Σήμερα έχω προσκαλέσει στη στήλη "Στα βαθιά" τον ποιητή Δημήτρη Ξυδερό. Ο καλεσμένος μου σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Μεγάλη Βρετανία και συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλλιτεχνικών Σπουδών Αθηνών. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του και μεταφράσεις του σε έργα ξένων ποιητών έχουν φιλοξενηθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Το μονόπρακτο θεατρικό του έργο "Κέρβερος" ανέβηκε στην Αθήνα το 2015. Έχει συμμετάσχει σε φεστιβάλ λογοτεχνών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η ποίησή του είναι συμβολική, μ' εμπνευσμένες αλληγορίες, υποβλητική πλοκή κι ανάγλυφες εικόνες. Ο λόγος του είναι περίτεχνος, με μετρημένα στολίδια και πρωτότυπα σχήματα. Εμπνέεται συχνά από την ιστορία, τη μυθολογία και τη βίβλο, μεταφέροντας στοιχεία από τον κόσμο τους στη σύγχρονη εποχή. Είναι μια γραφή με ταυτότητα και φλόγα, που εκπλήσσει και θέλγει. Θα γνωρίσουμε δέκα πανέμορφα ποιήματά του!
ΛΟΓΟΣ Α΄ - Ο Άθλος
Αυτή η πόλη καλά κρατεί.
Είναι βαρύ το χώμα,
που σκεπάζουν οι αιώνες.
Είναι το χρονικό της κιβωτός,
φέρει τα ιερά και τα όσια.
Μ’ αυτά τα λάβαρα
ζωντάνεψαν οι μνήμες,
έλαβαν σάρκα και οστά,
έγιναν η φρουρά της.
Κι ο πόλεμος που έφτασε
προ των πυλών,
μ’ αυτά εδώ τα λάβαρα,
το φόβο που έσπειρε, θα θερίσει.
Κι ας λαβωθήκαμε
επάνω στις επάλξεις,
εμείς που δοκιμάσαμε την πίστη μας,
μάρτυρες και ήρωες
οι πιο πιστοί απ’ τους πιστούς .
γράψαμε στα σκουτάρια
τ’ όνομά μας.
Αυτός ήταν ο άθλος.
Κι ας περιμέναμε
- έτη πολλά,
με υπομονή και καρτερία.
Κι ας περιμέναμε
- έτη πολλά,
αυτή η πόλη θα αντέξει
άλλη μια πολιορκία!
ΛΟΓΟΣ Β΄ - Η διαθήκη
Ξύπνησα γέροντας
στη μελανή σινδόνα της Βενετίας.
Γεμάτος από όνειρα μιας ήττας,
στάθηκα στο παράθυρο
κι ακολούθησα τον Ήλιο
από τη μήτρα της Ανατολής
έως τους καθεδρικούς της Δύσης.
Στάθηκα ανάμεσα σε δύο κόσμους,
βάδισα κι εγώ όπως ο Ήλιος,
κάθε ημέρα μ’ άλλο φως.
Όμως, στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου
σήμανε μέσα μου ένας νόστος,
σήμανε μέσα μου ένας χρόνος,
κι έτρεχε απ’ τα κοινόβια τ’ Ουρανού
έως τις πύλες του Άδη.
Κι είχε ο χρόνος δυο μεγάλες σκαλωσιές,
στη μια ανέβαινε ο Aρχάγγελος Μιχαήλ
και ο ψυχοπομπός Ερμής στην άλλη.
Κράτησα το κάτοπτρο,
που μου είχε χαρίσει στη Θεσσαλονίκη
ο Θωμάς ο Μάγιστρος.
Κι αφότου βλαστήμησα κι εδώ
το Σκρίνιο των Βαρβάρων
και όλες τις θυσίες της διπλωματίας,
για λίγο στάθηκα στο δώμα,
στάθηκα σαν το στοιχειό,
το οποίο μ’ επισκέφτηκε
κατά την αγρυπνία.
Ήταν ο Δρουγγάριος της Βίγλας .
τον μνημόνευσα…
σαν σήμερα χάθηκε
έξω από τη Χαλκή Πύλη.
Επέστρεψε στοιχειό, επέστρεψε,
φέροντας μ’ ετούτο εδώ τον κώδικα
δώδεκα χειρόγραφα,
που σφραγισμένα έμειναν
πάνω από έναν αιώνα.
