Ποδήλατο! Κάπου χωμένο στις παιδικές μας αναμνήσεις. Στις αλάνες, στα δρομάκια,στα λιβάδια,στις θάλασσες! Για να δούμε πώς το τίμησαν οι ποιητές!
[Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου…]-ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι μας είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
Πηγή:Ο πλόκαμος της Αλταμίρας», 3. Ενδοχώρα, 1945
Η ποδηλάτισσα - ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα
που 'κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα.
Βρήκα τα φρούτα που 'χε στο πανέρι της,
το δαχτυλίδι που 'πεσε απ’ το χέρι της.
Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της,
τις ρόδες,το τιμόνι, το πεντάλι της.
Τη ζώνη της, τη βρήκα σε μιαν άκρη,
μια πέτρα διάφανη που 'μοιαζε με δάκρυ.
Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα
κι έλεγα πού `ναι πού 'ναι η ποδηλάτισσα.
Την είδα να περνά πάνω απ’ τα κύματα,
την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα.
Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα τ’ αχνάρια της,
στους ουρανούς άναψαν τα φανάρια της.
Πηγή: «Τα ρω του έρωτα»,1972
Τα ποδήλατα-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
Οι ερωτευμένοι δεν φιλιούνται
μόνο πίσω από τις βάρκες,
τρέχουν και κρύβονται στα δάση∙
όταν γυρίζουν μαζεύουν τα ρούχα τους
κι ανεβαίνουν στα ποδήλατα.
Οδηγούν απρόσεκτα,
έχουν ορμή κι ευελιξία,
χαλαρωμένα, φωτεινά πρόσωπα
και σώματα.
Χωρίς ν’ αντιλαμβάνονται κοινές συνομιλίες
και βαρετές συνήθειες,
κυκλοφορούν μ’ επικίνδυνη ταχύτητα∙
κάνουν ξυστά ανέμελα περάσματα,
μπαίνουν στη μέση τού δρόμου,
στρίβουν απότομα.
Πηγαίνουν όπου θέλουν,
σε έρωτες μυστικούς,
σε γνωριμίες που τελειώνουν κάπως έτσι∙
και καθώς στο πέρασμά τους
μαγνητίζουν την προσοχή του κόσμου,
πέφτουν συχνά σε μικροατυχήματα,
σε απότομες συγκρούσεις.
Πηγή: " Ανοικτή γραμμή ",Εκδόσεις Διαγώνιος,1984
Τα ποδήλατα-ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
Τα παιδιά που περνούσανε και τον κόσμο κατέβαιναν
με ποδήλατα γέμισαν τον αέρα φωνές. Και στο
δρόμο μας σύρριζα από όλους ο ένας λίγη σκόνη που
άφηνε, από κάτω του το ποδήλατο σταματώντας,
εκείνος και αποδήλατος έφευγε απ’ τις κορφές των
δέντρων ψηλά, και οι άλλοι τρέχοντας προλαβαίνανε πιο
κάτω το ίδιο, στη γειτονιά του καθένας, ώσπου ο αέρας
γέμιζε από όλους τους δρόμους εκείνη την ώρα
αγόρια που ανέβαιναν αντί για πουλιά.
Πηγή: «Γενεαλογία του Κόσμου»,Εκδόσεις Ύψιλον/Βιβλία, 1990
Στ’ Αμπέλια, με ποδήλατα-ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ
Σαν να μην είχε ακόμα τίποτα συμβεί
Κυλούσε ο χρόνος σε μικρές ταχύτητες
Σε ρόδες με ακτίνες, κυκλικός, βόλτα
Στα κτήματα.
Ήλιος πυριφλεγέθων καίγοντας
Τις μέρες των ανθρώπων και τις φυλλωσιές.
Θα ‘τανε Αύγουστος, άταχτες φούστες στον αέρα.
Θα μύριζε χορτάρι δυνατά, ιδρώτας, χώμα,
Θα ακουγόταν το νερό στ’ αυλάκι
Η θυμηδία των αλόγων, μακρινά γαβγίσματα
Πίσω απ’ το διάφανο προπέτασμα των τζιτζικιών.
Γυαλιστερά ποδήλατα, γόνατα φέγγοντας,
Σύκα, σταφύλια,
Μπράτσα και ώμοι στρογγυλοί, όλα
Να τα καταδαγκώνουν λαίμαργα από παντού οι σκιές
Της άλλης μέρας, δοκιμάζοντας.
Θα ‘τανε κόκκινα τα μάγουλα των κοριτσιών
Από την έξαψη, θα ‘τανε φρούτα τα κορίτσια, γινωμένα
Να κοπούν.
Βουβή σκηνή, άχρωμη, άοσμη
Μαρμαρωμένη απ’ το βλέμμα μου.
