Η προσκεκλημένη μου στη στήλη Στα βαθιά, Νάνσυ Δανέλη, ασχολείται μ'επιτυχία με πολλά είδη λογοτεχνικής γραφής. Έχει καταπιαστεί με τη γραφή μυθιστορήματος, ποιημάτων, διηγημάτων, στίχων. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή κι ένα μυθιστόρημα. Για ανέκδοτο μυθιστόρημά της βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση λογοτεχνών. Η ποίησή της συνομιλεί άλλοτε με τα προβλήματα του καιρού μας κι άλλοτε με τη νοσταλγία. "Παίζει" με τις έντονες συναισθηματικές αποχρώσεις. Συγκινεί και συνεπαίρνει. Θα τη γνωρίσετε καλύτερα μέσα από δέκα εκλεκτά ποιήματά της!
Έρημη πόλη.
Νοέμβρης πάλι μόνοι πάλι
στην έρημη πόλη
κι η θάλασσα φουσκώνει.
Εκείνη η αμείλικτη παλίρροια
ανεβάζει τα νερά στα μάτια
και δεν υπάρχει μια παλάμη
ν΄απαλύνει το μάγουλο.
Σε κάποιο δρόμο αλλιώτικο άλλοτε
ένα ζευγάρι
περπατούσε σφιχταγκαλιασμένο.
Χάραξε
τα ονόματά τους στο δέντρο
τόσο βαθιά που το μάτωσε.
Να ΄ναι ακόμα χαραγμένα
τα ονόματα;
Να υπάρχει το δέντρο;
Ω, ας με κατακλύσει το νερό
ήρθε η στιγμή
να παραδώσω την Αλίκη
στη χώρα των τραυμάτων
να της επιτρέψω να διασχίσει
αυτό το δάσος
με τα πληγωμένα δέντρα
βουίζει ο θάνατος
αλλά δεν είναι αυτός
που τα λυγίζει
αμέτρητα δέντρα
αμέτρητα χρόνια
αμέτρητες ζωές αδικαίωτες.
Ας μας κατακλύσουν τα νερά
ας μας θρυμματίσουν.
Ο καθένας στην έρημη πόλη του
ικετεύει το έλεος
ν΄αγκαλιάσει την έλλειψη
με τη στοργή της μάνας
-γέμισέ με
-ταξίδεψέ με
-νανούρισέ μου τη μνήμη
το μαχαίρι της τύλιξε
στο μετάξι του ονείρου
δεν έχω άλλο τίποτα
με τα θρύψαλά μου προσάναμμα
στη φωτιά να τα καίει
-ζέστανέ με.
Γράμμα στο Νοέμβρη.
Αγαπημένε,
Μπορεί η καταχνιά να σου θολώνει το βλέμμα
και να μην ξέρεις κατά πώς να πας
με άνεμο, με ήλιο ή με βροχή
τα μολυβένια σύννεφα να φταίνε
που με δάκρυα φορτώνουνε τα μάτια σου
Μπορεί τα κίτρινα απογεύματα
βιαστικά να σώνονται
μέσα στα βιολετιά σου δειλινά
κι αυτά να σβήνουν σαν κεριά
στα σκοτεινά νερά της νύχτας
ο άνεμος στον κήπο σου τα βράδια
να παίζει θέατρο σκιών
να ξεψυχούν
μες στις βρεγμένες φυλλωσιές σου
τα περασμένα καλοκαίρια.
Μπορεί στη γκρίζα της εσάρπα να τυλίγει
τις μικρές σου μέρες η μελαγχολία
όμως είσαι των αρχαγγέλων ο αγαπημένος
και μένα ο αγαπημένος μου.
Έτσι απαλά
όπως χάνεται το φύλλο απ΄ το δέντρο
το απόγευμα στο δειλινό
το δειλινό στη νύχτα
με τα μύρα του φθινοπωρινού αέρα
Νοέμβρη αγαπημένε
είναι ωραίο κανείς
να ξέρει να χάνει.
Ένα παιχνίδι ακόμα.
Από παιχνίδια ξέραμε.
Στο δρόμο ζήσαμε στη γειτονιά
ψωμί με ζάχαρη, κρυφτό, κυνηγητό, τα μήλα
και το κορόιδο στον ουρανό με άλματα
να φτάσει τις μπαλιές.
Όλη τη μέρα γέλια και φωνές
το σούρουπο την ώρα της επιστροφής
μελαγχολία.
Στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα αγέλαστα
στο σπίτι.
Στο βάθος βλέπαμε πως στη στροφή του χρόνου
καρτέρι έστηνε μονόδρομος στον κόσμο των μεγάλων.
Δίχως παιχνίδι πώς θα ζούσαμε;
Στον κόσμο εκείνο τον παράλληλο
δεν έπαιζε κανείς.
Από παιχνίδια ξέραμε.
Μα τη ζωή την πήραμε πολύ στα σοβαρά
Δάκρυ και πάλι δάκρυ όταν χάναμε τα μήλα.
Drama queens μας περιγέλαγε η ζωή
μα εμείς καθόλου δεν γελούσαμε.
Θυμώναμε που όλο μας έβαζε κορόιδα
να πιάσουμε τα όνειρα.
Πέταγε τις μπαλιές πολύ ψηλά
λίγο ψηλώναμε και πέφταμε
με πάταγο στο χώμα.
Τι κι αν στο διάβα μας
δεν βρέθηκε κανείς να μας το πει
ένα παιχνίδι ότι είναι κι η ζωή
εμείς που από παιχνίδια ξέραμε
ένα το μάθαμε καλά.
Κάθε φορά που πέφτουμε
για ένα παιχνίδι ακόμα
να σηκωνόμαστε.
Είμαστε μόνοι.
Ήμαστε μόνοι,
και μας έδερνε αλύπητα ο χιονιάς.
Στο έρημο τοπίο που βαδίζαμε
ήθελα να σφιχτείς επάνω μου σαν το παλτό
τα πονεμένα μάτια σου κοιτάζοντας
να στείλω το λυγμό μου στους ανέμους.
Κι ήμαστε τόσο μόνοι
που ήθελα τα χέρια μας ν΄απλώσουμε
κλωνάρια
και να δεθούμε εκεί στην ερημιά
δίκορμο δέντρο σφιχταγκαλιασμένο.
Πόσο ν΄αντέξει όμως κι ένα δέντρο;
Τάχα κι αυτό δεν θα παγώνει
όταν το μαστιγώνει ο βοριάς;
Τοπίο λευκό με φόντο γκρίζο ουρανό
είμαστε ακόμα τόσο μόνοι.
Κάποτε, όταν πάμε εκείνη την εκδρομή
θ΄ανηφορίσουμε
πάνω απ΄τις βουνοκορφές.
Είναι εκεί ψηλά μια πολιτεία από σύννεφα.
Στο λέω γιατί
κανείς δεν μπορεί να ζητήσει τίποτα
από ένα σύννεφο.
Παίζει κρυφτό κυνηγητό
κι όλο αλλάζει φορεσιές.
Αν το νταντέψεις γίνεται παιδί
αν του γελάσεις μάνα
λύκος αν του θυμώσεις
Αν το ικετέψεις γίνεται θεός.
Κι εμείς που τόσο ικετέψαμε
κι είμαστε ακόμα μόνοι
να γίνουμε ένα σύννεφο.
Αύγουστος.
Έτσι καθώς η θάλασσα ανοίγεται στο βλέμμα
του φλοίσβου μελωδία νοσταλγική
ανοίγει αυλαία
σε παλιά της μνήμης σκηνικά.
Παιδιά φτιάχνουν τα κάστρα τους στην άμμο
τσαλαβουτώντας στα ρηχά
πέρα στα πεύκα ο πατέρας κόβει το καρπούζι.
Έφηβοι, ενήλικοι έρωτες
πούπουλα ή φτερά
μικρά ταξίδια, μακρινά
ναυάγια.
Όνειρα στην ακρογιαλιά
γέλια και δάκρυα
γλυκόπικροι διαλογισμοί
σαν να μιλούσαν τα νερά
και νά ΄λεγαν
πως είναι
η ηδονή αφρός
κύμα ο έρωτας
θάλασσα η αγάπη.
Τι νιώσαμε; Τι σώσαμε;
Σ΄αμμόλοφους
το σπίτι των ονείρων.
Όμως, με λίγες απλωτές πώς να τη βρεις
την άμμο τη χαμένη
σε θέλει ολόκληρο η θάλασσα
να κατέβεις στα βαθιά
να πιάσεις πάτο.
