Η ποιήτρια που θα σας παρουσιάσω λέγεται Κατερίνα Λιάτζουρα. Μένει στη Χαλκίδα κι εργάζεται ως καθηγήτρια Γερμανικής Φιλολογίας στη Μέση Εκπαίδευση. Παράλληλα κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο στον τομέα της Πολιτιστικής Διαχείρησης. Ασχολείται ακόμη με τη μετάφραση έργων σύγχρονων Ελλήνων ποιητών στα Γερμανικά και γερμανόφωνων ποιητών στα ελληνικά. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, δυο βιβλία με μεταφράσεις της, ενώ συμμετέχει σε πολλά συλλογικά βιβλία. Η ποίησή της τολμηρή, αιρετική, αιχμηρή, στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της σύγχρονης εποχής. Ακόμη κι όταν συνομιλεί με τον θεό έρωτα,τον ξεμπροστιάζει,τον απογυμνώνει και ψάχνει την αλήθεια του. Πίσω βέβαια απ' την αφτιασίδωτη αυτή γραφή, διαφαίνεται μια υπόγεια και πανίσχυρη ευαισθησία. Ο λόγος της είναι πλούσιος, συμβολικός, με εικονοπλαστική δραστικότητα. Πρόκειται για μια γραφή με προσωπικότητα, άκρως γοητευτική. Θα συναντηθούμε με τη σκέψη της μέσα από δέκα ποιήματά της!
ΚΑΛΑΖΑΑΡ
Τα μάτια μου μέσα από γκρίζες πηχτές βλέννες
αντικρίζουν τον κόσμο ανάποδα.
Το καλααζάρ μου κατατρώει τα σωθικά.
Το κορμί μου κάτω από το μαδημένο τρίχωμα
τόπους τόπους φωλιά παρασίτων έγινε.
Μου ρουφούνε το αίμα.
Κουράστηκα. Άδειασα. Γέρασα.
Οι πατούσες μου κοντέρ πιστό στη ζωή
προσμετρά χιλιόμετρα και χιλιόμετρα νυχτερινής αλητείας.
Αγέλαστη η μουσούδα μου οσφραίνεται
και σαλιώνει παλάμες τυχαίων περαστικών.
Μερικές φορές γρυλλίζω από αγαλλίαση
όταν χέρι συμπόνιας μου χαϊδεύει το πηγούνι.
Μα θυμώνω όταν η συμπόνια γίνεται απορία
και με σίχαμα του τολμήματος μου στερεί το χάδι.
Οίστρος βαθύς και ανεξέλεγκτος με ζευγάρωσε κάποτε
έσπειρα ομοιώματα της ράτσας μου στον δρόμο
και εσύ που μύριζες τα σκέλια
σπαρτάρισες πανευτυχής που έλαχε σε σένα η διαιώνιση της τύχης.
Από τότε πέρασαν χρόνια ή και αιώνες αναζήτησης.
Όμως χτες βρήκα στο κάδο των ανομημάτων μου ένα κοκαλάκι να γλείψω
και τσακώθηκα άγρια μαζί σου,
που θέλησα να το καταχωρήσω στη σκυλίσια συλλογή μου.
Μα και που με υπερβάλλοντα ζήλο από τα δόντια σου το άρπαξα,
τι έγινε;
Άλλο ένα με σήψη αμπαλαρισμένο γεγονός.
ΑΛΥΣΟΔΕΜΕΝΗ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Από τον αδειανό χώρο της μοναχικότητας και την ασφάλεια της φωλιάς μου
πίνω το πικρό ποτήρι της χαράς και της οδύνης.
Μία σπίθα πίστης με οδηγεί
και με φέρνει αντιμέτωπη με τον εφησυχασμό.
Η εμετική θαλπωρή ενός σπιτιού,
μεγαλοφυής σαν σύλληψη και σαν δημιούργημα
με αποτραβά στο περιθώριο των πραγμάτων.
Ξιπασμένη αναφορά σε κείνα και σε μένα
στοιχειώνουν την διάρκεια των ημερών
στοιχειώνουν το κουβάρι της λαθεμένης μου ζωής
Ανάμεσα σε μένα και σε κείνα
αμέτρητα χρόνια,
μη προσπελάσιμα.
Χρόνια κατάμεστα από οσφρήσεις θεών παθόντων.
Αλυσοδεμένη Προμηθέας,
άδραξα τον κατακερματισμό της αθωότητας
και απαιτώ να χριστώ Αθάνατη.
Απαιτώ να χριστώ Διαφθορά.
Δίχως ανάσα, τέρψη και ψυχή
να κορεστώ στα χρώματα του σύμπαντος
και να αποχαυνωθώ
σε ύπνους αιωνίων αστεριών και αθάνατων αστερισμών.
ΜΑΥΡΑ ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ
Ανηφορίζω λαχανιασμένη αυτό το δρόμο
χοροπηδώντας σαν ελατήριο ανάμεσα στις ύπουλες νάρκες του πεζοδρομίου.
Σκατά, ροχάλες, αποτσίγαρα, λίγες σταγόνες αίμα
και παντού αυτές οι χιλιάδες μαύρες κηλίδες.
Μαύρα απομεινάρια,
με αηδιάζουν.
Κάποτε ολόλευκες και μυρωδάτες
περιόδευαν περήφανες κυράδες σε καλοσυνάτα στόματα
δροσίζοντας βρωμερές αναπνοές και τη δυσωδία των πνευμόνων.
Αποκούμπι στη σαστιμάρα της στιγμής.
Παρηγοριά στη σιωπή.
Σειρές δοντιών τις πλάθαν και τις αναπλάθαν
σκίζαν πλαταγίζοντας χαιρέκακα τη σάρκα τους
και ρουφούσαν φιλήδονα τους χυμούς τους.
Και εκείνες ηδονισμένες από τον ήχο και την αίσθηση
αφέθηκαν στη ροδαλή γλώσσα να τις μαστιγώνει.
Απερίσκεπτο πρόσφορο στο παιχνίδι των σχημάτων τα ευλύγιστα κορμιά τους
φούσκωναν τρομπαρισμένες από σωλήνες αποχετεύσεων
προκαλώντας τους φιλήσυχους πολίτες.
Και έτσι,
μες την αλαζονεία τους αγορεύανε στη φύση.
Ξεζουμισμένες πια
πεταχτήκανε διαγράφοντας διαδρομή ημικυκλίου στο πεζοδρόμιο.
Προσκολληθήκανε και γίναν ένα με το έδαφος.
Ίσα που προλάβανε να διακρίνουν το ουράνιο τόξο.
Από την συλλογή «Σκέψεις» εκδόσεις manifesto, 2013
***********
ΦΩΝΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ
Γέμισαν τ’ αυτιά φωνές.
Φωνές χωρίς πρόσωπα.
Ασώματες.
Στερεότυπα απαράλλακτα
χωρίς απροσδόκητα
χωρίς ενδεχόμενα
τη φωνή του ανθρώπου
παραμορφώνεται
νοθεύεται
και τέλος τέλος ακυρώνεται.
Μια εφιαλτική εντύπωση σφηνώθηκε στον λογισμό μου.
Πως ο άνθρωπος θα εκλείψει.
Θα απομείνει μόνο η μιλιά
μηχανική
ηχογραφημένη
υπαγορευμένη
ξεκρέμαστη στον αέρα
δίχως στόμα, γλώσσα ή λαλιά
δίχως νόημα.
Κενή.
ΑΜΑΡΤΙΑ
Απρόσμενα ανακάλυψα
ότι ήρθα σε ρήξη
με μια ευτυχία που δεν γνώρισα ποτέ.
Αθώα
εν αγνοία της έλλειψης
αντανακλώ ένα ανύπαρκτο επέκεινα.
Καθαρή η αντανάκλαση
του απαρνημένου και τόσο ποδοπατημένου μου εαυτού.
Ποια αμαρτία κολάζει τον αμαρτωλό;
Αλλά όχι! Ας μην ανησυχώ με τέτοιες σκέψεις ετούτη τη βραδιά.
Απόψε είναι πάρα πολύ αργά
πάντα θα είναι πάρα πολύ αργά.
Ευτυχώς.