Πηγή: «Το μαύρο άλμπουμ»,Εκδόσεις Κέδρος,1999
Το ποδήλατο-ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
Το παιδικό ποδήλατό μου, ο άλλοτε απαστράπτων Πήγασος
που απογειωνόταν μόλις τον καβάλαγα, έχει για πάντα
τώρα υπογειωθεί. Κι ας λέω ψέματα, αδιάκοπα,
στον εαυτό μου και σ’ εκείνο, πως, κάποια μέρα
θα του αλλάξω λάστιχα, απ’ τη σκουριά του θα το γδύσω,
θα το λαδώσω και θα το γυαλίσω κι όλο τον κόσμο
μαζί του θα γυρίσω· το παιδικό ποδήλατό μου έχει για πάντα
υπογειωθεί· το ξέρω και το ξέρει.
Πηγή: «Στο υπόγειο», Εκδόσεις Νεφέλη, 2004
Το ποδήλατο-ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΜΠΕΛΑΣ
Το παιδί
θυσιάζει το ποδήλατό του
στο μεσημέρι.
Πάρ’ το ήλιε
και κάν’ το κύμα
να κρατά για πάντα
την ισορροπία
η θάλασσα.
Πηγή: «Εαρινή Ισημερία», 2004
Ο ποδηλάτης-ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΝΑΓΙΩΤΟΣ
Στις σκοτεινές στοές
της μνήμης
βρήκα
σκονισμένο, σκουριασμένο
το παλιό μου ποδήλατο.
Το καβάλησα.
Ποδηλατούσα μόνο
με ανάποδες πεταλιές.
Παράξενο ταξίδι.
Απ’ το θαμπό παράθυρο
της λήθης
διέκρινα
τις ατελείωτες αλάνες,
τα πελώρια πετρόσπιτα,
τα θεόρατα θερινά σινεμά.
Ασπρόμαυρη διαδρομή.
Σε κάθε μου πεταλιά
μίκραινα
όλο και μίκραινα.
Μέχρι να φτάσω
στο κοιμητήρι
έγινα μια σταλιά.
Μπροστά από την πύλη
με σήκωσε στα χέρια της
η μαία.
Φασκιωμένο μ’ εναπόθεσε
στην αγκάλη
της μάνας μου.
Μάταιες όμως
όλες
οι προσπάθειές μου
να επιστρέψω
στη μήτρα της.
Την βρήκα
πετρωμένη.
Πηγή: “Ως άνεμος επακμάζων ”, Λεμεσός, 2012
Λαθρεπιβάτης ποδηλάτου-ΝΙΚΗ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ
-κοίτα μπαμπά! χωρίς βοηθητικές, χωρίς χέρια
χωρίς εσένα σπάω το φράγμα της ενηλικίωσης
γερνάω, μηδενίζω
γίνομαι ωάριο έφηβης γαλανομάτας
σπέρμα ανειδίκευτου αρσενικού
bing bang
χτυπώ το κουδούνι… στην άκρη όλοι
βγάζω φρονιμίτες, έρχομαι να στο πω
σε βλέπω από μακριά να τινάζεις τα πέτα απ’ το χώμα
χαμογελάς, σωπαίνω
ανάβω κηρήθρες θλιμμένων μελισσών
τις μπήγω στο ύψος των ματιών σου
τις ποτίζω χρόνια, γίνονται φασολιές
ριζώνουν σε αμυντικές στάσεις εμβρύου
γιατί δεν ψηλώνουν Τζακ;
Πέρασε η ώρα και η μαμά θ’ ανησυχεί
οι αποχωρισμοί μας δεν έχουν συγκινήσεις
έχουν την οδύνη των πράσινων κυπαρισσιών
κάνω να φύγω… μα κάτι ήθελα να σου πω…
-κοίτα μπαμπά! χωρίς βοηθητικές, χωρίς χέρια
Πηγή: " Ανάσκελη με Πυρετό", Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2012
Το παλιό ποδήλατο-ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Το παλιό ποδήλατο
στην καρδιά σου φύλα το
στα πετάλια του στηρίζεις
παιδικές σου αναμνήσεις.
Μαύρο και θεόρατο
με τεράστια σέλα
και με πόν’ αόρατο
έλα και ξαναέλα.
Το παλιό ποδήλατο
να ξεχνάς αδύνατο
έτριζε η καδένα του
και μάγκωναν τα φρένα του.
Κρέμονταν τα πόδια μου
στον πισινό τροχό του
τώρα με τα ζόρια μου
πετώ με το φτερό του.
Το παλιό ποδήλατο
στ’ όνειρό μου είδα το
το φανάρι νικελένο
έμαθα να περιμένω.
Ακούω το κουδούνι
στο έμπα της αυλής μας
μ’ αξύριστο πηγούνι
χαμογελάς μαζί μας.
Το παλιό ποδήλατο
αν μπορείς κυνήγα το
γυάλιζαν οι ακτίνες του
στου ήλιου τις αχτίδες του.
Έβαζα το πρόσωπο
πια’ από την πλάτη σου
σ’ ένα κόσμο απρόσωπο
φυλαχτό η αγάπη σου.
Το παλιό ποδήλατο
στην αυλή αφύλαχτο
πού να το καβαλικέψεις
πού `ν’ τα κότσια να πιστέψεις.
Απ’ τη μέση σε κρατώ
και τ’ αέρι χαίρομαι
αχ μπαμπά πώς σ’ αγαπώ
τώρα π’ ερωτεύομαι.
Πηγή: «Παλαιοπωλείο ασμάτων»,Εκδόσεις Φαρφουλάς 2013
Οι ποδηλάτες ζωγραφίζουν την άσφαλτο-ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ
'' Οι ποδηλάτες με τα πόδια
με τα πνευμόνια
με το νου και την καρδιά
ενώ εσύ μονάχα με την πονηριά σου
και τον καπνό του τσιγάρου σου
γεμίζεις το δωμάτιό σου
γεμίζεις το φτερό του δελφινιού.
Οι ποδηλάτες ζωγραφίζουν την άσφαλτο
το καπέλο τους μοιάζει με πεπόνι
με ημισέληνο
με φεγγάρι ολόκληρο
που φοβάσαι να κοιτάξεις
λες και φταίει αυτό
ανοίγει πέταλα σαν λουλούδι
της νύχτας
τα βάφει όλα άσπρα
ακόμα και τις εσωτερικές ρυτίδες
που ποτέ μην αποκτήσεις
και αν τις αποκτήσεις
ην τις φοβηθείς
τίποτα μη φοβηθείς
ο φόβος μοιάζει με ιό.
Τίναξε τις ρυτίδες από πάνω σου
δεν είναι ένα ωραίο ψέμα – μπορείς.''
Πηγή: «Τα παράξενα που δεν ξεχνάμε», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014
Το ποδήλατο-ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
Ποδήλατο δεν έμαθα ποτέ, από παιδί
ήτανε μόνιμο αίτημα η απόκτησή του.
Αλλά τα χρόνια τότε σαν ελάφια τρέχανε
η κάθε μέρα δεν έμοιαζε στην προηγούμενη
και κάποτε έπαψε να έχει κάποια σημασία.
Ο αδελφός μου του πατέρα έπαιρνε κρυφά
ανέβαινα κι εγώ ο μικρός στην πίσω σχάρα
σφιχτά κρατώντας τον μεγάλο να μην πέσω
στις ορθοπεταλιές της ανηφόρας πιο πολύ
το τίμημα, γδαρμένα γόνατα κι αγκώνες.
Αλλά τα χρόνια τότε σαν τον άνεμο κυλούσανε
και η μητέρα εξαργύρωνε σοφά το μυστικό μας
με συμμαχίες ανίερες για τον δικό μας πόλεμο.
Ποδήλατο δεν έμαθα ποτέ, από παιδί
εγώ ο μικρός, ο αδελφός μου ο μεγάλος.
Πηγή: «Η τρυφερότητα των άκρων»,Εκδόσεις Οδός Πανός,2016
Γαλάζιο ποδήλατο-ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Όλοι είχαμε μια φανταστική να διηγηθούμε ιστορία στον εαυτό μας
Για ένα ερχομό που αργούσε αφόρητα
Ή για κάποια κακή στιγμή που οι δικοί μας
Μας αποκλήρωσαν άδικα χωρίς ποτέ να καταλάβουμε τον λόγο.
Άλλοτε πάλι βλέποντας τα μυρμήγκια να ιδρώνουν
Μέχρι τον έσχατο να φτάσουν προορισμό τους
Αισθανόμαστε τυχεροί που το κέρδος μας στη ζωή
Ήταν ένα γαλάζιο ποδήλατο για να τελειώνουμε ταχύτερα
Την επώδυνη ξενάγησή μας στη γκαλερί της μοναξιάς
Και λαμβάνοντας οριστικά την απόφαση
Η υγρασία να διαβρώσει τους τοίχους των παλαιών ημερών
Ζήσαμε αθόρυβα σ’ έναν ήσυχο κήπο
Γραμμωμένοι απ’ την αρμύρα τού έρωτα
Λαμπάδες μοιάζοντας λαχταριστές
Ετοιμοπόλεμες νυχτιάτικα.
Πηγή: « Όπως η θάλασσα με το αύριο», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016
Ποδηλασία-ΕΙΡΗΝΗ ΡΗΝΙΩΤΗ
'' Άστραφτε το ποδήλατο στον ήλιο
Μια βόλτα μόνο! είπα
Δεν ξέρω να ισορροπώ
όμως τολμώ να πέσω για να μάθω
Άλλο αν δεν έμαθα
Ανέτοιμη κάθε φορά
με βρίσκει η επιθυμία
καθώς σκορπίζουνε γι’ αλλού
η σέλα τα πετάλια το τιμόνι
Μονάχα το φωτάκι του οδηγού
μένει στο δρόμο. ''
Πηγή:«Μιά βόλτα μόνο»,Εκδόσεις Άγρα, 2016
Κόκκινο ποδήλατο –ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΑΥΡΑΚΗ
Ήμουνα δώδεκα χρονών, όταν ήρθε στα γενέθλιά μου
να με συναντήσει ένα κατακόκκινο ποδήλατο.
Το σέλωσα αμέσως, κάλπαζα στην πλάτη του
και δε χανόμασταν ποτέ,
γιατί γνώριζε το δρόμο της καρδιάς μου
καλύτερα από μένα,
όταν τις νύχτες με ανέβαζε
στο πιο ψηλό βουνό
ν’ αγγίζω το φεγγάρι των ονείρων μου.
Καθώς μεγάλωνα, γινόμουν πιο βαριά σε σκέψεις.
Κι εκείνο άρχισε να με φοβάται,
να με αποφεύγει.
Στην αρχή πλησίαζε απρόθυμο•
μετά κρυβότανε στην αποθήκη.
Όταν έφυγα, δεν ξαναβγήκε.
Καμιά φορά επιστρέφω.
Μόλις με βλέπει
κουνάει ακόμη την ουρά του,
χαϊδεύω το κεφάλι του,
λέμε να θυμηθούμε τα παλιά.
Μα ολοένα αναβάλλουμε την αναμέτρηση.
Πηγή: «Modus Vivendi» ,Εκδόσεις Παρουσία,2018
Σ’ ένα ποδήλατο διπλό -ΛΟΥΚΙΑ ΠΛΥΤΑ
Μια μέρα εκεί που βύθιζα τη σκέψη μου στις εσχατιές πλησίασε ντυμένος πόλεμος κι αρχίσαμε μια πράξη που μαρτυράει τον έρωτα, καθώς ξεχύνεται από το παράφορο στροβιλίζοντας τα κορμιά καταργώντας τα σύνορα.
Οι προσδοκίες κάλυψαν τον ουρανό νεοσύστατα χρώματα προσηλωμένα στις ορέξεις του χάους και ο ιδρώτας του άγνωστου κάλυψε τις επιφάνειες των σωμάτων μας σμιλεύοντας τα νέα όρια.
Έδεσμα η ματιά, η φωνή κι η παροχή του θερμού προσφέροντας το αναδυόμενο του μελιού, καρποφόρησε. Κόβοντας τα δυό στα τέσσερα και από τα δάχτυλά μας όρμησαν αναζωπυρωμένοι πόθοι αντισταθμίζοντας την παγωνιά.
Η αρχή του δρόμου οδηγούσε στα νερά εκεί που ο ήλιος ερωτεύεται το φεγγάρι και αυτό ρέοντας από την δική του δύναμη πλημμυρίζει με στοργή τα σωθικά.
Ψηλαφίσαμε την αφή αρματωμένοι τη βροχή που μετατρέπει το χώμα σε ζωή χαράζοντας μέσα μας βαθιά το ξύπνημα της αστραπής και όσα δεν ξέραμε, μαθαίνει.
Η ένωση και η απαλοιφή της μοναξιάς. Η τέχνη του μέτρου, η τέχνη της φυγής, της παροχής, της προσμονής της πυρκαγιάς, της δροσιάς σ’ ένα ποδήλατο διπλό με κάθετο πετάλι.
Εκεί μας βρήκε χορτάτους το γέννημα του οργασμού της αυγής εξαϋλωμένους από την αγνότητα.
Θέλοντας στο βάδισμα των αιώνων να συναντηθούμε, τις άμυνες απλοποιούσαμε.
Αγαπιόμαστε και αγαπούσαμε.
Πρώτη δημοσίευση : (Ο χαρτοκόπτης, Γιώργου Χ.Θεοχάρη,18-5-2021) https://www.facebook.com
Το παράδειγμα του Λεονάρδου-ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΓΡΗΣ
Ο δεκαετής Λεονάρδος
τρέχοντας με ποδήλατο
έπεσε κι έγδαρε το γόνυ.
Απέθανε σε φρικτούς πόνους
α, η ασθένεια καλείται τέτανος,
Οκτώ σειρές στην Εθνική Εγκυκλοπαίδεια.
Ο μικρός Λεονάρδος πρέπει να είχε πολλή μοναξιά
αν κρίνει κανείς πως φίλοι του
ήσαν ο πεθαμένος του παππούς
τον οποίον εγνώριζε από αφηγήσεις
κι εκείνο το κοκκινόχρωμο ποδήλατο.
Απ’ τους τρεις μένει μόνο το ποδήλατο
κλεισμένο σε σκοτεινή αποθήκη
ανάμεσα σε φωτογραφίες παλαιστών
και σκουριασμένα είδη ψαρικής.
Πηγή: «Ακαριαία»,Εκδόσεις Ύψιλον,1985
Μοντέλο του 1880 -ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Από ψηλά περνούσε ο θεός με το ποδήλατο•
τα γένια του μπερδεύονταν μέσα στα σύννεφα.
«Ο κύριος Υπατίδης», είπα, ότι έλαχε
στην ώρα επάνω να διαβάζω για το εμβόλιο
ενάντια στον ιό της ηπατίτιδας.
Όχι, μου λέει αυτός, εμένα δεν με ξέρουν
του κεφαλιού μου οι τρίχες, βούλωσ’ το λοιπόν.
Τι να ’κανα; σωπαίνω, με κεφάλι να!
Γιατί μου φάνηκε πως είχε και μπαστούνι
για να χτυπάει την μπάλα• μου ’ρθε κατακούτελα.
Κι όπως από τη μύτη μου το αίμα
έρρεε και ξωμάκραινε απ’ το σώμα μου,
εγώ δεν είχα πού να στηριχτώ.
Πήγα στο Διάβολο και το και το.
Άκου, μου λέει, σε ξέρω από μικρό,
είσαι καλό παιδί, μια συμβουλή σου δίνω:
Άμα ξαναπεράσει πάνω σε ποδήλατο
πάρε αυτό που βλέπεις το καρφί
και τρύπησέ του το να σε θυμάται.
Ευχαριστώ και πήρα το καρφί
και τρύπησά του τον τροχό του ποδηλάτου
κι απ’ το πολύ να με θυμάται με κατήντησε
να μην μπορώ να σταματήσω – γράφω ποιήματα
και πάλι το αίμα ξωμακραίνει από το σώμα μου.
Λύση καμιά. Διαβόλου θεραπεία
σαν πήγα να γυρέψω, κόβω τα ήπατά μου.
Καλά να πάθω, και σας συμβουλεύω –
σας ξέρω από μικρούς, σας αγαπώ πανάθεμα –
να μ’ αποφεύγετε, σαν διάολος το λιβάνι.
Πηγή: «Μεθιστορία»,Εκδόσεις Άγρα, 1995
Η θλίψη του απογεύματος-ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
Είναι το ρημαγμένο Δημοτικό Σχολείο
στην Αγία Τριάδα
με τις ετοιμόρροπες αίθουσες διδασκαλίας
είναι οι άδειοι μαυροπίνακες
και το πέτρινο σιντριβάνι
χωρίς νερό
στην αυλή του
μόνο ο μικρός ποδηλάτης
ανεβαίνει
στους έρημους δρόμους
πατώντας τα πετάλια του χρόνου
μέσα στη θλίψη του απογεύματος -
πλάι στις ξύλινες αγελάδες
που κρύβουν το ψηφιδωτό δάπεδο
με τα γεωμετρικά σχήματα
και τ’ άνθη από υακίνθους
κανείς δεν το βλέπει
έτσι που ανεβοκατεβαίνει μέσα στους έρημους δρόμους
το παιδί με ξανθά μαλλιά
που τ’ ανεμίζει
ένας θλιβερός άνεμος.
Πηγή: "Η θλίψη του απογεύματος", Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007
Οι συγγενείς μας-ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ
Κι, όμως δεν τελειώσαμε εδώ
ακούς; ακούς; τους ποδηλάτες που ανεβαίνουν
ασθμαίνουσα την προσευχή των μοναχών
ερίζουν για τον πόνο που υπέθαλψαν
και τους βαραίνει η σιωπή
κοιτάς ψηλά κι η Λάχεση σου γνέφει
πιστοποιεί το χρόνο
τα μυστικά της διαδρομής εγκυμονεί
μα έχει θάρρος η συνήθεια
και πώς να φύγεις
οι συνομήλικοί μας δυστυχώς αποστρατεύτηκαν
δεν έχει συγγενείς αυτός ό δρόμος.
Πηγή: «Γράνα», 2007
Μπάμπου, γέρου-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ
Κάτσε στα γόνατά μου, Μαράκι μου, ν’ ακούσεις το τραγούδι:
Μπάμπου, γέρου, πες, παππού τη μπάμπου
να φέρει παπουτσάκια, της Μαρίας μας μποτάκια
της Τατού ποδήλατο, της μαμάς γαντάκια
του μπαμπά τα χρόνια του, να γυρίσουν πίσω
να γυρνάν στις γειτονιές να μυρίζουν κρίνα
στα σοκάκια, στις γειτονιές της απάνω πόλης
να κοιτούν κορίτσαρους λεβεντοκοκόνες
παιδικά ποδήλατα, ξύλινα πατίνια
χοντροπετροπόλεμους και λακκούβες λάσπες
να χαθεί στην Καρμπολά με τις μπλε γκαζές του.
Μπάμπου, γέρου, πες, παππού τη μπάμπου
να φέρει τουλουμπάκια, της Μαρίας μας παστάκια
της Τατού ενθύμια, της μαμάς καλούδια
του μπαμπά τις εποχές τις μαλαματένιες
και την κόκκινη εκκλησιά, για να παίζει μπάλα
και κρυφτό-κυνηγητό στη μεγάλη αλάνα
να μαζεύει μιας δραχμής τα μικρά μαντέμια
που πουλάει τ’ απόγεμα στον τσιγκούνη Αρμένη
για να μπει ο μπαμπάς να δει το Τσίρκο Μεντράνο
με τους ακροβάτες του και τα καφέ λιοντάρια.
Πηγή:«Πηγαίος κώδικας», (Ποιητική διαδρομή 1964-2009), Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2009
Γράμματα-ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ
Τα γράμματα – σχεδόν – αυτονομήθηκαν
στήνουν τοίχους από μόνα τους.
Μα η πρώτη λέξη που όρθωσαν
εκλιπαρεί για την αναίρεσή τους.
Θ - ά - ν - α - τ - ο - ς
Το κάθε γράμμα προσπαθεί
να φύγει από το θήτα.
Σκιές ποδηλάτων
γλιστρούν και χάνονται
στα άσπρα τους χωράφια.
