στοργικός μου προστάτης Νίκος Δαμδούμης, που μου προμήθευε αμέτρητους συγγραφείς, Λέσβιους και μη, καθώς και ξένους λογοτέχνες και ποιητές.
Η ποίηση δίνει το οξυγόνο στη ζωή του ανθρώπου. Για μένα η ποίηση είναι κραδασμός ψυχής, σεισμός καρδιάς, που στις πίκρες και τις χαρές μου με ηρεμεί και με κατευνάζει. Ποιήματα γράφω από ανάγκη ψυχής!
Τιμή μου όσοι διαβάσετε τις ποιητικές μου απόπειρες, δοκιμές και δημιουργίες, τόσο οι ειδικοί όσο και οι απλοί εραστές του ωραίου! Θα είστε όλοι στην καρδιά μου μέσα απ΄ τη συλλογή μου Αταξίδευτα ΄Ονειρα, προσδοκώντας τα όνειρα αυτά εσείς να τα ταξιδέψετε….
………………………
1. Λάψαρνα: Παραθαλάσσιο τοπωνύμιο της αγροτικής περιφέρειας της Αντίσσης Λέσβου.
2.Αναρκίτες: Νάρθηκας (φυτό) ή η Φέρουλα η κοινή (Ferula communis) ή ο γιγαντιαίος μάραθος.
3. Λιτρίδια: Είναι λέξη ιδιωματική της Μυτιλήνης. Λιτρίδι το λεπτό βότσαλο, συνήθως η λέξη εμφανίζεται
στον πληθυντικό «Τα λιτρίδια».
4.Αθλουγιές: Είναι λέξη ιδιωματική της Μυτιλήνης. Ξομπλιάσματα ή στραβά και ανάποδα.
5.Ξεσνοπαίρναμε: Τα διάφορα πράγματά μας απ΄το κυρίως σπίτι για να σνοπάρουμε στο εξοχικό ή το αντίθετο.
ΠΕΡΘΑ ΚΑΛΕΜΗ
***