5 ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Συνομιλώντας με ένα τριαντάφυλλο
Συνομιλώντας με έναν Νοέμβριο του 2020
Δυσανάγνωστο απόψε το φεγγάρι κι απειλητικό το φως του.
Ίσως και να φταίει ο τρόμος του αύριο όμως και το φεγγάρι να είναι η ποιητική του άκακη εκδοχή.
Το αύριο φτιάχνει ένα πηγάδι στο κενό και συνεχώς καταβροχθίζει το φεγγάρι.
Το αύριο ξημέρωσε κι αναποδογυρίζει ο κόσμος.
Ο κρότος του ένας τσίγκινος κουβάς.
Χύνονται ψάρια σύγκορμα τρεμάμενες τόσες ψυχές...
Άλαλα τα ψάρια ξεψυχούν.
….
Συνομιλώντας με ένα πουλί
συνομιλώντας με μία Λιμπελούλα
-Εδώ στα μαύρα σκότη
Εκεί στη λίμνη της χαράς
Μαζί στους δυο κόσμους ένας ήλιος
Βαριά ανασαίνει και πενθεί, ερωτεύεται και σμίγει
Και δεν αφήνει τίποτα να πέσει χάμω να χαθεί
Κι αν πέσει γίνεται σκουλήκι κι αν ανεβεί γίνεται κλέφτης των ζωών
Κι αν σωπάσει Αρχάγγελος δακρυσμένος μετέωρος στην κόψη του σπαθιού την τρομερή
Εδώ στα μαύρα σκότη
Στο Δράμα που ακόμα συντελείται
συνεχώς με τα καινούργια μοβόρικα σκαθάρια - αίμα να πιουν -
Και συνεχώς καινούργιο το αρχαίο όνειδος
Ποιος να προστατέψει το άστεγο το άσωτο το αναιμικό παιδί
Άπνοο ποιο παιδί που το στρατεύουν μέσα σε προσωπεία
Ποιος να σκάψει την ρωγμή της χαράς να βρει νερό
Εδώ η χαρά ένα δισκίο αναβράζον
κατευνασμός σωμάτων που σφαδάζουν
Κι ο θάνατος εργοτάξιο
-Το μέλλον, ω το μέλλον,
Μια διαρκώς υπόσχεση που έχει μόνο παρελθόν
Κι ο ήλιος νεφεληγερέτης πίνει κρασί πίνει ζωές πίνει σιωπή
Θα υφάνει δίχτυ αράχνης μέχρι τα σκότη του Άδη
Μέχρι τα μάκρη του ουρανού
Καβάλα σ’ έναν Όλυμπο,
Πετούμενος στους κάμπους,
Αρχαίος ανεμόμυλος
Θάλασσα, καλντερίμι απ’ την αρχή,
Το γαϊδουράκι των Βαγιών
Ο αγράμματος ο αγωγιάτης που διαβάζει τ’ άστρα
Παρανάλωμα, ρετσίνι και σάρκα
Και η Χρύσα
Ήλιος κι αυτή μαργαριταρένιο να κεντάει ένα περιδέραιο από γέλιο:
-Πιστεύω σ’ έναν Ήλιο Παντοκράτορα
Φως εκ φωτός μέσα στο ρηγματωμένο σώμα
Σ’ ένα Κενό σε μια άδολη σιωπή
Σ’ ένα θανάτου πότισμα
Στη νεροσυρμή μόνο του έρωτά μου
(Εκεί στη λίμνη της χαράς το βλέπεις πλέον καθαρά
Έλεγχος δεν υπάρχει κι ο Ελεγκτής δεν είσαι συ)
-Είσαι φτωχός είσαι γυμνός
Μονάχα ένας κοινωνός
Ζεις και πεθαίνεις ευτυχώς
Στον Αίολο για να τον κάνει φως
Τον έλεγχό σου πούλα
Είσαι φτωχός είσαι γυμνός
Άφησε όλο σου το βιος
Στην Άγια Λιμπελούλα
….
Στο περιβόλι μου το πατρικό
Στίχοι-Μουσική-Ερμηνεία: ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Αυτό που ξέρει η κερασιά εγώ αγνοώ
της λεμονιάς δεν έμαθα τη γλώσσα
μπορώ ακόμα όμως όσο κι αν γερνώ
να επιστρέφω πίσω χρόνια τόσα
στο περιβόλι μου το πατρικό...
Να σου στολίσω με κεράσια τα μαλλιά
σαν τότε που με δρασκελιές πηδούσες το παρτέρι
και σκαρφαλώναμε μαζί στη γέρικη βερικοκιά
και τα τζιτζίκια πιάναμε μονάχα μ' ένα χέρι
Κι αυτό που ξέρει ο καιρός εγώ αγνοώ
σαν άγρια τριανταφυλλιά με πνίγει
εκείνη που σκαρφάλωνε στο φράχτη τον ψηλό
και τα όνειρά μου τώρα πια τυλίγει
στο περιβόλι μου το πατρικό
Ξανά να σου στολίσω με κεράσια τα μαλλιά
σαν τότε που με δρασκελιές πηδούσες το παρτέρι
και σκαρφαλώναμε μαζί στη γέρικη βερικοκιά
και τα τζιτζίκια πιάναμε μονάχα μ' ένα χέρι
της λεμονιάς τα δίφορα τα κλώνια
ο κόσμος χάνεται τρεχούμενο νερό
μα εγώ ξυπόλυτη πατάω ακόμα
στο περιβόλι μου το πατρικό
3 ποιήματα
από τη συλλογή «ΤΟ ΨΑΡΙ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ»
Το ψάρι που τραγουδάει
Ετούτο είναι το πιο αξιομνημόνευτο
Ήμουν παιδί πριν το σχολειό
Με τη μητέρα μου εκδρομή στα σύδεντρα κοντά μιας φημισμένης λίμνης
Κι εκεί που περπατούσαμε κι αγνάντευε εκείνη τις λεύκες ευθυτενείς
Να θροΐζουν πάνω απ’ το κεφάλι στη γλώσσα τους με κεντημένα ερωτόλογα
(Που φαίνεται ότι τα νιώθαμε κι εμείς γιατί σχεδόν ψιθυρίζαμε αναμεταξύ μας
θαυμαστικές φωνούλες
- η μητέρα φορούσε την κοντή κόκκινη ζακέτα και μια φούστα κλος
που ριγούσε με το παραμικρό φύσημα
Κι ήταν αφύσικα ευδιάθετη και μου κρατούσε το χέρι μαλακά χωρίς βία όλως περιέργως
Γιατί συνήθως είχε φόβο
Ότι θα με τραβήξει απότομα κάποιος κρυφός βοριάς ας πούμε
ή θα με σύρουν ξωτικά για πάντα στις φωλιές τους και θα με κάνουν τρελή )
Εκεί που περπατούσαμε λοιπόν
τράβηξα απότομα τα δαχτυλάκια μου απ’ το χέρι της
Τόσο γρήγορα όσο περνάει απ’ τη ματιά μια γερακίνα
Κι έφυγα τρέχοντας χρεμετίζοντας σαν άλογο
Καταπάνω στο μικρό μονοπάτι πιλαλώντας
Δοσμένα αδιαπραγμάτευτα
Όπως στον οργασμό
όταν κοιτάς στα μάτια το αγαπημένο πρόσωπο
Κι οι θερμές ανάβρες της ζωής αντιδοτούν τον θάνατο
Χορεύοντας στο αχάτι του υαλώδους
Κι έτρεξε στο κατόπι μου
Αλλά ήταν το μονοπάτι δαιδαλώδες
Και μ’ έχασε αμέσως
Άκουγα ανάμεσα στα φυλλώματα τη φωνή της
Μα έπαιζα πια κυνηγητό κι ήταν ωραία
πέφτουν πάνω μου βρύα λυγαριές δεντρόπουλα
ξεφεύγω στρίβω κι η φωνή της μάνας αργοπορεί
Ώσπου τα βήματά μου σταμάτησαν σ’ ένα ξέφωτο
Λίμνη κρυσταλλωτή και πάνω της πλατάνια
Κι η αντανάκλαση χωρίς ρυτίδα ανέπαφη από πλάνες
Το πάνω το κάτω ένα και το αυτό
Και μόνο δυο ελάφια που έπιναν νερό
Τσαλάκωναν με τις γλώσσες τους το αχόρταγο Ένα
Σήκωσαν το λαιμό με μια ριπή με είδαν και χαθήκαν
Η σιωπή έγινε άρωμα ιάμβου
Ένας σπασμός ράγισε το νερό
Και αναπήδησε ένα ψάρι
Δεν μ’ είχε δει ή με ανέχτηκε - ποιος ξέρει -
Κι άρχισε να χορεύει και να τραγουδά
Στον πρώτο ρυθμό που άκουσε ποτέ η καρδιά μου
Η ουρά του κρουστή
Το στόμα του λάλο
Και το κορμί του παρθένος χρυσός
Με γραμμώσεις κόκκινες
Έλεγε ένα τραγούδι που δεν θυμάμαι πια
Κι αδυνατώ να το περιγράψω ασφαλώς
Αλλά τ’ αυτιά μου γίναν του ελαφιού
Η όσφρησή μου αλόγου
Τα μάτια της μου έδωσε η γερακίνα που κοιτούσε από ψηλά
Κι όλα τα ρω του κόσμου ήρθαν και γλίστρησαν
από τους υδρατμούς μέσα στον ουρανίσκο μου
Κι έγιναν σάλιο μου έκτοτε
Κι αναπηδούσε στον αέρα
Μέχρι που κουράστηκε και μ’ ένα λυγμό βύθισε το κορμί του στο νερό
Κι από μακριά ξεπρόβαλε η φωνή της μητέρας
IΙΙ (από την ενότητα «4 αφορισμοί»)
Δεν έχει τόπο
έχει τρόπο
ο τόπος είναι κινούμενη άμμος
ο τρόπος είναι να μιληθεί
ο αχνός που αφήνουν οι κόκκοι πίσω
κι αυτό το σείστρο του ρίγους
πριν η φωνή χαθεί
Δεν έχει οδό
έχει ρόδο
η οδός είναι μπαζωμένο ρέμα
το ρόδο είναι χέρι που θα ματωθεί
απ’ τ’ αγκάθια του είδους
πριν ανθισμένο αρθεί
Μια χειρονομία έχει
δεν έχει άλλα
κι οικονομία
μία
να γράφεις μονοκοντυλιά
και ορθογραφημένο
είμαι
στις φλέβες του μαρμάρου
….
Νικήθηκα
Με τα μέλη σε θέση
συντριβής
το τόσο δα
το ελάχιστο
το κύτταρο
διαρκώς ορίζω
ό,τι κατάφερε κι έγινε γάλα εν μέσω ατέκνων
Αλλά
Νικήθηκα
πριν ή μετά τη γέννα
δεν ξέρω πότε ακριβώς
κι από τότε αγωνίζομαι
να επουλώνω πληγές αιώνων
- τις έμαθα στη φλέβα μέσα
διατρέχοντας το βουητό αρχαίων πόνων
από τις σχισμές των φιλιών
να περνούν στα χείλη στη γεύση στο σώμα
να σπέρνουν στη χολή και στη γλώσσα φαρμάκι –
(Φταίει ο καιρός ποιος ξέρει
που μιλάνε όλοι μια παράταιρη λαλιά)
Κατά τα άλλα
δεν ανάστησα τίποτα
ούτε μια λαμπρή εικόνα από το σήμα της ομορφιάς
….
1 ποίημα
από την συλλογή ΣΕΜΝΑ ΘΑΜΜΕΝΑ
Ορνιθόκαμπος
Δεν θα παρηγορήσω κανένα φθινόπωρο
Είχα μια μάνα που έγινα
Έγινα μια χαρά που έχασα
Και το γινωμένο δεν είναι μόνο ένα καλοκαίρι
Είναι και το σαλιγκάρι που ξεπόρτισε
Στο αειθαλές κενό
Να αργογλιστρήσει
Μέχρι του απήγανου το ανάγνωσμα
Άλλωστε εν καιρώ λιμών
Τα δάκρυα λένε είναι αγίασμα
Το ξέρουν κι οι άπιστοι κι οι πιστοί
στα δάκρυα η σορός της ξηρασίας γίνεται
Μπορεί και γλυπτό
Ερωδιέ μου εσύ
Χειμωνοβουτηχτάρι
Χουλιαρομύτα
Βουρλίσου
Εκκλησίασμα από μικρές χαραμάδες
Έχει μόνο εδώ αυτός ο καιρός
Φύγε
Βούτα
Ζευγάρωσε
Χόρεψε
Χήρεψε
Κι ο πρόσφυγας μπορεί να σωθεί
Κι ο γέρος να έχει χάδι
Και ένα κοπρόσκυλο με τιμές να θαφτεί
Και ο φονιάς να πληρώσει
-ένα μέρος έστω του τιμήματος -
Τίποτα απίθανο τον καιρό τούτο
Αγριόχορτα και σαυράκια θεριεύουν
Όμορφα
Στα αρχαία καλντερίμια
Κι ο χρόνος τους παραμυθία δεν έχει
1 τραγούδι
από το βιβλίο-cd ΜΙΑ ΡΙΓΕ ΓΑΡΙΔΑ ΡΟΖ
Τα ψίχουλα εκεί απάνω
Τα ψίχουλα εκεί απάνω
τα λέμε αστερισμούς
κι απλώνουν μέχρι εκεί που άλλο δε φτάνει
Άραγε πόσα αστέρια να 'ναι στους ουρανούς
πόσα χωράει ο νους και πόσα χάνει.
Αν ήμουν αστεράκι
αγάπη μου μικρή
θα σ' έπαιρνα με μια τρελή ακτίνα
να σ' ανεβάσει επάνω στο θόλο το βαθύ
και συ να βλέπεις κάτω την Αθήνα.
Να βλέπεις την Ελλάδα, να βλέπεις τη Χιλή
να βλέπεις το νησί Μαγαδασκάρη
ώσπου να γίνει μία κουκίδα όλη η γη
και πίσω σου ν' αφήσεις το φεγγάρι.
Και η Άρκτος η Μεγάλη
και η Άρκτος η Μικρή
και οι ωραίες αδερφές Πλειάδες
όλα σ' αυτή τη βόλτα, σ' αυτή την εκδρομή
όσα έχεις δει κι όσα ποτέ δεν τα 'δες.
Τα ψίχουλα εκεί απάνω
τα λέμε ξαστεριά
και φτάνουν μέχρι εκεί που άλλο δε σώνει
να τα φοράς στο πέτο
καρφίτσα στο γιακά
με το μεγάλο κόσμο να σ' ενώνει.
….
Βιογραφικό σημείωμα
• "Μια Ριγέ Γαρίδα Ροζ", εκδόσεις Κάστωρ (παιδικά τραγούδια-παραμύθια).
• «Ανασαίνει ο κήπος», αφηγήματα, από τις εκδόσεις Κέδρος (όπου υπάρχει και το βραβευμένο στον Λασκαρίδειο Διαγωνισμό του Λυκείου των Ελληνίδων διήγημα «Εκείνος που με κοιμάται»).
• «Το δέντρο της Αμαλίας», νουβέλα, εκδόσεις Γαβριηλίδης.
• Το διήγημά της «Το νεκρό παιδί» συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή διακριθέντων διηγημάτων (στο διαγωνισμό Λόγω Τέχνης) «11 λέξεις», εκδόσεις Καλέντης (2013).
• «Η επιστροφή της Μαρούλας», θεατρική διασκευή για παιδιά δημοτικού του λαϊκού παραμυθιού «Η Μαρούλα» (2014), εκδόσεις Λαγουδέρα.
• «Σεμνά θαμμένα» (2017), ποιήματα, εκδόσεις Λαγουδέρα.
• «Το ψάρι που τραγουδάει» (2021), ποιήματα, εκδόσεις Λαγουδέρα.
• Το ποίημά της «Σονέτο για ένα βαρελόσκυλο» διακρίθηκε στον 9ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό Φιλοζωίας (2021)
• Ποιήματά της και πεζά δημοσιεύονται σε λογοτεχνικούς ιστότοπους.