«Στον κώδικα αυτόν κρύβω
τη διαθήκη μιας ολάκερης γενιάς.
Αγωνιστές ενάρετοι,
που έπεσαν στα τείχη του Βοσπόρου,
μ’ αρνήθηκαν να χτιστούν εκεί.
Μου άφησαν μονάχα ένα πρόσταγμα :
Επίστρεψέ μας,
επίστρεψέ μας στην πατρίδα».
ΛΟΓΟΣ Γ΄ - Χειρόγραφο θ΄ : Τοιχογραφία
Με φως γεννήθηκα
σ’ έναν κόσμο που πενθεί.
Και θάνατο στο θάνατο,
έψαλλα τα Πάθη των λαών.
Με πένθος ανέβηκα
στου ναού τη σκαλωσιά
και με τους λύχνους
του αιώνιού μας κόσμου,
ζωγράφισα το Θείο Δράμα.
Με φως εποίησα
σ’ έναν κόσμο που πενθεί.
Και θάνατο στο θάνατο,
στην Πύλη την ξυλόγλυπτη,
που ωραία άνθιζε η άμπελος,
φύλαξα τάματα ασημένια.
Κι έψαλλα μ’ ολάκερο το φως,
μ’ ολάκερο τροπάριο -
τούτος εδώ ο θάνατος
θα νικηθεί με γέννα!
ΛΟΓΟΣ Δ΄ - Ο θρίαμβος του Μαύρου Θανάτου
Πέρασε ο Μαύρος Θάνατος
μ’ ένα χορό μακάβριο,
με τροβαδούρους ξακουστούς -
τους μαύρους αρουραίους.
Κι ήταν το χώμα ελαφρύ
σαν κράτησε το βήμα.
Ποιες σάρκες τον γνωρίσανε
και ποιες τον κουβαλήσαν.
Πες μου ποιοι θάψανε τους γιους
και ποιοι τους πατεράδες.
Πες μου ποιοι κόρες θάψανε,
και ποιοι έθαψαν μανάδες.
Ήταν η Στύγα που έκλαιγε
πάνω στα θύματά της.
Ήταν η Στύγα μας, κυρά
πάνω στα κρίματά της.
(Τα παραπάνω ποιήματα είναι από το βιβλίο «Αθλοφόροι», Εναλλακτικές Εκδόσεις 2018).
Οι ευγενέστατες κυρίες
«Le népenthes et la bonne ciguë
Aux bouts charmants de cette gorge aiguë
Qui n’a jamais emprisonné de cœur»
Charles Baudelaire
Οι ευγενέστατες κυρίες
με τις ευγενέστατες μάσκες,
κρατώντας χρυσοκέντητες ομπρελίτσες,
εξαγοράζουν εντροπές,
καλογυαλισμένες φαντασιώσεις.
Ζαλίζονται με φλυαρίες
και δένονται πλουμιστές.
Βάφονται... και ξεβάφονται,
με art nouveau χαμόγελα,
μέσα σε Αθηναϊκά μυροπωλεία.
Κι όμως σε αγκαλιάζουν - σε αγκαλιάζουν τρυφερά!
Κι ας προσπέρασες με αγένεια, αφηρημένος ίσως,
με δυο πινέλα κι έναν ήλιο στην τσέπη.
Κι ας έσπασες αφηρημένος, την κούκλα από πορσελάνη,
την πιο ακριβή, τη βικτωριανή.
Ρωτούν οι κυρίες,
δαγκώνοντας τα ολόφρεσκα χείλη τους.
Ρωτούν ξυπόλητες,
υπογράφοντας νωπογραφίες
σε μεταξωτά σεντόνια.
Οι ευγενέστατες κυρίες
με τις ευγενέστατες μάσκες,
ξέρουν μόνο να ρωτούν...
Κι όμως σε αγκαλιάζουν - σε αγκαλιάζουν τρυφερά!
Και ίσως, πότε - πότε συγχωρούν!
Εις σάρκα μίαν
Με μια σάρκα σε πολεμάω
κι απαντάς με μια σάρκα.
Σάρκα στη σάρκα,
ηττηθήκαμε .
μείναμε κόκκαλα.
