Δέκα ποιήματα της Ειρήνης Παραδεισανού

Δέκα ποιήματα της Ειρήνης Παραδεισανού

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Ειρήνη Παραδεισανού. Η καλεσμένη μου σπούδασε Κλασική Φιλολογία και υπηρετεί στη Δημόσια Εκπαίδευση στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Έργα της δημοσιεύονται και στο προσωπικό της ιστολόγιο "Παρείσακτη". Η ποίησή της είναι αφηγηματική, προσωποκεντρική, συμβολική. Ο λόγος της είναι σμιλεμένος, θαρραλέος, με μεθυστικές αλληγορίες, ανάγλυφες εικόνες και ισχυρή συναισθηματική φόρτιση. Η πένα της εμπνέεται από την εσωτερική συνομιλία,βυθομετρεί την ψυχή κι αποκωδικοποιεί τα πιο δυνατά σήματά της. Είναι μια γραφή συγκινητική και θελκτική για τον αναγνώστη. Θα ταξιδέψουμε με δέκα διαλεχτά ποιήματά της!

ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΕΝΔΕΙΑ

Μοιάζουν οι λέξεις μου παιδιά ορφανά
Η μάνα τους σκοτώθηκε ευθύς μετά τη γέννα
Αυτόχειρας σε μια στιγμή γνήσιας ηδονής.

Δεν καταδέχτηκε
Από το χέρι να τα πάρει
Με προστυχιά τον κόσμο να γνωρίσουν.

Φευγάτε μόνα σας
Κραυγάζει
Ξυπόλυτα λιγνά και τρομαγμένα
Γυρέψετε να σας ανοίξουν πόρτες.

ΕΓΩ Ο ΜΟΝΟΣ

                  Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
                  και λέω πάλι:δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά..

Θα σας προσφέρω τη δίψα μου
Θα τη στραγγίξω σε κανάτι διάφανο
Και θα προσμένω τα χορτάτα λαρύγγια σας
Να’ ρθουν να καμωθούν πως τα' γγιξε η δίψα

Θα σας προσφέρω τη λύπη μου
Θα τη στερνιάσω σε χωμάτινο σινί
Και θα προσμένω τα δάκρυα του πόνου σας
Έτσι ως θα καμώνεστε τους πένητες

Θα σας προσφέρω τους στίχους μου
Εγώ ο μόνος
Ο στερημένος από νότες ουρανού
Εγώ που μ’ άγγιξε η λάβα του κενού
Μου τσουρούφλισε το νου
Κι από τότε σέρνω τα βήματά μου και τρεκλίζω
Σε τούτη τη γη που με διώχνει

Είναι στιγμές
Που κλείνω τα μάτια και βυθίζω τη σιωπή μου μέσα στην οχλαγωγία σας
Είναι στιγμές
Που ουρλιάζω λέξεις ακατανόητες
Κι άλλες
Που λέω ακριβώς αυτά που θέλετε ν’ ακούσετε
Με τάξη και σύνεση
Ακριβώς αυτά που θέλγουν τα μικρά σας μάτια
Και προσμένω

Εγώ ο μόνος
Που το μόνο που πόθησα
Είναι ένας νους δίχως χάσματα
Μια θάλασσα δίχως κύματα
Κι ένας γκρεμός να πηγαίνει ολόισια στην άκρη του μυαλού
Να περιγράφει τα στοιχειά
Να τα μερώνει
Γητειές να τραγουδά
Πουλί της τρέλας.

( Ρητορική ένδεια, Βακχικόν 2013)

ΥΠΕΡΗΧΟΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Ο οισοφάγος μου
τρωτός
λάμπει στο σκοτάδι.
Τον καρφώνουν με σφυριά στην οθόνη
οι γιατροί με τις άσπρες νοσοκομειακές κραυγές
ασπίδα στα σκάγια του πόνου
που αναδίδει η αρρώστια.

Είμαι μικρή και βουλιάζω στο πάτωμα.
Στη σχισμή που ενώνει τα πλακάκια του νοσοκομειακού ασύλου.
Κι η πόρτα ορθώνεται αμίλητη
στο τέλος του αστραφτερού διαδρόμου.

Κανείς δε βλέπει τα περίκλειστα σύνορα.
Κανείς δε νιώθει την οσμή του φόβου.
Έχουνε μάθει ν’ ακουμπούν με μάτια γυάλινα
το κίτρινο υγρό της ανθρώπινης υπόφυσης
που υπόγεια καίει
στα μάτια των αρρώστων
στην απεγνωσμένη λάμψη τους
στον φθόνο για την ελευθερία του αγέρα
που θα αγκαλιάσει τους πόρους τους
μόλις αφήσουν πίσω τους
τη βαριά γυάλινη πόρτα.

ΕΑΡΙΝΟ

στη μητέρα μου

Ήρθε δακρύζοντας από τα μάτια μια στέρεη θύμηση.
Τα χέρια της γυμνά κλαδάκια σκεπασμένα χιόνι
και η φωνή της ράγιζε από το βάρος της λύπης.

Κάθισε αντίκρυ μου
κι ακούμπησε το χέρι στο μάγουλο
έτσι όπως τις στιγμές της ξέγνοιαστης νιότης.

« Υπήρξες ποτέ νέα ,μητέρα;»
Ήθελα να της πω.
Μα η φωνή δεν έβγαινε.

Κι αυτό το « μητέρα » μου φάνηκε ξένο.

Το’ ξερα πως ζητούσε την άδεια
τώρα που έσερνε την αρρώστια μέσα στα δυο πελώρια μάτια
να γίνει ξανά το κοριτσάκι με τη μακριά πλεξούδα
να’ ρθει στα χέρια της μάνας του
να κλάψει.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

          Εγώ προτείνω να προσπαθήσουμε να είμαστε ευτυχείς,
          γλείφοντας
         Το φτωχό ανθρώπινο παϊδι

                Νικανόρ Πάρρα

Όλα σαλεύαν γύρω μου σαν ξένα
με τον αργό ρυθμό που’ χουν στα όνειρα οι στιγμές.
Άγγιζα το δέρμα μου να ξορκίσω τον πόνο.
Οι πόροι ανασαίναν δάκρυα.

Θεέ
Έριξες ποτέ το βλέμμα στα πλάσματα των χεριών σου;
Ή να πω
του διεστραμμένου νου σου;

Συγχώρα με Θεέ

Μιλάει ο πόνος
Αυτή η μέγγενη που σφίγγει τους κροτάφους
Μιλάει η ρυτίδα που σκάβει το μέτωπο κάθετα
Κι όλο βαθαίνει τη μέρα
Κι όλο ποθώ να τη σβήσω τη νύχτα
Με των ονείρων την παυσίπονη ένεση.

Θεέ
Το δέρμα των ανθρώπων είναι διάφανο τόσο
Όσο εσύ ποτέ δε θα νιώσεις
Βυθισμένος στην αχλύ της βεβαιότητας.

Κοιμήσου εν ειρήνη
Κι άσε για μας τη φρίκη του πολέμου.

Μονάχα όντα σακατεμένα από τη δίψα
Μπορούν να γευτούν του σκοταδιού τη φρίκη.

Κι αυτή η μοναξιά τους ανήκει.

Είναι ο σταυρός τους που ζήλεψες
Κι έστειλες τον γιο σου να τον κλέψει.

ΑΤΙΤΛΟ

Θα ’μοιαζε το μυαλό μου θάλασσα
Αν δε ζυγιάζονταν στις όχθες του
Πουλιά ματωμένα τα λόγια μου.

Θα κράταγε τα σκοινιά τεντωμένα
Ν’ ακροβατήσουν πάνω τους οι στίχοι μου.
Και οι θεοί μου θα στέκονταν γαλήνιοι στο πλάι μου
Θα με κοιτούσαν με στοργή
Και θα ’πλωναν το χέρι στα μισάνοιχτα βλέφαρα.

Και θα ’μουνα ένας αητός
Που μέχρι χθες χτυπιότανε στους τοίχους της στενής του φυλακής
Ματώναν οι φτερούγες του ασφυχτικά
Κι ο ουρανός έστεκε απάνω του
Φανέρωμα θαμπό.

Θα ’μουνα ξωκλήσι ξεχασμένο σ’ έρημο τόπο
Χωρίς παπά
Χωρίς πιστούς ν’ ανασαίνουν την αγωνία τους για ανάπαυση
Μονάχα με τις εικόνες βαλμένες στην τύχη
Και τους τοίχους μου γεμάτους συνθήματα
Ανθρώπων που το ξέραν πως ήτανε μάταιο να με προσκυνούν.

Θα ’μουνα μια βουκαμβίλια
Που σιωπηλά υψώνεται στον ουρανό
Με κορμό στέρεο σαν λεπίδα
Κι αρνείται να ρίξει τα λουλούδια της στο χώμα.

Ω , πόσο το ξέρω πως τίποτα απ’ αυτά δεν είμαι.

Μονάχα μια κραυγή

πετρωμένη στην κόχη της πένας.

( Τα γυάλινα μάτια των ψαριών , Βακχικόν 2016)

ΓΚΙΟΥΛΙΒΕΡ

Έχω μια τρύπα στη θέση του στόματος.
Μπαινοβγαίνουν μυρμήγκια με κεραίες από σκόνη.
Με κοιτούν με μάτια κόκκινα
μισόκλειστα γερτά στην ειρωνεία.

Εγώ ο Γκιούλιβερ στη χώρα των μικρών τεράτων

καρφωμένος με πασσάλους
στη λάσπη των λιωμένων ανθρώπων
που σάλεψαν κάποτε στη γλώσσα μου
περήφανοι περπάτησαν σε βήματα αητού
χορέψαν τη σιωπή τους στη ριπή του κύματος
ισιώσαν το αλάτι
κι εκεί που ολόρθοι στέκονταν
τους βρήκε η σφαίρα στο μεδούλι των οστών
κι άρχισαν να ζαρώνουν από μέσα
η ψίχα της σάρκας τους έγινε δέρμα
το μαύρο του ματιού τους πήρε να λιώνει
και κύματα τους σκέπασαν.

Κείτομαι πάνω στους λιωμένους ανθρώπους
καρφωμένος με πασσάλους στη γη τους
και φωνή δεν έχω να μιλήσω
τη γλώσσα μου κλέψαν τα χέρια τους
την πήραν μαζί τους στο χώμα
λίπασμα για τα μικρά τέρατα

τα βλέπω
σκαρφαλώνουν πάνω μου με λύσσα
και μου τρυπούν με ιαχές τα μάτια

“ Ξύπνα,
βαρύ θανατικό την πόρτα σου χειμάζει
κι εσύ τη λάσπη προσκυνάς
αερικά της τάζεις.

Ξύπνα,
τα χέρια σου βαριά στενάξαν στους τριγμούς της
μια γη που δεν παντρεύεται
της Άρτας το γιοφύρι
που καρτερά να ' ρθει το φως
να πιει κρασί το αίμα
και να φιλιώσει
τον φονιά με του θανάτου τ' άστρο.”

ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ

Ο σάτυρος μου γελά μεθυσμένος.
Στο μάρμαρο ξυπνάει το τρέμουλο.
Καρφώνεται στιλέτο στον κρόταφο.
Με προγγάει.

Τα νύχια μου σπάσαν.
Τρέχουν αίμα τα δάχτυλα.
Η μπίλια του ματιού αλώβητη
εκεί να με δείχνει.

Γίνεται το έργο να στέκει πιο πάνω απ' το χέρι του πλάστη.

Γίνεται.

Όταν ξυπνά το άλλο του μάτι τη νύχτα.
Αυτό που στοχεύει στην αντίπερα όχθη
με του Διονύσου το ξεδιάντροπο γέλιο.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ

Στους πόρους του δέρματος φυτρώναν χέρια.
Εκλιπαρούσαν για σάρκα τ' άκαπνα μέλη.

Ρίζες ανάποδες
απ' τις σχισμές που ανοίξαν στους άμαθους πόρους
τρεμοσβήναν τα βλαστάρια του νου του.

(...)

Αυτό το ποίημα αρνείται να τελειώσει.

Λες και τα χέρια βουτήξαν στο κρανίο του ποιητή
τη βοερή αχλύ τους
και μαργώσαν το νου του.

Και βλέπει τώρα στον καθρέπτη
το κρανίο του γυμνό
και τα χέρια να λείπουν.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Κάποτε θα καταφέρω να μιλήσω
για το κομμάτι σίδερο
που' χω καρφωμένο στα σπλάχνα
για το μέταλλο που σπρώχνει το μεδούλι
στις δυο χαράδρες
δεξιά κι αριστερά στους κροτάφους
και δεν αφήνει τα μάτια να δουν τίποτα
πέρα απ' το βουνό της άγριας λαχτάρας.
Μέχρι τότε
ας αρκούμαι σε ασκήσεις ύφους
που μύωπες οι ειδήμονες
θα βαφτίζουν ποιήματα.
Ω είναι ωραίο να σε λένε ποιήτρια.
Είναι κι αυτό μια δίκαιη ανταλλαγή.
Δίνεις τα σπλάχνα σου, παίρνεις τον τίτλο.
Ανόητοι εσείς που θαρρούσατε πως θα γελάσετε το αίμα.
Μη μου δίνετε πια συγχαρητήρια.
Μονάχα πάρτε το καρφί απ' τα μάτια μου.
Κι αν δεν μπορείτε,
έστω
σταθείτε από κάτω
και
βαστάξτε τα καυτά πετράδια που μου καίνε τη γλώσσα.

( Στη φλέβα της πέτρας, Βακχικόν 2018)

Βιογραφικό σημείωμα

Η Ειρήνη Παραδεισανού γεννήθηκε το 1972. Κατάγεται από το Ρέθυμνο Κρήτης. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και υπηρετεί στη Δημόσια Εκπαίδευση στο Ηράκλειο Κρήτης. Από τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορούν τρεις ποιητικές της συλλογές, Ρητορική ένδεια (2013) , Τα γυάλινα μάτια των ψαριών (2016 ) και Στη φλέβα της πέτρας ( 2018). Από το 2008 διατηρεί το ιστολόγιο “ Παρείσακτη”.

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;