Είμαι πολύ χαρούμενη που στο ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ παρουσιάζω την ποιήτρια Φωτεινή Γεωργαντάκη Ψυχογυιού. Η καλεσμένη μου έχει μακρά διαδρομή στον λογοτεχνικό στίβο. Έχει εκδώσει έντεκα ποιητικές συλλογές κι ένα βιβλίο με αφηγήματα-στοχασμούς. Έχει βραβευθεί πολλές φορές σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ έργα της έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Θα πάρουμε ένα δείγμα από τη θαυμάσια πένα της μέσα από εννέα ποιήματά της!
PABLO! Ποιητή της καρδιάς μου!
Στην απεραντοσύνη του άμετρου χρόνου,
ένα ατρύγητο ηλιοβασίλεμα
καθισμένο στο ανάκλιντρο των χειλιών
έφτιαχνε ναούς λέξεων στις κορφές της στριφτής άμμου,
στο απροσπέλαστο χιονοστάσι των Άνδεων.
Γαλήνη μετρούσε την οξυδέρκεια των φωνηέντων
τη δεξιότητα των χειλικών και των ένρινων
που κρυβόταν στο ανάμεσα του ονόματός σου, Ποιητή.
Περνώντας στην αιωνιότητα, δεν ξέχασες ν’ αφήσεις πίσω σου
αμέτρητα σεντούκια γνώσης, ήθους και αγώνα.
Στη χώρα των νεκρών που ξοδεύεσαι,
γευσιγνώστης του ποτού των αθανάτων
στην επέτειο της ταφής,
ενώ κατά τη διάρκεια της αόρατης ημέρας,
ψάχνεις το ποτάμι του χρόνου
που αναπλάθει τις φωνές της νιότης,
τα αγέραστα θαύματα
τις κραυγές της Ελευθερίας που στέκουν πίσω
απ’ τα καγκελωτά παράθυρα,
τα κλειστά σύνορα του γνώριμου τοπίου που έμεινε
ενυπόγραφος πίνακας στα δάχτυλα του νου.
Κάθε χρόνο τη γενέθλια μέρα σου,
ανεβαίνεις στην αετοφωλιά της πρότερης ζωής σου,
αγναντεύεις τον κόσμο
μέσα απ’ το αντρίκιο βλέμμα του οίστρου,
ακούς το κλάμα των μεγάλων αποστάσεων,
το λυγμό των μωβ λουλουδιών που αποχωρίστηκες,
μα δεν ξέχασες.
Σου στέλνουν χαιρετίσματα με το άρωμά τους,
με το απαλό σινιάλο του κεφαλιού
καθώς επαναλαμβάνουν τη γνωστή υπόκλιση
που σου υποσχέθηκαν στο διηνεκές.
Στο πέρασμα της ώρας,
κι ενώ στο καντήλι τρεμοσβήνει το φως,
η λάμψη Σου, διαπερνά το τοιχίο του ορίζοντα
και ως αστέρας διάττων,
επιστρέφει αργά στη χώρα που ελέγχει η σιωπή
κι οι υάκινθοι αυγατίζουν το μπόι τους
απ’ το άκουσμα του ονόματός και μόνο.
PABLO! Ποιητή της καρδιάς μου!
Τα ρόπτρα τ’ ουρανού
Το δρεπάνι της νύχτας αλωνίζει
στα φωταγωγημένα λαμπιόνια
των ανέμων του κάστρου μου.
Εκεί ταξιδεύω τα πάθη και την οδύνη μου,
χρονομετρώ τις τρυφερές μου σιωπές
και ανασταίνω τα έτη φωτός
που μας χωρίζουν.
Θρυαλλίδα ανεξέλεγκτη η απουσία σου,
με ταχύτητα κοσμική περιφέρεται
στα μεσουράνια κενά.
Η ουρά της, αίμα γήινο, οργώνει
τα άηχα σημεία του ορίζοντα.
Την ακολουθώ, μες στη συνέπεια του χρόνου,
να βρω το κομμάτι που αναζητώ.
Έστω κι αν, στην ασυνέπεια
των αισθημάτων σου χαθώ,
εγώ, τη γύρη θα πάρω απ’ του κόσμου
τα χρώματα,
κι απ’ το σμαραγδί των ματιών σου
θα ζωγραφίσω το όνομά σου,
πάνω στα ρόπτρα του ουρανού.
Στερητικό σύνδρομο
Ως πάντα οι καλαμιώνες
βύζαιναν τα στήθη του χείμαρρου.
Οι αντένες τους, έπιαναν το στίγμα του
και τις τρεις εποχές του χρόνου.
Μόνο το καλοκαίρι χανόταν η μαγεία.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Κι όμως. Είχαν δει τόσα τα μάτια τους.
Καλοντυμένους χειμώνες, αδίσταχτες Άνοιξες.
σαρκοβόρα φθινόπωρα.
Πύρινα τα χνώτα του ήλιου έκαιγαν τα σωθικά του.
Η φύση, αφουγκραζόταν το παράπονο.
Δεδηλωμένη επιθυμία η βροχή
αν και συμφώνησε, δεν κράτησε το λόγο της.
Ήρθαν οι έμποροι των συμφερόντων.
Θα έφτιαχναν έναν χαμογελαστό δρόμο, είπαν.
'Ημουν παιδί τότε, μα άκουγα το σπαραγμό,
Και το θρήνο των βότσαλων.
'Εκλαιγαν τα ρυάκια, μοιρολογούσαν τα ριζοβλάσταρα.
Στο συρτάρι των αναμνήσεων
υπό έξωση τα καλάμια,
με στερητικό σύνδρομο το πηγάδι,
ωραία κοιμωμένη η μουσική στην κοίτη του ποταμού.
Σε κείνο το βλογημένο τόπο, φιδίσιο σώμα κείτεται.
Τούτος ο δρόμος ποτέ δεν μ’ ένιωσε.
Γέρασα κι ακόμη ψάχνω τα λουλούδια που μου 'ταξαν.
Θα είχε λέει δενδρύλλια και ιβίσκους τριγύρω.
Κόκκινους; ρώτησα. Έτσι μου 'ρχεται
Να σπείρω τις φλέβες μου στην άσφαλτο.
Αείφυλλες να φυτρώσουν οι ελπίδες!
Το τραγούδι της έρημος
Ο βιαστής άνεμος,
ο γλυκόπικρος μονόλογος της νύχτας,
η έρημος με το τρεχαλητό της άμμου στα μάτια,
μια συντεχνία κυκλοθυμική κι απρόβλεπτη.
Τ’ ανεμοδαρμένα χνώτα της σιωπής,
ίσκιοι ασυνόδευτοι περιπολούν στις αποικίες των φοινίκων.
Το σφύριγμα της όχεντρας
κρυμμένο στις σκιές της απεραντοσύνης,
καταπατά τα δικαιώματα των καμηλιέρηδων.
Οι ομιχλώδεις αναζωπυρώσεις των άστρων,
το καλημέρισμα στην αυγινή πλευρά του ορίζοντα,
συνηθισμένα τοπία της ίριδας.
Περιπατητές σε βαθυσαχάρια μονοπάτια
με ένα αντίδοτο λησμονιάς στην άκρη των βλέφαρων οι ώρες,
διαβαίνουν το μονοπάτι.
Ίδιο κι απαράλλακτο είναι.
Κι αν κατοικείται από νομάδες μικροπωλητές,
σαν πόσο να κερδίζουν απ’ το αλάτι της γης,
απ’ τα χλωμά ξενύχτια του ίδρωτα;
Μόνο το τραγούδι της έρημος
αποκωδικοποιεί και συμπάσχει. Παλαιόθεν...
Μη βρεθούμε στ’ αζήτητα!
Χρωματική πανδαισία το φτερούγισμα της Άνοιξης.
Σαλπίζουν καλοκαιρία οι ελιγμοί της.
Πλατύ χαμόγελο κυκλοφορεί
στων φύλλων τους βραχίονες
στων μίσχων τη βάση ανασταίνεται ο ρόλος της.
Βαφτίζει παρθενία το βλέμμα της
και ντύνει κερί αναστάσιμο την πλάση.
