Φιλοξενούμενή μου στη στήλη "Στα βαθιά" είναι σήμερα η λογοτέχνιδα Νόπη Χατζηιγνατιάδου από τη Δράμα. Η προσκεκλημένη μου σπούδασε Θεολογία και Οινολογία - Τεχνολογία Ποτών. Εργάζεται ως ελεύθερη επαγγελματίας κι εκπαιδεύτρια .Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ενώ έχει συμμετάσχει σε συλλογικά βιβλία ποίησης και διηγημάτων. Έργα της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Έχει ασχοληθεί με ραδιοφωνικές παραγωγές τέχνης και λόγου. Η ποίησή της είναι συμβολική, υπαρξιακή, στοχαστική. Ο λόγος της είναι σμιλεμένος, στακάτος, ζωηρός, με θαυμάσια εικονοποιία κι ισχυρό συναίσθημα. Εκφράζεται συχνά σε α' ενικό ή α΄ πληθυντικό πρόσωπο, δίνοντας στη γραφή της έναν τόνο εξομολογητικό. Ένας υπόγειος σαρκασμός απογειώνει τα νοήματα. Την απασχολούν τα ζητούμενα του σύγχρονου ανθρώπου, τα όνειρα, τα εμπόδια, η θέση του στην κοινωνία. Θα τη γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από δέκα διαλεχτά ποιήματά της!
Αναδημιουργία
Πάλι θα γεννηθούμε
από μια άλλη μήτρα
Από μια άλλη δίοδο θα σεργιανίζουμε τον κόσμο
θηλάζοντας του χρόνου το μεδούλι
Θα πιούμε το αίμα από τις πέτρες που μας πέταξαν
Θα αλληλοφάμε τους άσαρκους καρπούς μας
Τίποτα δε θα μάθουμε κι όλα θα τα γνωρίζουμε, όπως και τώρα
μα θα διαφέρουμε σε σύσταση και σε ύλη
Κι αν τύχει πάλι να μας τρομάζουνε τα φίδια
που κουβαλάμε στα κεφάλια μας
θα αγαπηθούμε, όπως και τώρα, και
τίποτα άλλο
Για το καλό του κόσμου
Κάποτε πίστεψα
ότι δυο κόκκοι σπόρου, έργων ή λόγου
αρκούν, για το καλό του κόσμου
Έπειτα, είδα βροτούς να κατασπαράζουν
το γένος των ανθρώπων,
τα έθνη να εμπορεύονται χολή
Τα αδέλφια στο μεταξύ τους άγνωρα
οι φίλοι κι οι γνωστοί, κίβδηλα και τιμαλφή
Οι εφημερίδες γράψανε:
«Ζούμε στα σκοτεινά χρόνια ενός Μεσαίωνα»
Και κείνος ο πόθος μας να αγαπηθούμε
στα χρόνια ενός Μεσαίωνα
δυο κόκκοι σπόρου
κι ένα δέντρο που ψηλώνει στα μπαλκόνια μας
Ανακυκλώσιμη ύλη
Η ανησυχία του θανάτου σού μασά το μαξιλάρι.
Φτύνει τα κουκούτσια στο πάτωμα και γελά περιφρονητικά.
Ούτε εσύ θα γλιτώσεις, καημένε.
Όποτε λείπει δεν υπάρχεις.
Μια ουσία απ' το κόκκινο αίμα λείπει.
Η ανησυχία του θανάτου ταυτοποιήθηκε με τον φόβο "μη χάσω ό,τι αγαπώ",
με τον φόβο "μην πεθάνω τώρα που αγαπιέμαι".
Μη αποδοχή του πορίσματος. Η ύλη δε χάνεται.
Παρήγορο, κάποτε το σώμα που ταΐζω, λίπασμα για τα κυπαρίσσια θα γίνει.
Γίνε ό,τι είσαι. Το πόρισμα οικειοποιείται, όποτε εφαρμόζεται από το υποκείμενο.
"Γλίτωσα από βέβαιο θάνατο". Αυταπάτη της ώρας, δηλαδή. Κανείς δε γλιτώνει της
βεβαιότητάς του.
