Η Βαρβάρα Χριστιά είναι μια πολύ καλή ποιήτρια με καταγωγή από την πανέμορφη Ναύπακτο. Έχει βραβευθεί πολλές φορές σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.Έχει εκδώσει την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο "Ασυμφωνία τύπου Ξι", ενώ ετοιμάζει μια δεύτερη δουλειά. Θα δούμε δέκα ποιήματα από την "Ασυμφωνία" της κι ελπίζω να συμφωνήσετε μαζί μου πως η λογοτέχνιδα ζωγραφίζει. Το ενδέκατο ποίημα , ο "Καφές στο μπρίκι", εκτυλίσσεται στη γενέτειρα του πατέρα μου , που τώρα πια είναι στους ουρανούς. Μας μιλά για το Αγρίνιο. Νόμιζα πως ήμουνα εκεί!
Ντύμα η αγάπη
Ντύμα η αγάπη.
Κισσός στον φράχτη.
Κουβέρτα σε άστεγο κορμί.
Λιμάνι σε βόρειο μπάρκο.
Μάλλινο χέρι στον χειμώνα.
Ντύμα η αγάπη.
Στη γύμνια της καρδιάς
και στου κορμιού το ρίγος.
Τυφλό παράθυρο
Όταν άπλωσε το χέρι
να τραβήξει την κουρτίνα
που έκρυβε τα τιμαλφή του,
τότε μόνο πρόσεξε
τον ιστό της αράχνης.
Εκείνη την αναπάντεχη ώρα,
που πιο κει
η αράχνη ξεψυχούσε αποκαμωμένη
κι οι μεντεσέδες
έσκουζαν στις σκουριασμένες τους αρθρώσεις.
Όλα τα χρόνια της ζωής του,
συρρικνώθηκαν σε μια στιγμή.
Αγρύπνια
Αγρυπνώ απόψε
γράφοντας το τελευταίο μου ποίημα.
Έκπτωτη πια ποιήτρια
ενός κόσμου ακρωτηριασμένου.
Αγρυπνώ θρηνώντας
εκείνα τα παιδιά
με τα χέρια τα μελιτζανί
και τα γύψινα πόδια,
με τις νήπιες ρυτιδιασμένες σάρκες.
Τ’ άκουσα απόψε να θρηνούν,
με υγρά τα πνευμόνια τους,
τυμπανισμένα τα σωθικά τους
και τις κόρες των ματιών διεσταλμένες.
Άκουσα κι εκείνες τις γυναίκες,
με το νεκρό φεγγάρι
τρυπωμένο μες στα μάτια τους,
με τα σκισμένα φλάμπουρα για ντύμα τους,
με κείνο το ματωμένο «γιατί»
σφηνωμένο στο λαρύγγι τους.
Τις άκουσα να τους τραγουδούν
—θαρρώ σ’ όλον τον κόσμο ίδιο είναι—
εκείνο το νανούρισμα:
«Κοιμήσου αγγελούδι μου
παιδί μου νάνι–νάνι.
να μεγαλώσεις γρήγορα,
σαν τ’ αψηλό πλατάνι.»
Κι έπειτα εκείνες οι γυναίκες χλόμιασαν.
Και το γάλα στα στήθη τους πέτρωσε.
Και των παιδιών το κλάμα έπαψε.
Και τα κορμιά τους
αιωρήθηκαν στο άπειρο,
απαλλαγμένα πια απ’ τη βαρύτητα.
Κι έπειτα
άκουσα εκείνα τα παιδιά να με φωνάζουν Μάνα.
Προπαίδεια
Έζησα τα μικράτα μου
με τον τρόμο των συνεπειών
μιας ενδεχόμενης
αγνοίας της προπαίδειας.
Και όμως,
πιο χρήσιμος απ’ την προπαίδεια
στάθηκε στη ζωή μου ο Καβάφης.
Κι ας μην ποτέ κανείς μου το ’πε.
Τους Καβάφηδες τελικά
τους βρίσκεις μόνος στη ζωή.
Δεν διδάσκονται.
Παιδιά της Ελλάδας
Παιδιά της Ελλάδας,
παιδιά που σ’ αλμυρό νερό
της μάνας σας η μήτρα
από έμβρυα σας βάφτισε,
εσείς που σε Ολύμπια θηλή
το πρώτο γάλα σας θηλάσατε
κι αρχαίοι κίονες
στο βρεφικό σας το κρεβάτι παραστάθηκαν,
παιδιά του «Άξιον εστί», της «Ρωμιοσύνης»,
των «Μοιραίων»,
τώρα που κόντρα ο Αίολος φυσά
και της Ιθάκης το λιμάνι αλαργεύει,
εκεί στις ξένες θάλασσες
που ανοίγετε πανιά,
δεθείτε σταθερά απ’ το κατάρτι,
βάλτε στ’ αυτιά σας αδιαπέραστο κερί
και τις σειρήνες των καιρών μην τις ακούτε.
Γιατί η Μάνα σας
φρικτά αιμορραγεί
κι είστε οι μόνοι συμβατοί της αιμοδότες.
Αχ, ο έρωτας!
Αχ, ο έρωτας!
Πού πάει και φωλιάζει.
Κάτω απ’ τα μυωπικά γυαλιά
υπαλλήλου ειρηνοδικείου,
σ’ ανήμπορο κορμί πάνω σε αμαξίδιο,
στη σκεβρωμένη ραχοκοκαλιά του γέρου,
στη φλογέρα του βοσκού στον Ψηλορείτη,
στην τροφαντή νοικοκυρά
που φτιάχνει ντολμαδάκια.
Αχ, ο έρωτας!
Όλα τα κυριεύει, τα καταλύει,
τα κατατροπώνει.
Βέρες, στεφάνια, υποσχέσεις.
Στολές, συμβόλαια και ράσα.
Όσο το αίμα της καρδιάς πάλλει το σώμα,
βρίσκει ο έρωτας κρυψώνες και κουρνιάζει.
Αχ, ο έρωτας!
Ανίκητος, θρασύς και αναπόφευκτος.
Ο απο–ποιητής
Το διάβασε ανάποδα.
Αφαίρεσε φωνήεντα.
Νέρωσε το μελάνι.
Το διπλοπλαστογράφησε.
Το έλιωσε στη φτέρνα του.
Το έριξε βορά
σε σαρκοφάγο κάδο απορριμμάτων.
Συνέθλιψε την πένα του.
Έσπασε τον αντίχειρά του.
Μάταια.
Το ποίημα τον ακολουθούσε.
Αύγουστος
Κι έπειτα
άνοιξα τη δίφυλλη την πόρτα
κι έσυρα έξω
το βαρύ μου το κρεβάτι.
Έτσι γυμνό χωρίς τα σωθικά του.
Χωρίς σεντόνια, χωρίς στρώμα,
χωρίς μνήμες.
Με κρεμασμένη την καρδιά μου στις σανίδες,
σαν το τσιγγάνικο φουστάνι σ’ έναν φράχτη.
Κι είχε έναν Αύγουστο εκεί έξω,
ένα φεγγάρι!
Μα μέσα μου έβρεχε φθινόπωρα η νύχτα.
Εκούσια σταύρωση
Ολόκληρο το δάσος
απερίσκεπτα δολοφονήσαμε,
για να φτιάξουμε με επιμέλεια
τους σκαλιστούς
ξύλινους σταυρούς μας.
Νυχτερινές αναδιπλώσεις
Τη νύχτα
που όλα σε μεγέθυνση προβάλλουν,
τον φόβο σου
σφιχτά τον αγκαλιάζεις,
αναδιπλώνεσαι και τόσο τρομαγμένος,
«χωρίς περίσκεψη, αιδώ και λύπη»
τα τείχη σου ψηλά θεμελιώνεις.
Τον ίδιο σου τον εαυτό
αναίσχυντα προδίδεις.
Γιατί σε βόλεψαν τα ψεύτικα λόγια
—εφέδρανα έχουν γίνει
στη δική σου αδιαφορία—
για να δηλώνεις «εξαπατημένος»
κι αποποιούμενος ευθύνες,
να κοιμάσαι.
Κι ακόμα δεν το ένιωσες πως η ζωή σου
από τον δείκτη του χεριού σου εξαρτάται,
που όσο δεν τολμάει στη σκανδάλη
θα υπάρχει πάντα κάποιος να σε σημαδεύει.
(Συλλογή Ασυμφωνία Τύπου Ξι, Εκδόσεις Πικραμένος 2019)
Καφές στο μπρίκι
Βαρύ το Βραχωρίτικο το θέρος.
Μαίνεται ο ήλιος
μεσούντος του Ιούλη,
στης -πάλαι ποτέ- Δημοκρατίας, την πλατεία.
Πλήρης η άπνοια.
Βαθμοί Κελσίου: τριάντα και οκτώ.
Κορμί φιλήδονο
μικρής Λολίτας,
έλκει τα βλέμματα,
ξυπνάει ναρκωμένους πόθους.
Ράθυμοι οι οδηγοί ταξί
στην grande piazza di Αgrino
καφές Μικέλ,
και μυρωδιά από χέρσο καπνοχώραφο.
Αναρτημένοι στις θηλιές τους οι νεκροί
-σχεδόν ογδόντα χρόνια-
στις στιβαρές κολόνες της πλατείας.
Θρηνούν για τον χαμό του Δία,
του ύστερου πιστού τους φίλου.
Εκείνος μόνο, κάπου-κάπου τους μνημόνευε.
Αβράμη, Πάνο, Χρήστο
η ασυγχώρητη αλησμονιά,
ο καύσος,
κι άλλη θηλιά
τυλίγουν στον λαιμό σας.
Η μόνη όαση
επί της Σούλου.
Καφές στο μπρίκι, στη Σοφία.
(Αγρίνιο 12/07/2018)
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Βαρβάρα Χριστιά γεννήθηκε στην Ναύπακτο. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Ζει και εργάζεται στην Πάτρα. Ποιήματά της έχουν αποσπάσει βραβεία, επαίνους και διακρίσεις, έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές συλλογές, ανθολογίες, θεατρικά έργα και έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες και ιστοσελίδες. Τον Μάρτιο του 2019, εκδόθηκε η ποιητική της συλλογή «Ασυμφωνία Τύπου Ξι» με 80 ποιήματα. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά. Είναι υπό έκδοση η δεύτερη ποιητική της συλλογή.