Πριν την κόλαση
Αξίζετε να αναπνεύσετε με πολυτέλεια,
ανέκφραστοι,
σαν παιδικές κούκλες.
Αξίζετε να αναπνεύσετε με πολυτέλεια,
αυτό για το οποίο,
εργαστήκατε σκληρά.
Το αξίζετε.
Ηρώον
Μη συνερίζεσαι, καλό μου κορίτσι.
Θέλω να χιονίζει στην Καισαριανή.
Όταν σε φιλάω,
θέλω να χιονίζει…
Θέλω το μοναδικό κόκκινο
να το γευθώ στα χείλη σου ·
να μη βγάλουμε άχνα.
Κι όταν οι Βάρβαροι στήσουν το μυδράλιο,
θέλω αυτό το κόκκινο,
το μοναδικό κόκκινο,
να στάξει έως την Πύλη των Ηλυσίων -
σαν χιόνι...
Μη συνερίζεσαι, καλό μου κορίτσι.
«Τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι,
τοῖς κείνων ῥήμασι».
Θέλω να χιονίζει στην Καισαριανή.
Επίγραμμα
Εάν είχα κάποτε σκιά
κι αυτή τη χάρισα σε ’σένα.
Φθηνά παπούτσια
Κινηματογράφηση αργή,
κοντινό...
πάντοτε ασπρόμαυρο πλάνο.
Εάν πρέπει να σκεπαστείς,
ξεδιπλώνουμε τα σεντόνια.
«Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων...»,
δεν προσεύχομαι (άλλωστε δεν μου αρμόζει),
έχω ξεχάσει να φοβάμαι (άλλωστε μου αρμόζει),
ακόμα κι όταν ο Θεός είναι εκτός Λειτουργίας.
ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΤΑΚΤΙΚΟΙ.
Φθάνουμε... κι οι Ρωμαίοι αποκοιμήθηκαν.
Έτοιμο το γεύμα - μην αργείτε… Ανεβείτε.
Πάντα ένα ασπρόμαυρο πλάνο,
«πάντα στέγει, πάντα πιστεύει,
πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει».
Εάν υπήρχαν πάντα Κυριακές,
εξαγοράζω μόνο αυτή των Βαΐων ·
«οὐδέποτε ἐκπίπτει...».
Εάν πρέπει να ξεσκεπαστείς,
μετακίνησε την πέτρα.
Εάν είναι έξι η ώρα...
δεν προσεύχομαι, γράφω επιστολές.
Μου ’μείναν δυο φθηνά παπούτσια
κι είναι ακριβώς αυτά που θέλω.
Πάντοτε ασπρόμαυρο πλάνο,
πολύ κοντινό...
Κινηματογράφηση αργή. Πολύ αργή.
Εάν μου έχει μείνει μια μικρή παράκληση,
μην χάνεσαι τα πρωινά ·
μην χάνεσαι τα πρωινά Πατέρα, μην χάνεσαι.
Μετακίνησε την πέτρα, οι Ρωμαίοι αποκοιμήθηκαν
κι εμείς πλουτίσαμε ξαφνικά!
Πλουτίσαμε!
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Δημήτριος Ξυδερός γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Μεγάλη Βρετανία, στο Manchester School of Architecture και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλλιτεχνικών Σπουδών Αθηνών. Ως φοιτητής συμμετείχε στη 13η Διεθνή Έκθεση Σκηνογραφίας και Θεατρικής Αρχιτεκτονικής της Πράγας («Prague Quadrennial of Performance Design and Space»), όπως και στην έκθεση «[Out]topias» στο Μουσείο Μπενάκη (2016). Ποιήματά του, καθώς και μεταφράσεις των William Blake, Ezra Pound και T.S.Eliot έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά. Το έτος 2011 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Διασταύρωση χωρίς φανάρια» από τις εκδόσεις Ηριδανός. Το 2015 παρουσιάστηκε στην Αθήνα το μονόπρακτο θεατρικό του έργο «Κέρβερος». Το ίδιο έτος συμμετείχε στο «2ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών», το οποίο διοργανώθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού στη 12η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, και στο «New voices from Greece» στην 67η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Φρανκφούρτης. Το δεύτερο βιβλίο του, η ποιητική σύνθεση «Αθλοφόροι» (Εναλλακτικές Εκδόσεις), εκδόθηκε το 2018.