Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" υποδέχομαι τη λογοτέχνιδα Μαρία Πανούτσου. Η καλεσμένη μου σπούδασε μουσική, χορό και θέατρο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μελέτησε ζωγραφική, αγιογραφία και κεραμική δίπλα σε σπουδαίους δασκάλους. Με τη φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 φοιτώντας στο International Film school of London. Σπούδασε Ανθρωπιστικές επιστήμες στο ανοικτό πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Κατά την παιδική της ηλικία έζησε στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ταξίδευσε σε πολλές χώρες του εξωτερικού για σπουδές και συμμετοχή σε διεθνή φεστιβάλ θεάτρου. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ενώ ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες. Συνεργάζεται με περιοδικά τέχνης και λόγου. Είναι υπό έκδοση δυο ποιητικές της συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων και παραμυθιών. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, λυρική, προσωποκεντρική. Ο λόγος της είναι λαξεμένος, πολύχρωμος, ζωντανός ,με πλαστικές εικόνες κι εμπνευσμένα σχήματα. Εμπνέεται από τις σχέσεις, την επαφή με τις μνήμες, τη μυθολογία, την ιστορία. Θα δούμε έντεκα υπέροχα ποιήματά της!
10 και ένα ποιήματα
...δεν ήπιε ούτε το τσάι της...*
πλήρωσε και αφού κοίταξε για τελευταία φορά την αίθουσα
κατευθύνθηκε στην έξοδο του Bar
ήταν πολύ πρωί ακόμη άδεια η αίθουσα
μόνο εκείνη και ο Bar man
έξω ψιλόβρεχε
η αίσθηση της ζωής την συνεπήρε
ένα ισότονο ναι έβγαινε από μέσα της
οι δρόμοι είχαν ονομασίες
εκείνη γύρευε ένα συγκεκριμένο δρόμο..
Ποιήματα 2019-2021
άτιτλο
Σαν μικρό πουλί χαμένο
σαν χελιδονιού τιτίβισμα
φτερά σαν γλάρου σκούξιμο
τα μάτια δεν βλέπουν
πιότερο ονειρεύονται
στο δρόμο ο κόσμος ελπίζει
στο δωμάτιο μια ανησυχία
στην καρδιά μου ένα φτερούγισμα
και στα λόγια ένα γιατί
δεν αντέχεται ο κόσμος
μακριά από την αγάπη
Αποστροφή
Was ist Liebe?
Μα η μυρωδιά των λουλουδιών
το σήκωμα της φούστας
όταν ο αέρας αυτοσχεδιάζει
με έναν άνθρωπο.
Κι’ η καλοσύνη ξέχειλα
από βλέμμα και δάχτυλα.
Το χέρι που σε κράτησε καθώς γλίστραγες.
Μια φωνή που εμπιστεύεσαι.
Θυμάμαι το ξαδέλφι
που μάζευε τζιτζίκια.
Σ’ ένα χάρτινο κουτί τα κλείναμε.
Με φώναζε με το όνομά μου
κάθε φορά που έπιανε ένα.
Κώστα Κώστα φώναζα και εγώ εκείνον.
Τον θαύμαζα καθώς και η φωνή του.
Μαρία Μαρία Μαρία φώναζε.
Ένας ενθουσιασμός ξεχύνονταν στους δύο
και οι εικόνες προπορεύονταν τον χρόνο.
Ο έρωτας δεν είναι το ένστικτο
αυτό το σκοτεινό πουλί
που σε τσιμπά.
Ο έρωτας που λέω εγώ
είναι μια αφορμή.
Το ένστικτο γλυκό και τρυφερό
βάσανο και βρυκόλακας
σοδομικό και φονικό
είναι για μένα μια φορά και έξω
και δεύτερη και τρίτη ίσως
και η κακή σου μέρα έφτασε.
Αυτό είναι το ένστικτο.
Να φέρω ένα παράδειγμα:
Τον γνώρισες έξαφνα και ξέχασες ότι ήσουν σε ψαράδικο
και τρώγατε μπαρμπούνια και ο καθένας το πιάτο του
και εσύ κοίταγες τα μπαρμπούνια και έλεγες
μα πώς… αφού παθαίνω αλλεργία με τα μπαρμπούνια
πώς τα τρώω τώρα;
Αυτό είναι το ένστικτο.
Ο άλλος … και το μίσος
καθώς το μίσος με πεθαίνει
φωνάζω: salope saleté salope saleté
και μονολογώ: Das ist Instinkt.
Όμως..
Θα γίνω φλόμος και ίσκα
θα βρω το βλέμμα του θανάτου
το βλέμμα της καλοσύνης.
Θα το βρω.
Σ’ εκείνα τα χρόνια
αναζητώ την ελευθερία
και της αθωότητας την βεβαιότητα.
Η ξαδέλφη μου, Λούλα Λούλα Λούλα πήγε στο κοτέτσι
και έφερε τρία αυγά και
στο μικρό κουζινάκι τηγάνισε.
Θυμάμαι το λάδι καθώς έπεφτε στο σκεύος
μετά εγώ καθισμένη στο τραπέζι
κοιτούσα το ασπράδι γύρω από κάθε κρόκο
το ψωμί να βουτώ
και να απλώνεται το νόστιμο κίτρινο υγρό
στο πιάτο
και η γεύση του να’ ρχεται πρώτη στο στόμα
übergelaufen.
Αυτό ναι, αυτό είναι ελευθερία και έρωτας.
Ήμασταν όμως τότε οι άλλοι, οι πραγματικοί,
δεν περιμέναμε τίποτα.
Τι παράξενη αίσθηση
να μην περιμένεις κάτι ή κάποιον.
Τότε η μέρα και η νύχτα εναλλάσσονται
και μένουν οι ήχοι και οι αναμνήσεις που γίνονται παρόν.
Ναι όπως τώρα που ακούω τον γρύλο
και τα αυγουστιάτικα μεσημέρια την δεκαοχτούρα.
Οι ήχοι των πουλιών πόσο μου μοιάζουν.
Ξέχειλα: übergelaufen.
λίγδα βρομερός: saleté salope
ένστικτο: Instinkt
έρωτας: Liebe
Vintage
Είσαι ο πόρος, ο υγρός, ο γαλάζιος
είσαι η φωνή της καρδιάς
το λινό πανί, που τυλίγει κορμιά,
γεννήθηκες εραστής μόνος και έρημος να γυρνάς,
με την γυναίκα στην τσέπη του παντελονιού σου
φωτογραφία σε χαρτί vintage,
έμαθες να μιλάς μ’ ένα τοπίο ζεστό, μαλακό,
το σώμα σου σε αναμονή για σμίξιμο.
Πριν τη δύση του ήλιου,
ξαγρυπνάς με τ’ όνειρο για συντροφιά,
κλεφτά βγαίνεις στο δρόμο,
τα κλειδιά ξεχνάς, σε ένα πεζούλι γυμνό
γυρνάς τα βρεις.
Μόνος αναζητάς εκείνη που έφυγε,
εκείνη που σε γέλασε,
εκείνη που χαμήλωνε τα μάτια,
– θυμάσαι –
εκείνη που σε αγάπησε,
όμως είναι αργά,
κουρασμένος γυρνάς το κρεβάτι,
η γυναίκα μέσα στην τσέπη
του παντελονιού σου,
φωτογραφία, σε ένα χαρτί vintage.
Τo Κουπί του Οδυσσέα
Το κουπί μπηγμένο βαθιά στην άμμο.
Στάθηκε όρθιος ο Οδυσσέας μπροστά στον τάφο
πρόσθεσε και ένα ξερό φύκι
εκεί που ήταν περίπου το κεφάλι,
μ’ ένα σφυρί κάρφωσε οριζόντια ένα ξύλο
κι έφτιαξε τον σταυρό.
«Πώς μπόρεσες να είσαι τόσο ανέμελος»
σκέφτηκε-
τώρα κουφάρι όμοιο με υπόλοιπο ψαριού,
παρά ανθρώπου.
Ο Οδυσσέας κράτησε στο στόμα κλειστό
κατάπιε την σκέψη που γεννήθηκε,
ξεστόμισε μόνο έναν ύμνο της Εκάτης
και απομακρύνθηκε σκεφτικός
Α! Ελπήνορα πόσο ανθρώπινος ήσουν.
Αχ Ελπήνορα εσύ ο πιο αθώος.
Σου έφτανε η παρέα, μια κούπα κρασί γεμάτη
και γέλιο πολύ-
και όλα τα άφηνες σε μένα
μα δες με και εμένα τώρα.
Τιμές και λάβαρα και τιμαλφή στον πάτο της θάλασσας
και κάτι γερασμένους ανθρώπους θα βρω
ανήμπορους-
και εμένα ποιος θα μπήξει ένα κουπί στο τάφο μου
ποιος γιρλάντες θα βάλει από φύκια στο γέρικο μέτωπό μου
πριν ρημαξοσκοτεινιάσει ο ουρανός τ’ αστέρια;
Δεν ήσουν εσύ που θα έμενες άταφος Ελπήνορα
αλλά εγώ-
όπως η Κασσάνδρα προφήτευσε
αφού πια προδομένος και πένης
επιστρέφω-
και μην πιστεύεις τις ιστορίες Ελπήνορα
για γυρισμό γλυκό στα πάτρια εδάφη-
ο γήλιος δεν είναι πια για μας τους δυο.
Αφιερωμένο στον του Γ. Σεφέρη
Αηδόνι μου
Αηδόνι μου
Την νοσταλγία που στρώνεις περίτεχνα,
αφαιρώ,
μα και τον έρωτα που άφησες
σε στρώματα αλλότρια και ξενικά.
Με στιβαρό το χέρι ίδια γροθιά,
θα στιγματίσω τον αγέρα,
και θα φορέσω μια σημαία
κατάσαρκα
τυλίγοντας αιδώ, που προκαλεί
η ματιά σου.
Κι όμως,
στον πύρινο τον κόσμο
των αναστεναγμών
υψώνω την μορφή σου,
να φύγει
κάθε σύννεφο μουντό,
και κολασμένη από ευτυχία
της προσμονής,
ακούω το όνειρό μου,
σαν ζωντανό πουλί γλυκόλαλο,
να τραγουδά.
την εποχή,
που θα' ναι όλη δική σου
και δική μου.
Ονομάζομαι Διοτίμα
Ονομάζομαι Διοτίμα
κατοικώ στις παρυφές των πόλεων
μελετώ τα χαμόγελα των ανθρώπων
την γωνία του βλέμματος
ξεγέννησα την γυναίκα της διπλανής πόρτας
έσωσα ένα ερίφιο για σφαγή
και είμαι εγώ που άνοιξα το κουτί της Πανδώρας
ελευθέρωσα όλα τα του κόσμου αυτού
ύψωσα την σημαία της ομοζυγίας
και ανάθρεψα στον κόρφο μου φίδια και λύκους
αγαπημένα ζωντανά με θώπευαν και αυτά.
Στα ζάρια
Ο δρόμος με τις λεύκες - δρόμος του χαμού-
Ήταν γεμάτος σιωπηλούς περιπατητές
Ανθρώπους σε παραλληλότητα με τα δένδρα
Εκείνος και εκείνη-
Δεν έβρισκαν αρκετό χώρο για το δικό τους περπάτημα
Αποφάσισαν να αναρριχηθούν στα δένδρα
μαγεμένοι από τα πολύκλωνα κλαδιά
είναι Θάνατος
Άστο σου λέω ρίξτο στην τύχη
Ρίξε τα ζάρια είπα
και ακολούθησε τον αριθμό που θα σου βγει
και όσα δεν φαίνονται θα φανούν
την στιγμή που θα τα χρειάζεσαι.
Επίλογος
Λέω εγώ:
Είμαι η αταξία που επιθυμεί την τάξη.
Δεν είμαι εγώ του δρόμου η επανάσταση
Εγώ μέσα στο στόμα του αγαπημένου
Θα φτύσω ό,τι επέμεινε από την χλαλοή του κόσμου
Στα χνάρια ενός ρυθμού
Ας φύγω με ένα χοροπηδητό
του Πάνα
με ένα κόκκινο πανί
παντιέρα στην εξώπορτα
ένα ποτήρι σπασμένο
και το κρασί χυμένο
ας λαλήσουμε
το άμπρα κατάμπρα
στο πρώτο μονοπάτι
θα βρεις ένα γέρικο δένδρο
στο δεύτερο μονοπάτι θα σε περιμένει
μια λευκοντυμένη γυναίκα
στον τρίτο δρόμο που θα συναντήσεις
ένα πηγάδι
και ας θυμηθούμε
ό,τι μας λένε να ξεχάσουμε.
τέλος
ας γυμνώσουμε τον λόγο
πριν είναι αργά.
Καλέσματα (Συλλογή)
α
-όταν έφυγε ο Δαρείος (εσύ) είπες
και τώρα η Ελλάδα δική μου
και ήλθε ο Αλέξανδρος και την έδωσε στη Ρώμη
τότε είπες θα φύγει ο Ρωμαίος
τώρα δε λες τίποτα φεύγουν και έρχονται τόσοι
β
-η επανάσταση φέρνει την επανάσταση
κι εσύ περιμένεις στη φυλακή το Μεσσία
αν έρθει θα φέρει μαζί του κι άλλους μεσσίες
θα γεμίσουν οι φυλακές
από μεσσίες και φύλακες
η επανάσταση φέρνει την επανάσταση
όμως εσύ περιμένεις το Μεσσία
Εξομολογήσεις ενός άνδρα από το city. (Συλλογή)
ιη΄
Δεν είμαι μόνη, κρυώνω αλλά δεν είμαι μόνη, η θλίψη στα πόδια μου
πιο τρυφερή από ποτέ και εγώ κρατώ το βιβλίο της Σαπφούς.
Δεν διαβάζω για τον έρωτα, αυτόν τον θάψαμε τελειωτικά την χρονιά
που οι τουλίπες βγήκαν μπλε αρζάν
Ναι, τότε που οι θάλασσες χάθηκαν από φόβο
για το χώμα που ματωμένο, έφτανε μέχρι τις παραλίες.
Και με βοή σιγουριάς, εισχώραγε στα υγρά μονοπάτια.
κζ΄
Κρεολή γεννήθηκε στην βάρκα
με τις σκυμμένες γριές ν’ αγναντεύουν
τρεμούλιαζε το φως στον κρυμμένο ουρανό
που θεαματικά ανείπωτος και ακίνητος
περίμενε, ξερή όχθη με σβησμένα λουλούδια, την αλλαγή
και λιγνά κουνούσε τα λιγοστά σύννεφα, νεφέλη εκείνης της νύχτας
Πιο κάτω χέρια απλωμένα καλούσαν την αγαπημένη λαοπλάνα βροχή
να ξεπλύνει την αλμύρα από τα χείλη του παιδιού, χείλη τσαμπιά.
Το φως είθε να ’μενε και να στόλιζε μ’ αμφιβολίες την σκοτεινή σκέψη.
Κανείς δεν μίλησε για πορεία και λατρείες και για άλλα κοσμικά
μόνο οι γριές μακριά μα δεν φτάνανε στ’ αυτιά μας οι φωνές τους
και μπορετό δεν ήταν να φαντασθείς τους ήχους.
Έφταιγε η έλλειψη άσκησης και το θλιμμένο ύφος
που κρατά την ζωή μακριά;
Μη μιλάτε άλλο οι δικοί μας άνθρωποι κι’ ας φωνασκούν λέξεις φαρμακερές είναι ωραίοι.
Η λύπη πέρασε ξυστά στα παράθυρά τους και άφησε ίχνη.
Πανιά διάφορα μαζεύτηκαν, όγκος μεγάλος
και σκέπασε το δέρμα το γλυκό
και αυτό πλάγιαζε με πίστη ή με χωρίς πίστη διόλου
δεν μπορώ ν’ αποφασίσω τι, σατραπικά θα ’λεγα,
στην ξένη αγκαλιά
και την ευωδιά του αέρα ρουφούσε μ’ ανοιχτά ρουθούνια
Τα μαλλιά μύριζαν πιο πολύ από την μυρωδιά της ώρας ολάκερης
και έγινε σιωπή.
Saluader (Συλλογή)
Ο ΣΙΣΥΦΟΣ
Στις λίμνες βρήκε την εικόνα του ο άνθρωπος και σάστισε.
Όταν οι άλλοι είχαν φύγει, την αναζήτησε νύχτα και μυστικά,
να ξαναδεί αυτό το πρόσωπο σε φεγγαρόλουστα νερά ανατριχιάζοντας, έτρεξε.
Του Σίσυφου παιδί κι’ εγώ, για την εικόνα μου ψαχουλεύω, στην γυαλάδα
των ματιών αυτών, που βιαστικά περνούν δίπλα μου.
Καθώς κρατούν σφαλιστά τα βλέφαρα, στεγνά χωρίς υγρές ροές,
που δίνουν ελπίδας μηνύματα, ροβολώ λέξεις λειψές, γιατί
οι λίμνες πια μακριά φαντάζουν και οι ποταμοί και οι θάλασσες,
δεν δίνουν πια την δική μου μορφή και χρώμα.
Με περιμένει στην μαύρη σαν άβυσσο μασχάλη σου, ο έρωτας.
Στα βαθύδασα σκέλη σου μεθυσμένη απ’ τα υγρά σου.
Σκοτεινή η όψη σου πλην, τις δυο φεγγαράδες κάτω απ’ το κούτελο.
Κάποτε την τέχνη ονειρεύτηκα και τώρα την τέχνη της αγάπης,
μελετώ πως στα όνειρα, τις νύχτες υφάλους να πλέκω.
Με λάγνες κινήσεις σε πλησιάζω και μπροστά μου, ολόγιομος μοναδικός,
σ’ ομορφιές και σκέψεις, μ’ οδηγείς με καθυστέρηση ετών.
Στ’ αλήθεια σαν απάνθρωπος μοιάζω,
έτσι που μακριά σου στέκομαι
κι’ αφήνω σε, σκεφτικό να με κοιτάς.
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί την ποίηση και το Θέατρο από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Σπούδασε στο Open University of London Humanities – Ανθρωπιστικές σπουδές- και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London. Η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί. Από το 2016 ποιήματά της συμμετέχουν σε ανθολογίες ποίησης. Συνεργάζεται με περιοδικά τέχνης και λόγου. Ετοιμάζει δυο νέες ποιητικές συλλογές καθώς και συλλογή διηγημάτων και παραμυθιών.