ΚΡΥΠΤΟΛΕΞΟ
Ποιος είναι αυτός που θα μου ορίσει τα όρια
ποιος είναι αυτός που θα μου καθορίσει τα σύνορα
ποιος είναι αυτός που θα μου χτίσει το τείχος
που θα μου υψώσει το φράγμα
που θα μου εκτείνει το σύρμα
που θα μου φράξει το πέρασμα
που θα μου απαγορεύσει την είσοδο
που θα φιμώσει την κραυγή μου;
Ποιος θα με εμποδίσει να ζήσω
ποιος θα με περιορίσει να περπατήσω
ποιος θα με καταδικάσει να λιμοκτονώ
ποιος θα χαράξει στο χέρι μου τη γραμμή ζωής
και ποιος θα μου κόψει το νήμα της;
Ποιος είναι αυτός που θα αντικαταστήσει τον όποιον Θεό για να ορίσει το ριζικό μου;
Ποιος
ποιος θα μου πει τι να κάνω
ποια πέτρα να σηκώσω
για να κρυφτώ ή να σκοτώσω
και ποιος είναι αυτός
που θα μου αφηγηθεί την πικρή εκείνη ιστορία
ενός αναμάρτητου
που πρώτος τον λίθον βαλέτω;
Από την συλλογή «Αποκαΐδια ηθικής» εκδόσεις βακχικόν, 2017
***********
ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ
Λαχταρώντας πρόσκληση απρόσμενη, μάρτυρας άγνωστου αντρόγυνου στο βασίλειο της Κυριακής. Ποντίκια κανόνισαν φόρεμα αστροστόλιστο δανεικό και εκείνα τα γοβάκια τα ταλαίπωρα απ’ των χρόνων τις αφηγήσεις. Έριξα πατσουλί στα μάτια και περίμενα μέσα σε συνθετικά εσώρουχα ξένα, περίμενα μέσα σε οχλαγωγία ερμαφρόδιτη, περίμενα την κολοκύθα να έρθει να με πάρει, περίμενα τη Μαρίκα τη νεραϊδοπαρμένη αστερόσκονη από τον μπούστο της να βγάλει, το βρέφος όνειρο σε παλικάρι παραμύθι να θρέψει. Και περίμενα. Ωσότου ελάλησε κώδων ευλάλιστος όχι δώδεκα μα τρεις και ως ντελάλης ηλεκτρικός ουρλιάζοντας στα τύμπανα εδήλωσε πως τα παλικάρια είναι της φακής και τα παραμυθένια όνειρα των παιδιών θα παραμείνουν.
ΧΙΛΙΑΔΟΥ
Σε απόκρημνο τραπεζάκι πληθωρικά συναισθήματα σε καρέκλα κεφαλής χύθηκαν. Κενή πολυθρόνα απέναντι περιμένει γέμισμα με κέλευσμα. Κενό μαχαίρι ορθώνεται απειλούμενο από μοναξιά. Και έχοντάς με αντίκρισμά μου, υπό απειλή με άκουγα με τα αφτιά μου, που γίνανε αφτιά σου και με άκουγες. Με αγκάλιασα με την ψυχή μου, που έγινε ψυχή σου και με αγάπησες. Και με κοίταξα με τα μάτια μου, που γίνανε μάτια σου και με είδες. Και τρόμαξες. Μη δίνεις σημασία στο τραύμα μου. Πότε, άλλωστε, οι δύο πλευρές των ανθρώπων είναι ίδιες; Μια αποτυχημένη προσπάθεια ενός χειρουργού να προσθέσει σιλικόνη στη λοβοτομή μου ήταν, μια αλλοτινή ανάμνηση του Πολύφημου.
ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ
Κάθομαι στη θέση που μου αρμόζει. Στρογγυλό τραπέζι. Μυρωδιά τσιγάρου και ξινισμένο κρασί. Μοιρασμένα τα χαρτιά. Το φως όσο πρέπει. Σ’ έχω αντίκρυ. Απόμακρος και σκεφτικός. Βυθισμένος. Τι συνδυασμούς να κάνεις; Να κερδίσεις; Να κατακτήσεις; Να απορρίψεις; Να καταρρίψεις; Να ταυτιστείς; Να με αγαπήσεις; Το ρολόι χτυπά αλύπητα. Ο χρόνος μου τελείωσε. Μια κλεψύδρα πια η ζωή μου. Τράβηξα χαρτί και έχασα. Σειρά σου. Θα σβήσω το φως φεύγοντας.
Η ΚΡΕΜΜΥΔΑΠΟΘΗΚΗ
Θα ήθελα να ήμουν άνθρωπος αποφασιστικός. Χωρίς λόγια τις αποφάσεις μου να παίρνω. Να κατοικούσα, λέει, στον Ευαγγελισμό, με σένα μάτια μου, ήρεμα και αγαπημένα. Να ζω και να εργάζομαι, να τρέφομαι από των χεριών μου τον καρπό, να φροντίζω και φροντίδα να δέχομαι, και πάνω απ’ όλα να χαίρομαι, με την απόφασή μου αυτή. Θα τη νοικοκύρευα την αποθήκη, πίστεψά με, στο λέω ειλικρινά, και ας είναι σήμερα αχούρι. Θα την καθάριζα από κάθε είδους περιττώματα, θα την άσπριζα με ασβέστη καρδιάς και θα άνοιγα και ένα παραθύρι στην Ανατολή ή μπορεί στη Δύση –δεν αποφάσισα ακόμη– μα, με ένα τραπέζι, όμως, μπροστά, μπροστά στο παραθύρι και έναν πλατύφυλλο βασιλικό, που τόσο σου αρέσει. Χρυσάνθεμα πολύχρωμα θα είχα στον περίγυρο και μια βουκαμβίλια, φυλαγμένη από του Βορρά τη χειμωνιάτικη μανία και ένα γεράνι –πως το παρέλειψα, απορώ; Ένα γεράνι κόκκινο, να φυλάει με τις ρίζες του της αποθήκης το κλειδί. Και άλλα πολλά θα έκανα, αν το αποφάσιζα. Και στον απόηχο της ημέρας, όταν όλα θα σώπαιναν, θα σώπαινα κι εγώ. Για να παρακολουθήσω του ήλιου την πορεία, που πάει και χάνεται πίσω από της θάλασσας τη γραμμή• για να αναλογιστώ πόσο στάθηκα τυχερή, που η ζωή μου έγνεψε και μου ’κλεισε το μάτι, και που ακόμα, όταν θα το αποφάσιζα, να απλώσω το χέρι, θα υπήρχες εσύ εκεί, μαζί με το γεράνι.
Από την συλλογή «Η κρεμμυδαποθήκη» εκδόσεις βακχικόν, 2020
Βιογραφικό σημείωμα
Η Κατερίνα Λιάτζουρα γεννήθηκε στην Γερμανία το 1972. Ζει στην Χαλκίδα και εργάζεται στην Μέση Εκπαίδευση Εύβοιας ως Φιλόλογος της Γερμανικής Γλώσσας. Εκπονεί μεταπτυχιακό στην Πολιτισμική Διαχείριση στο ΕΑΠ. Μεταφράζει στα γερμανικά ποιήματα σύγχρονων Ελλήνων ποιητών και Ελληνίδων ποιητριών, που δημοσιεύονται στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό poein.gr. Έχει μεταφράσει και από τα γερμανικά ποιητές και ποιήτριες από την Αυστρία και το Λιχτενστάιν, συμμετέχοντας στο πανευρωπαϊκό πρότζεκτ των εκδόσεων βακχικόν «Ανθολογίες νέων ποιητών». Ενίοτε συνομιλεί και με ομότεχνούς της. Της αρέσει η φωτογραφία.
Εκδόσεις
Η κρεμμυδαποθήκη, ποίηση, εκδ. βακχικόν, 2020
Αποκαΐδια Ηθικής, ποίηση, εκδ. βακχικόν, 2017
Σκέψεις, ποίηση, εκδ. manifesto, 2013
Μετάφραση
Ανθολογία νέων Αυστριακών Ποιητών, μετάφραση, εκδ. βακχικόν , 2019
Ποιήματα της Άννας Όσπελτ, μετάφραση, εκδ. βακχικόν, 2020
Συμμετοχή σε συλλογικές εκδόσεις
Όσα ο αφρός φλοισβίζει. Ανθολογία ελληνικών ποιημάτων, ποίηση, επιμ. Θεοχάρης Γιώργος, εκδ. Ρώμη, 2020
Η ποίηση ταξιδεύει εις Εύριπον, ποίηση, επιμ. Ποπκιώση Μαρία, ιδιωτική έκδοση, 2020
Ποιήματα ανεμοδαρμένα. Συλλογή Ελληνικής Ποίησης του 21ου Αιώνα, ποίηση, δίγλωσση έκδοση, επιμ. Παναγόπουλος Ανδρέας, εκδ. κίνημα provocateur, 2019
Τα υπογείως ανεωχθέντα. Ανθολογία ελληνικών ποιημάτων, ποίηση, επιμ. Θεοχάρης Γιώργος, εκδ. Ρώμη, 2019
Ανθολογία μικρού διηγήματος για την νύχτα, διήγημα, επιμ. Ρωμανού Αγγελίνα,εκδ. κύμα (2017)
Ιστορίες πάθους και μαγειρικής, διήγημα,επιμ. Ρωμανού Αγγελίνα, εκδ. κύμα (2017)