Στη λάβα του καλοκαιριού,μόνη συντρόφισσα παρηγορήτρα ,η θάλασσα. Τι είπαν οι ποιητές για το ακρογιάλι;
Στο ακρογιάλι-ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ
Απρίλης ήταν, κι ήταν Κυριακή
σαν πήγαμε στο έρημο ακρογιάλι,
και δίπλα στ' άσπρο το σπιτάκι εκεί
στο στήθος μου έγειρες το αχνό κεφάλι.
Μες τη βαθιά εκεί πέρα σιγαλιά,
κρυφούς μαρτύρους είχαμε μονάχους
το πέλαγος, τ΄ ανήσυχα πουλιά,
τη βάρκα τη μικρούλα και τους βράχους.
Για την ωραία στιγμή τη μαγική
που σμίξαμε τα χέρια και τα χείλη
δεν το θυμάσαι; Ήταν Κυριακή
κ΄ ήτανε Δύση ρόδινη του Απρίλη.-
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό «Ποικίλη Στοά»,1912
Στη γραμμένη ακρογιαλιά-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Στη γραμμένη ακρογιαλιά
γιάτρισσα μες στο μεγαλονήσι,
πρόβαλες, θωριά, ματιά, λαλιά,
φορεσιά, και η φλόγα εσύ και η βρύση.
Έλαμπε, γιορτής χαρά, το μέτωπό σου,
βράδιαζε στη σκέψη σου μια λύπη,
ποιος θα μάθει το κρυφό σου καρδιοχτύπι,
ποιος θα τραγουδήσει το σκοπό σου;
Στη γραμμένη ακρογιαλιά
γιάτρισσα μες στο μεγαλονήσι,
την αποζητούσες τη γιατρειά·
μα κι η αρρώστια σα να σ’ είχεν αγαπήσει.
Πρόσθετε στα μάγια σου γητειά
κι ήτανε σα να ήταν αδερφή σου,
σαν την κλαίουσα την ιτιά
στο κρινάκι του γιαλού γειρτή, μαζί σου.
Φορεσιά, θωριά, ματιά, λαλιά,
κι απ’ τα μάτια σου ένα φέγγος ξεκινούσε,
έσταινε την όψη σου όλη θρόνο του,
έκανε το στόμα σου φωλιά,
πρόσταζ’, έπαιζε, γελούσε·
γλώσσα σου το φέγγος μες στα μάτια σου
που μιλούσε.
Στη γραμμένη ακρογιαλιά
γιάτρισσα μες στο μεγαλονήσι,
του ρυθμού τα πόδια σου φιλιά
στου χορού το φτερωτό μεθύσι.
Α! καθώς το γράφει κι ο ποιητής
ιερός
μέσα στα χρυσά του τα δεφτέρια
εκεί,
πώς τη θεραπεύει της ζωής
τη βαριεστισιά ο χορός!
Πάντα δίνουν ο χορός και η μουσική
και το θείο το ποίημα τα χέρια!
Στων αδιάφορων, των ξένων και των κρύων
τα κοπάδια, στη βασίλισσα Ασχημάδα,
των Χαρίτων α! και των αγίων
νά η Τριάδα!
Στη γραμμένη ακρογιαλιά
γιάτρισσα μες στο μεγαλονήσι
την εικόνα σου και ποιά καρδιά και ποια
φαντασία θα λησμονήσει;
Πηγή: [Παλμοί και ρυθμοί], «Δειλοί και σκληροί στίχοι»,1928
Δειλινό στ'ακρογιάλι-Γ.Κ. ΣΤΑΜΠΟΛΗΣ
Ω θάλασσα,που απέραντα το μάτι σ'αγκαλιάζει
πέρα να ενώνεσαι μακριά στο βάθος τ'ουρανού,
δε γνώρισα το τσουχτερό του πέλαγου τ'αγιάζι
μήτε το ηψικαμπύλωτο κύμα του ωκεανού.
Μα ακόμα κι αν δε γνώρισα-και ζω με το μαράζι-
ό,τι στα πλάτη σου κρατάς,στο φως του γαλανού,
ω θάλασσα,πώς μάγεψες με το κομψό σου νάζι
όλη τη χρυσοπόρφυρη γλύκα του δειλινού!
Πώς φέρνεις έτσι ρόδινα το κύμα στ'ακρογιάλι
ήρεμα και πλανευτικά στα βράχια ν'ακουστεί
πώς μοιάζει τ'ανακάτεμα του κόλπου σαν οπάλι.
Κι ακόμα πώς στην όψη σου,γαλήνια και κρουστή
έτσι το μάτι μου μακριά στα βάθη σου τραβιέται
κι ο νους μου,ω θάλασσα,σ'ονειροτάξιδα πλανιέται!
Πηγή: "Ηδονικά σονέτα",1928
[Λες κι ήταν χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου...] -ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ
Λες κι ήταν χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου,
τα χέρια σου δυο μικρά τρυφερά καβούρια.
Πηγή:« Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης» , Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1944
Κορίτσι της ακρογιαλιάς-ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΡΑΛΗΣ
Με το τραγούδι σου ανεβαίνει η θάλασσα
σκαλί-σκαλί,της μέρας το κατώφλι.
να της χαρίσει μια ασημιά κορδέλα για τον ύπνο της
κι ένα βαθύ αναστεναγμό για τ'αργοξύπνημά της.
Να τη ραντίσει στο χρυσό ματόκλαδο τον έρωτα,
να της φυσήξει τα μαλλιά με το φτερό του μπάτη
και να της πει σιγά στ'αυτί να μην κοιτάει τα μάτια σου,
ή,αν τα κοιτάει,να μη θωρεί το πρόσωπο στον ήλιο.
Με το χορό σου ανοίγει το παράθυρο
και στέλνει η μέρα ένα φιλί στη γλυκοκυματούσα.
Πετάει μιαν αλλαξιά φτερά για τα καινούργια κύματα
και δυο χουφτιές διαμαντικά για την νιογέννητη όστρια.
Τινάζει και μιαν αγκαλιά γαρούφαλλα στην αμμουδιά,
όταν περνάει το σύγνεφο να καίγεται, η καρδιά του.
Και λέει της αφροθάλασσας να μην κοιτάει τα μάτια σου,
ή,αν τα κοιτάει,να μην κινήσει πια να ταξιδέψει.
Τα μάτια σου είναι δυο πουλιά στ'αγέρι του ξενιτεμού,
στ'αγέρι της επιστροφής απ'τα πικρά τα ξένα.
Τα μάτια σου είναι δυο φωνές απ'τα κοχύλια του γιαλού
που μου μιλούν για τα δειλά καράβια τ'αραγμένα.
Τα μάτια σου είναι δυο φωτιές, από τον παιδικό καημό
που με καλούσε στα πανιά και με καλεί να γείρω.
Τα μάτια σου είναι δυο αστραπές απ'το μεγάλο χαλασμό
σου ανθίζει σαν παρηγοριά στον ουρανό του ονείρου.
Πηγή:"Λυρικά Τοπία",1950
Ακρογιαλιά της μνήμης-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΚΟΓΚΟΣ
Κίτρινο φεγγαράκι σα λεμόνι
κρούει τα νερά και ταξιδεύει
το καναρίνι βροχερό μέσα στις νοσταλγίες.
Κι έρχεσαι συ με βλέμματα ηχερά φτερά να σφάξουν
τα θερινά μου οράματα
όπως πατούσες βότσαλα τα βάσανά σου στο ακρογιάλι
και η φούστα σου ανατάραζε το χρόνο
σε γαλανό κυμάτισμα
ανέβαιναν τα δέντρα προς το μέλλον.
Από μακριά τα σήμαντρα φέρναν στο σώμα μας τις πυρκαγιές
όταν οι δρόμοι τίναζαν τις ώρες στον αγέρα
κρατούσες στα λεπτά σου δάχτυλα κλειστό
λουλούδια τη βραδιά.
Όνειρα δροσερά νερά της ξαστεριάς αγγίγματα
μπαίναν απ’ τα παράθυρα να βάψουν
από φωτιά τον ύπνο σου στην άκρη τα χαράματα.
Τότε το προσκλητήριο στα κόκαλά μου σφύριξε
μες απ’ των άστρων τα μελτέμια
πρόσταξα εγώ τη θάλασσα να ’ναι αλμυρή στο αίμα.
Ώσπου με νέα χρώματα τα πράγματα να ντύσεις
μέχρι να πλύνεις με κρασί τα πεζοδρόμια
με δάκρυα να μιλήσεις
να φέρεις τις τριανταφυλλιές μες στον τραχύν ορίζοντα.
Νιώθω τη μνήμη διάπλατη
στην πολυδάχτυλη βραδιά της νοσταλγίας.
Πηγή: «Νότος», Μ' ἕνα γράμμα τοῦ Ν. Δ. Καρούζου,1966
Σούρουπο στο ακρογιάλι-Κ.ΚΑΡΘΑΙΟΣ
Τώρα τελειώσαν όλα. Τώρα πια
είναι η ζωή σου θύμηση . ο βαρκάρης
έχει σηκώσει τα κουπιά,
και τίποτα μαζί σου δε θα πάρεις.
