Δέκα ποιήματα της Βάσως Κανιώτη

Δέκα ποιήματα της Βάσως Κανιώτη

Η Βάσω Κανιώτη είναι αρθρογράφος, ραδιοφωνική παραγωγός και ποιήτρια. Ο εξομολογητικός ποιητικός της λόγος με συνεπαίρνει, τα λόγια  της με  ζωντανές εικόνες κι ένα ουράνιο τόξο συναισθημάτων με συγκινούν βαθιά ! Σήμερα μοιράζομαι μαζί σας δέκα ποιήματά της!

Να γελάς

Μη ξεχνάς να γελάς..
Σ' εκείνες τις μάχες
που σ' άφησαν νικημένη κι ανίσχυρη στο πεδίο, να γελάς..
Στις κακές ζαριές που έφερες
και σε κάναν να χάσεις την παρτίδα, να γελάς..
Στους μουντούς ουρανούς 
που με νεροποντές απειλούνε 
την εύθραυστή σου σάρκα να βρέξουν, να γελάς..
Στις γειτονιές που θρηνούν για τα παιδιά τους που φύγαν, να γελάς..
Στα τρένα που καταφέραν
να σου κλέψουν ανθρώπους, αφήνοντας σε σ' ένα σταθμό πληγωμένη, να γελάς..
Σ' αυτούς που σου κλείσαν τους δρόμους και αδιέξοδα χτίσαν μπροστά σου, να γελάς..
Στις φυλακές που εκείνοι δημιουργήσαν για σένα, δίνοντάς σου εσύ το κλειδί μια βαριάς κλειδαριάς να γυρίσεις, να γελάς..
Στις ατσάλινες αλυσίδες που στα πόδια σου πέρασαν, όταν τους ζήτησες ένα χαρούμενο βαλς να χορέψεις, να γελάς..
Σ' εκείνους που φύγαν 
και πήραν μαζί τους απ' την ψυχή σου κομμάτια αφήνοντάς την ανάπηρη με δύο δεκανίκια 
να ζήσει, να γελάς..
Στις μοναξιές που απρόσκλητα ήρθαν και στην πλάτη σου κάθισαν λυγίζοντάς σε, να γελάς..
Στις αγέλαστες μέρες
εσύ να γελάς.
Εσύ να γελάς να ξεθωριάζεις το μαύρο μου.
Εσύ να γελάς να γυρίζει η γη μου γαλήνια.
Εσύ να γελάς να βρίσκει το νόημά της η ζήση μου. 
Εσύ να γελάς πριν ξεψυχήσει η ελπίδα μου..
Στους απαρηγόρητους κόσμους..
Στους βασανισμένους καιρούς..
Στους δυστυχισμένους ανθρώπους..
Και σε όλους αυτούς, εσύ να γελάς..
Μ' ακούς;
Να μου γελάς...!!

Νυχτερινό ερωτικό!

Νυχτώνει γρήγορα όταν τα βράδια κρεμιούνται από τον ουρανό μου ξεμυαλισμένα φεγγάρια που μου κλέβουν τον ύπνο.
Νυχτώνει γρήγορα όταν η γη μου διψάει να ποτιστεί με έρωτα. 
Όταν η γη μου μυρίζει ανεκπλήρωτη ηδονή. 
Νυχτώνει γρήγορα όταν στα σκοτάδια μας κρύβουμε τους ανομολόγητους πόθους μας, που κοιμούνται την μέρα και περιμένουν εκείνο το πρώτο αστέρι να βγει για να ξυπνήσουν.
Νυχτώνει γρήγορα όταν γίνεσαι του ερωτισμού μου το κέντρο.
Νυχτώνει γρήγορα γιατί τότε μόνο μπορώ να σε κάνω δικό μου.
Τίποτα πιο ερωτικό απ' όταν έρχεσαι. 
Τίποτα πιο ηδονικό απ' το κατέβασμα των ματιών σου , μη και μαρτυρηθεί ο πόθος σου.
Τίποτα πιο παράφορο απ' όταν με κατακτάς.
Άσε με μέσα σε νύχτες να μπορώ να ταιριάζω λίγη σάρκα με τη σάρκα σου.
Άσε με να ζωγραφίζω με ερωτικές κραυγές τους νυχτερινούς ουρανούς σου.
Άσε με να γίνομαι το κορμί το ασύγκριτο με εκείνα που κατά καιρούς γεύτηκες.
Άσε με να γίνομαι έδαφος εύφορο και γόνιμο να ξεκουραστούν οι καρποί σου.
Θα νυχτώνει γρήγορα για να έρχεσαι. 
Θα νυχτώνει γρήγορα επειδή σε περιμένω. 
Δε μου μοιάζει παράλογο που την νύχτα την λάτρεψα, πάντα θα είναι εκείνη που εμάς θα συνδέει στο ανεκπλήρωτο και στο αδάμαστο που την μέρα μας τρώει.