"Η έλλειψη της βιταμίνης το αίτιο". Θα δηλώσει με βεβαιότητα ο γιατρός. Ξοδεμένα
χρόνια στα θρανία. Η έλλειψη της αγάπης για το παιδί, το αίτιο.
Ο φόβος ταυτοποιήθηκε με το "θα πέσεις", "θα χτυπήσεις".
Το αβέβαιο ταυτοποιήθηκε με το "τα παιδιά δε μιλούν όταν μιλούν οι μεγάλοι".
"Μπορώ να γεννήσω τη μάνα μου", φώναξε ο ασθενής.
Όχι, η ανευθυνότητα του "δεν ευθύνομαι" δε νοσεί.
Ξημέρωσε και ανασαίνεις. Ρε, μήπως τη γλίτωσες;
Η ανάγκη να ζεις δηλητηριάζει προσωρινά το πόρισμα.
Παρήγορο, όλοι γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν, μα μέχρι να πεθάνουν ζούνε.
Γιατί όχι εσύ, κορόιδο; Γίνε ό,τι είσαι. Γίνε μάζα, μες στη μάζα άτομο. Βολικό.
Σκέψη, κλείσε την πόρτα φεύγοντας. Πείνασα.
λΉθινος δρόμος
Τις νύχτες θέλω να σύρω
τα πόδια μου γυμνά
επάνω στις μνήμες
το χάδι να νιώσουν
κι ύστερα ας ματώσουν
μα δε θυμάμαι ονόματα
χαμένων ηρώων
και ίσως, καλύτερα έτσι-
άρτια παραμένουν τα μέλη μου
Τις νύχτες θέλω να λεηλατήσω
τις στιγμές που γεννιόμουν
μα δε θυμάμαι χρονολογίες
επετείων, γενεθλίων και εορτών
και ίσως, καλύτερα έτσι-
ακέραιο στέκει το σαρκίο μου
κι η γέννηση στη λήθη
Στο μεταξύ
η γλώσσα μου βουβή
σμιλεύει τον άνεμο κι εμένα
σε υποσυνείδητο δρόμο
Άκου, διαβάτη και μη με λυπάσαι
πατρίδα δεν έχω
πουθενά δεν ανήκω
σώμα αλώβητο κι αρτιμελές
φορώ
σε έναν κόσμο που
φοβάται να γίνει
εκείνο που θέλει να γίνει,
πώς μπορώ, λοιπόν, εγώ να διαφέρω;
Ο κόσμος είπε…
Τα σπίτια έχουν βάρος, πολλά έπιπλα, έγγραφα, βιβλία
μια μάνα που δεν καταλαβαίνει
μια μάνα που δεν την καταλαβαίνουν
Μέσα από τις κουρτίνες χωράν
τα φυγόπονα μάτια των γειτόνων-
επαρχία
Το νησί περιμένει, τα χρόνια όχι
Η θλίψη αθόρυβη και επισφαλής
(Χρησιμοθηρικές ασυναρτησίες)
Μέσα του χάνονται όσα μπορούσε να ελεήσει -
δηλαδή, ακόμα ένας ζωντανός - νεκρός που δεν κατάφερε να ζήσει
Είναι τρελός, ο κόσμος είπε,
κι έτσι, κανείς δε ρώτησε γιατί τρελάθηκε ο λογικός
Θέωση
Νωπή σταγόνα αίμα είμαι
Γεννήθηκα από μήτρα σχισμής ανθρώπου
Στάζω
δίχως σκοπό
σε έναν χάρτη αφιλόξενο όλο το κόκκινό μου
Με το αδηφάγο το κενό,
κόκκινη γυμνή, παλεύω
Μετέωρη ξανά ονειρεύομαι
πάνω από χώμα λασπωμένο
Κόκκινος
κι ο ήλιος μου απόψε
πνίγει όλο το φως του σε ταραγμένη θάλασσα,
που οι σκέψεις τη σκουραίνουν
Αυτή τη θεία ώρα θέλω να ενωθώ μαζί σου
να μην προλάβω να κυλήσω,
οι τρεις υποστάσεις σου να μ’ αφανίσουν
Θεέ μου,
απόψε φοβάμαι τους ανθρώπους!
Τα χέρια πλατείες
Ο κόσμος χωρά σε δυο γούβες χέρια
Διατάσσονται τα χέρια κι ο κόσμος σκορπά
γίνεται σκόνη, κόκκοι
γίνεται ζάχαρη, αλάτι, άμμος
Ο κόσμος συνθλίβεται
Μα τα χέρια πάλι ενώνουν, προσεύχονται, σταυρώνουν και σταυρώνονται
Τα δύο χέρια δρόμοι
έλα, περπάτα
Τα τέσσερα χέρια ζεστά
και το ψωμί στο τραπέζι
Να το θυμάσαι:
το παιδί δε φοβάται,
ούτε τη μάνα του δε φοβάται
Ανάταση
Δυσνόητες
ρωγμές στο ανέφικτο
όμοιες με εκείνες
που σου χάραξαν στο μέτωπο
λίγο πριν την εκούσια θυσία
όμοιες με τα λαβωμένα,
απ’ τα χέρια ενός παιδιού,
φτερά μιας πεταλούδας
Ρωγμές
ακαθόριστες,
που ασελγούν στης γαλήνης τα σώματα,
που ραπίζουν σπερματικές διαθλάσεις
στην ανοργασμική πλέον ακοή σου
Ρωγμές
στις αισθήσεις που φύλαξες
για τον έρωτα μιας καταδότριας νύχτας
Κι η ψυχή σου
ως κι η μικρή ψυχή σου
δεν χωράει σε ορίζοντες,
μα υπομένει γενναία
το τραχύ των ρωγμών
Κι εκείνο της πεταλούδας το πέταγμα
ματαιώθηκε πάλι
Μνήμες
Δε θυμάσαι πια
εκείνες τις γυναίκες που αδιαμαρτύρητα
τον ζυγό τους υπέμεναν
εκείνες τις ξεθωριασμένες μορφές
απ’ την κλεψύδρα του χρόνου
Δε θυμάσαι πια
τα πλεγμένα με στάχυα δετά μαλλιά τους
τα χαραγμένα χέρια απ’ τον αμίλητο πόνο
Δε θυμάσαι πια
τα χαμογελαστά ηλιοκαμένα πρόσωπα
ούτε την αιτία, τον σκοπό της ύπαρξης
δε θυμάσαι
Θυμάσαι καλά
της μηδαμινότητάς σου τον αργαλειό,
που τρυπά ανέγγιχτα το δέρμα σου
και το εύθραυστο περπάτημά σου
στους άσκοπους δρόμους
Το δέντρο
Το δέντρο που ζει
σε ένα βιβλίο
με ξύπνησε
- μες στην ομίχλη του καιρού -
σαν όνειρο αφράτο που 'χα ξεχάσει,
για να μπορώ
να απλώνω
τις ρίζες μου στο χώμα.
Έχω κλαδιά, έχω καρπούς και αειθαλή φύλλα,
για να πιστεύω,
μες στην ομίχλη του καιρού.
Πιστεύω
σε κάτι έξω από εμένα,
σε κάτι πιο πάνω από ελπίδα.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Νόπη Χατζηιγνατιάδου ζει στην Δράμα. Είναι ελεύθερη επαγγελματίας και εκπαιδεύτρια της μη τυπικής εκπαίδευσης. Είναι απόφοιτη Θεολογίας του ΑΠΘ και Οινολογίας - Τεχνολογίας Ποτών του ΔΙ.ΠΑ.Ε. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές της: «Αναζητώντας το Άλφα» (2009, εκδόσεις Ωρίωνας), «Ιέρεια ουρανού και θάλασσας» (2011, εκδόσεις Βεργίνα) και «Ρωγμές στο ανέφικτο» (α΄ έκδοση, 2014 και β΄ έκδοση, 2015). Έχει συμμετάσχει σε ημερολόγια και σε ανθολόγια ποίησης και στο συλλογικό συγγραφικό έργο διηγημάτων «Μονόλογοι». Έχει ασχοληθεί με ραδιοφωνικές παραγωγές τέχνης και λόγου. Κείμενά της - πεζά και ποιήματα – δημοσιεύονται, έντυπα και διαδικτυακά, σε εφημερίδες και σε λογοτεχνικά περιοδικά.