O ναύτης (ναυτικός) στην ποίηση (ποιήματα)

O ναύτης (ναυτικός) στην ποίηση (ποιήματα)

25 Ιουνίου. Μέρα ναυτικού. Θα θυμηθούμε ποιήματα για την αγαπημένη αυτή επαγγελματική κατηγορία, που ζει έναν βίο δύσβατο και συνάμα συναρπαστικό!

Οι προσευχές των ναυτικών-ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Στον Θανάση Καραβία

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ’ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή « Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.

Πηγή: Μαραμπού, 1η ἔκδοση - Κύκλος, 1933

Δέησις-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη.--
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν' καλοί καιροί --

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.

Πηγή: Άπαντα Κωνσταντίνου Καβάφη,1896-1904

Ναυτάκι του περιβολιού –ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Mε όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μες στα σύννεφα
Πατάει τα φύκια τ' ουρανού!
H αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας -
Άγγελοι! Σία τα κουπιά,
Ν' αράξη εδώ η Eυαγγελίστρια!

Kάτω στη γη πως καμαρώνει το αρχοντολόι του περιβολιού!
Όταν γυρίζει ο αλάδανος το αχτένιστο κεφάλι του
Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε
Κ' η Eυαγγελίστρια μπαίνει
Γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία στο μέτωπο
Με αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιά
Κι ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη στον ηλιοκαμένον ώμο της!

- Nονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Eυαγγελίστρα μου!
Tι μπάλες θαλασσιά γαρούφαλα ρίχνουν στο μώλο τα κανόνια σου
Πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σου
Και πως λυγάς τις φοινικιές όταν τρελαίνεται ο γαρμπής
Και σούρνει άμμους και βότσαλα!

Περνάν οι ελπίδες μες στα μάτια της
Με βάρκες από σουπιοκόκαλο
Στα τρία δελφίνια που χοροπηδούν
πίσω της φλοκωτές παντιέρες ανεμίζουνε!
- Aχ με τι βιόλες με τι πασχαλιές
Θα κάρφωνα έλεος μιαν ευχή στα στήθια σου
Να όριζες άλλο ριζικό μου εμένα!
Δεν την αντέχω τη στεριά
Δε με βαστάνε οι νεραντζιές
Δώσε να πάω για τ' ανοιχτά με μπαλωθιές και σήμαντρα!

Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα
Κιόλας ακούω τραχιά φωνή ψηλά πάνω απ' τις ντάπιες
Χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες
Χτυπάει χτυπάει κι αντρειεύεται,
Στράφτουν σαν ήλιοι τα τσαπράζια της
Αχ και προστάζει - δεν ακούς; -
Αχ και προστάζει: η Mπουμπουλίνα!

Kι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά
Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθειά πόσο της μοιάζει!
- Nαι βρε κεφάλι αγύριστο
Ναι βρε ναυτάκι του περιβολιού
Στον ύπνο σου προσμένουν τρία τρικάταρτα!

Tώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα,
Μ' ένα σουγιά στο χέρι
Πάει το ναυτάκι του περιβολιού
Κόβει τα κίτρινα σκοινιά.
Λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα
Η αυγή σφυρίζει την κοχύλα της
Μπαρούτι σκάει στα όνειρα
Λαμπρή στα φύκια τ' ουρανού!

Πηγή: Ήλιος ο πρώτος

Η κόρη και το ναυτόπουλο -ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Μια λυγερή κεντά στο παραθύρι της
Κι όλο κοιτά το γαλανό το πέλαγος
Κι όλο κεντά και λέει και τραγουδεί:
-Φύσα γλυκά,μωρή Νοτιά θεότρελη,
Και συ Βοριά,για κάθου λίγο φρόνιμα,
Γιατ'έχω τον καλό μου μες στο πέλαγος
Και καρτερώ να ρθεί την Πασχαλιά,
Να βάνω της νυφούλας τ'ανθοστέφανο,
Να βάνει του γαμπρού το μοσκομάντηλο.