Το κύμα δεν ακούγεται. θαμπός
έχει πυκνώσει αγάλι-αγάλι ο αέρας.
Χωρίς να καταλάβει πώς,
σε πρόφτασε το τέλος της ημέρας.
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία,Εκδόσεις Δωδέκατη ώρα,Αθήνα,1968
Τ'ακρογιάλι-ΝΙΚΟΣ ΚΑΜΠΑΣ
Ακόμα χθες εκοίταξα τη θάλασσα να τρέχει
και τ’ ακρογιάλι το ξερό με κύματα να βρέχει.
Σήμερα όλα ήσυχα . και τώρα τ’ ακρογιάλι
κατάξερο απλώνεται και διψασμένο πάλι.
Είναι η μοίρα του. ζωή μια μέρα να του δίνει
η θάλασσα, και αύριο νεκρό να το αφήνει.
Γιατί δακρύζω;- Αχ, γιατί σου μοιάζω, ακρογιάλι:
τη μίαν μέρα μ’ αγαπούν και με ξεχνούν την άλλη.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,1979
Στ’ ακρογιάλια-ΝΙΚΟΣ- ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
Γυρνάς ξανά στα μέρη που σε άλλαξαν.
Φτωχά τα καφενεία δε σε ξεδιψούν
τώρα που μόνος σου συναίνεσες στη συμφορά
και η θάλασσα λαμποκοπά και τα χωριά ερήμωσαν.
Πού να τον ψάχνεις στ’ ακρογιάλια ή στο βυθό
πού νά 'βρεις το ξανθό του το κουφάρι.
Πηγή: «Ο Δύσκολος Θάνατος», Εκδόσεις Νεφέλη ,1985
Καλογερικό ακρογιάλι-ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΑΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Πόλη ασήκωτη
απ' το βάρος των τσίγκινων πινακίδων
με τους πατροκτόνους ευεργέτες
στις λεωφόρους σου
να βρομίζουν σε κίτρινα τσόφλια
και πεινασμένες ανάσες,
πόλη υπέρβαρη
από λαίμαργες μειονότητες
αμπαλαρισμένη με εθνικούς τραγέλαφους,
πόλη των μύθων
κορεσμένη από αρχαιότητα
με τις λεπρές γόπες
στα χείλη ιδεατών επαιτών,
ω, πόλη των απαγχονισμένων ψευδαισθήσεων,
μου λείπεις
εσύ και η ανταρσία των αγγέλων σου
στο καλογερικό μου ακρογιάλι
το μαντρωμένο με την άδολη φυγή μου.
Μου λείπεις, μα δε φταίω,
Οι φωτεινές σου πινακίδες
Με τρομάζουν πιότερο
Απ' τη λαξευτή παράνοια των φεγγαριών μου.
Πηγή: "Επικηρυγμένη αίσθηση", Εκδόσεις Θουκυδίδης, 1994
[Δεν ξέρω ποιο ακρογιάλι δεν ξέρω ποιο νησί...]-ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ
[Δύο ονόματα δύο μπαλάντες]
II
Δεν ξέρω ποιο ακρογιάλι δεν ξέρω ποιο νησί βιολιά στην πόρτα
Ζαΐρα θαλασσινή
σήκω τον γάμο μιας άλλης έστω να δεις νύφη στολισμένη και περαστική
με τις χαρές των άλλων πρέπει να ζήσεις και μη σωπαίνεις σκοτεινή
άγαλμα που κλαίει δεν είσαι τριαντάφυλλο είσαι στη θλίψη γιασεμί
αχ! κούφια λόγια έχοντας μνήμη και δυστυχία τι κανείς να πει
μυρίζεις τον ύπνο και ταξιδεύεις μακριά σαν όνειρο χρυσό και πουλί
νύχτα να πλαγιάσεις νύχτα που αγάπη θυμίζει κορδέλα στα μαλλιά κι αυλή
κλειδί που τον κόσμο ανοίγει ο ήλιος στα μάτια μέλλον ταπεινό
Ζαΐρα θαλασσινή
σέρνει βάρκες καράβια η θάλασσα τα ψάρια κοιμούνται μέσα στη σιωπή
χάραμα να καθρεφτίζεσαι έπρεπε κι όχι στα πλάσματα με δόλο να ρίχνεις τροφή
τύψεις πρωινές όμως αλλάζουν φύση στου πατέρα την κατάρα και την προσταγή
και η οχιά μάνα είναι μα για σένα σανίδι δεν έχει και χέρι και σχοινί
βάραθρο μαύρο των νερών μοναξιά μόνη ηχώ στα βράχια σα λάμπα γυμνή
που δεν φωτίζει πελιδνή ώρα τον θάνατο σηκώνοντας ώρα γέρικη
το σώμα να χάσουμε το σώμα να θάψουμε αχ! βρόμικη ποίηση
πίνει ταμπάκο σαν χάρος η ασχήμια δεν έχει γωνιά τα σκουπίδια πνοή
τη μνήμη κάψε να λησμονήσεις μα πες μου ονειρεύονται ονειρεύονται οι νεκροί;
σύννεφα αργυρά δακρύων προσκέφαλο άψυχη πώς κοιμάται και παγερή
νερό στεκούμενο κάτω απ’ το κάρο δειλινό οι καμπάνες βαριά πουλιά και ποιοι
τώρα θυμούνται έναν ξεχασμένο σπίνο που γυρίζει πίσω στην αυγή;
Πηγή: " Μαύρο δάσος", Εκδόσεις Νεφέλη, 1999
Η ακρογιαλιά-ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Δεν είχα για πάντα βυθιστεί
στα κατάμαυρα νερά
βγήκα δύσκολα πάλι στον αφρό
είδα τον ουρανό να φέγγει
και πια δεν νοιαζόμουν
για το ανεκπλήρωτο παρελθόν
δεν προσπαθούσα ξανά να κρατηθώ
από ένα σχεδιασμένο μέλλον
κολύμπησα ως την πολυθόρυβη
γεμάτη κόσμο ακρογιαλιά
και ξάπλωσα στη μαλακή
χιλιοπατημένη άμμο.
Πηγή: «Η νέα χάραξη»,2007
Άσμα Πρώτο-ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Απόσπασμα)
Κι ας μη σας βλέπω, ελληνικά ακρογιάλια,
μες στου ματιού μου λάμπετε την κόρη.
Πώς λαχταράει τα θεία σας ροδοκάλλια
(πάντοτες θεία, μ’ αστέρια ή με λιοβόρι!)
η καρδιά μου, και θα ’θελεν αγάλια
σαν ηχερό χαλίκι σας να ημπόρει
με το δικό σας το ρυθμό και το ίσο
να κυλήσει, να πάει και νά ’ρτει πίσω.
Πηγή: «Προσκυνητής»,1919
Ύπνος-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Κι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,
στον ουρανό, τ’ αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.
Και γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μας
θα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.
Αγάπες θα ’ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,
η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,
και κάτου απ’ τα μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρίς ναν το γρικούμε, θα γελάμε.
Τα ρόδα θα κινήσουν απ’ τους φράχτες,
και θά ’ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.
Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,
θ’ αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Και τα κορίτσια του χωριού μας,
αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρω
και, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνε
για τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιο
της Κυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,
για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.
Το χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,
κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,
θα μας δηγιέται —ωχρή— σαν παραμύθι
την πίκρα της ζωής. Και το φεγγάρι
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν κι αποστάσαν.
Πηγή: "Νηπενθή "/Νοσταλγικά,1921
Μπορεί...-ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ
Μπορεί να μην ξαναγυρίσω,
μπορεί να μη με ξαναδείς.
Καινούριους τόπους θα γνωρίσω
κι ίσως εκεί να ξεχαστείς.
Μπορεί κι ακόμα ν’ αγαπήσω
άλλα δυο μάτια τρυφερά
και μέσα τους να λησμονήσω
τα δάκρυα πο’ ’χυσα πικρά.
Τι νιώθω τώρα πια δεν το γνωρίζω
κι ούτε γνωρίζω τι ποθώ.
Σαν ανεμόμυλος γυρίζω,
το πεπρωμένο ακολουθώ.
Μπορεί να με πλανέψουν κι άλλες
ακρογιαλιές και δειλινά
κι αγάπες νάβρω πιο μεγάλες,
σκλάβα σ' αυτές παντοτινά.
Όμως μπορεί να ’ρθω και πάλι,
με πληγωμένη την καρδιά,
στη στοργική σου μέσα αγκάλη
σαν τ’ άσωτα τρελά παιδιά.
1933
Πηγή:"Έργα ", 1936
Για μια ακόμη φορά-ΜΕΛΙΤΑ ΤΟΚΑ-ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ
«Στα εικοσιδυό σταμάτησε ο χρόνος
τ’ όνειρο πέτρα έμεινε στη Σμύρνη»
Ν. Παπαθανασίου-Καραπάνου
Για μια ακόμη φορά
στο ακρογιάλι εκείνο
ήθελα να με πας
που η μνήμη των κυμάτων
σαν χελιδονιού φτερούγισμα σπαθίζει τον αιθέρα
και το ευωδιαστό αρμυρίκι αναριγά.
Για μια ακόμη φορά
στο ακρογιάλι εκείνο
να πλύνω τις πληγές μου ήθελα
στων καραβιών το αντιφέγγισμα,
στην αραχνοΰφαντη που αναδεύει
εσθήτα της ιστορίας.
Απόψε ο ουρανός είναι πιο χαμηλός
βαραίνει πάνω στους ώμους σου
και η σκιά του μας σκεπάζει απειλητικά.
Πηγή: " Η νύχτα γεννιέται υγρή" ,Εκδόσεις Τραμάκια, Θεσσαλονίκη,1997
Διαχρονικό-ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΙΩΤΗ
Σύμπλεγμα αρχέγονης ζωής
ξέμεινε στην ακρογιαλιά.
Στην ασβεστολιθική του υφή
κρύβει τον κώδικα της ζωής.
—Τι ειρωνεία!—
Το τέλος και η αρχή
στων αιώνων τη διαδρομή
έχουν πέτρινη μορφή!
Πηγή: " αιωρούμενο νησί", 1999
Δρόμοι-ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Όλο φεύγω
Φορτωμένος χαλασμένες θάλασσες
Κεραμίδια σπασμένα
Βροχή μέσα στα αίματα.
Όλο έρχεσαι
Ανασαίνοντας ακρογιαλιές
Στήνεις φωλιά μες στ’ απόβραδα
Ανοίγεσαι.
Όλο έρχεσαι κι όλο φεύγω.
Περιμένουμε καινούρια εποχή
Τρίζουμε σαν βίδες σκουριασμένες
Στα ευχολόγια.
Πηγή: " Δυο παράθυρα με κιμωλία", Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005
Αμίλητοι μονάχοι στ’ ακρογιάλι-ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΧΑΪΝΡΙΧ ΧΑΪΝΕ
Αμίλητοι, μονάχοι στ’ ακρογιάλι
γέρναμε οι δυο, κι έφεγγε ακόμα ώς πέρα
η θάλασσα, και ξεψυχούσε η μέρα
στης νύχτας τη μισανοιγμένη αγκάλη.
Υψώνονταν ομίχλη τα νερά
φούσκωναν κι ένας γλάρος τριγυρνούσε,
κι είδα θολά δυο μάτια λαμπερά,
κι είδα ένα δάκρυ κι άλλο να κυλούσε.
Στο χέρι της έπεσε το καθένα,
κι εγώ σαν να με λύγισε μαχαίρι
γονατιστός απ’ το κρινάτο χέρι
ήπια γοργά τα δάκρυα τα χυμένα.
Μετάφραση: Νίκος Γεννηματάς
Πηγή: «Χάινε: Μεταφράσεις ποιημάτων του» ,Εκδόσεις Σοκόλης,2007
Ακρογιάλι-ΡΟΥΠΕΡΤ ΜΠΡΟΥΚ
Γρήγορα,από το φιλικό τραγούδι της ορχήστρας,
κι από του πλήθους το καλό γέλιο,κι από τα μάτια
των άλλων,πάω μες στη νυχτιά΄ εκεί πρέπει να γυρίσω
πιο κάτω από το χαμηλό κι αδιάβατο ακρογιάλι,
που στο άγνωστο αχτινοβολεί και καμπυλώνει,ο αρχαίος
κι ανήσυχος ωκεανός. Όλη η σκιά γιομάτη
με μια μαγεία και κίνηση. Και μοναχός πλανιέμαι
στην άκρια εδώ της σιωπής, και μισοφοβισμένος,
ένα σημείο προσμένοντας. Μες στη βαθιά καρδιά μου
τα μελαγχολικά νερά φουσκώνουν στο φεγγάρι,
κ'οι δίνες μου ρυθμίζονται στη θάλασσα.
Από το νησί
μιας παρωδίας αναπηδάει ένα τρελό κομμάτι
που κουδουνίζει και γελά και σβήνεται στον άμμο,
και ξεψυχάει ανάμεσα στο πέλαο και στο μώλο.
Μετάφραση: Γλαύκος Αλιθέρσης
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία,Εκδόσεις Δωδέκατη ώρα,Αθήνα,1968
Έρευνα-Επιμέλεια: Αγγελική Καραπάνου