Τα όνειρά μου


Τα όνειρά μου δε τα έζησα..
Τα έκλαψα.. τα πένθησα.. μαυροφορέθηκα γι' αυτά..
κι έπειτα τα έθαψα βαθιά να μην ακούω την οδύνη τους.
Στην θέση τους έβαλα πρέπει..
Γιγαντόσωμα..
αυταρχικά..
ασήκωτα..
Άφησαν όλο το βάρος τους στις πλάτες μου και χρόνια ολόκληρα περπατούσα λυγισμένη.
Χρόνια αμέτρητα μου κόβανε στο στήθος την ανάσα και τράβαγαν με λύσσα τα μαλλιά μου κάθε που σήκωνα κεφάλι.
Κοιμόμουνα μαζί τους σ' ένα στενό κρεβάτι κάποιου υγρού δωματίου.
Ξημέρωνα πλάι τους τυλιγμένη με μια τρύπια σκοροφαγωμένη κουβέρτα. Ούρλιαζαν κάθε νύχτα στο κεφάλι μου..
Με τρόμαζαν.
Με τρομοκρατούσαν.
Έγιναν μαύρες σκιές κι ακολουθούσαν τα βήματά μου αλλά τις περισσότερες φορές προπορευόταν απ' αυτά.
Και μεγάλωναν οι σκιές κι ανοίγανε αυτές το δρόμο.. και μίκραιναν τα βήματά μου και φάνταζε ατέλειωτη η διαδρομή που έπρεπε να διανύσω.
Τα έσερνα πίσω μου σαν βαριές αλυσίδες κάποιας σκληρής τιμωρίας. 
Μιας καταδίκης που με τα χρόνια ξέχασα το παράπτωμά της.
Πορεύτηκα μ ‘αυτά.. μεγάλωσα μ’ αυτά.. 
κι έζησα μ’ αυτά μέχρι το τέλος, θάβοντας γυμνά, πληγωμένα κι ανολοκλήρωτα τα όνειρά μου.

Φθινόπωρο!

Αγάπη μου..!!
Σου γράφω κι είναι φθινόπωρο..
Ήθελα πάντα να σου γράφω αυτή την εποχή, μήπως μπορέσω και μετριάσω την μελαγχολία μου ανάμεσα στις λέξεις, ίσως καταφέρω να κλέψω και λίγο χρώμα απ' την σκέψη μου που γέμισε απ' τα ξανθά μαλλιά σου και φωτίσω τα πρωινά μου..
Ο κήπος μου είναι ξερός και άδειος..μα, θα σκέφτομαι ότι φορώ τα πράσινα μάτια σου και θα τα βλέπω όλα γύρω μου ολάνθιστα..
Αγάπη μου..!!
Σου γράφω κι άρχισε να ψιχαλίζει..
Πρωτοβρόχι το λένε οι άνθρωποι μα, εγώ αρνούμαι να τους πω την αλήθεια.. Να τους μαρτυρήσω ότι πάντα κάθε τέτοια εποχή ο καιρός θα κλαίει γιατί μια τέτοια εποχή έφυγες κι άφησες πληγή στα σύννεφα που θα αιμορραγεί κάθε Σεπτέμβριο..
Αγάπη μου..!! 
Σου γράφω σε χώμα βρεγμένο, για να πείσω ακόμη και την γη για την αγάπη μου..
Αγάπη μου, θα σου γράφω κάθε τέτοια εποχή, θα σε χωρέσω σ' όλα τα φθινόπωρά μου και θα μιλώ για σένα, σ ' αυτά κάνοντας κάθε φορά κατάθεση ψυχής..
Θα σου γράφω μέχρι να κλείσει και η τελευταία πληγή που άφησες στα σύννεφα..
Μέχρι να σταματήσουν να κλαίνε τα φθινόπωρα..
Και σαν υστερόγραφο αγάπη μου, θα βάζω πάντα την καρδιά μου, να συμπληρώνει εκείνη όσα ίσως ξεχνάω εγώ να σου πω...

Σιωπές!

Σώπαινα και νόμιζες πως δεν είχα κάτι να πω..
Δε μπόρεσες να αντιληφθείς την χίμαιρα που έκρυβε η σιωπή μου..
Δεν έφταναν μέχρι τ' αυτιά σου τα ουρλιαχτά που έκαιγαν τον λαιμό μου, αλλά δεν είχαν το θάρρος να βγουν από τα χείλη μου..
Σώπαινα και νόμιζες ότι η δική μου φωνή δεν είχε την τόλμη να βγει στη μάχη να παλέψει με τους βροντερούς ήχους που ξέσκιζαν τα χείλη σου να βγουν.
Σώπαινα και νόμιζες ότι δεν έχω φωνή. Ότι την σκότωσαν οι δράκοι που φύλαγες στο στόμα σου.
Ένιωθες ασφαλής και ήρεμος που πίστευες ότι ήταν δικό σου όλο το πεδίο να χορεύουμε οι δράκοι.
Δε φαντάστηκες ποτέ ότι εγώ έθρεφα έναν μεγαλύτερο μέσα μου που ακόνιζε τα δόντια του στην επόμενη ευκαιρία να σε κατασπαράξει.
Αγνόησες την ικανότητά μου να γεννήσω μεγαλύτερα θεριά απ' τα δικά σου.
Και κάπως έτσι έχασες την μάχη.
Γιατί η σιωπή των ανθρώπων μπορεί να κρύβει φόβο, δειλία, υποταγή.. Μέχρι τη μέρα που θα κάνεις τον δράκο να ξυπνήσει.

Η βαλίτσα

Αν με ρωτήσει κάποιος, τι ήσουν για μένα, θα του πω, πως ήσουν μια μικρή βαλίτσα σ' ένα μεγάλο ταξίδι..
Μια μικρή φθαρμένη βαλίτσα, πολλών χρήσεων.. Δυστυχώς...
Σε κουβαλούσα μαζί μου σ'ολες τις μικρές και μεγάλες μου αποδράσεις..
Σε σεργιάνισα σε μέρη που άλλοτε σου άρεσαν και άλλοτε όχι, αλλά δεν έφερες ποτέ αντίρρηση..
Ήσουν πάντα εκεί προετοιμασμένη για όλους τους προορισμούς..
Τους κρύους χειμώνες σε γέμιζα με τα βαριά μου ρούχα που τα συνόδευα συνήθως με λίγη μελαγχολία και γκρίνια..
Τα καλοκαίρια σε άφηνα ανάλαφρη, όπως ακριβώς ένιωθα κι εγώ ότι είμαι..Λίγα τα ρούχα στο εσωτερικό σου αλλά σωρός τα συναισθήματα..
Κάθε ταξίδι κι ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα μ' ακολουθούσε..
Πότε όμορφα πράγματα ανακατευόταν με τα τακτοποιημένα μου ρούχα και πότε άσχημα, απογοητευτικά και μίζερα, ανάβλυζαν θλίψη από μέσα σου..
Κι αλλάξαμε πολλούς σταθμούς μαζί, τρέχοντας να προλάβουμε τα βραδινά τρένα ή τα μεσημεριανά πλοία που σήκωναν άγκυρα 3 λεπτά πριν επιβιβαστούμε..
Αναχωρήσεις κι αφίξεις σε αίθουσες αναμονής ανεπιθύμητων αεροδρομίων..Κι εσύ ξοπίσω μου να ασφυκτιείς φορτωμένη στριμωγμένα όνειρα και επιτηδευμένες ευτυχίες... Αλλά πάντα με περιτύλιγμα από ελπίδα πως ο επόμενος σταθμός, αν όχι ο προορισμός που επέλεξες, σου δώσει αυτό που ψάχνεις.
Γεμίζεις.. αδειάζεις..κουράζεσαι.. ξαποσταίνεις..προχωράς..σταματάς.. ασφυκτιείς.. απολαμβάνεις...
Μια βαλίτσα, όμοια με ζωή..Την δική μου ζωή.. αφημένη ολάκερη σε μεγάλα ταξίδια..

Ο χρόνος

Αισθάνομαι συνεχώς ότι δε προλαβαίνω.. Μη με ρωτήσεις τι, δεν ξέρω να σου πω...
Νιώθω να ασφυκτιώ ανάμεσα από δείκτες και απειλητικά δευτερόλεπτα..
Το ρολόι του τοίχου είναι ο χειρότερος εχθρός μου.. Ένας μεγάλος είρωνας καρφωμένος συμμετρικά με το ταβάνι, διακοσμεί τον χώρο μου..
Δεν μου φτάνουν οι μέρες, νιώθω ελάχιστα τα λεπτά της ώρας και οι εποχές του χρόνου είναι τόσο λίγες.. Πώς θα προλάβω όσα ονειρεύομαι;
Νιώθω σαν κάτι να κυνηγάω κι αυτό να απομακρύνεται.. Ένα βήμα μπρος εγώ, δύο βήματα πίσω εκείνο.. Μα, αυτό σε κάνει να προχωράς, θα μου πεις..
Ναι! Μα, με λυπεί που δε θα μπορέσω ποτέ μου να τ' αγγίξω..
Έκαψα όλα μου τα ημερολόγια,σαν αντίδραση στις λίγες μέρες του μήνα, στους λίγους μήνες του έτους.. Κι όσο διαρκούσε η φωτιά γέμιζα ευτυχία νομίζοντας ότι νίκησα τον χρόνο..
Κι αφού ξεμπέρδεψα με τα ημερολόγια έπιασα τα ρολόγια..
Μικρά κρυσταλλάκια και δείκτες κομμένοι στα δύο εκσφενδονίζοταν παντού..Και γελούσα.. Γελούσα με πάθος που διέλυσα κι αυτόν τον εχθρό..
Όμως ξημέρωσε..
Και το ξυπνητήρι χτύπησε ακριβώς την ώρα που το είχα διατάξει να χτυπήσει, κι ήταν εκείνο που γελούσε τώρα με μένα..
Ποιος μπόρεσε, καλή μου, να νικήσει τον χρόνο;
Όσες φωτιές κι αν βάλεις, όσους δείκτες κι αν κόψεις στα δύο, πάντα θα βρίσκεται ένα ξυπνητήρι να σου υπενθυμίζει ότι τον χρόνο δεν τον νίκησε κανείς, και πως κάθε ξημέρωμα ενός ξυπνητηριού θα γίνεσαι υπηρέτης...

Πληγωμένη Άνοιξη

Κάποιοι από μας κουβαλάνε μέσα τους μια φυλακή, κάποιοι μια εξορία και κάποιοι μια πληγωμένη άνοιξη.
Αλλά υπάρχουν και οι άλλοι, εκείνοι οι τυχεροί του κόσμου. Που είναι φτιαγμένο από ελευθερία όλο τους το είναι, που δεν τους αφορούν οι εξορίες και η άνοιξη της ψυχής τους είναι υγιής, μοσχοβολάει. 
Να σου μιλήσω για μένα;
Εγώ κουβαλάω μέσα μου μια φυλακή και νιώθω ολότελα σαν εκείνον τον φυλακισμένο που προσπαθεί να κλέψει μια αχτίδα ηλίου από ένα μικρό παραθυράκι κάποιου σκοτεινού δωματίου. Και ούτε ο ήλιος δεν τον λυπήθηκε σήμερα, ειρωνικά γελάει μαζί του κρυμμένος πίσω από μολυβένια σύννεφα.
Εγώ κουβαλάω μέσα μου μια εξορία. Μόνιμη. Σταθερή.
Και νιώθω σαν εκείνον τον εξόριστο που αγάπησε την εξορία του γιατί δε μπόρεσε να παλέψει αλλιώς τις μαύρες μέρες του διωγμού. Αγάπησε την κάθε πέτρα που έπρεπε να κουβαλήσει, αγάπησε και τον πιο μικρό κόκκο σκόνης που έκατσε στον ώμο του. Και ζήτησε να παραμείνει εξόριστος, μιας και κανείς δε τον περίμενε πίσω.
Εγώ κουβαλάω μέσα μου μια πληγωμένη άνοιξη. Σκεπασμένη από μαραμένα γαρύφαλλα και άρρωστα πουλιά. Σαπίζει στα σπλάχνα μου αργά, νωχελικά, και δεν υπάρχει γιατρικό για να τη συνεφέρω. 
Εγώ δεν είμαι από τους τυχερούς αυτού του κόσμου..
Φυλακίστηκα.. Εξορίστηκα.. Σακάτεψα την άνοιξή μου..
Και δεν υπάρχει διέξοδος απ' αυτή τη δυστυχία.
Πορεύομαι φυλακισμένη, εξόριστη και η άνοιξη.. Ω!! Συμφορά.. Αργοπεθαίνει μέσα στα σωθικά μου!

Χαμένη αθωότητα

Σ' ένα μικρό σκαλιστό ξύλινο κουτάκι, με μια μπρούτζινη κλειδαριά, φυλάκισα τα όνειρά μου, βάζοντας στο πλάι τους και δυο-τρεις αναμνήσεις για παρέα. 
Τα έκρυψα βαθιά σ' ένα συρτάρι κι έπαψα να μιλάω πια γι' αυτά. 
Κι ο χρόνος, τα ξεθώριασε, τα θάμπωσε, τα έκανε να μοιάζουνε χλωμά σαν πεθαμένα. Δεν μύριζαν καραμέλα πια, και η γεύση τους θύμιζε εκείνη της πικρής σοκολάτας.
Θα ’θελα να πιάσω ξανά τα ξύλινα χρώματα της παιδικής μου ηλικίας και να αρχίσω να βάφω τα όνειρά μου απ' την αρχή, απελευθερώνοντάς τα.
Θα πάρω το πιο φωτεινό ροζ χρώμα, εκείνο που μου θυμίζει με πόση τρυφερότητα τα έπλαθα σαν ήμουν κοριτσάκι και θα τα ζωγραφίσω.
Θα φυσήξω πάνω τους με όλη μου τη δύναμη πνοή ζωής για να τα ζωντανέψω και να τα δω να ξεπροβάλλουνε απ' τα σκοτάδια του κουτιού σαν ανήσυχες νεράιδες.
Κι όταν αυτά θα πάρουνε μορφή θα τα ντύσω με τα αστραφτερά φορέματα που έντυνα τις κούκλες μου.. Θα βάλω στα πόδια τους χρυσά γοβάκια και θα στολίσω τα μαλλιά τους με δύο λευκές κορδέλες να συμβολίζουν την καθαρότητα της ψυχής που έχασα. Την αθωότητα που με απαρνήθηκε νωρίς. Και θα τα βάλω κάτω απ' την κουβέρτα μου για να τα νανουρίσω λέγοντάς τους παραμύθια για κακά ξωτικά που μπαίναν στη ζωή μου.
Από δύο κόκκινα μπαλόνια θα κρεμάσω το ξύλινο κουτάκι και θα το κάνω δώρο στον άνεμο. Κι όσο το βλέπω να απομακρύνεται τόσο πιο σίγουρη θα νιώθω πως δεν θα το χρειαστώ ξανά. 
Έχεις σκεφτεί ποτέ να ζευγαρώσεις μ’ ένα όνειρο; 
Έχεις ποτέ σκεφτεί να γεννήσετε μαζί την ευτυχία; 
Εγώ.. πορεύομαι μαζί με το φρεσκοβαμμένο όνειρό μου πια, γεννώντας μαζί του συνεχώς καινούριες ευτυχίες.

