Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Θεοδώρα Βαγιώτη. Η καλεσμένη μου έχει σπουδάσει στη Φιλοσοφική κι εργάζεται στον χώρο της συγγραφής κι επιμέλειας κειμένων. Ποιήματά της φιλοξενούνται σε συλλογές, στον ηλεκτρονικό τύπο και στα προσωπικά της ιστολόγια. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, αλληγορική, στοχαστική.Την απασχολούν οι σχέσεις, οι γέφυρες με το παρελθόν, ο έρωτας, η επαφή με τον πυρήνα του συναισθήματος. Ο λόγος της είναι περίτεχνος, με ευφάνταστα σχήματα,συγκινησιακά βαθύς. Οι ζωντανές εικόνες της εναλλάσσονται με καταιγιστικό ρυθμό και κορυφώνουν την ένταση. Τα υποκείμενα δράσης μπαίνουν συχνά στο πρώτο και στο δεύτερο ενικό πρόσωπο, συμβάλλοντας στην αμεσότητα της γραφής. Θα ταξιδέψουμε μαζί της μέσα από δέκα καταπληκτικά ποιήματά της!
Το κάλεσμα
Έλα μέσα απ’ το σύννεφο
Έλα με τα μάτια σου ανοιχτά
Κρίνε με
Έλα με τα χέρια της αγκαλιάς των πουλιών
Πέταξε πάνω απ’ τη γη και σπείρε μου
τον πανικό της παρανόησης
Έλα με το ρούχο σου μισό, έλα γυμνός
Έλα σημαδεμένος απ’ τον Θεό
με την πίκρα της πρώτης ζωής στα χείλη
Έλα και τραγούδησε όπως τραγουδούν
οι άγγελοι όταν παίρνουν τις ψυχές
Με τον θυμό σου
ξεδίψασε την εξάντληση
κι είναι το στόμα μου στεγνό
Έλα με το στεφάνι σου γεμάτο αγκάθια
Φόρεσέ το στο κεφάλι μου
και σκούπισε το αίμα της σκέψης που βασανίζω
Έλα, μην αργείς
Μέσα απ’ το σύννεφο, εχθρός μου
αναστημένος
25η Ιουνίου
Στη διασταύρωση που βλέπει το εφηβικό μου παράθυρο
πηγαινοέρχονται μουτζούρηδες με τα χέρια στις τσέπες
χτυπώντας γαλλικά κλειδιά και κατσαβίδια
μία μπάντα ολάκερη στον ρυθμό των συνεργείων
που ξεφυσά κάθε τόσο επτά όγδοα
αντρικών χαιρετισμών και πρόστυχων λόγων
κι η μάνα μου με στέλνει πότε – πότε
στο μπακάλικο του Τσάρλι
που θα πεθάνει του χρόνου τέτοια μέρα από καρδιά
πάνω στην ταμειακή μηχανή
και όπως κουβαλώ τα άδεια μπουκάλια μπίρας
μία κατσαρίδα αθάνατη
θα βγει από το στόμιο <του Άδη>
θα περπατήσει στο χέρι μου μέχρι τον ώμο
κι ύστερα απ’ τον κορμό μου ως την άσφαλτο
θα τρέξει στον υπόνομο
Διοπτεύσεως και Θέρους γωνία
μα τα υπολόγισα καλά
δεν θα προλάβει ούτε το μέτρο να τελειώσει
πριν ξεκινήσουν τα επόμενα επτά όγδοα
το ζωύφιο θα απαλλαχτεί από τον νόστο του
κι οι μηχανουργοί δε θα προφτάσουν να πουν ούτε καύλα ούτε μωρό
τόσο γρήγορα θα πετάξει και η ψυχή του Τσάρλι
το πνεύμα του μικρότερο από έντομο
μια πικρή μυρωδιά γράσου στο πεντάγραμμο
(πρώτη δημοσίευση στο Μονόκλ http://www.monocleread.gr/)
Εσύ μοιάζεις του φθινοπώρου
Ανεβοκατεβαίνει στο στέρνο μου η Νέδα,
στ’ αυτιά μου κόλλησε το σι μπεμόλ
μα ας όψεται το καταραμένο μυθικό της βλέμμα
που με πέτρωσε κάπου στην επιθεώρηση
και η πίστη μου μούδιασε
στα βρώμικα νερά των ποταμών
που έγραψες μες το ανένταχτό σου.
Κάθε λέξη άλλος προορισμός,
κάθε στίχος ένας χτύπος ακανόνιστος.
Αρρυθμία.
Καμία θάλασσα
δε θα με σώσει,
κανένας ήλιος δε θα κλείσει σε φωτοσταλίδες
τη σκέψη σου μπροστά στα μισάνοιχτα μάτια μου.
Εσύ μοιάζεις του φθινοπώρου και της βροχής.
Σε κρύβω κάτω από τα σκεπάσματα
με φως τις οξυμένες μου αισθήσεις,
αρρωσταίνω και με γιατρεύεις.
Τέλος Αυγούστου
Κι εγώ που γνώρισα πρώτον
τον Φεβρουάριο
με τις ουράνιες λύπες
και τις νεφελώδεις αγκούσες
του γκρίζου στερεώματος
με φώτισε ο αυγερινός
μια τυχαία ξάστερη νύχτα
μετά από καταιγίδα
Στηθάγχη μηλέας του παραδείσου
το καλοκαίρι μου
ν’ αψηφώ το απαγορεύεται
απ’ τη μάνα μου
με βουτάει στις θάλασσες
με ξεβράζει ναυαγό στις ξέρες
Poet
Σ’ έχω κρυμμένο
στο όνειρο
που βλέπω κάθε βράδυ
ότι είμαι
μια Ελάιζα Ντούλιτλ του λιμανιού
κι αδύναμη στις ρίμες
μια πεπρωμένη υπομονή
που στα χέρια σου απάνω
μαθαίνω τι είναι
τα φεγγάρια για τον Κρόνο
τι η απειρότητα
στου ανθρώπου τη θάλασσα
τι είναι τα ποιήματα
που σου βαραίνουν τον θώρακα
όταν τα λες
απ’ έξω φωναχτά
και με πεθαίνεις
από ανάπαιστο έρωτα
κι έτερο χρόνο
(Πρώτη δημοσίευση στο Κόσκινο, https://tokoskino.me/)
Η οχύρωση
[Φιλοσοφία]
Ποτέ μην υποτιμάς
τη μεταφυσική δύναμη
της αθεΐας
Τα γερασμένα άλογα
πελεκίζουν τον σταυρό τους
πιο πολύ και από καλόγερο
σε όρκο σιωπής
[Γεύση]
Στητή και περήφανη
φραουλιά
γλυκαίνει το στόμα σου
τρεις και δέκα φορές
κατά τον οργασμό
των υποσχέσεων
[Παιχνίδι]
Το βουητό θέλεις ν’ ακούσω
με τ’ αυτιά μου
από ένα όστρακο που έφερε
ο Γιάννης απ’ τον Γάγγη
Φυλαχτό
το φοράει η καρδιά μου
μέλι στο ψωμί του
φτωχού Βραχμάνου
[Ψυχαγωγία]
Συχνά είναι αρκετό
να βάζεις μέσα
στις παλάμες σου
το αλλόκοτο πρόσωπο της ομορφιάς
που διακορεύεις
σαν άγριος επιβήτορας
με λεπτό πινέλο και καφέ βαντάικ
[Μοναξιά]
Ακόμη πιο συχνά
αφήνεις τα πρόσωπα
να κοιμούνται
μιαν αιώνια μεσημεριανή σιέστα
και ζωγραφίζεις τοπία
και νεκρή φύση
[Επιθυμία]
Η συνάντηση
στην άκρη μιας προβλήτας
με το αεράκι να παρασύρει
τις επίμονες τούφες
μπροστά απ' τα
μάτια
για να σε βλέπω
καλύτερα
Το παιδί του αλαφροΐσκιωτου
Το παιδί του αλαφροΐσκιωτου
ξαπλώνει με μια βρόμικη τράπουλα στα χέρια
κι έχει τ’ αυτιά του σκεπασμένα
μη τα φυσήξει ο διάβολος
τη νύχτα
Κουνάει τα πόδια του συχνά να ξεμουδιάσουν
απ’ τον τόσο οίκτο για τους αγαπημένους
και το στόμα του ψελλίζει
όλους τους αθάνατους θεούς
του κάτω κόσμου
Χτυπά το ξύλινο κρεβάτι τρεις φορές
και μια ακόμη για σιγουριά
όταν σκέπτεται την μάνα του
να κοιμάται ήσυχα στο κουτί της
Στο στήθος έχει μια μεγάλη τρύπα
για να βγαίνει η καρδιά του
και να ντροπιάζει την αγρύπνια του μυαλού του
και από τις παλάμες του
πού και πού
ματώνει ζητώντας ευσπλαχνία
σαν περιφερόμενος Χριστός σε πανηγύρι
Όταν κουράζεται πολύ
το παιδί του αλαφροΐσκιωτου
αποκοιμιέται με μνήμες
που δεν έζησε ακόμη
και η βρόμικη τράπουλα
πεσμένη στο πάτωμα
προλέγει την τύχη του πατρός του
Φθινοπωρινή αγρύπνια
Ό,τι είμαι τα σαββατοκύριακα
/στα πάρκα σέρνοντας πίσω μου
σαν γαμήλια τενεκεδάκια
τα ποιήματα που έγραψα για σένα
μονάχα σωπαίνοντας
πάνω από τη σωτηρία της χελώνας
που βάλαν στόχο τ’ αδίστακτα παιδιά
/στα σινεμά μπουσουλώντας στο σκοτάδι
να βρω τη θέση μου δίπλα σου
κι ας μην γνωρίζεις πως
η ματιά μου αναζητά ανάπαυση
στα βλέμματα των άλλων
/στα σκαλοπάτια των μικρών σπιτιών
που με καθίζουν
με τα χέρια κουλουριασμένα
γύρω απ' τα γόνατα
να προλάβω να τα δέσω γερά
μέχρι να σε ξαναδώ
/στα στέκια των μεθυσμένων μπαίνοντας
να σε βρω στην άκρη
του αόρατου νήματος που μας δένει
τρεκλίζοντας παραπατώντας
να πέφτω στην αγκαλιά σου φιλημένη
κάτω από δημόσιο φανό
Ό,τι είμαι τα σαββατοκύριακα
ό,τι είμαι
σε σένα το χρωστώ
Αύγουστος
Μου αρέσει η ζέστη
γιατί μπορώ να φορώ μισό ρούχο
ν' ανοίγω τα πόδια σαν άντρας
καθώς ρίχνω πάνω μου θάλασσα
να γέρνω πίσω το κεφάλι μου
και να κοιτώ τον ήλιο
που θρέφει το νεογέννητο τζιτζίκι
να τρεμοπαίζουν τα μάτια μου
στον ήχο της φωνής σου
κι όπως γίνεσαι ένα με το κυανό τοπίο
να κολυμπούμε μαζί
σαν προσφυγάκια ερωτευμένα
προτού τα παγιδέψει
το δίχτυ που έριξε ο ψαράς
ένα αυγουστιάτικο πρωινό
ίσως τη μέρα του Σωτήρος
Το σώμα σου άνθρωπε
Σε βρήκα μέσα σ' ένα ποίημα του Αναγνωστάκη
ν' απλώνεις τις ρίζες σου
στην άκρη ενός πολύβουου λιμανιού
Σε βρήκα σε μια μνήμη
θλιμμένη την ώρα
που τα δασύπνοα φουγάρα
σήμαναν το τέλος της νιότης
Με κοίταξες κάτω από τα λυγισμένα
φώτα των αστεριών
με φίλησες στα χέρια
καθώς τραβούσα από το χώμα
το κορμί σου
Μα δεν μπόρεσα να σε πάρω μαζί μου
έτσι που 'γινες αιωνόβιο δέντρο
και με χαιρετάς
καθώς μπαίνω μόνη στο καράβι
με τις αποσκευές να μου κόβουν τα χέρια
Βιογραφικό σημείωμα
Η Θεοδώρα Βαγιώτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται στον τομέα της συγγραφής και επιμέλειας κειμένων. Ποιήματά της θα βρείτε σε ηλεκτρονικά περιοδικά, ιστολόγια και συλλογές, αλλά και στα προσωπικά της ιστολόγια:
https://theodoravagioti.blogspot.com/
και
https://logotexnia-filoteo.blogspot.com/"
Έννεπε Μούσα,Ιστότοπος ποίησης και μουσικής