"Την άκουα'ο Βοριάς και τη συμπόνεσε,
Μα της κακής Νοτιάς της κακοφάνηκε:
-Τρελή Νοτιά δεν είμ'εγώ, κοπέλα μου,
Μόν'είμαι μαύρη,ολόμαυρη Νοτιά,
Γιατί μαυρίζω αμέτρητες καρδιές΄
Βουλιάζω τα καράβια με τους ναύτες τους
Και κάνω χήρες μάνες κι ορφανά παιδιά,
Κάνω κ'εσένα χήρα πριν να παντρευτείς!...

Σαν σίφουνας ετάραξε την θάλασσα,
Μαύρα δαιμόνια εγίνηκαν τα κύματα,
Κ'εβούλιαξε η γολέττα η περήφανη
Κ'επνίγηκε το δύστυχο ναυτόπουλο.
Σαν το'μαθε κ'η κόρη,μήδ'εδάκρυσε,
Μήδ'έβγαλε μιλιά,μηδ'αναστέναξεν΄
Εκάρφωσε τα μάτια της στο πέλαγος
Κι αρχίνησε και πάλι τα κεντήδια της
Κι όλο κεντά και λέει και τραγουδεί:
-Φύσα γλυκά,μικρή Νοτιά θεότρελη,
Και συ Βοριά,για κάθου λίγο φρόνιμα,
Γιατί έχω τον καλό μου μες στο πέλαγος...

Περνούνε κ'οι διαβάτες απ'το σπίτι της
Κι ακούνε και σφουγγίζουνε τα μάτια τους,
Περνούνε κ'οι ψαράδες με τις βάρκες τους
Και την ακούν και βαριαναστενάζουνε:

-Κρίμα στην κόρη,κρίμα στο ναυτόπουλο!

Πηγή: Ειδύλλια, Γεωργίου Δροσίνη Άπαντα,τ.1

Τρία παιδιά ναυτόπουλα-ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Τρία παιδιά ναυτόπουλα
βαθιά κοιμούνται κάτ’ από τον ήλιο.
Το κύμα τους λικνίζει σαν καΐκια
βαθιά γλύφει τις φλέβες τους η αρμύρα
κ’ οι αστερίες τους στολίζουνε το μέτωπο
στολίδια του Αιγαίου.
Ανέμελα έχουν το δεξί τους χέρι σαν προσκέφαλο
το’ να τους πόδι λίγο λυγισμένο
ήσυχοι
στεφανωμένοι από τα φύκια.
Τα ψάρια κολυμπούν
στραφταλίζοντας στον ήλιο τις κοιλιές τους
μια σκούνα ξεκινάει για τ’ ανοιχτά
κι ένας καημός
ψηλά ‘π’ το μπροστινό κατάρτι
γλιστράει λαχτάρα στον αέρα.
Κι αυτοί κοιμούνται βαθιά
κάτ’ απ’τον ήλιο,
Καμιά ταραχή στον ύπνο τους.
Ο φλοίσβος
οι μέδουσες
τα πράσινα ύφαλα των γέρικων καραβιών
που τρίζουν οι αρμοί τους
σαν τους παππούδες που κοιμήθηκαν
μπροστά στο παραγώνι
μελωδικό νανούρισμα στ’αυτιά τους.
Κι αυτοί
ήσυχοι
πέντε οργιές βαθιά στο βυθό.

Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία «Ταξίδι στην ποίηση», Ναυτίλος

Ο ναύτης του Ιονίου(απόσπασμα)-ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

Στην έρημο την τόση κι άκρα σιωπή
ο νιος ακολουθούσε το τραγούδι του:
«Γλυκό μ’αέρι φύσα στ’άσπρα μας πανιά,
να πάρω λίγ’αέρα,λίγη ανάσαση!

Πέρασαν έξι μήνες κι εβαρέθηκα
ωσάν φυλακωμένος στην Κεφαλλονιά.
Με φύσηξε μαΐστρος κι εσαρπάραμε.
Λιβαθινές κοπέλες,σας αφήνω γεια!».
Σφογγίζει κι άλλο δάκρυ,κι «έγια μόλα για,
Έγια μόλα για,έγια λέσα» φώναζε.

«Γλυκό μ’αέρι φύσα στ’άσπρα μας πανιά,
γρήγορα το Τσερίγο να περάσουμε
και τότε,δροσερή μου,φύσησε, νοτιά,
στη Σύρα σε δυο μέρες ως ν’αράξουμε,
Στη Σύρα που οι κοπέλλες,σαν τις πέρδικες,
σ’ενός βουνού φωλιάζουν την ψηλή κορφή .
μα εγώ,αετός,απλώνω τις φτερούγες μου
κι εκεί ψηλά ανεβαίνω και γλυκοφιλώ
το λαιμό τον άσπρο της Κατίγκως μου,
της Μαριγώς δυο χείλη ροδοκόκκινα».

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη

Ναύτες-ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΥΚΗΣ

Κάθε φορά που πονεμένος έρχομαι να γείρω
στην ήσυχη αγκαλιά σου,χλιαρή σαν βράδυ
καλοκαιριού,τους ναύτες συλλογίζουμαι που λείπουν
χρόνια μακριά απ’τα σπίτια τους και τσακισμένοι,
δαρμένοι από καιρούς,καημούς,έγνοιες και πάθη
κλειούνται μες στις καμπίνες τους το βράδυ για να κλάψουν
κρυφά,μπροστά σε κάποια εικόνα αγαπημένη
μητέρας,αδερφής,παιδιού,γυναίκας,ερωμένης.
Και κάποτε για να σκοτώσουν τις πικρές τους ώρες,
που σταματούν κι αυτές σαν τα καράβια που καρφώνει
ξαφνικά μεσοπέλαγα η μπουνάτσα,χαρτοπαίζουν
φτύνοντας ολοένα τον καπνό που μασουλάνε
ή ρίχνουνε τα ζάρια βλαστημώντας όλην ώρα
την άτιμη την τύχη,πιο σκληρή κι απ’τις γυναίκες
που τους γυρνούν την πλάτη στα λιμάνια. Πότε πάλι
για να ξεχνούν τον πόνο της καρδιάς τους τραγουδάνε
βραχνά,με κάποια φυσαρμόνικα παλιά που κρύβουν
σα θησαυρό βαθιά μες στο παλιό τους το μπαούλο
ή ασωτεύουν τη στοργή τους σε μικρά σκυλάκια
και παπαγάλους ή μαϊμούδες που αγοράζουν
στα μακρινά τους τα ταξίδια,για να πάρουν δώρο
στην άγνωστη αγαπούλα που θα ξεκουράσει
κάποια στιγμή τα θαλασσοδαρμένα τα κορμιά τους.

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη

Η επιστροφή του ναύτη-ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΣ

Ξύπνα το πέλαγο το κοιμισμένο
φύσα αγεράκι μου εσπερινό!
Με χιόνι σήκωνε στεφανωμένο
το κύμα αγέρι μου,το γαλανό!

Φύσα και φτέρωνε το καϊκάκι.
αφρός τα στήθη του να του φιλά,
ν’ανοίγει πίσω του βαθύ αυλάκι,
να φεύγουν πλάγι μας βουνά ψηλά.

Η νύχτα απλώνεται τ’αστέρια σπέρνει
και τρεμοσβήνουνε στον ουρανό
Το τρεχαντήρι μου με χάρη γέρνει
τ’αγέρι ήσυχο και σιγανό.

Το εφταδιάμαντο λαμπρό στεφάνι
της πούλιας πρόβαλε,φεγγοβολεί!
Τρέχε ,δελφίνι μου, και μας προφταίνει
η δροσοστόλιστη ανατολή!

Μες απ’τα κύματα σε φως λουσμένη
βγαίν’η Πατρίδα μου! Ω τι χαρά!
Εκεί η μανούλα μου με περιμένει,
θωρεί τη θάλασσα και λαχταρά.

Τρέξε στα πόδια της! Απ’τ’ακρογιάλι
ρίχνει ανήσυχη εδώ ματιά
Πες της πως μ’έφερες οπίσω πάλι
εσύ,που μ’έσυρες στην ξενιτιά!