Ακούω το θρόισμα απ’ τα πέταλά της.
Γι’ αγάπη μιλάνε.
Λίγος ο ύπνος μου στο άκουσμά της.
Ζωγραφίζουν ουρανούς οι μέλισσες.
Στο ξύπνημα, καρπός μελίχλωρος
έρωτα χάρισε.
Στο λίγο του λύγισα.
Των τζιτζικιών το πέταγμα που σίγησε
σήμανε των εποχών το αλάθητο.
Έφυγε τραγουδώντας ήλιο και κύμα
το καλοκαίρι.
Γλυπτό τέχνης απαράμιλλης η αποδημία.
Σε λίγο, σελίδες λευκές θ’ αγναντεύουν οι κλώνοι.
Γυρνά ο χειμώνας που κάψαμε.
Σε κάδρο για μήνες τα όνειρα,
άπλωμα θέλει η βροχή,
στοργής αγκαλιά η μέρα,
πόδεμα ο αγέρας που μίλαγε.
Στη χόβολη θ’ απαγκιάσει της μυγδαλιάς ο ίσκιος.
Στου χρόνου τη μνήμη υπόμνηση θερμή.
Να χτυπήσει το 'ξώπορτο.
Μη βρεθούμε στ’ αζήτητα!
Στις μαρκίζες των καφενέδων
Εκατομμύρια στιγμές,
σε καδένα τεσσάρων εποχών περασμένες,
κρατούσαν του χρόνου την ανωριμότητα
πέρα απ’ της ασυδοσίας την έλξη,
απ’ της άστατης συμπεριφοράς τα περιθώρια.
Αλλιώτικο του κόσμου το ξύπνημα.
Χλωμά μεσημέρια ψάρευαν ήλιους
σε παλιές φωτογραφίες,
γιορτές κι επετείους σε λογικές δωματίου.
Αγέλαστη μέρα η σημερινή.
Πέρασε άπραγη η γιορτή των λουλουδιών.
Μήτε αρώματα, μήτε ανθοκομικές τεχνικές
στόλισαν το τοπίο.
Δρόμοι αμίλητοι, πάρκα μισοάδεια,
παγκάκια αψυχολόγητα.
Παρασημοφορημένες μουσικές,
έγραφαν συνθήματα στα στενοσόκακα.
Κανείς δεν τα διάβαζε.
Στις μαρκίζες των καφενέδων,
ξενικά γράμματα παρίσταναν τους τουρίστες.
Φεύγει αμεταχείριστο τούτο το καλοκαίρι.
Κι εσύ, πιστέ αγγελιοφόρε της βροχής
με ποιο πρόσωπο να καλωσορίσεις το φθινόπωρο,
με τι φωνή ν’ αναγγείλεις την ερημιά
του χειμώνα;
Στους στίχους που ξαπόστασες
Συνοδοιπόρος χαλαρής πτήσης
στην έξω εσοχή του ηλιόκυκλου
μετρώ με χαρακιές των ημερών την άφιξη.
Στων αιώνων τα κλειστά τζαμιλίκια,
γράφω με απέθαντο μελάνι των εποχών
τα μελλούμενα.
Σαν ευθυγραμμιστούν οι μνήμες,
και οι χρόνοι ενστερνιστούν την αλήθεια μου,
ένα νοήμων κοινό,- το ξέρω –
θα στήσει πανό ελληνικότητας
στης οικουμένης τις διασταυρώσεις,
στα γήπεδα και στα αίθρια των έφηβων ήλιων.
Σε αναρτήσεις ρητών θα υπάρχει υπογραφή,
η ταυτότητα της γνώσης,
η σφραγίδα της χώρας που γέννησε
και αναπαράγει το φως.
Ταπεινή παρουσία περαστική και λιγόχρονη,
θυμιατίζω το αθάνατο πνεύμα,
τη βραβευμένη γραφή, το ύψος και το βάθος
στων λέξεων το αξιόμαχο.
Κι εσύ ταξιδιώτη του κόσμου
που έσκυψες στο λιτό της κατάθεσής μου,
μάθε πως, ένας ταπεινός στοχαστής
στους στίχους που ξαπόστασες, είμαι.
