Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Αικατερίνη Τεμπέλη. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στη Σάμο και έζησε αρκετά χρόνια στη Θεσσαλονίκη και το Ηράκλειο. Αυτή τη στιγμή μένει στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία και Κοινωνική Εργασία κι εξειδικεύτηκε στην οικογενειακή θεραπεία και στην Βραχεία Ψυχοθεραπεία. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής κι ασχολήθηκε για μεγάλο διάστημα με το ραδιόφωνο και τη δημοσιογραφία. Έργα της βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων, δυο μυθιστορήματα και μια ποιητική συλλογή. Διαχειρίζεται το προσωπικό της ιστολόγιο, όπου παρουσιάζει έργα της. Ασχολείται με την Ιστορία και το Θέατρο κι έχει συμμετάσχει σε μια ταινία μικρού μήκους. Γράφει στίχους που μελοποιούν νέοι καλλιτέχνες. Η ποίησή της είναι λυρική, στοχαστική, κοινωνιοκεντρική. Την απασχολούν οι περιπέτειες του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο, τα ζητούμενα, τα εμπόδια, οι νίκες κι οι ματαιώσεις. Το ατομικό βίωμα καταγράφεται ως κομμάτι της συλλογικής δράσης. Ο λόγος της είναι πολύπλευρος, ζωηρός, διεισδυτικός, με ελκυστική εικονοποιία. Θα δούμε δέκα μοναδικά ποιήματά της!
Ρodgorica*
Με καινούριο φεγγάρι στην Podgorica
περνώντας τη γέφυρα της Χιλιετίας
ντύνομαι όλα τα βλέμματα αρχαίων φαντασμάτων
-δικών μου και ξένων-
και καθρεφτίζομαι στο Morava, αθώα.
Αράζω στο Block 4, χαζεύοντας παιδιά,
που γυρνούν στο στόμα τους σκληρά σύμφωνα
και σκέφτομαι πόσο θα ’θελα να σπάσω μαζί τους μερικά τζάμια.
Απ’ αυτά των κτηρίων της σοσιαλιστικής περιόδου,
τότε που η πόλη λεγόταν Τίτογκραντ κι ο κόσμος ήταν αλλιώς.
Γιατί είν’ άγριο σκυλί η νοσταλγία και κάπως πρέπει να την παλέψεις.
Αυτό μαρτυρούν τόσα συνθήματα, για την πρώην Γιουγκοσλαβία,
που μου μεταφράζουν όπως-όπως.
Στο Ρολόι, στη Stara Varoš, παρουσιάζομαι τα μεσάνυχτα, για να σας πω το παραμύθι...
Ήταν κάποτε, το Μπελγκιουρτλέν, το βατόμουρο των Οθωμανών,
κι ύστερα το Βασίλειο του Μαυροβουνίου, το Πριγκιπάτο, κι άλλα, κι άλλα...
κι ό,τι απέμεινε τέλος πάντων απ’ τα τόσα ονόματα με τις κορώνες,
το ισοπέδωσαν οι 70 πάνω-κάτω βομβαρδισμοί του Δευτέρου Παγκοσμίου, δε νομίζετε;
Μα οι κήποι ξανανθίζουν. Ευτυχώς.
Στον πύργο της Dajbabska Gora σ’ αφήνω, βλέποντας την πόλη τόσο όμορφη,
φωτισμένη από ψηλά, ν’ αστράφτει χίλια άστρα.
“Θα ξανάρθω”, σου λέω μετά το χορό μας
και δεν σ’ αποχαιρετώ.
Zdravo, γεια σου, “περίμενέ με”.-
Μας χωρίζουν οι γλώσσες, δεν σ’ αναζήτησα Vuk,
κι ας πιστεύω πως πέρασες πολλές φορές απ’ αυτό το δρόμο, απ’ τη Bulevar Ivana Crnojevića
φωνάζοντας συνθήματα για όλα εκείνα που σας καίνε εδώ.
Μα ίσως είν’ η μισή αλήθεια, που σου λέω.