Κόκκο τον κόκκο να συλλέξεις
το θρυμματισμένο όνειρο
ν’ αναδυθείς
ευλαβικά κρατώντας το κλειδί
από άμμο καμωμένο και
σμιλεμένο από νερό θαλασσινό
που ξεκλειδώνει
τούτο τον Αύγουστο
που τόσο στένεψε ο χώρος της καρδιάς
για να χωρέσει μέσα της
η θάλασσα που όλα τα χωράει.
Μα τι άλλο είναι η ζωή
από εκείνη τη στιγμή
που ακινητεί το βλέμμα
και το διαβάζεις
στη γραμμή του ορίζοντα
όλα σου τα νερά
θα τα δεχτείς
αλλιώς στη λύτρωση δεν πας
παρά μονάχα ολόκληρος.
Στάχτες.
[ή ο μονόλογος του πρόσφυγα].
Ρωτούσα σαν παιδί
πράγματα αλλόκοτα.
-Φεύγουν τα σπίτια;
-Οι άνθρωποι πετάνε;
-Τα όνειρα χτυπούν τις πόρτες μας
πριν μπούνε;
Πού να΄ξερα κι εγώ;
Μνήμες δεν κουβαλάμε από τον ουρανό.
Η μάνα γη
μάνα σκληρή
μας τα μαθαίνει.
Τώρα ξέρω.
Τα σπίτια ξεριζώνονται
σαν τα χτυπάει ο κεραυνός.
Οι άνθρωποι πετάνε, είναι πουλιά.
Στου πόνου τα χαλάσματα
χτίζουνε τις φωλιές τους.
Τα όνειρα δεν καταδέχονται
όσους με την απόγνωση
πλαγιάζουν αγκαλιά.
Κι οι εφιάλτες
πόρτες δεν ξέρουν να χτυπούν.
Τώρα ξέρω.
Με έκαψε ο κεραυνός.
Μόνο χέρια μου άφησε να ψάχνω
μέσα στις στάχτες μου
για μια σπιθίτσα τόση δα
το όνειρο να ξανανάψω.
Μήπως μπορέσω
τον κόσμο αυτό
μ΄αθώα μάτια να ξανακοιτάξω
ξέροντας.
Η τελευταία ανάσα.
Έρχεται λίβας απ΄τη Μινεσότα
λίβας απλώνεται στη Νέα Υόρκη
καίει τα δωμάτια του Λευκού Οίκου
καίει της Αμερικής τους δρόμους
όλης της γης τους δρόμους καίει.
Είναι η καυτή ανάσα του Τζορτζ Φλόιντ
κάτω απ΄το γόνατο του μπάτσου,
I can’t breath,
κάτω απ΄το γόνατο του χάρου
η ύστατη αδύναμη ικεσία
που μας συντρίβει
η τελευταία καυτή ανάσα του Τζορτζ Φλόιντ
έρχεται λίβας
και μας κατακαίει
’Πεθαίνουμε, αδερφέ, με το γόνατο κάποιου στον λαιμό μας,
δίχως σε τίποτα να φταίμε
τελειώσαμε, αδερφέ.
θέλω να πω, είμαστε ήδη νεκροί,
ας πεθάνουμε στους δρόμους’’
ενώνοντας με την καυτή ανάσα του Τζόρτζ Φλόιντ
τις ανάσες μας
ανάβοντας με τις καυτές ανάσες μας
μια τεράστια φωτιά
ας πεθάνουμε κατακαίγοντας όλη τη σκατοψυχία
πατώντας με το γόνατο
το λαιμό του κτήνους
που κρύβεται κάτω από κολλαριστά πουκάμισα
ας πεθάνουμε
κάνοντας στάχτη
μια ζωή που δε μετράει.
έτσι κι αλλιώς είμαστε κιόλας πεθαμένοι.
Η μητέρα.
Ω, μητέρα, μητέρα.
Κοίταξέ με.
Ονειρεύομαι πως κουρνιάζω στη μήτρα.
Είναι γλυκό ν΄αφήνεσαι στην αγάπη.
Χαϊδεύεις την κοιλιά σου
δεν φοβάσαι
τα ποτάμια δεν φοβούνται
δεν δακρύζεις
τα πουλιά δεν λυπούνται
δεν κουράζεσαι
ο ήλιος δεν κουράζεται.
Είμαστε ένα, μητέρα,
βυθισμένοι στη μακαριότητα.
Με κοιτάς σαν θαύμα!
Και ξαναγεννιέμαι.
Δεν κουράζεσαι μαζί μου.
Δεν κλαις τη χαμένη σου νιότη.
Μόνο κόβεις με τα χέρια σου τον ομφάλιο λώρο.
Και με ρίχνεις στο ποτάμι.
Με μαθαίνεις ν΄ αφήνομαι στο ρεύμα.
Μια μέρα να χυθώ στη θάλασσα.
Ω, Αγία-μητέρα.
Σ’ αυτό το όνειρο
φύτεψες μια μητέρα στην καρδιά μου.
Καθησύχασέ με, όταν ξυπνήσω.
Πες μου πως υπάρχω κι αυτό φτάνει.
Η στιγμή.
Σκέψεις κατατρώνε τη σάρκα.
Παλιές, παμπάλαιες σκέψεις.
Παλιά, παμπάλαια συναισθήματα.
Λίμνες της κοιλιάς
και των ματιών βροχές.
Σκέφτομαι και φοβάμαι.
Φοβάμαι και σκέφτομαι.
Σκέφτομαι. Άρα υπάρχω;
Ή μήπως η ατόφια μου ύπαρξη
αναδύεται στη σπάνια στιγμή
της μη σκέψης;
Στο απόλυτο άδειασμα του νου;
Τα χέρια σου σφίγγουν τα χέρια μου.
Ο ήλιος, η έντονη διαφάνεια του γαλάζιου.
Σφίξε τα δάχτυλά μου
να μη γλιστρήσει ο χρόνος
ανάμεσά τους.
Στο φευγαλέο φως η στιγμή μόνο.
Η στιγμή μόνο παγώνει το χρόνο.
Γραφτά της άμμου και της θάλασσας.
Το βλέμμα στη θάλασσα
μέχρι τη μπλε χαρακιά του ορίζοντα
στο απέραντο λίκνισμα αφήνεται.
Καθώς λικνίζονται απαλά τα νερά
στη μελωδία του είμαι
λικνίζονται τα σώματα.
Είμαι δίχως όνομα
δίχως ηλικία
δίχως δάκρυ.
Είμαι δίχως φύλλο συκής
ουσιαστικό δίχως επίθετα
οντότητα γυμνή
δίχως κατηγορούμενα.
Είμαι λικνίζοντας
το στιλό
στο χορό της ύπαρξης.
Είμαι δίχως προσμονή.
Θεέ μου πόσο ψέμα΄
Είμαι προσμένοντας
κάτι μεγάλο κι αναπάντεχο
Aγάπη θάλασσα βαθιά
δίχως του πόνου τη φωτιά
μικρού παιδιού χαρά.
Χειροκροτώ
χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
χορεύω προσμένοντας
το θαύμα.
Γονατίζω στην άμμο
ικετεύω
να περάσει συμπόνια θεϊκή
επάνω μου σαν κύμα
να με λούσει.
Πόσο ψέμα Θεέ μου. Είμαι η προσμονή.
Και χτυπάει δυνατά ταμπούρλο
η καρδιά
και ποθεί
εδώ και χρόνια
εδώ και τώρα
ως το πρώτο κύτταρο
της σύλληψης
το θαύμα.
Flash back
Αλλιώτικη σύλληψη, αλλιώτικη γέννηση,
αλλιώτικη ζήση.
‘’Πήραμε τη ζωή μας λάθος’’
Κι αλλάζουμε ζωή.
Αργά;
Ποτέ δεν είναι εντελώς αργά
Καθώς γέρνει ο ήλιος
βασιλεύει.
Αν κάτι ελάχιστο αλλάξει
κάπου θα γραφτεί
ένα μικρό μάντρα στην άμμο
κάτι σαν σ’ αγαπώ
κάτι σαν μ΄αγαπώ
κάτι σαν αγαπώ τη ζωή.
Κι ας το σβήσει το κύμα.
Στου ορίζοντα τη γραμμή
με το κύμα
ταξιδεύει το πανί.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Νάνσυ Δανέλη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα.Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή με τίτλο Πορφυρό Φως, Εκδόσεις Γαβριηλίδης και το μυθιστόρημα Το μυστικό ταξίδι, Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Εκτός από ποίηση και μυθιστόρημα, γράφει διηγήματα και στίχους. Γραπτά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά-έντυπα και ηλεκτρονικά και έχουν μεταφραστεί και δημοσιευθεί στα αλβανικά από τον Dashamir Mahlo. Έχει βραβευθεί με το β΄βραβείο μυθιστορήματος από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, το 2006 και πρόσφατα για το ποίημά της ''Η Πύλη''σε διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Το κοράλλι.
...