Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια από την Κύπρο Νίκη Παπαξενοφώντος. Η καλεσμένη μου έχει σπουδάσει Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία κι εργάστηκε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή. Η ποίησή της είναι λυρική, βιωματική, υπαρξιακή. Ο λόγος της είναι περίτεχνος, με διαυγείς εικόνες και γνήσια συγκίνηση. Εμπνέεται από τον έρωτα, την απουσία, την απώλεια, τις πληγές του νησιού της. Συνομιλεί με τις μνήμες κι αναμετριέται με το παρόν. Η γραφή της παραδέχεται το σκοτάδι και μάχεται να το αντιγυρίσει σε φως. Θα γνωρίσουμε δέκα πανέμορφα ποιήματά της από την πρώτη της ποιητική συλλογή "Θάλασσες τα πρωινά μυστικές"!
ΣΑΓΗΝΗ
Δειλινό που αναμοχλεύει σιωπές
και χρησμούς αξεδιάλυτους•
μες στα τριανταφυλλιά των νεφών, καλοκαίρι που σβήνει.
Κι έρχεται ένα φθινόπωρο άδειο – στυφό
που ανασαίνει αόριστους• και παρατατικούς μες στη δίνη
παροξυσμών και λαθών.
Θάλασσες τα πρωινά μυστικές
αντιστίξεις φωτός και αισθήσεις που τρέμουν·
το πάθος που φθίνει.
Άλλο φθινόπωρο φέτος, κρυφό,
που μετρά γιασεμιά. Και γυρεύει οδύνη
παλιών ενοχών.
Εσύ, που μακραίνεις αστόχαστα˙ μια αέναη σαγήνη.
ΑΝΩ ΙΛΙΣΙΑ
Ξέρω∙
Θυμάσαι ακόμα τη βροχή
και το ξημέρωμα μες την απόγνωση.
Με αναμμένη τη μηχανή
Στο φουλ τη θέρμανση –
Απελπισμένοι.
Όταν μας έπνιξε η σιωπή
«κοντεύει έξι» είπες και έγειρες˙
Και τότε μπλέχτηκαν τα δάκτυλά μας.
Ύστερα ο έρωτας.
Βαθύ φιλί μες την απόγνωση.
Χάδι που χάθηκε μες τα μαλλιά μου.
Εσύ – που μάκρυνες
μες στην ανάμνηση.
Η μνήμη απόψε κερνά τη Μνήμη.
ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ
Άης Γιώργης του σπόρου ξανά•
ένας Νιόβρης αλλιώτικος
ανεόρταστος πάντα - αλλά
μ’ εκείνη την αιτιατική μουσική
την κρυμμένη
στην ονομαστική των Κυκλάδων.
«Ωσεί παρούσα» θα πω.
Βυθίζομαι πάλι σ’ εκείνον τον βάλτο στον ύπνο μου•
είσαι εδώ – και δεν είσαι
κύμα που πέρασες μες τον καιρό
κι ούτε που ένιωσες πως ξενιτεύτηκα•
μόνο φιλάργυρα κρύβεις πουλιά
και ξεδιπλώνεις σεβάσματα –
παλαιωμένα.
Και χάνω πάλι τη στράτα μου.
Σαν ποιο παιχνίδι να επινόησες
για να κυλήσουν πόσα φθινόπωρα
αποδημητικά, πόσοι χειμώνες
ματαιωμένοι.
Και ν’ ανταμώνουμε νύχτα στο τρίστρατο
να βρέχει μνήμες ανομολόγητες
και να’ ναι Νιόβρης• ο Άης Γιώργης
δίχως κοντάρι και δίχως άλογο
Έκπτωτος Άγιος να μας δικάζει.
ΤΟ ΜΠΛΕ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ
Σαν μπλε της Μήλου το χάδι σου
και το φιλί•
αψύς στο οινοπνευματί των νερών
τραχύς σαν την άμμο στην έρημο
ο έρωτας.
Η αγάπη
να στάζει γλυκά
στην κλεψύδρα της μνήμης.
Αργά ο καιρός να κυλά
ν’ ακινητεί σιωπηλά,
και να ’μαστε εμείς
οι τελευταίοι στην έξοδο.
Που δεν θα προλάβουν
το πλοίο.
ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
Τα ξέρω καλά αυτά τα ερείπια• τα περπάτησα κάποτε.
Μπορεί και να τα προκάλεσα
για την επερχόμενη οδύνη.
Το φως μες στις ρωγμές τους μοίρα επαμφοτερίζουσα•
Άνεμος θαλασσινός
που μετρά τους σφυγμούς μου.
Φέγγει ο Κύνθος ψηλά˙
οι Κυκλάδες χορός
τραγωδίας με δρώμενα άδηλα•
ώσπου φτάνει το βλέμμα γαλάζιο κι αφρός
και γκρεμοί κοφτεροί της αγάπης.
Το βαθύ μυστικό πάντα εκεί -
στον άδειο βωμό σιωπή -
ο χρησμός που δεν έχει ερμηνεία.
Οι οιωνοί μας ακύρωσαν τη διαλεύκανση
Οι μέρες της δοκιμασίας εδώ•
ακρωτηριασμένα ιερά
τελετή λιτανείας.
Μια πανσέληνη νύχτα μονάχα μου δόθηκε
να ξεθάψω το τάλαντο•
στην πομπή των λεόντων σιγή –δίχως χάρτη.
Βλέμμα στην ανατολή των ρυθμών και μετρώ τις ανάσες μου˙
ανελεήμονες θεοί, σκοτεινοί
επιβλέπουν.
Μια ανάσα πριν την εκταφή ο σεισμός
και η φωτιά που τα πρόλαβε όλα.
Στη Δήλο την είδα τη μοίρα μου άσκεπη.
Η μοναξιά και η Ποίηση˙ διαμαντικά στο κουτί της Πανδώρας.
Η ΤΕΦΡΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Να μου οσφραίνεσαι
αρμύρα θάλασσας τη συντριβή∙ κήπος υγρός
ύστατο χάρισμα της αδικίας.
Έωλος Μάης
ήταν ο μήνας που αγαπηθήκαμε∙
Χέρια που έτρεμαν, χείλη που έτρεμαν
άγγιγμα όνειρο∙ ήσουν ο έρωτας της εφηβείας.
Δύστοκη Άνοιξη, αιολική.
Ιχνηλατώ την απουσία σου
τώρα και πάντοτε: πνιγμένη μνήμη.
Χελιδονόψαρα μες στα νερά
οι πρώτες λέξεις μας, αύρες μικρές.
Και το πλησίασμα –
έπαρση της θηλής βαθιά στο βλέμμα σου.
Αίνιγμα έρωτας. Η ηδονή.
Και η οδύνη.
Ακατανόητα αναλωθήκαμε.
Κι ήρθε απρόσμενη κείνη η συνάντηση,
νωπό φθινόπωρο.
Μα πόσο η Μοίρα μας, μια Ερινύα.
Μακραίνει η θάλασσα, κήπος υγρός.
Μέσα σπαθίζουν χελιδονόψαρα,
σαν τις ανταύγειες βαθιά στα μάτια σου. Αιμορραγώ∙
βάφει ο αφρός,
στάζει τη στάχτη σου κύμα το κύμα.
Θολά νησιά σαν φαιοχώματα∙
άκαιροι έρωτες –
κομμένο νήμα.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Την ώρα που στήριξες το κυνηγετικό στην καρδιά
Κι είδες στερνά τον ουρανό
την αυλή που μεγάλωσες,
μπορεί και τον ήλιο κατάματα -όπως τη μοίρα σου-
κι αποχαιρέτησες με σίγουρο χέρι,
ήμουν μακριά
Σε μιαν επιτύμβια στήλη μπροστά
ναύτη που χάθηκε σ’ ένα ναυάγιο.
Η βάρκα ανάποδα μες στο νερό –επιγραφή το κενό
ούτε καν το λιτό χαίρε
σεπτό των αρχαίων θανάτων.
Ανερμήνευτα δάκρυα –υποψία ή γνώση;
Ο πατέρας σε σήκωσε όπως παιδί
που απόκαμε από το παιχνίδι
«Γενναίος;»
Σ’ ένα άλλο τραπέζι, χαράς, να μου πεις την οδύνη την ύστερη
τη φυγή στα εικοσιένα σου
την εσπευσμένη.
Αραιά συναντώ τη μορφή σου στα όνειρα –
δε μιλάς. Αφουγκράζομαι.
Ανάμεσα Δήλου και Ρήνειας σε θωρώ να περνάς.
Αβαρής περπατάς στα νερά και μου γνέφεις.
Με ιριδισμούς συλλαβές χαιρετάς
και η θάλασσα γίνεται διάφανη.
Ο θάνατος μια ακατανόητη γλώσσα.
ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΚΑΣΤΑΛΙΑΣ
Απ’ αυτή τη στροφή βλέπω θάλασσα.
Μόνη.
Το νερό της Κασταλίας μια υπόσχεση άκυρη
Σιωπούν τα παράθυρα και ψηλώνουν έρημα δέντρα
στο σπίτι
που άδειασε από ενοίκους
Οι Δελφοί ήταν η ενηλικίωση
βράχοι πανύψηλοι το λάλον ύδωρ, η δάφνη.
Ο Ηνίοχος με δίχως άρμα.