Γιατί ακούω μαρσαρίσματα και θέλω να γυρίσω και να ’ναι εκείνος. Εκείνος μόνο, για να του θυμώσω:
“τι θες κι εσύ με τα μαύρα ρούχα σου και τα καπνισμένα μάτια;
τι με κυνηγάς, με τ’ αναποφάσιστα χέρια σου;”
Και πώς να καταλάβεις
ότι θα ’θελα να του δείξω την πόλη, Vuk, να ξεφλουδίσει την ιστορία της,
κι ίσως να γράψει ποιήματα;
Πώς να καταλάβεις, ότι στέκομαι έξω απ’ τον καθεδρικό, που στους τοίχους του απεικονίζεται ο Μαρξ, o Ένγκελς, ο Τίτο, να καίγονται στην Κόλαση, και δεν μπαίνω μέσα;
Πρέπει ν’ αφήσω κάτι, μια εκκρεμότητα, ένα λόγο, για να υπάρξει επόμενη φορά, για να ξανάρθω εδώ, να πιάσω το νήμα πάλι τότε, κι έτσι μένω ν’ αναρωτιέμαι:
“θα γελούσε ή θα θύμωνε μ’ όλα αυτά”;
Φεύγω, όσο πιο μακριά μπορώ, αλλά θα επιστρέψω, απ’ όσες χώρες κι αν διαλέξω να περάσω.
Θα ξανάρθω, μια νύχτα που το φεγγάρι θα ’ναι στη χάση του,
θα ’χω μπερδευτεί σε μια στροφή, κάπου στα βουνά της Βοσνίας
προσπαθώντας να βρω τα σύνορα, για την πράσινη χώρα σου, Crna Gora, Vuk,
όσο εσύ θα μου γράφεις μήνυμα, τότε ακριβώς, λες και θα νιώθεις πως πλησιάζω.
Θα ρωτήσω έναν άγνωστο με γελαστά καταγάλανα μάτια και άγρια μαύρα γένια, κάνοντας νοήματα:
“Podgorica through Nikšić ;”
για να βρω το δρόμο κι εκείνος θα επιβεβαιώσει τη διαδρομή
και θα με διορθώσει με την τραγουδιστή του διάλεκτο, τονίζοντας τα γράμματα μετά το ρο:
“Ποντγκορίτσε. Ποντγκορίτσε...” Όχι Ποντγκόριτσα εδώ. Ποντγκορίτσε.
Μ’ αρέσει, ξέρεις. Ποντγκορίτσε... Η πόλη όπου θα επιστρέφω. Πάντα. Μέχρι...
Καληνύχτα. Είν’ αργά.
*Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος, του fanzin της Locomotiva Cooperativa το 2019 και συμπεριλαμβάνεται στην ανέκδοτη ποιητική συλλογή “Συναντήσεις με αγνώστους”
Καντομάτσου*
Στον Τοσιγκάμι
κάνε τις σπονδές σου.
Μπαμπού και πεύκα
να φυλούν το σπίτι σου.
Στάσου μακριά απ’ τις φωτιές
των όνι-μπι.
Μην το περάσεις το κατώφλι του Εμμά
μαύρο σημάδι του λωτού
στο στήθος σου.
Μη σε μεθύσει το Σοτζό με το σακέ του
κι οι λιμπελούλες σε σκεπάσουν πένθιμα.
Να δεις τ’ αηδόνι στη δαμασκηνιά
και πάλι.
Τον τρίτο μήνα
όλα τα σύννεφα
των ανθισμένων κερασιών.
Μετάξι
οι δρόμοι σου
ήλιος χρυσός να σου χαϊδέψει
κάθε ίσκιο.
Και ο Χοτέι
να γελάει πλάι σου.
Κι όταν θα φτάσει η ώρα
του Νταρούμα
μάτια να έχουν δυο
οι οκιαγκάρι σου.
*Το ποίημα γράφτηκε ως μικρός φόρος τιμής στο έργο του Λευκάδιου Χερν
Εξομολόγηση
Τρέφομαι με τηλεοπτικά προγράμματα.
Φορτίζω την καρδιά μου κάθε μέρα.
Οι μπαταρίες πια έγιναν τόσο απαραίτητες, όσο ποτέ δεν υπήρξαν τα οράματα.
Περνάω το χρόνο μου διαβάζοντας e-mail -η ποίηση είναι εξαιρετικά επώδυνη.
Ξεχνάω συνεχώς το password της συνείδησής μου.
Χρειάζομαι τις καταστροφές οπωσδήποτε. Να θυμάμαι ότι είμαι ζωντανή…
Δοξάζω το πλαστικό και το νίκελ, τα κινητά τηλέφωνα και τους σταρ ανεξαιρέτως.
Δεν φαντάζομαι χρόνο χωρίς καλώδια. Πώς να περάσει μια νύχτα στο σκοτάδι;
Έχω εικονικό σπίτι, εικονικά ζωάκια, εικονικούς φίλους κι εικονικό σεξ. Όλο τον κόσμο σε ένα πληκτρολόγιο.
Θα ’θελα να ταξιδεύω αλλά είναι τόσο τρομακτικό, να κουβαλάς παντού μόνο τον εαυτό σου.
Δεν θέλω ν’ απαντήσω σ’ άλλες ερωτήσεις. Απαιτώ την τετράγωνη λογική.
Να μην ακούω πια, για τις σκουριές των δακρύων και για τους ιριδισμούς των νυσταγμένων τρένων.
Η γενιά μου είναι κουρασμένη. Από αναλύσεις, εξηγήσεις, ιδεολογίες, επαναστάσεις, ετεροπροσδιορισμούς και μισαλλοδοξίες.
Κουρασμένη απ’ τα ερωτικά τραγούδια, τις φοβίες, τον αριβισμό και τα πυροτεχνήματα.
Δεν ξέρουμε πως καίει η χαρά το νου και πως σπαράζει η ψυχή στην ωραιότητα.
Απ’ όλα τα χρώματα μας άφησαν το γκρίζο, μα ένα κόκκινο στοιχειώνει τα όνειρά μας.
Λένε πως αυτομόλησε ο Θεός αλλά εγώ πιστεύω σε μιαν Έξοδο Κινδύνου.
Τις νύχτες
Τις νύχτες,
δε με κρατάνε ξύπνια
οι ηλεκτρικές καταιγίδες,
πλάσματα της αβύσσου,
το σκοτάδι εντός μου.
Ούτε
ακατάστατοι παλμοί,
μαύροι καφέδες
και λαμπερά οινοπνεύματα.
Δεν είν' οι αμίλητοι έρωτες,
τ’ αφίλητα κορμιά,
ο λυσσαλέος ίμερος.
Μόνο ένα παιδί
με τρύπιο χαμόγελο,
μια ενοχή που επιμένει.
Μόνο ένα παιδί
μ’ άδειες κόγχες,
ασάλευτο στα ερείπια.
Μόνο ένα παιδί,
βαμμένο μ’ αίματα.
Μόνο.
Αllée Quo Vadis?*
Χαμένη στο Παρίσι
τη μέρα της πτώσης της Βαστίλης
ανάμεσα σε φλεγόμενους κάδους σκουπιδιών
αλαλάζων πλήθος
κι οπλισμένους στρατιώτες
ψάχνω
εκείνη τη φωτογραφία σου
απ’ το “Portal” του Vladikavkaz
“Ελληνίδα;”
Χαμογέλασες στη σιωπηλή μου κατάφαση
“Το Άλφα και το Ωμέγα”
Διάλογος βγαλμένος σαν από Μαγυάρικη ταινία
Σε κοίταξα όσο κρατά μια άνω τελεία και μερικά αποσιωπητικά
Παράξενα ηχούσαν τα γνωστά φωνήεντα με την προφορά της Οσετίας
Κι οι βιβλικές αναφορές σου ακατάληπτες
Μέχρι που
είδα τα ζωγραφιστά σου γράμματα
στην πόρτα της κατάληψης
Μέχρι που
άκουσα τα σπαρακτικά τραγούδια
του Βόρειου Καυκάσου
Οι Αλγερινοί έχουν γλέντι
Η ομάδα τους κέρδισε
και με κερνούν τσάι με κάρδαμο
Γελούν φτιαγμένοι από νωρίς
Νίκες και ήττες ανάκατες μες τη ζωή
Κι εγώ εγκλωβισμένη μες σε δρόμους
που έχουν όλες τις εξόδους τους κλειστές:
fermé, fermé, fermé!