Αφήγημα μικρής διάρκειας
Φύλλα της μοναξιάς,
σκορπισμένα σ’ ανατολές και δύσες
διάτρητα αποκόμματα καιρών αλαργινών
στα γρανάζια της λήθης αφημένα.
Περνάτε ώρες στο ημίφως της σιωπής,
μακριά από φίλους κι έρωτα νύχτες.
Γερτό νεροφάγωμα σε λίμνες
και ποτάμια ασυγκράτητα
τσιγκλάτε το χρόνο με το νύχι του γύπα,
του καιρού το ατσάλινο βλέμμα.
Φύλλα της οδύνης, παρκαρισμένα
σε κοίτες και όχθες δίχως όνομα
γίνεστε φίλοι καρδιακοί με κάθε λογής όνειρα,
με κάθε χάρτη μισό και ναυάγιου λύπη.
Εσείς, η συστροφή των νερών,
η ευθιξία του ξεροπόταμου,
ο αντιπερισπασμός που σκοτώνει την άμυνα,
της ελπίδας η τελευταία αναλαμπή
που χάνεται στ’ ανήλιαγα βάθη.
Αφήγημα μικρής διάρκειας
με το διαπεραστικό μάτι της κοίτης
με της σιωπής τον αμμουδερό κώδικα.
Απομεινάρι κάποιας άλλης εποχής,
απλής και ρομαντικής ετούτη η στιγμή,
απλά, θυμάται και εξιστορεί...
Μη εμπορεύσιμα
Μικρά καλοκαίρια της άμμου,
φτερουγίσματα γλάρων σ’ οράματα θεία,
ούριου ανέμου ταξιδευτές τα μεσημέρια σας.
Στην αυλή σας παίρνουν σχήμα
οι τάσεις των εποχών,
οι διαφορές των συναισθημάτων,
του μέλλοντος οι προκλήσεις.
Μ’ έναν αποκωδικοποιητή τσέπης η νέα γενιά,
προσπαθεί να ξεκλειδώσει τα μυστικά σας.
Άναρχοι ήχοι οι παραβιασμένες σελίδες,
κενά περιεχομένου τα εξερχόμενα.
Κρατούν αποστάσεις απ’ τους δήθεν.
Μα, σαν τα χέρια είναι έντιμα
και το βλέμμα καθάριο,
η συμφωνία αιώνων κάνει το χρέος της.
Μέσα από αλγόριθμους παίρνει άδεια αναφοράς,
μέσω ανθώνων συναισθημάτων
επιτρέπει την πρόσβαση στα αρχεία.
Άριστη γνώση, φωτισμένη,
τα επεξεργάζεται και τα κοινοποιεί.
Έτσι, καθώς τους πρέπει.
Εμπνευσμένα, ανεκτίμητα, Θεϊκά.
Και, μη εμπορεύσιμα!
Βιογραφικό σημείωμα
Η Φωτεινή Γεωργαντάκη Ψυχογυιού
Γεννήθηκε κα μεγάλωσε στην Ιεράπετρα Κρήτης. Αφού τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο, ήρθε στην Αθήνα.Πολύ σύντομα έκανε οικογένεια και παράλληλα άνοιξε τη δική της επιχείρηση.Η ποιητική της διαδρομή ξεκίνησε απ' τα εφηβικά της χρόνια. Έχει εκδώσει 11 ποιητικές συλλογές και η 12η είναι με αφηγήματα και πεζά το 2019. Έχει βραβευτεί πολλές φορές σε Πανελλήνιους και Παγκόσμιους διαγωνισμούς. Επίσης, έχει συμμετάσχει σε ανθολόγια εντός και εκτός Ελλάδος. Έχει διατελέσει κριτής σε πολλούς ποιητικούς διαγωνισμούς. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Αραβικά, Ινδικά και Ουκρανικά. Είναι ενεργό μέλος της Π.ΕΛ, ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΞΑΣΤΕΡΟΝ ΚΑΙ ΤΗΣ Ε.Ε.Λ.