Πηγή:«Η μνήμη του χαρτιού», εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2009
Κόκκινο -ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ
Στάζανε οι λέξεις κάτι κόκκινο
αίμα, χρώμα
κάτι κόκκινο έσταζαν οι λέξεις
και το ποίημα έδειχνε αιμόφυρτο
αλλά κι αν ήτανε κρασί
κόκκινο, κατακόκκινο
και μεθυσμένο το ποίημα
αιμόφυρτο θα έδειχνε
σαν το πρώτο παιδικό ποδήλατο
που σκουριασμένο στο υπόγειο
ανακαλεί μνήμες δεκαετιών
κι ακόμα κοκκινίζει τα γόνατα
με ματωμένες αταξίες
Η Ποίηση είναι, μην ανησυχείς
φεύγει μόνο με αποδόμηση κυττάρων
κι ίσως με τη σιωπή της γνώσης
κάνει τα όνειρα αληθινά
κι ας είναι αιμόφυρτα ή μεθυσμένα
Πηγή: «Σχεδίες», Εκδόσεις Καπόν, 2011
Το ένα, ακίνητο, άκρο ενός ήχου της σιέστας-ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ
'' Σταμάτησε σε μουντζούρες
να περιχέει η ζέστη
τα ρίγη των χαμηλών πυλώνων
στον ώμο του ποδηλάτη
που διορθώνει
κλακ
την αλυσίδα
εδώ και μέρες
καθώς τώρα
το αθησαύριστο φως,
αφού μεγάλωσε και κυμάτισε
σαν πέστροφα μες στ’ αγκάθια και τις σκιές του,
γέννησε και πέθανε κοκάλινο στα χωράφια.
Χέρσα χωρίς χαμομήλια και δημοκοπίες,
μέρες άπνοιας με δεμάτια λιγνών κορμών
σε μαύρο σκοινί σαν στάχυα
στις οποίες
είδα να εκβάλλουν
κατά διαστήματα τα μονοπάτια
με τις ξερολιθιές
στην κεντρική αρτηρία
του ασφαλτοστρωμένου δρόμου
κι εκεί που τελειώνει το κόκκινο χώμα
ν’ αρχίζει η άυπνη έννοια
της (ανθρώπινης) παρουσίας
κι ανάμεσα στ’ αγάλματα του τηλέγραφου
δυνατότητες ρημάτων
σε αθημώνιαστα μπουκέτα κενού
κι αδιόρατες εναντιότητες
σ’ ενότητες άδειας πίσσας,
υποκείμενης,
πάνω στην οποία. ''
Πηγή: «Το περιεχόμενο του υπόλοιπου», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011
Λεμονανθοί στο πέλαγο-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
[Ενότητα Λεμονανθοί στο πέλαγο]
Γεννήθηκα σε χώματα νησιωτικά
απλωμένοι λεμονανθοί στο πέλαγο
στην πλώρη ένα ποδήλατο
άφηνε πεταλιές στο αύριο
κι ο ποδηλάτης στο κατάρτι
αγνάντευε τα βάθη των ονείρων
η θάλασσα λαμπύριζε πράσινη
κι έσμιγε με τις λεμονιές
και τις βιολέτες της αυλής
που σε μεθούσαν άνοιξη.
Στις πίσω σελίδες των βιβλίων
ζωγραφίζαμε με ξυλομπογιές
εικόνες της παιδικής μας φαντασίας
ξεχνώντας την αιώνια αδυσώπητη μοίρα
η αβάσταχτη αρμονία των αρωμάτων
δεν άντεξε στο χρόνο
η γης χαράχτηκε σε δυο κομμάτια
κι εμείς αναζητάμε στίχους
να χτίσουμε μια γέφυρα ανάμεσα
Πηγή:" Λεμονανθοί στο πέλαγο", Θεσσαλονίκη,2013
Ακόμη πιο κοντά στην πρόβα-ΕΛΕΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ
Όταν τελειώνουμε το Ωδείο
με περιμένεις δίπλα στο ποδήλατο
με θέλεις τόσο που σπανίως με κοιτάς στα μάτια
− το ξέρεις άλλωστε ότι μου αρέσουν οι μεγάλοι −
χαϊδεύεις το τιμόνι κλοτσάς ένα χαλίκι
δεν είσαι ντροπαλός μα ούτε και θρασύς
είσαι το παιδί που περνάει από το κέντρο
κρατώντας το κόρνο δίχως θήκη
δίνεις προτεραιότητα στα περιστέρια
που διασχίζουνε το δρόμο
δοκιμάζεις στο χέρι σου τα φιλιά που θέλεις να μου δώσεις
νωρίτερα το απόγευμα έκλεψες την παρτιτούρα μου
για να καθίσουμε ακόμη πιο κοντά στην πρόβα.
Πηγή: «Ποιήματα που γράψαμε μαζί», Εκδόσεις Μελάνι, 2015
Αντίστροφη μέτρηση-ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ
Οι μέρες μου μαζεύουν επικίνδυνα
δε θα προλάβω να τελειώσω το σχολείο.
Με σφίγγουν οι απόλυτες τιμές
οι παρενθέσεις, οι αγκύλες, οι ορίζουσες
με σκιάζουν εξισώσεις και συστήματα
κι αυτές οι άναρθρες κραυγές των νικητών
που αντηχούν απ’ τα βιβλία Ιστορίας.