Η δική μου θεωρία του χάους

Η δική μου θεωρία του χάους, βασίζεται στο χάος που γεννήθηκε μέσα μου εκείνο το ξημέρωμα που σε γνώρισα.
Και ξάφνου, σαν να κατάλαβα πως σου αφιερώθηκε η ζωή μου..
Έτσι απλά, ανεξέλεγκτα, χωρίς ιδιαίτερους ενδοιασμούς, χωρίς μετρημένες και υπολογισμένες σκέψεις.
Όλοι οι δρόμοι που επέλεγα να πάρω είχαν τον ίδιο προορισμό, την ίδια ευθεία πορεία προς εσένα. 
Πίσω δε κοίταζα ποτέ, δεν άκουγα καμιά φωνή που με καλούσε, μόνο μπροστά μέχρι να φτάσω στο δικό σου αδιέξοδο.
Τα παγωμένα πρωινά ήσουν η ζεστή ηλιαχτίδα που τρύπαγε τις γρίλιες μου.
Ήσουν το ζεστό σκέπασμα που φώλιαζα κάτι αδίστακτους χειμώνες.
Ήσουν η πρώτη γουλιά του καφέ που μου ’δινε δύναμη να ξεκινήσω τη μέρα.
Ήσουν το πρώτο μήνυμα που διάβαζα κάτι μελαγχολικά απογεύματα.
Ήσουν το κόκκινο τριαντάφυλλο που με περίμενε τα μεσημέρια έξω απ την πόρτα μου.
Ήσουν η πιο γοητευτική μορφή του καμβά, όταν έπιανα τα πινέλα μου.
Ήσουν εκείνος που έκρυβε στα μάτια του την ομορφιά ενός βροχερού φθινόπωρου
κι όταν μιλούσες ένιωθα να αναριγώ ολόκληρη ,κρεμόμουν απ’ τις λέξεις σου κι ερωτευόμουν κάθε συλλαβή σου.
Ήσουν η πιο όμορφη εκδοχή ερωτευμένου ανθρώπου.
Ένα προσωποποιημένο πάθος, φτιαγμένος ολότελα από ηδονές.
Σάρκα από την σάρκα μου..
Αίμα από το αίμα μου..
Δύο κορμιά με κοινή ψυχή..
Δύο καρδιές συγχρονισμένες στο ίδιο μήκος έρωτα..
Ήσουν ο άνθρωπός μου και θα' σαι ο άνθρωπός μου, μέχρι να μάθουμε όλους τους ανθρώπους να ερωτεύονται σαν εμάς.
Μέχρι να καταρρίψουμε όλες τις θεωρίες αυτού του κόσμου.
Θα είσαι για πάντα το ιδανικό μου χάος, σ' έναν κόσμο που φοβάται τις χαώδεις εκφάνσεις των ανθρώπων.

Βιογραφικό

Η Βάσω Κανιώτη γεννήθηκε στο Αγρίνιο και από την ενηλικίωσή της και έπειτα ζει στην Αθήνα. Οι σπουδές της αφορούσαν τον κλάδο των τουριστικών επιχειρήσεων, όπου και ασχολείται ενεργά έως σήμερα. Η τέχνη της ποιήσεως μπήκε στη ζωή της στα μαθητικά της χρόνια, όταν κατάλαβε ότι ο γραπτός λόγος είναι για εκείνη μια βαθύτατη αναγκαιότητα να επικοινωνεί, να μοιράζεται, να μεταδίδει όσα συμβαίνουν ενδόμυχά της. Αγαπά επίσης να ασχολείται με την ζωγραφική, διότι θεωρεί ότι η ζωγραφική όπως και η ποίηση είναι η οπτική έκφραση της σκέψης. Το τελευταίο διάστημα ξεκίνησε κάποιες σημαντικές, για εκείνη, συνεργασίες μελοποιώντας κάποιους από τους στίχους της με την βοήθεια δυο ταλαντούχων μουσικών, τον τραγουδοποιό Αχιλλέα Μωραΐτη και τον ερμηνευτή Στάθη Δημητρουλάκο. Τα τραγούδια αυτά θα συμπεριληφθόυν στο πρώτο προσωπικό δίσκο του Στάθη Δημητρουλάκου αλλά και στον δεύτερο προσωπικό δίσκο που ετοιμάζει ο Αχιλλέας Μωραΐτης. Στο προσεχές μέλλον θα κυκλοφορήσει η ποιητική της συλλογή που φέρει τον τίτλο <<Τρεις εποχές και μια άνοιξη>>. Τις Πέμπτες μπορείτε να την ακούσετε στην ραδιοφωνική εκπομπή <<Της τέχνης τα καμώματα>> στο Joy radio.

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr