Δέκα ποιήματα της Κατερίνας Αυγέρη

Δέκα ποιήματα της Κατερίνας Αυγέρη

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Κατερίνα Αυγέρη. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε, ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία, Ιστορία Τέχνης και Πολιτιστική Διαχείριση. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Για την ποιητική της συλλογή "Μονά παπούτσια περιπάτου" ,που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Γκοβόστη, ήταν υποψήφια για το Βραβείο Ποίησης 2019 του ηλεκτρονικού περιοδικού "Ο Αναγνώστης". Ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί στον λογοτεχνικό τύπο και σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, αλληγορική,  υπαινικτική. Η γραφή της είναι σκοτεινή, υποβλητική, ατμοσφαιρική. Η ροή του λόγου της είναι κινηματογραφική, μιλά μέσα από έναν καταιγισμό εικόνας εισάγοντας τον αναγνώστη σ'ένα περιβάλλον υποφωτισμένο, μα όχι άγνωστο. Ήρωές της είναι κατά κανόνα φιγούρες του σύγχρονου αστικού τοπίου , άνθρωποι που συνομιλούν με το σκοτάδι. Υπαρξιακά αδιέξοδα, μοναξιά, ρηχές σχέσεις, παροπλισμένος έρωτας, όνειρα που έχασαν τον δρόμο, είναι κάποιοι πυλώνες γύρω από τους οποίους η πένα της σταθερά κινείται. Ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής,οι εν ζωή μιλούν ισότιμα με τα πλάσματα που έχουν αποχαιρετήσει τα εγκόσμια. Η αφηγήτρια μιλά για τους κόσμους της έχοντας ρόλο παρατηρητή. Φωτογραφίζει ,σαρκάζει, σπαράζει, συμπάσχει και εν τέλει καταφέρνει να αιφνιδιάσει και να συγκινήσει τον αναγνώστη. Θα βαδίσουμε στα μονοπάτια της φαντασίας της δημιουργού μέσα από δέκα μοναδικά ποιήματά της!

Χλωρίνη

Υποσχέθηκε να κάνει ένα παιδί με κάθε περαστικό, γιατί αν αφοσιωνόταν λέει σε έναν άνδρα θα ήταν αναγκασμένη -κάθε βράδυ- να πίνει χλωρίνη από την μπανιέρα για να χαλαρώνει. Τελικά έμαθε να ετοιμάζει τα παιδιά για το σχολείο και ευχαρίστως να δέχεται δάχτυλα και παλάμες να αργάζουν τα περιττά της λίπη ώστε να διατηρεί τη φόρμα της. Μερικά απογεύματα γλιστρούσε αθόρυβα δίπλα στον ακέφαλο συνοδηγό που χαϊδευόταν με το παρμπρίζ στραμμένο προς μια γέφυρα, περιμένοντας να πάρει λίγη ικανοποίηση από το χειρόφρενο. Τα βράδια έκλαιγε στη γωνία του κήπου μισόγυμνη, με τα πόδια κρεμασμένα ανάμεσα στα κάγκελα να βρέχονται από το κύμα σάλιου που σηκώνουν όσοι αποστρέφονται τη λιγωμένη σάρκα. Κάθε φορά που καθάριζε την ψαλίδα των μαλλιών της έκοβε και λίγο από το καλώδιο του τηλεφώνου, ελπίζοντας ότι κάποιος θα πλησιάσει το αυτί του. Μετά κατάλαβε ότι ο πιο δικός της, απείχε εκατό τηλεγραφόξυλα και λούφαξε στο λιωμένο στρώμα της να περιμένει πότε μετά χαράς θα μεταφέρουν τα κόκαλά της αρωματισμένα στη χλωρίνη. Μου είπες αυτούς που θα γεννήσω να μην τους αγαπώ, να έχουν μια ευκαιρία στην αμαρτία. Σου αφιέρωσα ένα ποίημα και δεν ξαναπάτησα στον τάφο σου.