Πηγή: Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη, Πάτραι

Ο νέγρος ναυτικός με το λυπημένο βλέμμα-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

Απόγευμα στην παραλία
είχαμε βγάλει από τα δίχτυα
ένα μπουκάλι υδροκυάνιο
πιο πέρα καίγανε σκουπίδια
και ο καπνός γινόταν ένας νέγρος ναυτικός
με βλέμμα μελαγχολικό
εμείς πήραμε αόριστες καρέκλες
και καθίσαμε γύρω του
μας έδινε συντεταγμένες ενός ναυάγιου μακρινού
ώσπου ξανάγινε καπνός
και σκόρπισε.

Απόγευμα στην παραλία
είχα τολμήσει να κοιτάξω μες στα μάτια σου
τους κύκλους του νερού
κι είδα στο βάθος τον καπνό
να βγαίνει από τη θάλασσα.

Πηγή: Τσάι και μυθολογία, Νέα πορεία,1985

Απόμαχος ναυτικός-ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΑΝΑΓΙΩΣΟΥΛΗΣ

Κάθε δάκρυ του γέρου που πέφτει,
ένα μπλε τριαντάφυλλο ανοίγει,
κάθε του ροδοπέταλο ένας καθρέφτης,
π’ αντανακλά μια ναυτική ιστορία.
***
Σκύβει ο γέρος να μαζέψει δάκρυα
με αρώματα της νιότης ποτισμένα,
φουρτούνες, αγάπες, αναμνήσεις
σε ροδοπέταλα τυλιγμένα.
*
Μιλιά δεν βγάζει, τι να πει;
Τ’ ασήμια στους κροτάφους το γνωρίζουν,
άπιαστα όνειρα περασμένα,
σε μπλε τριαντάφυλλα μαραμένα.

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr

Χαϊκού-ΣΟΦΙΑ ΠΕΡΔΙΚΗ

Για χρόνια ναύτης.
Μυρίζω το μπουρίνι
στην ανάσα σου.

Πηγή: Από την ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου diP generation, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2020.

Απόμαχος -ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΑΠΙΑ

Τον συμπόνεσε η θάλασσα έτσι που την κοιτούσε
Κρατώντας με το ένα χέρι το κεφάλι
Ποια, τάχα, συμφορά να τον είχε συναντήσει;
Μα δεν ήταν απόμαχος ναυτικός, δεν τον θυμόταν.
Σαν βούτηξε μέσα της ο ήλιος, ψιθύρισε το μυστικό.
Ήταν, απλώς, ερωτευμένος.
Η θάλασσα σε ένδειξη συμπαράστασης
Έστειλε ένα φιλί στα πόδια του.

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr

Το ναυτόπουλο ο Γιάνεν-ΝΤΑΝ ΑΝΤΕΡΣΟΝ (Σουηδία)

Έι-χο μικρό ναυτόπουλο φωτάει στης γης την άκρη
Δροσερό φυσάει τ'αγέρι,μην αργείς ούτε στιγμή
Το "Κωνστάντια" καβατζάρει κι όπου να'ναι θα φανεί
Έι-χο μικρό ναυτόπουλο,το χόρτασες το δάκρυ

Καθώς έλεγες τα "γεια σου" στη μικρή σου π'αγαπάς;
Φίλησες της μάνας σου τ'ασπρομάλλικο κεφάλι;
Το' πιες όλο το κρασί απ'το πράσινο μπουκάλι;
Άντε,τραγούδα το λοιπόν! Κάνει καλό να τραγουδάς.

Έι-χο μικρό ναυτόπουλο σε ζώσαν κιόλας φίδια
Πώς η καλή σου Στίνα πιστή δε θα σου μείνει;
Δεν της έχεις το λοιπόν μήτε τόση εμπιστοσύνη
Που τρέμει μες στο στήθος η καρδιά σου όμοια κι ίδια

Σαν που τρέμουνε τ’αστέρια στης αυγής τη σιγαλιά;
Μα δε ντρέπεσαι λιγάκι; Δε φελάει να χολοσκάς.
Όπου να’ναι το μπουρίνι σε ζυγώνει. Λάσκα τα πανιά!
Στον αγέρα και στο κύμα είναι καλό να τραγουδάς!

Μετάφραση: Β.
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία «Ταξίδι στην ποίηση»,Ναυτίλος

Έρευνα-επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr