Η καλεσμένη μου στη στήλη " Στα βαθιά", είναι η ποιήτρια Μαρία Πολίτου από τη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει Φιλολογία και Θεατρολογία,ενώ τα τρία τελευταία χρόνια είναι διευθύντρια στο 2ο ΓΕΛ Εχεδώρου. Έχει μεταπτυχιακό τίτλο στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία και στον Πολιτισμό. Αυτή την εποχή εκπονεί τη διπλωματική της εργασία για κείμενα στρατοπεδικής λογοτεχνίας στο τμήμα Φιλοσοφίας. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές κι έχει συμμετάσχει σε συλλογικά βιβλία. Βραβεύτηκε για την ποίησή της σε εγχώριους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έργα της έχουν φιλοξενηθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Την ποίησή της απασχολούν υπαρξιακές αναζητήσεις. Ο έρωτας, η μοναξιά, η αμαρτία, το ταξίδι στη ζωή, ο θάνατος,το όνειρο, είναι τόποι που την ενδιαφέρουν. Τα συναισθήματα στα γραπτά της έχουν μεγάλη ένταση,αγγίζουν το απόλυτο. Συχνά συνομιλεί με έργα μεγάλων δημιουργών, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Εμπνέεται από την τέχνη και καταθέτει τη δική της προσωπική πινελιά. Ο λόγος της είναι στακάτος και μετρημένος, με όσα στολίδια χρειάζονται για ν'αναδειχτεί η ομορφιά του . Η ματιά της έχει κάτι από το ελληνικό φως, από την ελπίδα εκείνη που υπάρχει και μέσα στο έρεβος, γι'αυτό τα διανοήματά της δεν είναι απαισιόδοξα, ανοίγουν παράθυρα ν'ανταμώσουν τον ήλιο. Οι ήρωές της αντιμετωπίζουν με θάρρος και περηφάνια τις συμπληγάδες. Θα ταξιδέψουμε με δέκα ποιήματα της λογοτέχνιδάς μας!
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω ν ’αράξει ένας άνθρωπος ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.
Γιώργος Σεφέρης, Επί σκηνής (Δ΄)
Πάτησα τα γυμνά ακροδάχτυλα πάνω στην πέτρα
φορώντας μόνο το διάφανο πέπλο της σιωπής
και της απελπισίας.
Ήθελα να γεμίσω από θάλασσα κι ουρανό
και από νιο φεγγάρι.
Να μετουσιωθώ σε γαλάζιο ένα φως.
Εγώ
η θνητή,
η κόρη του ανθρώπου.
Τώρα είμαι προέκταση της πέτρας.
Της έδωσα το αλλόκοτο του έρωτα σχήμα
το σχήμα της φθοράς.
Κι αυτή μ’ έκανε αθάνατη.
Και παγερή.
Κι αδάκρυτη.
Μια πέτρα.
"Εφήμερη στην πένα του Θεού", Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 2014.
DUM SPIRO SPERO
Και σκληρή σωστή πέτρα μπορεί να γίνεται κάποτε η μοναξιά σου. Και άλλες φορές πάλι σκέτο πούπουλο. [….] Μήπως η απελπισία δεν είναι στο βάθος παρά μια «άπω ελπίς»; Οπόταν και η μοναξιά συμβαίνει να είναι η «μόνη αξία» που έχει τη δύναμη να την αποκαλύψει;
Οδυσσέας Ελύτης, «Ο κήπος με τις αυταπάτες»
Τόσα σώματα γύρω σου να’ χεις κι η μοναξιά να σε καρφώνει
καταμεσής του στήθους.
Τα σωθικά να σου σπαράζει άγριο, πεινασμένο ζώο.
Κι ο έρωτας ξεδιάντροπος σύμμαχος του κενού.
Του ατελεύτητου τίποτα.
Μα πού πήγαν όλοι;
Του ονείρου μου οι κήποι αδειανοί και ρημαγμένοι.
Οι φυλλωσιές πυκνές κι, ωστόσο, μαραμένες.
Σπαράγματα μιας δόξας μακρινής κι εφήμερης.
Απομεινάρια γιορτινής φωτοχυσίας.
Δεν έχω δύναμη καμιά.
Το μέγεθος του απείρου με συνθλίβει.
Γυμνός κείτομαι στο σκοτάδι
ψηλαφώντας τα σημάδια του χρόνου.
Μόνη έγνοια μου εσύ.
Ο άλλος εαυτός μου.
Άφησέ μου μια χαραμάδα φως.
Ναι, σε σένα η δέηση αυτή.
Ίσως γίνω αέρας να περάσω.
Dum spiro spero.
Αν και σχεδόν νεκρός, ποτέ δεν το ξεχνώ.
Ύβρις θα ήταν προς τον ουράνιο θόλο.
Μια χαραμάδα άφησέ μου φως.
Το ουράνιο τόξο απ’ τα μαλλιά ν’ αρπάξω.
Στη ράχη του ίσως αγγίξουμε πάλι μαζί τον ήλιο.
Μια χαραμάδα σου ζητώ.
Αγάπησέ με.
Να σβήσω το σκοτάδι μου και να ντυθώ.
Με φως.
"Εφήμερη στην πένα του Θεού", Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 2014.
ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟ
Η γεύση που αφήνεις στο στόμα
τελικά γλυκόπικρη.
Κι είχα τόση λαχτάρα να σε δοκιμάσω.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα
αν η γλυκύτητα ή η πικρία βαραίνουν πάνω στο ζυγό.
Με ξεγελάει πάντοτε
αυτή η εξαίσια μυρωδιά σου
που παραδόξως όλες τις αισθήσεις μου πλανεύει.
Παρά την αμφίθυμη διάθεση του ουρανίσκου
εγώ
ξανά και ξανά
εσένα
θα επέλεγα απ’ όλους τους καρπούς.
Εσένα ζωή.
Πικραμύγδαλό μου.
"Εφήμερη στην πένα του Θεού", Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 2014.
ΝΕΚΥΙΑΣ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ
For myself – if you ask me –
There’s no way back over seawater
Nor by earth’s oaks, nor beyond them:
There is only the way on.
(Όσο για μένα, αν με ρωτάς, σου λέω
πως δεν υπάρχει νόστος στο αρμυρό νερό
ούτε μέσα από τις βαλανιδιές της γης,
μήτε και πέρα από τούτα.
Ο μόνος δρόμος είναι ίσια μπρος.)
Archibald McLeish, “Elpenor” (1933)
Όποια λέξη κι αν χαράξω
η μνήμη
κοφτερή λεπίδα από μαύρο μελάνι.
ῥέε δ’αἷμα κελαινεφές
Δεν αντέχω άλλο θάνατο.
Χθες και σήμερα και πάντα.
Από τ’ ακρογιάλια του Ομήρου
τα βράχια
του κραταιού Άδη γίνηκαν θρόνος.
Και τα ποιήματα.
Τι σημασία έχει το όνομα;
Αχιλλέας ή Έκτορας
Πάτροκλος, Σαρπηδόνας.
Κι ο ηδονικός Ελπήνορας ακόμη.
Τι κι αν τύμβο υψώσει ο Οδυσσέας
το πολύπαθο καρφώνοντας κουπί;
Η γη χάσκει με στόμα ολάνοιχτο από τα γεννοφάσκια της.
Ευρύστερνος.
Πάντα πεινασμένη για τα παιδιά της κι ανελέητη.
Πέτρινη.
Κι ο Τειρεσίας τυφλός κι αμίλητος
στέκει παράμερα και αδιαφορεί.
Λοιπόν, για ποιον παράδεισο μιλάμε;
Για ποιαν επιστροφή;
Δεν αντέχω άλλο θάνατο.
Ούτε κι εσύ, θαρρώ.
Να αρπάξω
το δρεπάνι του μοχθηρού βαρκάρη
και να θερίσω
στάχυα ονείρου και καρπούς
πασχίζω.
Να χορτάσω την ανδροφόνα μάνα
με γέλια κρυστάλλινα αέρινες μουσικές.
Σύντρεξέ με.
Έστω για τούτη τη στιγμή μονάχα.
Δεν αντέχω άλλο πια θάνατο.
Ούτε και συγχωρώ.
"Εφήμερη στην πένα του Θεού", Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 2014.
ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ακόμη ακούς το χειροκρότημα.
Η ερμηνεία συγκλονιστική.
Του πλήθους οι επευφημίες
την υποκριτική σου τέχνη βεβαιώνουν.
Με μάτια δακρυσμένα υποκλίνεσαι,
ποτάμια ξέχειλα ευγνωμοσύνης.
Ρίγη ανείπωτης χαράς και θλίψης σε τυλίγουν.
Βαριά η αυλαία αργόσυρτα σφαλίζει.
Το κοινό αποχωρεί ενθουσιασμένο.
Η τέχνη σου το λυτρωμό απλόχερα σκορπίζει.
«Δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Ο στόχος επετεύχθη.
Τα φώτα σβήνουν στη σκηνή και στην πλατεία.
Παντού σιωπή. Σκοτάδι.
Κι εσύ καταμεσής σκυφτός κι ασάλευτος.
Κουλουριασμένος.
Το κορμί σου αγκαλιάζεις δυνατά,
σα να φοβάσαι ό,τι έζησες απόψε μη το χάσεις.
Τώρα ηθοποιός στο δικό σου έργο.
Όλη η ζωή σου μια παράσταση.
Πράγματι, η ερμηνεία ήταν συγκλονιστική.
Λείπει μόνο το χειροκρότημα.
"Εφήμερη στην πένα του Θεού", Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 2014.
Ο ΑΕΤΟΣ ΕΚΑΝΕ ΦΩΣ ΤΙΣ ΑΣΤΡΑΠΕΣ ΣΤΑ ΟΡΗ
Περνάς σκυφτός και σκοτεινός, στην άβυσσο οδεύεις
Χωρίς φτερά, δίχως μιλιά τις αλυσίδες σέρνεις
Σ’ ένα τσουβάλι κουβαλάς τις μνήμες, τη ζωή σου
Το σήμερα, το αύριο κυρτώνουν το κορμί σου.
Κλείνεις τα μάτια, δεν κοιτάς, το φως σου λιγοστεύει
Σαν ίσκιος φεύγεις, προσπερνάς, ο νους σου ταξιδεύει
Βουλιάζεις και αφήνεσαι στης λήθης το πηγάδι
Και τις κραυγές καμώνεσαι πως δεν ακούς το βράδυ.
Πού πας; Για πού πορεύεσαι; Σπάσε τα τα δεσμά σου!
Δώσε φωνή στο όνειρο, στα μύχια της καρδιάς σου!
Βάλε φτερά και πέταξε, κόψε τις αλυσίδες
Δώσε μορφή στις σκέψεις σου και τις κρυφές ελπίδες.
Στήσε χορό στα σύννεφα, ανόσιο γλεντοκόπι
Του ήλιου και του κεραυνού άδραξε τη φωτιά
Ντύσου το φέγγος τ’ ουρανού και πάρε τ’ ανηφόρι
Ο αετός έκανε φως τις αστραπές στα όρη!
ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Από παιδί ταξίδευα στα πλάτη και στα ύψη
Πάνω σε πλοίο μαγικό στα πέλαγα του νου
Στου σύμπαντος τα πέρατα, στου ουρανού τις άκρες
Με ναύτες τις ελπίδες μου και τη φωτιά θεριού.
Ταξίδεψα, τ’ ομολογώ, πολύ μες στη ζωή μου
Σε μια ζωή που πάντοτε έδιωχνε το κενό
Σε μια ζωή που γέμιζε με κόκκινο το μαύρο
Με πορφυρό του αίματος, της νιότης φυλαχτό.
Προορισμός το όνειρο, ανύπαρκτες Ιθάκες
Σαν Οδυσσέας ομηρικός χωρίς αναπαμό
Πατρίδα μου τα κύματα, οι χώρες των τεράτων
Πυξίδες που χαράξανε το διάβα μου στη γη.
ΕΠ'ΑΟΡΙΣΤΟΝ
Κλωστές αόρατες
ανάσας ξέφτια από ρούχο ακριβό
υφαίνω και ξηλώνω
άλαλη
υφαίνω και ξηλώνω μέρα νύχτα
άγρυπνη και γυμνή
μέρα και νύχτα
χωρίς να ξέρω ξεγελώντας
ποιον δήμιο εαυτό
ποιον θηρευτή
Κάλπικη Πηνελόπη
δίχως όνομα
χωρίς και αργαλειό
ξαίνει ξανά το μόνο ποίημά της
Θα αναβάλλει επ’ αόριστον κι απόψε
τον του καιρού δεδικασμένο
δύσβατον απαγχονισμό.
"επιτέλους αποβίβαση"
ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ
Μνήμη Ν. Γ. Πεντζίκη
Η αμαρτία δεν μ’ αφήνει
ν’ αναπαυθώ.
Η αμαρτία μου ότι πολύ τη ζωή
αγάπησα. Τον θάνατο τον μισώ.
Γι’ αυτό και γράφω.
Ν’ αδειάσω το κεφάλι
από τα μαύρα φίδια της μοναξιάς
με λέξεις να ντύσω τη γύμνια μου.
Η αμαρτία μου δε μ’ αφήνει
ν’ αναπαυθώ.
Ότι πόθησα το σώμα.
Ότι είδα και προσπέρασα.
Παράλυτος με τα άκρα ριζωμένα
στο χώμα
τη σκάλα ν’ ανέβω
θέλω τη χρυσή κι αδυνατώ
Καρφωμένος πάνω στο ξύλο
μόνος μου προσεύχομαι
προσδοκώ ανάσταση νεκρών
και ζωή του μέλλοντος…
το νερό της αρχαίας βρύσης πίνω
από την παλιά γειτονιά που στέρεψε
γεύομαι ακόμη το φαγητό
από τα ροζιασμένα χέρια της γιαγιάς.
Μα η αμαρτία δε μ’ αφήνει
ν’ αναπαυθώ.
Μέσα στου τάφου το πυκνό
σκοτάδι ακόμη ονειρεύομαι
πως θάνατος δεν υπάρχει!
"επιτέλους αποβίβαση"
ΣΦΡΑΓΙΔΑΣ ΔΩΡΕΑ
Σε μακρινό νησί δίχως φάρο
ψυχή και σώμα
σε συνάντησα
στη σιωπή
στη λήθη
Με του Νερούδα
τα διψασμένα κύματα
καλπάσαμε
τη σφραγίδα της φωτιάς
έχοντας στα μάτια
και τη γλώσσα
Κι ήσουν εσύ
η άλλη όψη της ελπίδας
που πάση θυσία
ν’ αδράξω θέλησα
και
να ασπαστώ.
"επιτέλους αποβίβαση"
Βιογραφικό σημείωμα
H Μαρία Πολίτου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από τον Αύγουστο του 2017 είναι διευθύντρια του 2ου ΓΕΛ Εχεδώρου (Διαβατά). Απόφοιτος του Κλασικού τμήματος Φιλολογίας, του τμήματος Θεατρολογίας και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού ΑΠΘ. Επί του παρόντος φοιτήτρια του Τμήματος Φιλοσοφίας του ΑΠΘ εκπονεί την διπλωματική εργασία της για κείμενα στρατοπεδικής λογοτεχνίας. Άρθρα, μελέτες και ποιήματά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά λόγου και τέχνης. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικούς τόμους-αφιερώματα σε ποιητές.
Στοιχεία επικοινωνίας: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.