Κι όμως
πάνω απ’ τα θεόρατα στοιχισμένα δέντρα
λάμπει σ’ έκλειψη η Σελήνη
Ιούλιος αιμοσταγής
χωρίς αιδώ μας χώρισε
Ακούω το κελάρυσμα του ποταμού
Μόνη παραφωνία μες την τόση σιωπή
Από μακριά αστραποβολά ο Πύργος του Eiffel
αδιάφορος για τα μικρά μας δράματα
Σε θυμάμαι να μου μιλάς για το Beslan
για το σχολείο των παιδιών των σκοτωμένων
για τ’ αρκουδάκια, τα παιχνίδια και τις μισοτελειωμένες ζωγραφιές
Ανταλλάξαμε πολλές ιστορίες δυστυχίας
Τα νερά της Μεσογείου
γεμάτα πεθαμένους
τι νόμιζες;
“Δεν θα κολυμπήσω φέτος, σου το υπόσχομαι”
Για κάποιους η Συρία είναι τόσο μακρινή
όσο το παράξενο μαύρο φεγγάρι
Και γι’ άλλους
πιο μακρινός ο ανθρώπινος πόνος
Λες να γλιτώσουμε απ’ το μακελειό;
Σαν πόσα να ’μειναν που αντέχουν στον πλανήτη;
Περνάω απ’ τις άλλοτε γειτονιές του Van Gogh
-τι μοναξιά κι ετούτη-
στέκομαι έξω απ’ τη φυλακή που έβλεπε απ’ το παράθυρό του
ο Beckett
Ίσως χρειάζεται μια καθημερινή υπόμνηση
για ν’ αντέχουμε τα μέσα μας κελιά
Δεν μιλήσαμε ποτέ για το Άμστερνταμ και τη Νέα Υόρκη
Για το Γαλάτσι και τα Κάτω Πατήσια
ούτε λέξη
Τι σημασία έχει;
Κάποτε θα επιστρέψω πίσω
Αναπόφευκτες οι συγκρούσεις με την πραγματικότητα
Αλλά χρειάζομαι εκείνη τη φωτογραφία σου
να πιστοποιώ ότι υπήρξες...
Δεν σε επινόησα κι ας το ’θελα
Υπάρχεις...
Και σ’ ένα παλιό πιάνο
που κάποτε απ’ τη Δρέσδη πέρασε τα σύνορά σας
θα παίζεις για μένα με μερικά κεριά
παρέα
σαν να με ρωτάς:
“κι αυτά τα όμορφα λυπημένα μάτια...”
Κι εγώ δεν θα ξέρω που πηγαίνω
όσο εσύ θα γυρίζεις σπίτι.
Μα που είν’ το σπίτι μας, αλήθεια;
Πού;
*Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο πρώτο ένθετο του λογοτεχνικού περιοδικού “Μονόκλ” το 2020 και συμπεριλαμβάνεται στην ανέκδοτη ποιητική συλλογή “Συναντήσεις με αγνώστους”
Λα ύφεση*
Ποιος παίζει πιάνο
εκεί στους δακτυλίους του Κρόνου;
Ποιος θρυμματίζει άστρα
για να λάμψεις;
Ποιος σου κρατάει των στεναγμών
το tempo
(πες!);
Κι έτσι θερίζουν καλοκαίρια
τα adagio σου...
Σε ποια ερέβη τάχα
ανθεί
η φωνή σου;
Κι ανάβουν οι ηλεκτρικές οι μέδουσες...