Αυτό που ήταν κάποτε όνειρο, ξέμεινε.
Έρωτες των γιασεμιών και γαρδένιες μισάνοιχτες
τα δειλινά του Ιούνη˙
ταξίδια που φυλλορρόησαν.
Άλλοι δρόμοι, ταμένοι, μας πήραν στη σκόνη τους.
Τώρα διαβάζω τις μορφές που κεντάς
και μαντεύω τη γλώσσα τους•
ας μην απαντηθήκαμε εκεί όπου τ’ άρρητα ρήματα
κρατερό ένα νήμα περνά απ’ τον ένα στον άλλο και πάει
στο άγνωστο που καρτερά
Αμφίσημος χρησμός δελφικός• προγραμμένη η αγάπη.
ΤΗΣ ΑΝΟΙΑΣ
Δεν το θυμάσαι, Μαρία.
Μα πάλι... μπορεί και…
κάπου βαθιά
να έχεις θάψει εκείνο το δείλι
στο πεζούλι το ασβεστωμένο:
εγώ να πονώ για τις λέξεις μου•
εσύ να μου λες μυστικά της καρδιάς σου.
Τώρα το βλέμμα θολό•
μαραζώνει το σώμα σου και το μυαλό.
Μου χαϊδεύεις το χέρι σαν πριν
και καθόμαστε αμίλητες.
Πλήττει η ξένη βοηθός στη γωνιά
και κοιτά το ρολόι.
Μπορεί και να σκέφτεται χιόνι στον τόπο της
τζάμια που ιδρώνουν, μπούκλες ξανθές,
ένα παιδί που το μεγαλώνουνε ξένοι.
Ακούγεται σφύριγμα καραβιού –
πιάτο το λιμάνι κι η άσπρη χώρα από το μπαλκόνι σου.
Για πού φεύγει Ραφήνα ή Πειραιά; Γίνεσαι ανήσυχη
Έχεις τόσες δουλειές να προκάμεις.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1974
Το δράμα δεν μας ήξερε ακόμα·
κατέβαινες το ποτάμι γυμνός πλέοντας μ’ ένα χέρι
στ’ άλλο τ’ αγριοπερίστερα• παιδί ακόμη – αρπακτικό,
ανίδεο για τον τρόμο που σ’ ακουμπούσε.
Από τον έρωτα απείχες μιαν αστραπή.
Ύστερα οι εχθροί μιλημένοι περάσανε
μια εφηβεία πατρίδα μισή.
Τίποτε να διαφεντέψεις.
Οι μνήμες
φτερά στην όχθη του παλιού ποταμού, στοιχειωμένα.
Κάπου κάπου τ’ αναζητάς με τη σκέψη
ή τα νιώθεις μες στ’ όνειρο να σου στερεώνουν τους ώμους
και ξυπνάς μες στην έκσταση.
Μετά, η ανάσα της πλάνης.
Δεν μπορούμε, θαρρείς, άλλο πόνο σ’ αυτήν τη μεριά
ψευδαίσθηση ή ομηρία – αδιάφορο•
βουτούμε το κεφάλι στο έρεβος
αρχαϊκά μεγάλα πουλιά μες στην άμμο.
Γραφή μελανόμορφη στους αμφορείς των μουσείων.
Σφραγίς δωρεάς πυρωμένη ο τόπος μας•
την αποδέχεσαι –
έγκαυμα•
αρνιέσαι – σέπεται το πρόσωπό σου.
Είναι κι οι άλλοι, μου λες,
που τελειώνουν τις μέρες τους μες στην τρυφή
και δηλώνουν αμέτοχοι.
Το δικό μας γιατί, το κενό τους.
Και να πω – τι να πω•
Παρελθόν που γκρεμίστηκε
όταν έφηβοι συλλαβίζαμε όνειρα
και παρόν άνομβρα χρόνια. Με εξορύξεις σε θάλασσες
που εγκυμονούν όλβιο μέλλον – και δύσοσμο.
Ποταμοί σκοτεινοί, με ανάποδο ρέμα
που εκβάλλουν τις νύχτες στα όνειρα•
μια δροσιά παιδικής ηλικίας, μια φόβος.
Διωγμοί του Ιούλη,
του Αυγούστου.
Καλοκαίρι ανήλεο.
Η Κύπρος μνήμη που εξαντλείται.
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκα στη Μηλιού, ένα μικρό χωριό της επαρχίας Πάφου στην Κύπρο. Από παιδί, αγάπησα τις λέξεις: τα νοήματα, την πλοκή τους. Ταξίδεψα μαζί τους τις σκέψεις και τις συγκινήσεις μου. Σπούδασα Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Αθηνών (ΕΚΠΑ) και υπηρέτησα ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, στην Κύπρο και στην Ελλάδα.