Η ποδιά

Είχε ανταλλάξει τα παιδιά της με μια γάτα και έτσι δεν αναγκάστηκε να γεννήσει ποτέ. Ρούφαγε χρυσάφι πρωί-βράδυ και στον ύπνο της το ξέρναγε δαχτυλίδια, απόδειξη πως ήταν άξια να κοιμάται δίπλα του. Σε ανταπόδοση του ζήτησε να πνίξει τα γεννήματά του και να σταθεί κύριος στην μοναξιά του, κλαίγοντας καθημερινά για μια ανίατη αρρώστια που δεν μπορεί, στο τέλος θα εκκολαφθεί στο πορτοφόλι του. Ένα διαμέρισμα είναι ικανό να στοιβάξει άπειρα κατεβασμένα ακουστικά και μονά παπούτσια περιπάτου, αρκεί να φορά όλη μέρα την ποδιά της και να νοικοκυρεύει τη σιωπή ανάμεσα σε αδιάβαστα βιβλία. Ο τόνος της ευγένειας είχε ηχογραφηθεί στον τηλεφωνητή από χρόνια, οπότε γύριζε άνετα γυμνή κρατώντας μόνο δύο νότες για την άρια της τελευταίας πράξης. Σε θυμάμαι, λιγομίλητο και βουλιαγμένο μπροστά στην γυάλινη μαρίνα σου. Τελικά από σένα μου έμειναν μερικά άλιωτα κοσμήματα, κάτι τσάντες ασορτί με τις προχωρημένες ώρες και δυο τρία στιλό για να μαυρίζω τα ποιήματά μου.

Το κουλούρι

Είμαι η άγραφη πλάκα του νεκροταφείου, το σπασμένο μάρμαρο στο φυτίλι του κόσμου. Όταν σβήνει και αυτό είμαι βέβαιος ότι τόσο έλαθα βιώσας, που μάλλον δεν υπήρξα. Εσύ που κλαις τον διπλανό να ξέρεις ότι κάποτε περπάτησα αυτούς τους κάμπους κουβαλώντας δυο βουνά στο μέτωπο και όργωσα με μόνο σκίαστρο τα κόκαλα που κληρονόμησα από τον τυφλό πατέρα μου. Μπούκλες αχτένιστες επέπλεαν στην εσωτερική και κάτω από τα καβάκια στο ξερό ποτάμι παρακαλώντας με να τις ξεμπλέξω. Όμως εγώ την πίστεψα όταν μου είπε ότι το αίμα της τρέχει κανονικά όλες τις μέρες του μηνός και θα μου δώσει δύο γιους με καύκαλο φτιαγμένο για τον ήλιο. Το συκώτι που με τάισε αντί για γαμοπίλαφο μου έπεσε βαρύ, δεν είχα καταλάβει ότι ήταν από τα χαλασμένα σπλάχνα της. Όταν το μάσησα καλά για χρόνια ολόκληρα ξέρασε τη χολή του πάνω στους απογόνους μου. Αν θυμηθείς έλα να μπογιατίσεις το όνομά μου να μην το σβήνει η γάτα με το σάλιο της. Δεν είναι ότι φοβάμαι την ανωνυμία, όμως τα βράδια ζηλεύω κάποιους γείτονες που φρεσκοπλυμένοι πίνουν το λάδι τους στην υγειά αγαπημένων. Αυτή η μοναξιά είναι ελαφρύτερη από έναν κήπο με τα παιδιά μου ανθισμένα στη σκιά να συνομιλούν με το σκοτάδι. Αν ξαναπεράσεις μην ξεχάσεις να μου φέρεις ένα κουλούρι, πείνασα και η ώρα έχει μαυρίσει.

Το ματάκι της πόρτας

Συνήθιζα κάθε πρωί να βάφω τα μαλλιά μου με βούτυρο και μέλι, αλλά δεν πέτυχα ούτε μια φορά την απόχρωση του ήλιου. Τώρα πια χρώμα διαλέγουν οι κουρτίνες και αν ταιριάζει με το μήκος τους, μου επιτρέπουν να κοιτάξω από το παράθυρο. Τα παλτό αρνούνται να με ακολουθήσουν έξω από την ντουλάπα. Πηγαίνουν μέχρι τον καθρέφτη, δένουν ένα δυο φουλάρια στον λαιμό μου κι επιστρέφουν. Ταΐζω τις γούνες μου δις ημερησίως και για να παίρνουν τον αέρα τους τις βγάζω μέχρι το σαλόνι που ανοίγει ειδικά για την περίσταση. Ξέρεις, έχουν σπάσει τα γυαλιά μου στην άκρη πάνω δεξιά. Έχουν πλεχθεί όμως γερά γύρω από τ’ αυτιά μου κι έτσι όπως βούλιαξαν βαθιά στα μάγουλα είναι αδύνατο να ανασύρω τη νεανικότητά μου. Τουλάχιστον βλέποντας διαρκώς φλουταρισμένα ακονίζω τις αισθήσεις μου με στίχους. Το τηλέφωνο σωπαίνει συμπονετικά γνωρίζοντας ότι πάντοτε φοβούμουν τους εραστές περισσότερο από τους νεκρούς. Αν είχα παντρευτεί δικαίως θα κρατούσα στον τοίχο τον μπαμπά και τη μαμά βαλσαμωμένους και δεν θα ήμουν αναγκασμένη να μαγειρεύω για τις καρέκλες της τραπεζαρίας. Μη σε κρατάω όμως, πέρνα μια άλλη μέρα που θα έχουν καθίσει τα χαλιά να τα πατήσουμε. Θέλω να πω έλα όταν θα είμαι πιο ελεύθερη. Αυτά μου είπε, όσο το κουδούνι ανάγκαζε τον τεράστιο μπουφέ να τραβηχτεί, αφήνοντας το μάτι της να σφηνωθεί στο ματάκι της πόρτας. Η φωτογραφία που έσπρωξε κάτω από το χαλάκι σώθηκε μέχρι τον λαιμό. Από πίσω διαβαζόταν ένα κομμένο τρέ(-χα /-μω).

Κοστούμι

Δεν καθάριζα αρκετά τους γύψους του ουρανού, ούτε μαγείρευα συχνά, μόνο τα γυαλισμένα από αρμύρα κόκαλα στο βόθρο του σπιτιού. Καμιά νοστιμιά δεν πρόσφερα γιατί μου έλειπαν σερβίτσια και ζωντανοί. Οι τοίχοι μισογκρεμισμένοι με ανάγκαζαν να βάφομαι μέσα σε ξεδοντιασμένο πίνακα γυναίκας που φουσκώνει μόνο από αφαγία. Ποτέ δεν ευχόμουν μια μακροζωία ριζωμένη στις πλάτες τόσων αγέννητων μωρών. Οι φίλες μου πλένονταν καθημερινά –λίγο με δάκρυα λίγο με σάλιο- και φόραγαν ξανά όσα χρυσά τους είχαν μείνει άλιωτα, να είναι αστραφτερές. Κι αν έκλαιγα, καμιά δεν παραδέχτηκε ότι η ομορφιά σώζει μόνο αυτούς που καταλήγουν μόνοι. Όλες τάιζαν το θάνατο με δόσεις θηλασμού για να κρατούν ακμαία τα παιδιά τους. Εγώ ντύθηκα όπως έπρεπε για να γλιτώσω. Τις τελευταίες μου πλεξούδες, τις στέγνωσα και τις κάρφωσα στην πόρτα. Αν τις βρει πουλί ας κρεμαστεί, αν τις βρει περαστικός ας τις χαρίσει σε αληθινή γυναίκα. Τύλιξα τις γάμπες μου με ασιδέρωτα παντελόνια και έσφιξα με εφηβικές γάζες το στήθος μου που έμελλε να είναι άδειο. Μετάνιωσα που δεν στολίστηκα κι εγώ και πρόδωσα την ομορφιά μου. Από τότε έχω ξεχάσει πώς να περπατάω γυναικεία και να γέρνω ανάλαφρα την φράντζα μου σε κάθε βήμα σαν σκωτσέζικη αγελάδα.

Για χρόνια απαρηγόρητα πουθενά δεν ομολόγησε την ονειροφαντασία της, ώσπου στα ενενήντα της ζήτησε να την θάψουν με το νυφιάτικο φουστάνι της. Στην κασέλα της που ξεμαντάλωσα δεν βρήκα ούτε αποκριάτικη στολή ούτε στολή υπερήρωα, μόνο ένα ταπεινό κοστούμι με ασορτί γιλέκο.
Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι έζησε σαν άνδρας.

Κρασί και Ποιητικά

Δευτέρα βράδυ, άλλοτε Τετάρτη ή και Πέμπτη, συνάξεις στο σπίτι ποιητή αιώνες πριν. Βάλτε μου κρασί παρακαλώ, μακραίνει αλλιώτικα η βραδιά. Καθισμένη στην άκρη του γωνιακού καναπέ -χέρια ξεμπλέκουν τα μαλλιά μου- περιμένω την σειρά μου με ένα ποίημα στην ποδιά. Καλύτερα να διαβάσει κάποιος άλλο πρώτα. Λίγες γουλιές ακόμα να μπω στα παπούτσια των άλλων. Μην κλαίτε δεσποινίς, διαβάστε όπως μπορείτε, ακολουθεί σουφλέ σπανάκι με ροκφόρ, σπεσιαλιτέ του μάστερ. Εσείς πάλι δακρύζετε υπερβολικά, απαλλαχτείτε επιτέλους από το ύφος της κλαίουσας ποιήτριας, μη φοβάστε θα σας ξεχωρίσουν μες στο πλήθος. Κάποιος καπνίζει πλάι στην μπαλκονόπορτα. Ποιος είπε πως έχουν πάθη οι ποιητές, εγώ δηλώνω φανατική αντικαπνίστρια. Δεν θα πω όχι στα σπιτικά σοκολατάκια, ταιριάζουν γάντι με τους στίχους του συναδέλφου εκ δεξιών που πίκραναν τα σχόλιά μου. Όχι δεν παρευρέθηκα στην τελευταία παρουσίαση. Μα νόμιζα πως συνεχίζεται η καραντίνα, δεν με ενημέρωσαν να βγάλω βόλτα τα βιβλία μου. Διάβασα το ποίημά σας στο τελευταίο τεύχος των Ποιητικών. Δεν θυμάμαι αν σας ευχαρίστησα για την συμμετοχή μου, εύχομαι να παραμένω πάντα η αγαπημένη σας μαθήτρια.

Άσεμνα σε δημόσια θέα

Ο θάνατος επήλθε φυσιολογικά, φυσικό επακόλουθο χρόνων σιγής και εγκατάλειψης. Πολλοί αναρωτήθηκαν πώς συνέβη τόσο άσεμνα σε δημόσια θέα. Μπορεί να ήταν ο ήλιος που ζάλιζε το πεζοδρόμιο. Η ζέστη που έφερνε αναγούλα μαζί με καυσαέριο. Σίγουρα δεν βοήθησαν τα χρηστά ήθη μιας ζωής με τακτικά πρόσφορα και άκαυτο λάδι. Όσα χάπια δεν χωνεύτηκαν, έμειναν άθικτα στο κομοδίνο για την επόμενη ζωή, την ευτυχισμένη. Οι εγκαταλελειμμένες αγριεύουν με τα χρόνια. Συνηθίζουν να μιλούν δαγκώνοντας, να σπέρνουν γυαλιά τις μέρες που γεννιούνται άγγελοι και να κρεμούν τη ζήλια από τις βλεφαρίδες τους. Προσπάθησα να τις ξορκίσω διατηρώντας μία σάπια ευγένεια. Δεν μπόρεσα να καταλάβω την οικειοθελή παραίτηση από την αγάπη.