Παίρνουν φωτιά οι σκοτεινές διέσεις,
-αύτανδρο το κορμί μες το βυθό-
ένα βιολί σε υμνεί σα μεθυσμένο...
Αίμα αν είναι
του Διόνυσου του Κεραστή,
ή λύπη αγκαθωτή
μικρού Απόλλωνα,
ξέρει η Πυθία;
Αρκεί μια λα ύφεση
σε τόσες οιμωγές;
Πρέπει να σκάψεις πιο βαθιά
μέσα στη θλίψη.
*Το ποίημα δημοσιεύεται για πρώτη φορά
Εις μνήμην
Ας μείνουν στον ήλιο
να σκονίζονται
οι νεκροφόρες
σήμερα
και τα κοράκια
ας ανακατεύουν
απερίσπαστα την τράπουλα.
Ας νοικιάσουν αλλού
την επιτηδευμένη θλίψη τους
-γραβάτες μαύρες στη σειρά
διαπασών-
κι ας βγάλουν
οι παπάδες
από ξένους νεκρούς
τα τυχερά τους.
Στεφάνια δεν θα σου σταλούν
αχρείαστα τα κηδειόχαρτα
κι οι μωβ κορδέλες
το κονιάκ
κι οι μεγαλόσταυροι.
Άλλος από μένα
μην περιμένεις
να σε κλάψει
Εν τόπω χλοερό
κενός ο τάφος σου.
Δεν το βρήκα απαραίτητο
να σε ειδοποιήσω
για τα της κηδείας σου.
Άσε που θα με διέψευδες
ολοζώντανος κι ανήξερος
περιοδεύων θίασος.
Λες;*
Λες να ’φταναν
λίγες σταγόνες κίτρινου
απ’ το χρωστήρα του Van Gogh,
δύο-τρία ψήγματα χρυσού
κλεμμένα απ’ τον Klimt
για να συνθέσουν τα κονσέρτα τους
οι γαλαξίες;
Τη μελωδία της χαράς
στο πάρτι με τους
άστατους κομήτες;
Κι ο θείος Einstein
τη γλώσσα βγάζοντάς μας πάντα
θα ’παιζε
με το Μικρό τον Πρίγκιπα
κάτω απ’ το τριαντάφυλλό του…
Λες να ’φταναν
να ζαλιστεί τ’ άστρο του Τσε
τρεκλίζοντας να πέσει
απ’ το μαύρο σκούφο του
για να προσγειωθεί
στ’ ακόρντα του “Imagine”;
Κι ο Lennon θα ’γραφε
ένα βαλς
“Της νοσοκόμας και του ναύτη”
που το αιώνιο φιλί τους
μας στοιχειώνει,
ξέρεις…
Ουράνια τόξα
θα εκτόξευε
το “Enola Gay”
ζαχαρωτά και σοκολάτες
στο διηνεκές.
Και τα παιδιά
δεν θα ’τρέχαν γυμνά
ουρλιάζοντας
για να ξεφύγουν απ’ τον όλεθρο.
Ο γύπας
δεν θα παραφύλαγε στη γη
πότε θα πέσει απ’ την πείνα
το κορμάκι…
Η Scheherazade θα διηγούνταν
ιστορίες πάντα
κι ο Armstrong
θα μας έγνεφε απ’ το φεγγάρι…
Λες να ’φταναν λίγες σταγόνες κίτρινου;
*Το ποίημα γράφτηκε για το Φεστιβάλ Ουτοπία που διοργάνωσε η φωτογραφική ομάδα «Διάφραγμα 26» στο Θέατρο «Εμπρός» από τις 2 ως τις 4 Φεβρουαρίου 2018
Κήρες*
Κι άξαφνα
ρήγμα μαύρο
ανοίχτηκε μπροστά μας.
Σπαρμένο δόντια κτήνους
ανελέητα.
Κατρακυλήσαν μονομιάς
στ’ άγριο κενό του
όλα τα όνειρα
του κυκλοθυμικού καλοκαιριού.
Και που τζιτζίκια και
θαλασσινές σπηλιές
που αλμύρα
κι ασημένιες φεγγαράδες.
Η πιο βαριά σιωπή
τρύπωσε μέσα μας.
Πηχτό σκοτάδι μας σακάτεψε.
Ως το μεδούλι
πόνος…
Για τα χαμένα ελάφια
για τ’ αστραφτερά τα μάτια
των κοριτσιών
που πια δεν θα στεγνώσουν
ποτέ ξανά
στον ήλιο τα μαλλιά τους.
Κι η τελευταία αγκαλιά
θα μας στοιχειώνει…
Όλοι οι απόντες
στις χρωματιστές φωτογραφίες.
Κόρες και γιοι.
Πατέρες, μάνες,
βρέφη
κι αδέρφια
αγνώστων που τους ψάξαμε μαζί τους.
Κι ούτε γιαγιά, παππούς πια,
ούτε πειράγματα, γαργαλητά,
-“για κοίτα πόσο ψήλωσα!”-
βουτιές και μπάνια…
Δεν έχει πράσινο καθόλου εδώ,
βουβό το δάσος δίχως τα πουλιά του.
Κάτι κλαδιά ικεσίας
όλο στάχτη.
Χέρια αδειανά που
επιμένουν…
Κι όσο κόκκινο
απ’ το αίμα μας που ασπαίρει,
όσο κόκκινο
κι αν δώσαμε
αυτό το ρήγμα
δε γεμίζει με τριαντάφυλλα.
Τις ξέσκισε τις σάρκες μας
δε χόρτασε.
Πήραν οι Κήρες
τόσους όμορφους στον Άδη…
Μα τώρα,
πρέπει,
(πώς δεν ξέρω…)
να στηθεί μια γέφυρα.
Μια γέφυρα που να μας πάει στο “μετά”…
Τώρα
που μέσα μας το κουβαλάμε
αυτό το ρήγμα.
Ν’ ανοίξουμε τα μυστικά
δωμάτια της καρδιάς μας
να ’ρθουν απ’ τον αιώνιο ύπνο τους
σαν πρώτα
όλοι
οι λαμπροί αγαπημένοι μας…
Για να ζεστάνουν
μ’ όσα ζήσαμε μαζί τους
-καρέ καρέ αυτή η ταινία ευτυχίας-
τα παγωμένα μας τα μέλη…
Να ξεδιπλώσουν τα χαμόγελά τους
ως τον ουρανό
σα φυλαχτά, σαν άστρα…
Με την αγάπη τους ασπίδα
-την άφθαρτη αγάπη τους-,
να στήσουμε μαζί…
Να τη στήσουμε
μαζί
αυτή τη γέφυρα.
Δεν ξέρω πως…
-“Δεν έμεινε πια τίποτα”
-«Μα είν’ η αγάπη τόσα».
Δεν ξέρω πως
αλλά
η ζωή
θα δείξει….
*Το ποίημα γράφτηκε μ’ αφορμή όσα συνέβησαν στο Μάτι, το καλοκαίρι του 2018
Ι (Iota Horologii b)*
Ιαγουάρος μαύρος, κόκκινος ιβίσκος,
ψηλά ιρόκο, ιριδίζων ίντιγκο παντού.
Τι λες; Αρκεί ο ιμπρεσιονισμός;
Ινκόγκνιτο πλέουν οι ιθαγένειες
κι ο ιησουιτισμός σαν ιγκουάνα αλλάζει.
Ένα ιγκλού χρειάζομαι για να κρυφτώ
στήνουν ικρίωμα τα ιερατεία.
Διάολε, παίξτε μια ιρλανδέζικη μπαλάντα!
Ίκαρε, τα φτερά σου δώσε:
Μην κυλιστώ στην τόση ιλύ των ιμπεριαλιστών,
στους ίσκιους της ιντελιγκέντσια...
Ζαλίστηκα απ’ τα ιλουστρασιόν τα ίματζ,
ίνσταγκραμ, ίντερνετ, όλα μαζί,
ιλαροτραγωδία ο κόσμος.