Οι κηδεμόνες μου το πήρανε κατάκαρδα
σκοπεύουν να με ρίξουνε ξανά
στην πέμπτη του δημοτικού
να χτίσω -λέει-νέες βάσεις για το μέλλον.
Φοβάμαι πως αδίκως αγωνίζονται.
Μπερδεύω τους ακέραιους με τους δεκαδικούς
σιχαίνομαι την τέλεια διαίρεση
την έκθεση για την αποταμίευση
κι ύστερα, όλο και γυρίζω το κεφάλι
στο άδειο πρόσωπο του χθες
για ένα βλέμμα.
Ούτε στην πρώτη δεν πιστεύω να στεριώσω.
Μιλάω τα φωνήεντα φαρσί
στα σύμφωνα κομπιάζω κάπου-κάπου.
Σαν να με βλέπω σε ταινία προσεχώς.
Εμβόλια, τραμπάλες, λούνα παρκ
ποδήλατο με βοηθητικές
βαφτίσια, κουδουνίστρες, μαιευτήριο.
Ακούω κιόλας τη φωνή της νοσοκόμας.
- Αγόρι είναι.
Πηγή: "Κυνηγώντας τον δολοφόνο μου",Εκδόσεις Μανδραγόρας,2015
Έτσι είναι τα πράγματα-ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
Χθες το πρωί
σού κλέψαν το ποδήλατο
'Κλέβεις ποδήλατο, κλέβεις όνειρο',
σχολίασε κάποιος φίλος ποιητής.
Ποδηλατώντας
μοιραία σημαίνει 'είσαι ελεύθερη'
Ποδηλατώντας πετάς
μέσα στην πεζή σου πόλη
ξορκίζοντας έτσι
όλους τους αρνητικούς κραδασμούς
της διαβρωμένης ζωής της
(ζωής που οι ίδιοι οι πολίτες της
αφέθηκαν να χάσουν
έχοντας καταντήσει τώρα
αξιοθρήνητα γελοίοι)
Πηγή: «Λίγη φθορά για γούρι»,Εκδόσεις Γαβριηλίδης,2017
Κι η πόλη στεγνώνει-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ
Πού χάθηκαν τόσα ποδήλατα, σε ποιους ουρανούς πετούν;
Στο σχόλασμα, η οδός Κύπρου γίνονταν ένα ποτάμι,
στο κέντρο ανεβοκατέβαινε η ομπρέλα του κ.Μπένη, πεζός αυτός,
μαχαλόμαγκας εκ Κοκκινιάς, κούτσαινε και δε σήκωνε καζούρα,
με καμπαρτίνα Κλουζό-σας μίλησα για τον άνθρωπο-μα εμένα
μ’ ενδιαφέρουν τα ποδήλατα, οι νταλίκες που λέμε σήμερα,
ποιους ουράνιους δρόμους πήραν, πρέπει να'χε φεγγάρι, το ξέρω
ότι δε θα τα ξαναδώ, όλα μαζί,
με τα κουδούνια και τις σημαίες τους,
έστριψαν ξαφνικά σαν τις διηγήσεις των αγαπημένων μας,
πέταξαν, βρίσκονται κάπου όλα μαζί, δε σκουριάζουν πλάι
σ'ανθρώπινες καρδιές, τα ποδήλατα ζουν περισσότερο από
τους ποδηλάτες, ίσως κατευθύνθηκαν στο Σείριο και τον Πολικό.
Έρχονται ενίοτε στα όνειρά μας, κάποιοι τα χρησιμοποιούν ακόμη,
με ταχύτητες, σε αγώνες βουνού, κάποτε είδα το Βαραλή,
να κατεβαίνει απ'το Πλιασίδι, όμως εγώ ονειρεύομαι το ποτάμι
της Κύπρου, με κόντρες και σούζες στη σχάρα, τα απίστευτα
κουδουνίσματα, η "καντάδα", μπροστά στο Θηλέων, τι σας είπα,
μεγαλώσαμε κι η πόλη στεγνώνει από αισθήματα.
Πηγή: «Ποιήματα»,Εκδόσεις Ενδυμίων,2018
Εισαγωγή στην παγκόσμια ιστορία-ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Στα επτά
έπεσε για πρώτη φορά
από το ποδήλατο,
την έριξαν.
Γέμισε αίματα,
έκλαψε
για την αδυσώπητη βία.
Πηγή: «Άλλες γεύσεις»,Εκδόσεις Μελάνι,2018
Στην αυγή-ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΜΕΥΤΗ
Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.
Την πήραν απ’ το χέρι
Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια
Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο
Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες
Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό
«Δε θέλω να πεθάνω», είπε
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»
Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου
Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της
Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.
Πηγή: «Ο κύριος ιππόκαμπος» ,Εκδόσεις Φίλντισι, 2018
«about blank»-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
Ποτέ μου δεν αγόρασα μπεστ σέλλερ,
λουλούδι πλαστικό, ποδήλατο κλεμμένο…
Είναι κι αυτή μια στάση
μια ποιητική του ελάχιστου⸱
ένα παράθυρο κενό το μέλλον ν’ αγναντεύεις
ένα κλειστό περίπτερο και γύρω περιστέρια
ένα χωνάκι παγωτό στο δρόμο πεταμένο
μια γεύση αμύγδαλου ή ροδάκινου
ένας καβγάς βουβός με τ’ άγραφο χαρτί, τα δέντρα, τ’ άνθη,
όλο το σύμπαν…
Ναι! Το ποίημα είναι μικρό και στρογγυλό⸱
το ποίημα είναι μια κάτασπρη ασπιρίνη.
Πηγή:" Παράθυρο στο Βερολίνο", Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2019
Επιστροφή-ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
Άλογες μνήμες σε καλούν,
κίτρινες μαργαρίτες
πλέκουν γιρλάντα.
Οι παπαρούνες στο τιμόνι σου,
μικρή μου ποδηλάτισσα,
πυξίδα στεφανώνουν.
Και πώς να μη γυρίσεις;
Τα καστανόχρυσα μαλλάκια σου
χαίτη των πιο λευκών ονείρων μου
καλπάζουν μες την αγκαλιά μου.
Πηγή:«Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα», Εκδόσεις Βακχικόν ,2020
Ο καπνός της νοσταλγίας -ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
Μόλις άναψα το τσιγάρο
η νοσταλγία πήρε σχήμα καπνού
κι αναρριχήθηκε στη σκέψη μου
σαν φαντασμαγορικό κατάλοιπο
μιας μνήμης που ήδη βούλιαξε
στα παράσιτα της νυχτερινής σιωπής.
Μέσα από τις ρίζες του καπνού
μ’ ένα τενεκεδάκι φως είχα ξεθάψει
εκείνο το παλιό ποδήλατο
με τα σκασμένα λάστιχα
που τροχιοδρόμησε στο άπειρο
μιας εφηβικής κατάρρευσης.
Εκείνο το σκουριασμένο παιχνίδι
που κόλλησε στη ρίζα του δέντρου
σαν διχασμένο πατρογονικό κειμήλιο.
Εκείνη την βροχή που μούσκεψε
όλα τα κρυμμένα βιβλία της σοφίτας
σβήνοντας από την ράχη του χρόνου
τα ένοχα παιδικά μου ανομήματα.
Μες στον καπνό διαμελίζω κουβέντες
μοντάρω με βία τη λέξη "θυμάμαι"
χαράζω στο βλέμμα μου την υγρή ηδυπάθεια
που πότισαν στο δέρμα μου οι αγριοροδιές
και ξεκινάω ξανά ξέπνοος και ξαναμμένος
την ρότα της ανεπίστροφης φυγής
βυθισμένος στο απεμπολημένο στη μνήμη
ακωδικοποίητο της λήθης αμάλγαμα.
Πηγή: stixoi/info
Ανεπίδωτο γράμμα-ΑΝΤΩΝΗΣ ΨΑΡΡΟΣ
Όταν με βλέπεις να πνίγομαι στην ανυπαρξία
να με παίρνεις ταξίδι, στο δικό μας ουρανό.
Να με κάνεις βόλτα με το ποδήλατο, σε μυστικά μονοπάτια
κι όταν κόβεται η ανάσα στην ανηφοριά
να ξαπλώνουμε πάνω σε μοσχοβολιστό χαμομήλι
και να κοιτάζουμε τα σύννεφα.
Να με χαϊδεύει η ανάσα σου
και να κοκκινίζω σαν έφηβος, στο πρώτο σκίρτημα
κι έπειτα να γίνεσαι η γη που με δέχεται σα σπόρο
για να φυτρώσω μέσα της, χωρίς να φοβάμαι
όταν πετάς σα μέλισσα σε άλλα άνθη.
Να με κρατάει ζωντανό η ανάμνηση
ότι πήρες κάτι δικό μου να θρέψεις την πείνα σου
κι ότι το άγγιγμα σου δε θα σβήσει με το χρόνο.
Δε χάνεται η αγάπη που μοιραζόμαστε
παίρνει άλλη μορφή, μιλάει άλλη γλώσσα, σε άλλα χείλη.
Τραγουδάει και φτιάχνει μουσικές
κι όλα γυρίζουν γύρω της, στ’ ατέλειωτο ταξίδι
μιας διαρκούς άνοιξης.
Πηγή: stixoi/info
Αποστολέας-ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΑΠΙΑ
Είχε από καιρό ξεπαγιάσει
Οι αυγές δεν ρόδιζαν
Η ίριδα είχε αποχρωματιστεί
Το κουδούνι στο ποδήλατο
Σκούριασε μαζί με τις αρθρώσεις
Κι αν έκανε πως πέφτει το δίκτυο
Ο φόρτος τσάκιζε τις ακτίνες στη μέση
Ο ταχυδρόμος πέθανε
Μαζί με τον άγνωστο παραλήπτη.
Δεν θα γράφω άλλο γράμματα
Θα ψιθυρίζω στα περιστέρια.
Πηγή: https://ennepe-moussa.gr
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου