Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τη λογοτέχνιδα Τζένη Σακοράφα. Η καλεσμένη μου είναι πτυχιούχος του Τμήματος Θεατρολογίας και απόφοιτος Δραματικής Σχολής, ενώ έχει ασχοληθεί και με τον χορό. Φοίτησε σε Μουσικό Γυμνάσιο και μαθήτευσε σε ωδείο. Έχει ασχοληθεί με το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Εργάζεται ως θεατρολόγος-σκηνοθέτης σε παιδικές σκηνές. Έχει τιμηθεί με βραβεία θεατρικής ερμηνείας και ποίησης. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή κι ένα μυθιστόρημα. Έχει συγγράψει επίσης θεατρικά έργα, παραμύθια, διηγήματα. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, λυρική, υπαρξιακή. Γράφει συχνά σε πρώτο ενικό πρόσωπο δίνοντας στη γραφή της έναν τόνο εξομολογητικό. Ο λόγος της είναι ζωηρός, αισθαντικός, συγκινησιακά φορτισμένος. Την πένα της απασχολούν οι σχέσεις, η έκφραση του βαθύτερου εαυτού, η φιλοσοφική ενατένιση της καθημερινότητας. Θα δούμε δέκα ξεχωριστά ποιήματά της!
"Αν..."
"Αν όλα αρχίζουν μ' ένα...
αν...
Πώς θά 'ταν να μας...
αγαπάν;"
Συλλογίζομαι...
Πενθώ την αγάπη...
που μπορούσε ν' αναστηθεί
... μα δεν τόλμησε.
Αν-υπότακτος...
ο χτύπος της καρδιάς...
Στέκομαι βουβός...
κι αγναντεύω...
το ματωμένο φεγγάρι...
Έχει κάτι από τη θύμησή σου...
Ναι. Είσαι εσύ.
Αν όμως, με καλούσες...
Αν μ' άφηνες να σ' αγαπώ...
Πέτρινα δάκρυα...
τη σκέψη, βομβαρδίζουν...
κι εκείνη, βυθίζεται...
στης λήθης...
το νεκρό ποτάμι.
Αν-ούσιο το σύμπαν...
μπρος στη μορφή σου...
που σβήνει νωχελικά...
στην αγκαλιά της Ερινύας.
"Αν όλα αρχίζουν μ' ένα...
αν...
Πώς θά 'ταν να μας...
αγαπάν";
Συλλογίζομαι...
"Άσε με..."
Άσε με ν' αναπνεύσω ουρανέ...
Κι ας είμαι ένα κοχύλι
που αγάπησε τον ωκεανό...
Άσε με...
Μια σπίθα η ζωή...
Δυο χέρια τη γεννούν...
που χαιρετήθηκαν τυχαία...
Άσε με...
Τη λύτρωση της μοίρας δεν μπορώ να συλλάβω...
Εγώ είμ' αυτός...
Παίρνω την πέτρα και τη στύβω θύμησες...
Δε λογαριάζω τις κλώστρες...
Προσκυνώ τον καθρέφτη των ματιών μου...
κι ονειρεύομαι,
πως ξύπνησα για άλλη μια πεταλιά... πριν το τέλος...
που δε μ' αφήνει να ξεκουράσω τη ραχοκοκαλιά μου...
Άσε με...
κι ήρθε η στιγμή...
να σ' αγναντέψω...
"Το φως του σκοταδιού"
Μια σπηλιά βαθιά στον ωκεανό...
ο πόνος που μετράει τα όνειρά μου...
Κάπου... ένα χελιδόνι αγναντεύει την άβυσσο...
Πόσες λέξεις θέλω να πω...
και δεν τολμώ να τις συλλαβίσω...
ούτε καν στου εαυτού μου το καθρέφτισμα...
Ξέρεις... σ' αγάπησα τόσο...
που οι ανάσες μου κόβονται σε κύβους διάφανους, που θρυμματίζονται ακουμπώντας το δάπεδο...
Δάκρυα είναι θαρρώ...
Μα μέσα τους, κρύβουν τη μορφή σου...
Πώς μπλέκεται η ομορφιά με την οδύνη και γεννούν τον έρωτα;;;
Έψαχνα χρόνια την απάντηση...
Κι ήρθε η απουσία σου να μου τη θυμίσει...
Γιατί όλα μέσα μας υπάρχουν...
Κι έρχεται κάποια στιγμή απόκρυφη, που ένας αγέρας φυσά μες στην ψυχή μας και την ξεγυμνώνει...
Και τότε, μοναχοί κι ολόγυμνοι, λυτρωνόμαστε στο φως του σκοταδιού...
Θα σε θυμάμαι...
"Η καρέκλα"
Η καρέκλα κενή.
Την κοιτάζω.
Με κοιτάζει κι εκείνη.
Τι να πεις σε μια καρέκλα;
Κι όμως, τα έπιπλα μιλούν πιο πολύ από τους ανθρώπους...
Θυμάμαι όταν καθόσουνα σε αυτήν και το χέρι μου κρατούσες και μου το φιλούσες και...
"Σταμάτα καρέκλα!
Μη μιλάς άλλο...
Οι χορδές σου, ουρλιαχτά...
ήχοι που σχίζουν την ψυχή μου..."
Κλειδώνω την ακοή μου στο συρτάρι των αναμνήσεων...
Δε θέλω να θυμάμαι...
Τη λήθη προσκαλώ να καθίσει επάνω σου, καρέκλα μου...
"Σ' αγάπησα..."
Και η φυγή σου μου ξέσκισε τα σωθικά...
Μόνη ξεσκονίζω την κενή σου θέση.
Μόνη.
Μα ζεις μέσα μου...
Αντίο...
"Το δέρμα..."
Σε κοιτώ...
Και βλέπω...
Μια κατακόκκινη φουρτουνιασμένη, θάλασσα...
Γαλάζιοι γλάροι, πετούν γύρω της...
Σιγή.
Ψιλοί κόκκοι άμμου, φυλακίζουν την ορμή της.
Το δέρμα!
Το δέρμα σου, λείο και στιλπνό...
εγκλωβίζει την ψυχή σου.
Σε αγγίζω!
Τα μακριά σου δάχτυλα,
σαν πλήκτρα ενός παλιού, ξεκούρδιστου σκονισμένου πιάνου,
περιφραγμένα από κάτασπρα φεγγάρια,
αγκαλιάζουν τη σκονισμένη φωτογραφία!
Οι κραυγές σου, αδύναμες... ζητούν διέξοδο!
Είμαι εκεί!
Κρέμομαι απ’ τις χορδές σου!
Φωνάζω!
Μα, δε μ’ ακούς...
Πολλές βραδιές... στέκομαι ακίνητη, βουβή...
Μυρίζει τριαντάφυλλο...
Θυμάσαι;
Όπως, τότε... Στο πρώτο ραντεβού!
Μου έλουσες με ρόδα τα καστανά μακριά μαλλιά...
Κι έπειτα, γεύτηκα, το πρώτο σου φιλί!
Είσαι δένδρο!
Αλήθεια! Θυμίζεις κυπαρίσσι!
Ψηλόλιγνη κορμοστασιά... με πλούσια χαίτη!
Έχεις ριζώσει μέσα μου!
Μου λείπεις!
Μου λείπει... ο χτύπος της καρδιάς σου...
Κάποτε, ήταν πανηγύρι...
Τώρα, σιωπή.
"Σκακιέρα..."
Μία παρτίδα σκάκι η πνοή μας...
Αίνιγμα... για γερούς λύτες... το ταξίδι.
Βάζω τα πιόνια στη σειρά κι αρχίζω...
Ασπρόμαυρο καράβι οι αναμνήσεις...
Επιστρέφουν...
Κι όσο τα πιόνια, χάνονται, ένα-ένα...
απ’ το παιχνίδι της ζωής της ξεχασμένης...
Όσο η κλεψύδρα...
κλωτσά τους κόκκους μας... στην άβυσσο...
Τα μάτια κλείνω, σφιχτά.
Χάνομαι στο βαθύ σκοτάδι...
Κι αναπνέω...
Τον «βασιλιά» κρατώντας... τον τελευταίο.
"Ανάδυση..."
Βυθίζομαι...
Ένα μαύρο πέπλο...
-το ονομάζω «άβυσσο»-...
τυλίγει τον πέτρινο λαιμό μου...
Αγαπημένη θύμηση η ανάμνηση...
Κλώθει το νου κι υφαίνει αγκάθια...
Ματώνουν τ’ ακροδάχτυλα...
βαφτίζουν πορφυρή τη θάλασσα...
Παλεύω να ξυπνήσω...
Τη λήθη κόβω κομμάτια...
τη λούζω με δάκρυα βροχής...
Μα στάλα-στάλα, επιστρέφει...
Κέρινη ελπίδα!
Λιώνεις...
Λάβα, που καις τα σωθικά...
Εξαϋλώνεις... στο διάβα σου... τα όνειρα...
Ίπταμαι...
Τα νυχτοπούλια, γίναν τζίτζικες,
που τραγουδούν το φως!
Παρθενική ανάσα!
Σιωπή!
Κραυγή!
Ξανά σιωπή!
Νεκρική!
Ήλπιζα σε ανάσταση...
Μα, οι Ερινύες, πάντα εκεί...
Με κυνηγούν... μέσα απ’ της κούνιας το νανούρισμα...
Κι εγώ, πάντα παιδί...
Αναδύομαι!
"Άοπλος..."
Άοπλος ο ήλιος βγαίνει δειλά στο μπαλκόνι...
Αγναντεύει τις κουρασμένες ελπίδες μιας παρατημένης πολιτείας...
Εκεί... στην άκρη του πεζοδρομίου...
μια ξεχαρβαλωμένη κούκλα... πιάνει το μυστρί...
Λέει να χτίσει το σπιτικό της... μα δεν περισσεύει τσιμέντο...
Μας έπνιξαν οι πολυκατοικίες και οι υδρορροές...
Λέω να ψήσω καφέ στο γκαζάκι...
Μα δε βρίσκω...
Όχι καφέ... Γκαζάκι...
Τα κλέψαν οι πορείες...
Και;
Τίποτα.
Κι ο ήλιος άοπλος.
Πάντα στο μπαλκόνι.
Δε λέει να ξεπροβάλλει...
"Χώμα..."
Χώμα... αιμάτινο...
Βαδίζουν οι σκιές του παρελθόντος...
πλάι στης Ακρόπολης τον ίσκιο...
Άκου!
Τα πέλματά τους
αντηχούν στην οικουμένη!
«Ξυπνήστε!»...
Το ψιθύρισμα του ανέμου...
ταξιδεύει τη χροιά τους...
Βαριά...
Όπως της Ιστορίας οι σελίδες...
Θέλει τόλμη να γυρίσουν...
Σκονισμένες...
Προσμένουν Ανάσταση!
Περιστέρι λευκό...
στης θάλασσας τα γαλανά τα κύματα...
μήνυσε της Πατρίδας μου...
πως η Άνοιξη σιμώνει...
"Ήλιος τυφλός..."
Φύλλα κισσού... αγκάθινα...
τυλίγουν τον λαιμό μου.
Ασθμαίνω...
Ίσα που ανοίγω τα ροζιασμένα χείλη!
Ένας τυφλός ήλιος μου γρατζουνάει το μέτωπο...
Φύγε!
Μια λέξη φυλακή.
Εσωκλείει μέσα της τον Κέρβερο του Άδη!
Κάποιος ξυλοκόπος...
-σε ονομάζω: άλλο μισό-
παίρνει τον τρίφτη.
Θρύμματα η καρδιά...
σωριάζεται στο πάτωμα.
Τούνελ...
Κι ένα φως που μόλις εξέπνευσε.
Αφυδατωμένες αναμνήσεις με περιγελούν...
Κι εγώ πασχίζω να τις περισυλλέξω.
Όσο κι αν πονά... το κόψιμο είναι γλυκό.
Κι η τελευταία πεταλούδα «έσβησε» γελώντας.
Βιογραφικό σημείωμα
ΤΖΕΝΗ ΣΑΚΟΡΑΦΑ
ΗΘΟΠΟΙΟΣ-ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΟΣ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ
Η Τζένη Σακοράφα, είναι πτυχιούχος Θεατρολογίας και απόφοιτος Δραματικής Σχολής. Έχει ασχοληθεί με το χορό. Έχει φοιτήσει στο Μουσικό Γυμνάσιο Παλλήνης και στο Εθνικό Ωδείο κι έχει συμμετάσχει σε πολλές συναυλίες (τραγούδι-κιθάρα). Τιμήθηκε με βραβείο ερμηνείας, για τη συμμετοχή της στην παράσταση: “Δόμνα Βισβίζη - Η κυρά της Αίνου”, στον ομώνυμο ρόλο (2002). Έλαβε το βραβείο ποίησης: "ΣΑΠΦΩ" (2020). Έχει πάρει μέρος σε πολλές θεατρικές παραστάσεις και φεστιβάλ. Έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Είναι υπεύθυνη θεατρολόγος-σκηνοθέτης σε Παιδικές Σκηνές. Έχει γράψει θεατρικά έργα, παραμύθια, διηγήματα, την Ποιητική Συλλογή: “Στιγμές” (Εκδόσεις Όστρια) και το μυθιστόρημα: “Ένα πηγάδι γεμάτο πουλιά” (Εκδόσεις Άπαρσις). Αγαπά τις τέχνες!