Μας τέλειωσαν οι ιδεολόγοι
όχι η ιδιοτέλεια.
Άπιαστη η ίαση,
μα η ιατρικοποίηση καλά κρατεί.
Στα ιδρύματα θαμμένες ιδιωτικότητες.
Κι ο όρκος του Ιπποκράτη, πατημένος.
Χωράει ο ιδρώτας του Ίμερου σε μέτρο ιαμβικό;
Το ιδεόγραμμά σου ψάχνω στην Ιαπωνία
Πολλά τα ιψενικά τα τρίγωνα...
Μια ιδεοληψία ο έρωτας;
Κάτι σα βλάβη στον ινιακό λοβό;
Ένα ξανθό Ιούλιο προσδοκώ,
με καρτεράει ο ιδιοφυής Ιούδας,
κι άλλο δεν έχω από ιώδιο.
Έλα Ιππότη, μην αργείς.
Φάνηκε ήδη ο ιοβόλος όφις...
*Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή “Αλφαβητάρι των Παθών – Αλχημικοί αλγόριθμοι” που κυκλοφόρησε το 2020 απ’ τις εκδόσεις “Ελευθερουδάκης” και δημοσιεύεται για πρώτη φορά.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Αικατερίνη Τεμπέλη γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά έζησε μερικά απ’ τα πιο ενδιαφέροντα χρόνια της ζωής της στη Θεσσαλονίκη και στο Ηράκλειο, όπου σπούδασε αντίστοιχα Ψυχολογία και Κοινωνική Εργασία. Στην Αθήνα εκπαιδεύτηκε στην οικογενειακή θεραπεία (Μονάδα Οικογενειακής Θεραπείας-ΨΝΑ) και στην Bραχεία Ψυχοθεραπεία. Παρακολούθησε παράλληλα μαθήματα υποκριτικής στο «Θέατρο των Αλλαγών» και μονωδίας στο «Ολυμπιακό Ωδείο» Ηρακλείου. Το 1993 κέρδισε το Α’ Πανελλήνιο βραβείο, σε γραπτό διαγωνισμό της Deutsche Welle, με θέμα το ρατσισμό κι εκπροσώπησε τη χώρα μας στην Κολωνία. Τον επόμενο χρόνο, το 1994, πήρε Διάκριση στον Παγκρήτιο Διαγωνισμό Ποίησης. Εργάστηκε για πάνω από μια δεκαετία στο ραδιόφωνο (Ράδιο Κρήτη, 9.84, Studio 19, ΕΡΑ Ηρακλείου, 102-ΕΡΤ 3 κ.ά.) ως παραγωγός και παρουσιάστρια ραδιοφωνικών εκπομπών, καθώς και σε γνωστά περιοδικά κι εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Το «Αλφαβητάρι των Παθών – Αλχημικοί αλγόριθμοι» είναι το τέταρτο βιβλίο της (εκδόσεις «Ελευθερουδάκης», 2020) και η πρώτη της ποιητική συλλογή. Προηγήθηκε «Το ποτάμι στον καθρέφτη» (συλλογή διηγημάτων, «Άνεμος εκδοτική», 2015), καθώς και τα μυθιστορήματα «Η σκόνη των άστρων» (2010) και το «Βενετσιάνικο χρυσάφι» (2007) . Και τα δύο απ’ τις εκδόσεις «Μοντέρνοι Καιροί». Σήμερα ζει στην Αθήνα, είναι διαχειρίστρια του ιστολογίου https://aikaterinitempeli.wordpress.com/, ασχολείται με την Ιστορία και το Θέατρο, και συμμετείχε πρόσφατα στην ταινία μικρού μήκους του Γιώργου Τριανταφύλλου «Άγγιξέ με». Τις νύχτες γράφει στίχους, που μελοποιούν νέοι καλλιτέχνες όπως ο Παναγιώτης Λιανός, ο Χρήστος Δάβρης κ.α. Ταξιδεύει πάντα στις ζωές των άλλων.