Κρεμάστρα

Μίλησαν πολλές γλώσσες ώσπου να καταφέρουν να συνεννοηθούν, αλλά και πάλι κατάλαβαν ότι έπρεπε να επιστρέψουν στη γωνιά τους ώστε να γραφτεί πιο δυνατά η μοναξιά. Στάθηκε αδύνατο να γκρεμίσουν τους τοίχους που πάντοτε ζωγράφιζαν για να δουν την πόλη χωρίς το κέλυφός της. Ξεχειλώνοντας τη γλώσσα τόσο που να κρέμεται έξω από τα δόντια τους, ίσως τραβήξουν λίγη από την προσοχή που δικαιούνται. Αν πάλι δεν το καταφέρουν, θα έχουν σίγουρα εξασφαλίσει μια κρεμάστρα για τις λέξεις τους.

Καλώδια

Φοβήθηκαν πολύ τις λέξεις και είπαν να μην γράψουν σε άλλο τοίχο μέχρι να γκρεμιστούν όλοι, ώστε να μη χρειάζεται να συλλαβίζουν τα γράμματα της πόλης. Και αφού το καλώδιο του παραθύρου κόντυνε τόσο που δε φτάνει να ανάψει την εικόνα άλλων μορφών, μπορούν να καθρεφτίζονται χωρίς παρεμβολές. Τώρα που τα σύρματα του τηλεφώνου δε δένονται κάτω από τα μπαλκόνια για να απλώνουν την καλημέρα τους ως τον απέναντι, γίνεται και να μην ξαναμιλήσουν ποτέ. Αν μάθουν να κρατάνε την αναπνοή τους αρκετά, θα απαλλάξουν τη σιωπή από την υποχρέωση να απαντήσει.

Η τιμή

Πέρασαν δέκα χρόνια χωρίς να πάρουν τα μάτια τους από το δρόμο.
Ακόμα και όταν συναντούν τυχαία τους νεκρούς τους
αλλάζουν πεζοδρόμιο
μήπως από ευγένεια υποχρεωθούν να πουν καλημέρα.
Μάζεψαν χούφτες τιμαλφή στις τσέπες,
μην τους σηκώσει ο αέρας.
Τα βράδια όμως πριν πέσουν στο κρεβάτι,
τρέμουν να μην ονειρευτούν ότι φοράνε δαχτυλίδια
και ξυπνήσουν τη στενοχώρια στο πατάρι.
Έχτισαν τη ζωή τους ακριβά
και τώρα που αδυνάτισαν τα νύχια τους
θυμήθηκαν να ξύσουν παλιούς έρωτες
για να αρωματίσουν το νεκροκρέβατό τους.
Όταν αποφάσισαν να περιφέρουν την προίκα τους στην πόλη
για να κερδίσουν τη χαμένη τους υπόληψη,
λίγα κοράκια μόνο σήκωσαν το χέρι
για να σιγουρευτούν πως θα πιαστεί η χαμηλότερη τιμή.

Βιογραφικό σημείωμα

Η Κατερίνα Αυγέρη γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης, καθώς και πολιτιστική διαχείριση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Νυχτερινή λήψη» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2009), «Σε τρίτο πρόσωπο» (Εκδόσεις Γκοβόστη, 2014) και «Μονά παπούτσια περιπάτου» (Εκδόσεις Γκοβόστη, 2018), για την οποία ήταν υποψήφια για το Βραβείο Ποίησης 2019 του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης». Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr