Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Ηλία Κουρκούτα. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε Ψυχολογία. Ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης στο Βέλγιο, καθώς και την εκπαίδευσή του στην Ψυχοδυναμική Θεραπεία στο Φροϋδικό Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης Βρυξελλών. Είναι Κλινικός Ψυχολόγος και Καθηγητής Ψυχολογίας στο ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Κρήτης, Διευθυντής του Εργαστηρίου Ψυχολογίας και του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Ειδικής Αγωγής και Συντονιστής του Κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ). Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί στον λογοτεχνικό τύπο. Έχει κάνει την επιμέλεια σ' ένα συλλογικό τόμο με ποιήματα στα γαλλικά, ένα ψυχαναλυτικό δοκίμιο για τον Ρaul Gauguin κι ένα κριτικό σημείωμα για την ποίηση του Σωτήρη Παστάκα,στο περιοδικό Ποιητική. Τον Μάρτιο του 2021 κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή "Ο σκύλος της αγάπης", από τις εκδόσεις Τόπος. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, υπαρξιακή, ανθρωποκεντρική. Ο λόγος του είναι μεστός, ρεαλιστικός, διεισδυτικός, θαρραλέος. Στο βιβλίο του "Ο σκύλος της αγάπης" διαπραγματεύεται την απώλεια, τα αγκάθια των σχέσεων, την αποτυχία των κοινωνικών ρόλων. Η πένα του στηλιτεύει, γελά πικρά, θρηνεί, συναισθάνεται. Αγγίζοντας καθημερινές αλήθειες καταφέρνει να συγκινήσει τον αναγνώστη, αφού τον δένει μαζί του μια αόρατη κλωστή και τους απασχολούν τα ίδια πράγματα. Θα σας παρουσιάσω δώδεκα μοναδικά του ποιήματα !
Τα σταφύλια της θλίψης
Τα σταφύλια της θλίψης
είναι ρόγες που πέφτουν
από το στόμα
αγκίστρια που κρέμονται
από τα στήθη
τις πιπιλίζουμε
τα πρωινά
τις καταπίνουμε
αμάσητες
τα βράδια στο κρεβάτι,
όπως τα όνειρα
τις προσευχές
και τις γυναίκες.
Είναι το στόμα σου
από λέξεις,
φράσεις, ζωές
με νόημα που ήθελες
να δώσεις
στα πέταλα,
στα δάκρυα, στα φεγγάρια
που παγιδεύτηκαν
στον ουρανίσκο σου.
Είναι τα χρόνια
της αγάπης μας
ρόγες θλίψης και οργής
σπασμένα δόντια
και παιδιά που δεν υπάκουαν
τραγούδια που ξύπνησαν
απ’ το έλος της σιωπής
κι έμαθες
να ξεχωρίζεις τον ύπνο
απ’ την αϋπνία
τον φόβο από το φόνο
τον έρωτα, τον πόνο, το φεγγάρι
έμειναν τα χέρια παγωμένα
οι στίχοι σου αμήχανοι
και θυμωμένοι
κι όλοι μαζί
απ’ την αγάπη κουρασμένοι
ανακαλύψαμε τη ζωή
αφού ξαπλώσαμε τον θάνατο
στη μέση στο κρεβάτι
Ο σκύλος της αγάπης
μοιραστήκαμε
το ίδιο κρεβάτι
τα ίδια ρούχα
το ίδιο σώμα
στο πάτωμα
και στην αρρώστια
αλλάξαμε ευχές και εαυτούς
ταυτιστήκαμε με τους ίδιους ήρωες
τις ίδιες γυναίκες του σινεμά
τους ίδιους φίλους κι εραστές
τις γέφυρες που δεν ανακαλύψαμε
τους ουρανούς που δεν ζήσαμε
μοιραστήκαμε
την ίδια οθόνη τηλεόρασης
και την κεραία της τηλεόρασης
τους κωδικούς των κινητών
και τις κρεμάστρες του χολ
τα πατάκια της εξώπορτας
το κουδούνι με το όνομά σου,
το όνομά μου
και τα τραύματα της γενιάς μας
αφήσαμε τις τρύπες στο ταβάνι
το νερό να μπαίνει μέσα
δεν ενοχληθήκαμε
από τους κλέφτες της γειτονιάς
ήμασταν ίδιοι
και διαφορετικοί
και σκάψαμε στον κήπο
που δεν είχαμε
να φυτέψουμε μυστικά
που δεν θα λέγαμε ποτέ στους άλλους
να ραντίσουμε με αποφθέγματα
τη φύση
να πείσουμε τον καιρό πως έχουμε δίκιο
την πετσέτα του πόνου
μοιραστήκαμε
και τις φαντασιώσεις
του πρωινού
τις φαντασιώσεις της ιδεολογίας
και τις μάχες της εφηβείας
τα κρεμασμένα μούτρα
τις κλειστές πόρτες
μοιραστήκαμε
το μπάνιο του απογεύματος
και το σεντόνι της αϋπνίας
κάναμε τα ίδια βήματα
τις ίδιες κινήσεις
με την ίδια χαλαρότητα
κι αμηχανία
στις κλειδαρότρυπες της αγάπης
κοιτάξαμε τους εαυτούς μας
και δεν τους ξεχωρίσαμε
στον καθρέπτη
η αύρα του έρωτα
σαν να ’ πεσε βαριά στη μοίρα μας
και μάθαμε από τις ειδήσεις
ότι το κάρμα μας
χτυπήθηκε από πύραυλο
κοντά στην Παλαιστίνη
κι έτσι ξαπλώσαμε
στη σκιά
κουλουριασμένοι
ο ένας με τον άλλον
κι ο σκύλος της αγάπης
έγλειψε τις πληγές μας
Η αρχή και το τέλος της αγάπης
αγαπάμε αυτό που
μας κάνει άντρες και γυναίκες
παιδιά της ηλικίας
πατέρες του εαυτού μας
ένα δέντρο που φύτεψε
ένας πρόγονος
και το λατρέψαμε
γιατί είχε μέσα του
βροχή και αίμα
και δίπλα σπείραμε φυτά
και προσδοκίες
και βάλαμε στοιχήματα
με τον εαυτό μας
κι ύστερα ένας άντρας
χλωμός σαν άρρωστος ήλιος
μας πλησιάζει
κουβαλώντας στην πλάτη
μια νταμιτζάνα κρασί
φορώντας τα παπούτσια
και τις κάλτσες
του νεκρού πατέρα
Μοιραστήκαμε
πέντε ζωές,
δυο ή τρεις θανάτους
και μια κόρη
που μιλούσε μόνο στους ψυχιάτρους
αγαπήσαμε τα δέντρα
που δεν μεγάλωναν
και τους ίσκιους
που κρύβονταν
πίσω από τους ιδιοκτήτες τους
τα λουλούδια
δεν τα συμπαθούσαμε
και δεν μας άρεσαν οι άνθρωποι
που κάπνιζαν στο δρόμο
αποφεύγαμε τα αεροπλάνα
αν και κάποτε μας συνέπαιρναν
οι αεροπειρατείες
τα σκεύη της κουζίνας
δεν μας άρεσαν
στην άμμο
θυμάμαι σκάβαμε
να βρούμε κρόκαλα
που δεν θα’χαν αξία
αρχαία δόγματα
και συνταγές μαγειρικής
να δείχνουμε στους φίλους
πίσω από τις κουρτίνες
ψάξαμε
τις εκπορνευμένες πλευρές
των ανθρώπων
και στις καρδιές τους
νομίζω ψάξαμε
και συμφωνήσαμε ότι αγαπιόμαστε
αγαπηθήκαμε
όπως τα γουρούνια,
τα παιδιά και τα δελφίνια
και είδαμε το τσίρκο της αγάπης
και βγήκαμε για ψώνια
μιλούσαμε στους γέρους
και στα παγκάκια
και σε κάποιες γυναίκες που λεγόταν
νύφες
απεχθανόμασταν τη μπάλα
και τα μπαούλα με τις προίκες
τα στοιχήματα και τις πισίνες
τα σύννεφα το βράδυ
τους άντρες που δεν χωρίζαν
αγαπούσαμε τις γάτες στα μοτέλ
που κουβαλούσαν κάτι
από τη δυστυχία των ανθρώπων
και τα ερείπια των δρόμων
λυπάμαι που δεν γνωριστήκαμε
κάτω από τις γέφυρες
στο τέλος μείναμε
να αναρωτιόμαστε
ξύσαμε λίγο από τον χρόνο
ξύσαμε λίγο από τον πόνο
κι αφήσαμε το αποτύπωμα
στον έρημο βράχο
που τώρα γλείφει
ο σκύλος της αγάπης
Μικρή ωδή στον Ντιν. Χρίστιαν.
«τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα,
σαν ένας μελλοθάνατος»
που αρπάζεται από το βλέμμα του αποσπάσματος,
πιάνεται από τα λόγια των φυλάκων
αυτά που του είπαν και δεν τα εννοούσαν
αυτά που εννοούσαν και δεν του είπαν
το προηγούμενο βράδυ στο κελί,
όπως ο αναποφάσιστος για τη ζωή
γραπώνεται από τύψεις κι ενοχές,
ο χωρίς υπόσταση και βάθος έρωτα
από οφέλη και απώλειες
εγώ σε κουβαλώ σε δρόμους δύσκολους,
σε άγνωστους αστερισμούς
πριν από κάθε γεύμα σε προσεύχομαι
και σε πενθώ
όλοι φτιαγμένοι από μικρούς θανάτους
είμαστε
απ’ το χαμηλό φως εκείνου του απογεύματος,
κανείς δεν αγάπησε τη ζωή
όσο αγάπησα εγώ εσένα
Τα νυχτερινά πουλιά
Τα νυχτερινά πουλιά
συνοδεύουν τους άντρες
στο θάνατο,
πετάνε από πάνω
τσιμπάνε τις αναμνήσεις
που αυτοί κρεμάνε
στα δένδρα τις νύχτες,
πλαταγίζουν τα φτερά
στα πρόσωπά τους
μέχρι να σηκωθούν απʼ το κρεβάτι
να βγάλουν την πυτζάμα
την φανέλα
να τακτοποιήσουν
μέρες και αισθήματα
να χωρίσουν το σώμα
απʼ τα εσώρουχα
το κρέας από την ψυχή
τα ορμητικά ποτάμια
είναι οι καλύτεροι φίλοι του άντρα,
όταν τους συνοδεύουν στο θάνατο,
οι άντρες ρίχνονται μέσα τους
σαν παιδιά στη θάλασσα,
παλεύουν με τις δίνες,
τα ρεύματα, τα κύματα,
και σκέφτονται
έτσι ήταν και στη ζωή,
παίζαμε με τις ρουφήχτρες
τις θανάσιμες ώρες
τις τελετές των ψυχών,
τις πέντε αδελφές που δεν παντρεύτηκαν,
την αρρώστια του πατέρα
την μάνα που δεν ξεχώριζε
το χώμα από τον ουρανό
τις πόλεις από τα κοιμητήρια
όταν ο Βοράς πλησιάζει
το Νότο
κι η νύχτα ξαπλώνει
απελπισμένη
οι άντρες συναντούν
στα ήσυχα νερά
πνιγμένα αδέλφια
και φίλους
απ' το γήπεδο
Τα φτερά του άντρα
έτσι είναι και με τα φτερά,
οι άντρες πετάνε,
ή νομίζουν ότι πετάνε,
γι’ αυτό αγαπάνε
τα φτερά των αεροπλάνων,
το αλκοόλ και τις φωνές,
ξαπλώνουν στο πεζοδρόμιο,
νομίζοντας ότι έχουν ρίζες
που φυτρώνουν φτερά,
και σκέφτονται το πρώτο γκολ,
το πρώτο τσιγάρο
το πρώτο ουίσκι
οι άντρες αγαπάνε
τα αυτοκίνητα, τα μποτιλιαρίσματα
τους θορύβους της νύχτας,
τις αδέσποτες γυναίκες
τα σημάδια του θανάτου
τους θυμίζουν παιδιά
που τραγουδάνε απελπισμένα
τα κάλαντα τα Χριστούγεννα
αλλά υπάρχουν νύχτες
που οι άντρες ξαπλώνουν
από φόβο,
σφίγγοντας την ανάσα
να ακούσουν τα φτερά
να ακούσουν τα πούλια
να νομίσουν ότι πετάνε
να νομίσουν ότι αγαπάνε
Η γυναίκα μου έφυγε
με φώναξαν
να αναγνωρίσω το πτώμα
στην υπόγεια αίθουσα
του Δημοτικού Νεκροτομείου
του Περιφερειακού Νοσοκομείου,
η γυναίκα μου,
ακίνητη νεκρή
παγωμένη
αναγνώρισα το πτώμα
από την φρικτή οσμή
ένα ακίνητο σύννεφο αέρα
που κάλυπτε το κεφάλι
η γυναίκα μου έφυγε χωρίς
να πει κουβέντα
δεν ξέρω ποιος οδηγούσε
το αμάξι
που έπεσε πάνω της
δεν χαιρέτησε πριν φύγει
δεν την φίλησα πριν φύγει
σκούπισα τη μάσκαρα
από τα μάτια της
το κόκκινο στα χείλη
στον τάφο της,
θα αφήσω
δυο πεταλούδες χωρίς φτερά,
κομμάτια από φαγωμένο ψάρι
και δύο αστέρια κομμένα ραμμένα
σαν χειρουργημένα παιδιά,
μην ξεχάσω το κουτί από τα παπούτσια
όπου κρατούσε τα γράμματα απ’ τον στρατό
και λίγο αίμα απ’ τις αποβολές
σ’ ένα κομμάτι ύφασμα
θα στήσω
κι ένα φλεγόμενο σταυρό
θα κρεμάσω και τη γάτα που αγαπούσε
και δυο χεράκια,
δυο ποδαράκια
από κούκλες παιδικές,
να θυμάται τα παιδιά που έχασε
μη ξεχάσω να κρεμάσω και μια φωτογραφία
της μάνας της
κι ένα ποίημα του Λόρκα,
θα αφήσω και δυο τρία κομμάτια
απ’ την καρδιά μου,
ριγμένα καταγής
σαν τις ροχάλες
που έφτυναν παλιά στο χώμα,
να θυμίσω στο θάνατο
πως είναι αναξιοπρεπής
κι ένα κομμάτι ουρανό
θα βάλω,
και δυο φωτογραφίες απ’ το στήθος
που της κόψαν στα σαράντα
η γυναίκα μου έφυγε
οι άνθρωποι μιλάνε για τη μοίρα
για το θαύμα που δεν έγινε
για ένα Θεό που παίρνει αγκαλιά
μωρά από τα γεννοφάσκια
τα αλλάζει πάνες
τα ξεσκατώνει με τους γέρους
στη χώρα της άνοιας
η γυναίκα μου πέθανε
κι έσβησε ο θυμός μαζί της
και γέμισε το νεκροτομείο
με σκούρα κομμάτια από αναμνήσεις
σαν κρέας χαλασμένο στον αέρα
μόνο θάνατος
υπάρχει στη μοίρα,
λένε οι σοφοί,
κι ένα νοικιασμένο δωμάτιο
απ’ το Δήμο
σε ένα υπόγειο
ενός άγνωστου κοιμητηρίου
μέλη ακίνητα
σκεύη ανθρώπινα
δεν φωνάζουν
δεν διαμαρτύρονται
θα φύγω αξιοπρεπώς
δεν θα κλάψω
δεν θα κάνω μήνυση στον άγνωστο
την γυναίκα μου
την αγαπούσα
στον τάφο της
δεν θα είναι μόνη
οι ζωντανοί θα την επισκέπτονται
οι νεκροί θα της μιλάνε
για τότε που κυλιόμασταν στην άμμο
ανάμεσα στους λόφους,
σε στρώμα δανεικό
σε ξένη γειτονιά
που μετά βίας έβγαζε χαρά
η γυναίκα μου με κοιτάζει
απ’ το νεκροτομείο
σφιγμένα χείλη
μυστικά ολόκληρης ζωής
τα παίρνει μαζί της
μέρες βυθισμένες στην απόγνωση
η γυναίκα μου κρατά σφιχτά
το άδειο της χέρι
αγαπούσε τα λουλούδια,
τα παιγνίδια,
το ταγκό και τη σιωπή
της άρεσε η Ανατολή
γιατί εκεί οι άνθρωποι
δεν πεθαίνουν
αρμενίζουν στα λόγια
και στα καράβια της μνήμης
στα σιωπηλά νοήματα
στα κόκκινα νήματα
και καίγονται στα μάτια
με το βλέμμα του άλλου
ο θάνατος της καταγράφηκε
3.45 το πρωί
το κινητό της χτυπούσε
όταν διαπίστωσαν
ότι η καρδιά της είχε φύγει,
η γυναίκα μου σιωπηλή
στη νύχτα του νεκροτομείου
θα ξεκουραστεί απ’ το θυμό
θα ξεκουραστεί κι αυτός
από αυτή
δεν θα βάλω δίσκους
με λυπητερά τραγούδια
γυναίκες να την κλάψουν
η γυναικά μου ήταν λύπη
και θυμός μαζί
στον τάφο της
θα κρεμάσω τα κουλουράκια
που έφτιαξε πριν φύγει
και μια φωτογραφία
του Πασκουάλ Αρμάντο
που πέθανε στην πίστα του ταγκό
που αυτή αγαπούσε στη ζωή
και θα της στείλω το SMS
που δεν της έστειλα
εκείνο το βράδυ
γράφοντας της
να μην αργήσει
Silver alert
[από τη Λάρισα στη Λευκωσία]
"οι Αλληγορίες δύο λιμανιών που δεν υπήρξαν"
η μάνα μου έδωσε ένα φουγάρο
να αναπνέω τα δικά της όνειρα,
τις ενοχές
που δεν μπόρεσε να ξαποστείλει
σε κάποιον Άδη,
να φορτώσει σε κάποιο Κώστα,
Γιώργο ή Πάνο από την Κύπρο,
σε έναν άντρα, τέλος πάντων,
της αρεσκείας της
η μάνα μου με γνώρισε στη γυναίκα
που παντρεύτηκα μικρός,
σχεδόν βρέφος της επιθυμίας,
γιατί δεν μπόρεσα να γίνω
άντρας, όπως το ήθελα
ή τέλος πάντων να γίνω,
αυτό που ήθελα
κι έτσι περπάτησα σε ένα δρόμο
των αστεριών, λεγόταν,
χωρίς ονόματα και αριθμούς,
κι ένα ταχυδρόμο μόνο,
να στέκεται
κοιτώντας ψηλά
απορημένος
κι έτσι κατέληξα να περιπλανιέμαι
σχεδόν παιδί, σχεδόν άντρας,
ανάμεσα σε δύο σύμπαντα
δυο αιώνες, δύο μοίρες,
δουλειάς και μόχθου,
όλα διπλά κι αντίθετα,
και μιας ηδονής
που στις ειδήσεις είπαν
ότι απωλέσθηκε
ως σπάνιο είδος,
εξαίρετων και γερασμένων ανθρώπων
Silver alert,
από τη Λάρισα στη Λευκωσία
ή και το αντίθετο
και βρέθηκα
μακριά από την Κύπρο και τη γη της
κάτω από έναν ουρανό που έσταζε
τι δικό του πόνο,
σε ένα σύννεφο με παιδικό θυμό
και χαμένες προσδοκίες
στα πόδια και στις μασχάλες
του Ολύμπου
κι ενώ βυθομετρούσα τις πληγές
του Πηνειού,
εσύ στα οδοφράγματα
για τις διεφθαρμένες συμφωνίες,
εγώ στα παγκάκια
με τους συνταξιούχους
της πλατείας
κι εσύ με τους ήρωες
που δήλωναν θάνατο
δεν ήξερα πια
αν σε θυμόμουν πράγματι
ή αν σ’ αγαπούσα
Πρόσωπα γυναικών/ άντρες στο κενό
Αιωρούμενη στις τέσσερις γωνιές
της καθημερινότητας
με πράξεις, εντολές,
δόσεις ευγένειας
και λαγνείας
έτσι είναι η γυναίκα,
μια εξομολόγηση στο πουθενά
μια ξαφνική χαρά
ένα αστέρι μες το χέρι
έρωτας με πάθος στα ορυχεία
των αντρών
με λίγο γάλα, λίγο στήθος
τρέφει όλους τους τροπικούς
γυμνό μοντέλο
κι αόρατη Αράβισσα,
δεν έχει λόγια να περιγράψει
τον τρόπο που υπήρξε θύμα
κι οι άντρες;
οντότητες παράξενες
πνεύματα αμφίβολα
και ηλεκτρισμένα όνειρα
σκοτώνονται
για να σκοτώσουν
γιατί φοβούνται τη ζωή
και το μελάνι
της αγάπης
Εμείς/ Αυτοί
Αυτοί
Άντρες φουγάρα
τις Κυριακές
τ’ απομεσήμερα
γραβάτες στο πάτωμα
σκέψεις σκληρές
άλογα ατίθασα
στη μοναξιά της επιθυμίας
άντρες χωμένοι στις πολυθρόνες
σαν πτώματα απλωμένα
και πάνω τους άσπρα σεντόνια
σαν για να κρατάνε τη φρεσκάδα
του νεκρού,
αυτοί ήταν οι πατέρες μας
Εμείς
Είναι που πορευτήκαμε νωρίς
είναι που πήραμε και δώσαμε πολλά
από τις μανάδες και τις εποχές
είναι που αγαπήσαμε
χωρίς να το γνωρίζουμε
και ψάχνουμε σαν τους τυφλούς
να μάθουμε τα χρώματα
Ο αρχάγγελος Ρεμπώ της Πάττυ Σμιθ
στον Σωτήρη Παστάκα,
στον Λόρενς Φερλινγκέτι
και δυο ζουν ακόμη
Ο αρχάγγελος Ρεμπώ
δέσποζε στο πάγκο
ενός βιβλιοπωλείου
στη Φιλαδέλφεια
απέναντι από ένα σταθμό
λεωφορείων
η Πάττυ δεν πήρε το λεωφορείο
πήγε απέναντι
και σούφρωσε τον Ρεμπώ
από τον πάγκο
η Πάττυ τον ερωτεύτηκε
κι αυτός την πήρε από το χέρι
κι έφυγε από το εργοστάσιο
όπου δούλευε με πολλές
αγράμματες γυναίκες
που την έβλεπαν σαν χτικιό
να διαβάζει στοιχειωμένα γαλλικά
στην τουαλέτα
η μαμά της Πάττυ προσευχόταν
κάθε βράδυ
η Πάττυ φοβόταν τον θεό
φοβόταν τις αϋπνίες
κι ένα κομμάτι από μαύρο ουρανό
που έσκυβε τις νύχτες πάνω
από το προσκεφάλι της
σαν τον σκοτεινό πατέρα
που δεν γνώρισε
ήθελε τον εαυτό της ερωτικό
αλλά ερωτεύτηκε την ποίηση
και τους μπίτνικ
διάβαζε ποιήματα
σε μισόκλειστα υπόγεια
με ουίσκι και καπνό
με τζαζ
και τρέμουλο
ένα κοκαλιάρικο δαιμονισμένο παιδί
με μια τρύπια άψυχη καμπαρντίνα
που δεν κρατούσε τη βροχή
βρέθηκε στο
Παρίσι στα βήματα του Αρθούρου
στο ξενοδοχείο «Καμπανέ»
κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι
100 χρόνια μετά
από αυτόν
και κόλλησε στη ραχοκοκαλιά της
τον ίδιο σκώρο
τις ίδιες ψείρες
τις ίδιες αλογίσιες τρίχες
την ίδια τρέλα
από το τρίχινο στρώμα του Καμπανέ
ήταν η πρώτη νύχτα που κοιμήθηκε άφοβα
στο μεγάλο ντιβάνι της λύπης
κι από κει βρέθηκε στους καναπέδες
τ’ ουρανού
με τον Αρχάγγελο της γης
με μια βαθιά βραχνή
φωνή-
κι ένα δρεπάνι να κόβει
κομμάτια ήχους
από τον αέρα του Μανχάταν
μουρμουρίζοντας για το πένθος
και την αγάπη
στα μπαρ και στη βροχή
γράφοντας στίχους
για την κόλαση του Δάντη
η μάνα της
θρησκόληπτη καταθλιπτική
μετά βίας λευκή
προσευχόταν κάθε βράδυ
η Πάττυ φοβόταν τον Θεό
κι ερωτεύτηκε τους αρχαγγέλους
Αρθούρο, Κόρσο, Φερλινγκέτι
κι έγινε η νύχτα της
η νύχτα μας
γιατί έτσι
είναι οι νύχτες,
κοιμούνται με τους ποιητές
που αγαπούν
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Ηλίας Κουρκούτας γεννήθηκε στη Λάρισα. Είναι Κλινικός Ψυχολόγος και Καθηγητής Ψυχολογίας στο ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Κρήτης, Διευθυντής του Εργαστηρίου Ψυχολογίας και του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Ειδικής Αγωγής και Συντονιστής του Κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ). Ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης στο Βέλγιο, καθώς και την εκπαίδευσή του στην Ψυχοδυναμική Θεραπεία στο Φροϋδικό Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης Βρυξελλών. Η ποιητική του συλλογή «Ο σκύλος της αγάπης» κυκλοφόρησε πρόσφατα σε επιμέλεια Άρη Μαραγκόπουλου από τις εκδόσεις Τόπος. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά: Bibliotheque, Φρέαρ, Θράκα, Χάρτης, Fractal, Νέο Επίπεδο, Οδός Πανός, Νέο Πλανόδιο, Exitirion, Φτερά Χήνας, κλπ. Έχει επιμεληθεί ένα συλλογικό τόμο με ποιήματα στα γαλλικά και ένα ψυχαναλυτικό δοκίμιο για τον Paul Gauguin, καθώς και ένα κριτικό σημείωμα για την ποίηση του Σωτήρη Παστάκα, στο περιοδικό Ποιητική.
Βρείτε την ποιητική συλλογή του Ηλία Κουρκούτα "Ο σκύλος της αγάπης" στον παρακάτω σύνδεσμο:
http://www.toposbooks.gr
.