Ψαράς. Ο μοναχικός αρμενιστής των κυμάτων, ο θηρευτής των ψαριών. Για να δούμε πώς ζωγράφισαν τη μορφή του οι ποιητές!
Το πανηγύρι του ψαρά-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Στον Αϊ-Συμιό στον πλάτανο, στο κρύο το πηγαδάκι
που πάνε τα κλεφτόπουλα και πίνουνε νερό,
στο πανηγύρι τ’ Αϊ-Συμιού, ψαράς για το καμάκι,
το δρόμο δεν τον έμαθα που πάει προς το βουνό.
Δεν είμαι για το μακρινό λεβεντοπανηγύρι,
με φουστανέλα, με άρματα, με φέρμελη χρυσή·
πάντα ξαρμάτωτο, ψαρά, γυμνό, καραβοκύρη,
σε ξέρει σκόλη και δουλειά στο ξερονήσι εκεί.
Δεν είναι για χαροκοπιές και για τα πανηγύρια
οι φουστανέλες, τ’ άρματα, η φέρμελη η χρυσή.
Τ’ άγιασε το αίμα κι η φωτιά· φέρτε λιβανιστήρια,
τάχτε τα στα κονίσματα κι ανάφτε τους κερί.
Μα όταν κοντά της Κλείσοβας το πανηγύρι βράζει
μες στην Αγια-Τριάδα της το χρόνο μια φορά,
μέσ’ απ’ το γλυκοχάραμα μιαν έγνοια με τινάζει
προς της γιορτής το βούισμα στην ακροθαλασσιά.
Και μέσα στο πριάρι μου το καλοσκαρωμένο
γοργά ως τη νύχτα το λαό περνώ το γιορταστή,
ψάρι αργυρό της χάρης της και μια λαμπάδα πααίνω,
κι ύστερα κάνω ολονυχτιά με το θιακό κρασί.
Πηγή: Καημοί της λιμνοθάλασσας
Ο Μάης του ψαρά-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Όλα της άνοιξης τα κάλλη,
όλα τα στέλνω στο καλό
μπροστά σε φρέσκο, παχουλό,
μισολογγίτικο πετάλι!
Ας μαζώνουνται στους κήπους λυγερές και παλικάρια
για να μάσουν τα λουλούδια τώρα στην πρωτομαγιά.
Ω λιβάδι’ ανθοσπαρμένα,
δεν ανθίζετε για μένα!
Άνθη, δέντρα και χορτάρια,
σμαραγδένια μου στεριά,
δε σ’ αλλάζω μ’ ένα μόνο, μ’ ένα ψάρι που εγεννήθη
στης μανούλας μου της λίμνης τα ζαφειρωμένα στήθη.
Όλα της άνοιξης τα κάλλη,
όλα τα στέλνω στο καλό
μπροστά σε φρέσκο, παχουλό,
μισολογγίτικο πετάλι!
Μια πρωτομαγιά επέρσι μπήκα σ’ ένα περιβόλι
για να κόψω δυο λουλούδια της αγάπης μου κι εγώ,
μα σε τόσο κόσμο επάνω
έξαφνα ο φτωχός τα χάνω,
μ’ εστραβοκοιτάζαν όλοι,
κι είδα κι έπαθα να βγω.
Βλέπεις, χέρι αργασμένο σε σταλίκια και καμάκια
δεν ταιριάζει να χαζεύει στου Μαγιού τα λουλουδάκια.
Όλα της άνοιξης τα κάλλη,
όλα τα στέλνω στο καλό
μπροστά σε φρέσκο, παχουλό,
μισολογγίτικο πετάλι.
Και θαρρούσες πως δε θέλαν ούτ’ αυτά να τα σκλαβώσω,
πως κοιτάζαν να γλιτώσουν απ’ τα χέρια του ψαρά,
πως ερεύαν ένα ένα
μες στα χέρια μου δεμένα.
Ε! δε μ’ έμελε και τόσο!
Αποκείθε μια χαρά
έτρεξα μες στα δικά μου τα θαλασσινά λιβάδια
και της έστειλα μπουκέτο απ’ ολόφρεσκα στειράδια·
Όλα της άνοιξης τα κάλλη,
όλα τα στέλνω στο καλό
μπροστά σε φρέσκο, παχουλό,
μισολογγίτικο πετάλι.
Η πρωτομαγιά η δική μου εκεί πέρα είν’ ωστόσο!
Εκεί έχει το γιβάρι περιβόλι ανθηρό,
και για γάστρες τα πριάρια
και τα φύκια για χορτάρια,
και την άρμη έχει για δρόσο,
και το κύμα για νερό.
Και καλαμωτές, γαΐτες και πελάδες και γιβάρια
καλοκαίρι και χειμώνα λουλουδίζουν από ψάρια.
Όλα της άνοιξης τα κάλλη,
όλα τα στέλνω στο καλό
μπροστά σε φρέσκο, παχουλό,
μισολογγίτικο πετάλι.
Να! της λίμνης τ’ αγεράκι όλο του το μόσχο χύνει
και ο ουρανός τού Μάη όλα τ’ άστρα του φορεί·
το μονόξυλο που μ’ έχει
μ’ όλη τη γοργάδα τρέχει,
κι η πριά μου αναδίνει
όση αναλαμπή μπορεί·
και το άξιο καμάκι δίχως πλιότερη φροντίδα
με τον πρώτο χτύπο βγάζει μια μαγιάτικη μαρίδα.
Όλα της άνοιξης τα κάλλη,
όλα τα στέλνω στο καλό
μπροστά σε φρέσκο, παχουλό,
μισολογγίτικο πετάλι.
Ο ψαράς έχει τη χάρη, μόνον ο ψαράς, να φτιάνει
την ολόπαχη μερίδα πεταλάκι μια φορά,
να το ψένει και να στάζει
κι η φωτιά να λαμπαδιάζει
σαν καρδιά οπού την κάνει
μια ματιά να λαχταρά.
Στο πετάλ’ είναι κρυμμένα χίλια γλέντια, χίλια κάλλη,
κι είν’ αθάνατο νεράκι το κρασί με το πετάλι.
Όλα της άνοιξης τα κάλλη,
όλα τα στέλνω στο καλό
μπροστά σε φρέσκο, παχουλό,
μισολογγίτικο πετάλι.
Στάσου, να το Βασιλάδι, πριαράκι φτερωτό μου!
Θα το στρώσω μες στα φύκια και θα φάγω και θα πιω,
κι ύστερα σ’ ένα λιθάρι
γλυκός ύπνος θα με πάρει
και θα γίνω στ’ όνειρό μου
βασιλιάς της λίμνης πιο,
και τον κόσμο των ψαριών μου θα προστάξω να χιμήσει
όλους τους ανθούς του Μάη να μαράνει, να ρουφήσει!
Όλα της άνοιξης τα κάλλη,
όλα τα στέλνω στο καλό
μπροστά σε φρέσκο, παχουλό,
μισολογγίτικο πετάλι.
Σεπτέμβριος 1882
Πηγή:Τα τραγούδια της πατρίδος μου/Τραγούδια της λίμνης
Ο ψαράς-ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
Βγαίν’ η βαρκούλα του ψαρά
από το περιγιάλι
κι απλώνει ο ναύτης με χαρά
τα δίχτυα του και πάλι.
Το φεγγαράκι το γιαλό
τον κάνει σαν καθρέφτη
και κάθε ψάρι παχουλό
μέσα στα δίχτυα πέφτει.
Τράβα το δίχτυ σου, ψαρά,
κι αγάλια να μη σπάσει·
θαρρώ, πως τούτη τη φορά
χιλιάδες έχει πιάσει.
Πολύ κουράστηκες, ψαρά,
τα ψάρια είν’ δικά σου
και πούλα τα στην αγορά
να θρέψεις τα παιδιά σου.
Πηγή:http://users.uoa.gr/
Οι ψαράδες-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Θεοκρίτου ειδύλλιον ΚΑ΄
Δυο γέροι ψαροκυνηγοί μαζ'ήταν πλαγιασμένοι
Πάνω στα βούρλα τα στεγνά,μες την πλεκτή καλύβα.
Της ψαρικής τα σύνεργα είχαν εκεί κοντά τους.
Τα κοφινάκια τα ρηχά,τα μακριά καλάμια,
Τ'αγκίστρια,τα δολώματα ,τις πετονιές,τα δίχτυα.
Τα βρόχια τους και τα κουπιά και τη γριά τους βάρκα.
Και κάτω απ'τα κεφάλια τους αντί για προσκεφάλι
Ένα στενό κοντόψαθο και ρούχο και στρωσίδι.
Αυτά είν'όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων.
Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακά τους σκύλο,
Μηδέ φοβούντ'από κλεψιά-η φτώχια τους φυλάει.
Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα
Και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα.
Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι
Κ'οι δυο ψαράδες ξύπνησαν απ'της δουλειάς την έννοια .
Εδιώξανε τον ύπνο τους κι αρχίσαν να μιλούνε:
-Ψέματα λένε,σύντροφε,πως τάχατες οι νύχτες
Το καλοκαίρι είν'πλιο μικρές που μεγαλών'η μέρα .
Εγώ είδα τόσα ονείρατα,κι ακόμα που να φέξει!...
Μην τύχει κ'εγελάσθηκα,για μάκρυναν οι ώρες;
-Άδικα βρίζεις,γέρο μου,τ'όμορφο καλοκαίρι.
Δεν παραστράτησ'ο καιρός από τον ίσιο δρόμο,
Μόνον οι έννοιες σε ξυπνούν και τις νυχτιές μακραίνουν.
-Μην ξέρεις απ'ονείρατα; γιατ'είδα απόψε κάτι,
Κάτι καλό στον ύπνο μου και θέλω να το μάθεις .
Πρέπει καθώς μοιράζομε οι δυο την ψαρική μας,
Το ίδιο να μοιράζομε και τα ονείρατά μας.
Θα το ξηγήσεις με τον νου και δε θε να λαθέψεις .
Γιατ'όποιος έχει δάσκαλο τον νου σε κάθε κρίση,
Εκείνος είναι πάντα του καλός ονειροκρίτης.
Έπειτα δα χωρίς δουλειά και τι κανείς να κάνει
Πάνω στα φύκια ξαπλωτός,κοντά στο περιγιάλι;...
-Έλα,για λέγε τ'όνειρο,κι αφού το λες σ'εμένα,
Στον σύντροφό σου τον παλιό,καλά να το στορήσεις.
-Το βράδυ σαν πλαγιάσαμε απ'τις δουλειές κομμένοι
(Θυμάσαι που δειπνήσαμε και χθες καθώς και πάντα
Και δεν παραφορτώσαμε καθόλου το στομάχι)
Είδα πως τάχα καθιστός απάνω σ'ένα βράχο
Τα ψάρια παραμόνευα μ'ένα μακρύ καλάμι.
Ετάραζα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι...
Γλυκάθηκε κ'ετσίμπησε και πιάστηκε στ'αγκίστρι
Όποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει
Κ'εγ'όλο βλέπω ψαρικές και στ'όνειρό μου ακόμα,-
Λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και μάτωσε τ'αγκίστρι,
Κ'εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι,
Γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα.
Μα όταν έσκυψα μπροστά,εσάστισεν ο νους μου΄
Πως μ'έν'αγκίστρι τόσο δα να σύρω τέτοιο ψάρι;
Έπειτα όμως τίναξα κι απόλυσα τ'αγκίστρι
Για να την νιώσει την πληγή στα σπάραχνά του μέσα,
Και σαν δεν εσπαρτάριζεν,απάνω τ'ανασέρνω
Και βλέπω πλούσια πληρωμή στον τόσο μου τον κόπο,
Ψάρι μεγάλο ολόχρυσο και χρυσοπλουμισμένο,
Μ'αληθινά φοβήθηκα,γιατ'είπα μήπως είναι
Κανένα ψάρι ξωτικό ή ψάρι μαγεμένο.
Προσεκτικά ξεκάρφωσε τ'αγκίστρι από τα χείλη,
Μήπως τυχόν το σίδερο του ξύσει το χρυσάφι'
Το'ριξα απάνω στη στεριά κι ορκίσθηκα και είπα
Πως δε θε να πατήσω πλια στο πέλαγος το πόδι,
Παρά θα ζήσω στη στεριά με το χρυσάφι που'χω.
Τα είδ'αυτά και ξύπνησα. Και τώρα,σύντροφέ μου,
Πες μου και συ τη γνώμη σου,γιατί πολύ φοβούμαι
Μ'αυτόν τον όρκο πόκανα μην πέσω σ'αμαρτία.
-Κ'εγώ σου λέω,φίλε μου,καθόλου μη φοβάσαι,
Γιατί μηδ'όρκον έκανες και μηδέ ψάρι βρήκες΄
Ήτανε ψεύτικ'όνειρο,κι αν θες να βγει σ'αλήθεια,
Ψάρευε ψάρια αληθινά με κόκαλα και κρέας,
Γιατί μ'ονείρατα χρυσά της πείνας θα πεθάνεις.
Πηγή: Ειδύλλια
Η τέχνη του ψαρά-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Ποιος έχει πει:το ψάρεμα
δεν έχει καμιά χάρη;
Που το 'χει πει δεν έπιασε
ποτέ του ψάρι.
Που το'χει πει δεν έστρωσε
στη βάρκα τα γοφάρια,
μαχαίρια ασημοκέντητα
χωρίς θηκάρια.
Λιθρίνια δεν ξεπλάνεσε
ποτέ με το καντήλι,
σπαρταριστά κι ολόδροσα,
ρόδα του απρίλη.
Που το'χει πει στην πλώρη του
ποτέ δεν του'χει λάχει
να βρει ζεμένο γι'άλογο
θεριό σαλάχι.
Σκλάβο πίσω απ'την πρύμη του
ροφό δεν έχει φέρει,
κι ούτε τη σμέρνα νίκησε
με το μαχαίρι.
Κι απ'το βυθό της θάλασσας
ποτέ το μεσονύχτι
του Γαλαξία δε σήκωσε
τ'άστρα στο δίχτυ.
Πηγή: Φευγάτα χελιδόνια
Ψαρά μοναχοκόρη-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Εσ'είσαι η πρωτοξύπνητη!
Πριν πετεινός λαλήσει
σε βλέπω θαμποφέγγοντας
ολόρθη εμπρός στη βρύση.
Με το κορμί μισόγυμνο,
κρουστό και λιοκαμένο,
Νεράιδας δείχνεσαι άγαλμα
στητό,χαλκοχυμένο.
Μα ζωντανεύει το άγαλμα
και πάει στο Ψαροχώρι...
Σε γνώρισα στο διάβα σου,
ψαρά μοναχοκόρη!
Καμάρι του πατέρα σου,
που τον νοικοκυρεύεις,
απ'τις αυγές ακάθιστη
τα βράδια νυχτερεύεις.
Κι όταν τα σπίτια είν'άφωνα,
σβησμένα τα λυχνάρια
και γέρνουν ξαποσταίνοντας
όσοι δεν παν για ψάρια,
της προκοπής σου μάρτυρας
το άσβηστο φως σου μένει:
Εσ'είσαι η πρωτοξύπνητη
κ'η στερνοκοιμισμένη!
Πηγή: Φευγάτα χελιδόνια
Ψαράς τυφλός-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Διχτάς και καμακιάρης δούλεψε
πενήντα χρόνια,
στην ψαρική έβγαλε ξεφτέρια του
παιδιά κ'εγγόνια.
Μα ο καταρράχτης σκέπη απλώθηκε
και τον τυφλώνει.
Τώρα χαμόστρωτος στην πόρτα του
δίχτυα μπαλώνει.
Από δελφίνι ή σμέρνας δάγκωμα
τρύπια,κομμάτια,
τα σμίγει αλάθευτα η σαΐτα του
και δίχως μάτια.
Για τη στεριά τυφλά τα μάτια του
δεν αγναντεύουν.
Του Τειρεσία μάτια στη θάλασσα
τυφλά μαντεύουν.
Σα σκύλος καραβιού μυρίζεται,
τ'αλλαξοκαίρια,
την άρμη της φουρτούνας πρόγνωρα
νιώθει στα χέρια.
Τυφλό,τον έχουν καπετάνιο τους
όλοι οι δικοί του,
κι άλλοι σε κείνον που δεν πίστεψε
τη μαντική του!
Πηγή: Φευγάτα χελιδόνια
Ψαράς πατέρας-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Στα χωριά αν γυρίζω ξένος
ξένα ψάρια να πουλώ,
ψαράς ήμουν προκομμένος
δέκα χρόνια στο γιαλό.
Είχα ένα παιδί μονάχο-
μια φουρτουνιασμένη αυγή
γλίστρησε,έπεσε απ'το βράζο
κι ως να φτάσω είχε πνιγεί.
Από τότε,όπου πηγαίνω,
σ'όποιο ψάρεμα βρεθώ,
το παιδί μου το πνιγμένο
βλέπω πάντα στο βυθό.
Δίχτυα αν ρίξω ή παραγάδι,
με καμάκι,με δαδί,
μέρα,νύχτα,πρωί,βράδυ,
ψάρι πάνω-το παιδί!
Έτσι,αλλόφρενος,διωγμένος
απ'τον πνίχτη το γιαλό,
στα χωριά γυρίζω ξένος
ξένα ψάρια να πουλώ.
Πηγή: Φευγάτα χελιδόνια
Ψαράδες- ΑΝΘΟΣ ΠΩΓΩΝΙΤΗΣ
Φαντάσματα μόχτων παλιών στα στήθια τους τ’ αναιμικά
και τη ματιά τους ρίχνουνε στα πλάτια της θαλάσσης.
Κορμιά γερτά, που χάσανε την αρμονία αισθητικά
είναι τα βράδια στον γιαλό... ’ν’ ο Ράμος κι ο Θανάσης.
Φορούν κι οι δυο μαύρα ριγέ πουκάμισα, πο' 'χουν φθαρεί
απ’ τον καιρό, τυλίγοντας τις λιοκαμένες σάρκες
όταν οι μέρες χάνονται μες στον χειμώνα τον βαρύ
– στο κύμα του Θερμαϊκού π’ αφρόπλεαν οι βάρκες.
Νεκρή μένει στο μέτωπο νιότη θλιμμένη κι ακριβή,
φαρμάκια που την έκαψαν –η θύελλα του βαρδάρη
σε μπόρες ανεμόηχες– κι η τραμουντάνα η βουβή
τόσο π’ αφήσαν στην καρδιά για πάντα τον Γενάρη.
Ξεχνιέται το χαμόγελο στα χείλη τους πολλές φορές
νοσταλγικό κι αθόρυβο, σαν ειρωνείας γαλήνη∙
κι όπως στη θύμηση γυρνάν οι αναμάρτητες χαρές,
την απορία ο λογισμός στην έκφρασή τους χύνει.
Όμοιες σκιές, αμίλητοι λες, καρτερούν να ξαναρθεί
μι’ ολάνθιστη καλοκαιριά τα βρόμια φυρονέρια
κι ως τα σκεβρά τους μάγουλα, π’ ολότελα έχουν μαραθεί,
τα κομπολόγια παίζουνε στ’ αδύναμά τους χέρια...
Μα πριν να πάρουν άτονα τον ίδιο δρόμο ταπεινά,
κοιτούν βαθιά στο πέλαγο ένα πλοίο να μακραίνει
έτσι που σα να χαιρετούν τα ονείρατά τους τα στερνά,
που πάντα ταξιδεύουνε με μια ζωή χαμένη.
Πηγή: Οι σκελετοί των ονείρων, 1939
Τι έχει η Κατερίνα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
Η Κατερίνα έχει αυτό που λέμε: «βαθιά τρυφερά βράδια»,
ή αυτό που κάνει τους ψαράδες να κεντούν με υπομονή
τ’ απομεσήμερα τ’ ατέλειωτα δίχτυα τους.
Η Κατερίνα έχει αυτό που λέμε: «ένα απόγευμα κάτω από ένα
πελώριο χαμόγελο», «ένα απόγευμα κάτω απ’ τον ίσκιο ενός γενναίου».
Η Κατερίνα έχει αυτό που λέμε: «δροσιά ενός σπουργίτη»,
που τρεμοπαίζει πάνω σ’ ένα τραπέζι γεμάτο ψίχουλα –
αυτό που λέμε: «Θα βρέξει, να προφυλάξουμε τα μάτια μας,
και τα όνειρά μας».
Οι ποιητές δεν χαράζουν δάκρυα ή αμυχές.
Οι ποιητές αυτό που ξέρουν είναι να περιμένουν.
Οι ποιητές μπορούν να βρουν στα χέρια της Κατερίνας
ένα μικρό νησί γεμάτο πορτοκαλιές,
κι ένα τρυφερό ρίγος, δώρο του ήλιου που φλογίζει τα κορίτσια
καθώς τρέχουν πάνω στη θάλασσα και τα ξετρελαίνει.
Γεννιούνται πολλές σκέψεις καθώς γλιστρά η βαρκούλα,
καθώς βιδώνονται οι μέρες κι οι ελπίδες η μια μετά την άλλη αναβιώνουν.
Γεννιούνται πολλές σκέψεις καθώς γλιστρά η Κατερίνα
καθώς έρχεται κοντά μου και μ’ αφουγκράζεται.
Κόνδορες και γύπες χάνονται μακριά καθώς σκύβω πλάι στις έγνοιες της
– κι ας αλυχτούν πλάι μας κόσμοι κι απειλές.
Δεν τρέμω, ίσως γιατί η Κατερίνα έχει κάτι σαν αυτό
που κάνει τις φλόγες να φωτίζουν τα βράδια το μυαλό μου,
σαν κι αυτό που κάνει τα παιδιά να ξεχνούν την εκδίκηση.
Η θάλασσα πάντα θα μας περιμένει,
τα φύλλα πάντα θα μπλέκονται μες στα μάτια μου,
η μουσική του Dylan πάντα θα με φέρει κοντά σ’ οάσεις
και σ’ εποχές λυγμών.
Η Κατερίνα δε θα με ξεχάσει
και το καλοκαίρι θα γεμίσει τις χούφτες μου στήθη και σταφύλια.
Πόσο μας κουράζει ο έρωτας,
πόσο μας ξεχωρίζει ο έρωτάς...
Πηγή: Όλοι κοιμούνται στο καράβι, Ύψιλον, 1979
Ένας ψαράς-ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ
Με την επάλληλη επαλλαγή, των κυμάτων του πεπρωμένου,
στον μυχό του ευρύστερνου κόλπου, ένας ψαράς στην άμμο,
κάτω από ’να πάπλωμα, αγρό της άνοιξης, κοιμάται,
ζώντας τους αιώνες της ιστορίας,
με τον αχό του φλοίσβου των πραγμάτων.
Η Κοντέσα καβάλα σε άσπρο άλογο
κι ο ψαράς από μόνος του συλλογιέται:
«Βάρκα θ’ αρματώσω για να σε κλέψω»,
στρέφοντας μέσα στον ύπνο το βλέμμα του,
μες στο σκοτάδι προς τ’ άστρα,
πάνω απ’ τα γυμνά ερείπια του πύργου.
Απάντεχε να ξημερώσει για να σηκώσει το πλεμάτι του,
με μπλεγμένες, κατά τη νυχτερινή βοσκή,
τις λαχτάρες του,
ταξίδι με γαλιότες κουρσάρικες, του βαλαντωμένου
με το υπερήφανο της Κοντέσας παράστημα.
Το χέρι του αποκοιμισμένου, αυτόματα,
προκειμένου να εκμηδενίσει κάθ’ αντίσταση στον πόθο του,
αρπάζει το κολοκοτρωνέικο σουγιά που χρησιμοποιεί,
στ’ άνοιγμα των μονόθυρων και δίθυρων οστράκων
της θάλασσας,
και σα να επρόκειτο γι’ απελατιλίκι αντρειωμένου,
το μπήγει στο χώμα της γης,
σκοτώνοντας την πραγματικότητα.
1952
Πηγή: Ποιήματα (Παλαιοντολογικά), 1988
Ψαράδες-ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣ
Τώρα, που φυσούν βοριάδες
και το κύμα είναι ψηλό,
αχ! Ας είμαστε ψαράδες
μέρα νύκτα στο γιαλό!
Τ’ άσπρο κύμα να μας λούζει,
σκάζοντας στην κουπαστή,
τ’ αγριοβόρι να μας τσούζει,
κι όμως να είμαστε ζεστοί.
Να μας χαιρετούν οι γλάροι
με ζηλιάρικη κραξιά,
να μη φεύγει ουτ’ ένα ψάρι
απ’ την κάθε μας ριξιά.
Όταν ράβωμε τα δίκτυα
σ’ ακρογιάλι αμμουδερό,
να περνούν τα ημερονύκτια
με τραγούδια και χορό.
Κι όταν μας κρατούν οι μπόρες
μες στις λιμανοφωλιές,
να περνούμε λίγες ώρες
στις πτωχές μας φαμελιές.
Πηγή: stixoi.info
Οι ψαράδες-ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΕΙΑΚΑΚΗΣ
Είναι οι ποιητές σαν τους ψαράδες
της θάλασσας καρπούς που ξέρουν να τρυγούνε
που βγάζουν απ’ ανήλιαγους βυθούς τις λέξεις
ασημένιες σκέψεις στον αέρα κι αισθήματα.
Άλλοι ψαρεύουν με καλάμι σε μόλους
σε λιμάνια ερασιτέχνες στίχων κυνηγοί μα κάπου
κάπου βγάζουν ψάρι ακριβό λαυράκι
το σύνηθες μ’ αδειανό γυρνούν καλάθι
στο σπίτι και είναι γι' αυτούς η ποίηση αποκούμπι
τις πίκρες της ζωής να λησμονούνε.
Υπάρχουνε κι αυτοί με πεζοβόλο
που τόβαλαν τα ψάρια να ξαφνιάσουν
τις λέξεις που ανέμελες στην όχθη
λιάζονται κοιλιοτρίβονται στις πέτρες
και δεν ακούν το χέρι στροφαλίζει
να ρίξει τη θηλιά. Μα ξέρουν
τι γρήγορα οι πόρτες που σφαλίζουν
του νου τι γρήγορα το σμάρι ξεμακραίνει
στο σκοτεινό βυθό.
Κάποιοι (είν' πολλοί) την ευκολία που μάθαν
στο δίχτυ και στη βάρκα π’ αρμενίζει
στα πέλαγα τ’ απάρθενα ακουμπάνε
τους πόθους αμολόγητες ελπίδες
μα τους μεθά το λίκνισμα στο κύμα
και σέρνοντας το δίχτυ το τραγούδι
σέρνουν κι οι στίχοι στιχουργήματα πηδάνε
στης βάρκας την κουβέρτα στραφταλίζουν.
Είναι – αλίμονο – κι αυτοί με δυναμίτη
ουσίες ναρκωτικές, καπνό κι ηδύποτα που πίνουν
και καταλούν της θάλασσας τα πλούτη το μυαλό τους
καταστρέφουν για αμφίβολης ποιότητας αλιεύματα.
Μα αυτοί που πέφτουν στα βαθιά οι βουτηχτάδες
που ξέρουνε της άπνοιας που γνωρίζουν
τον κίνδυνο και φτάσανε στα βάθη
τ’ ασυνείδητου μόνο αυτοί θα δούνε
το μεγάλο ψάρι. Μα λίγοι θα το πάρουν
λιγότεροι το βγάζουν στον αφρό.
………………………………………………………….
Και να 'παιρνα για μια φορά – μια μόνο
την πιο μεγάλη ανάσα να βουτήξω…
Πηγή: Ο δράκος πίσω από το βλέφαρο,Αστάρτη,2006
Ο γερο -ψαράς-ΕΛΙΝΑ ΣΤΑΜΠΟΥΛΗ
Παρέα έχω το πέλαγο που απλώνεται μπροστά μου
και μάνα γη στα σώθηκα είναι η μοναξιά μου.
Στην πλάτη μου βαραίνουνε χρόνια πολλά, αιώνια
όχι δικά μου μα του γέροντα αρχαίου Ποσειδώνα.
Στους βράχους που σαστίζουνε απ' το μεγάλο κύμα,
απάντηση απ' τη σοφία σου Θεέ του ωκεανού δεν είδα.
Μέρες που φύγαν πίσω μου και λίγες που μένουν μπρος μου
ψιλή κουβέντα πιάσανε μαζί και ο λογισμός μου.
Θεριό ανήμερο ήμουνα και έστυβα την πέτρα
με το ζουμί που έβγαινε γέμιζα τη φαρέτρα.
Με σαϊτιές χωράτευα όλα τα άγρια πάθη,
σε λάγνα μάτια βούλιαξα, στου έρωτα τα βάθη.
Μα τώρα του απολογισμού που έφτασε η ώρα
οι αναμνήσεις πέλαγα, αρχίνησαν την μπόρα.
Ξινίσανε οι έρωτες, κοπάσανε τα πάθη
άδειασε η φαρέτρα μου, η δύναμη εμαράθη.
Κουράστηκα βαρέθηκα από τη βιοπάλη
το νιάνιαρο μέσα μου ρωτά ,φωνή έχει μεγάλη.
Είμαι αυτό που ήθελα ή που άλλοι μ' ορμηνέψαν;
Τάχα είμαι χαρούμενος ή οι φόβοι με μαγέψαν.
Ποιος πλάνεψε τα όνειρα που είχα στην ψυχή μου;
Παλεύω να σώσω ότι μπορώ στο έβγα της ζωής μου.
Στης θάλασσας το κύλισμα ακούω την φωνή σου
το φεγγαρόφως πρόδωσε στη λάμψη του, τη μορφή σου.
Ξέρω πως έχουνε πολλοί , πάνω σου ακουμπήσει
στεναγμούς και δάκρυα που έχουνε κυλήσει.
Άντε λοιπόν και έφτασα πάλι μες το λιμάνι
άντε βρε γέροντα Θεέ για κάνε μου τη χάρη.
Πες μου αν τα κατάφερα την ύλη μου να σώσω
ελεύθερο πνεύμα, φωτεινό, να σου την παραδώσω.
Το ποίημα αυτό έχει λάβει έπαινο στο ΣΤ' Πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης Καισάριος Δαπόντες
Ο ψαράς-ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΟΥΤΣΟΔΟΝΤΗΣ
Ο ψαράς που μαχαιρώνει τα μπαρμπούνια
κόβει τα κουμπιά των πουκαμίσων ένα ένα.
Άνεμος που σπρώχνει το κλαδί και σπάει τζάμια
ο βραχίονάς του το κλαδί ηλιοκαμένο.
Πού να κρύβεται ο άνεμος;
Κέντρο πόλης
φέτες καύσωνα στην τσέπη
αγοράζω όσο όσο την ελευθερία
λίγη θάλασσα μαχαίρωσε και τύλιξέ μου
ν' αναπνεύσω.
Πηγή: Χαλκομανία, Εντύποις, 2017
Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη Σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη-ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
Ο κόμης Αλέξιος ντε λα Βέγα
επιχειρηματίας, αλχημιστής και ποιητής
τα τελευταία χρόνια ψαρεύει για να ζήσει
στα βρώμικα νερά του ποταμού Χαϊντίν
Όταν τραβάει τα δίχτυα, γεμίζει η βάρκα του,
νεράιδες, γοργόνες, πυροτεχνήματα, σβησμένα αστέρια
και κάποιους λίγους πεθαμένους ποιητές
Προχθές ανέβασε έναν δράκο, που έφτυνε
κτερίσματα και αιχμηρά μεταλλικά κόκκινα γράμματα
Μα σήμερα η τύχη χαμογέλασε
ανέβασε έναν θάνατο, με την κοιλιά γεμάτη
καρύδια, μέλι, σουσάμι, δάκρυα, κρασί και
σφηνωμένο -ανάμεσα στα δόντια-
ένα γράμμα, με τα χαιρετίσματα
του πεθαμένου του πατέρα
Πηγή:Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη Σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2018
Ο φτωχός ψαράς-ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΙΑΣΜΑΤΖΗΣ
Η βάρκα κίνησε νωρίς,αχάραγα και κάτι
χαράζοντας στο διάβα της θαλάσσιο μονοπάτι.
Τον άνεμο έχει συντροφιά,στην τόση ερημιά της
που πνέει πρίμα,ούριος,φουσκώνει τα πανιά της.
Ο τιμονιέρης βλοσυρός και σκεφτικός συνάμα
στον Άγιο της θάλασσας,μ'ευλάβεια κάμει τάμα.
Τα δίχτυα που έριξε εψές,γεμάτα αν του φέρει
να πάει ευθύς στην εκκλησιά,ν'ανάψει αγιοκέρι.
Έχει γυναίκα και παιδιά και πρέπει να τα ζήσει.
Η θάλασσα εστέρεψε,δεν έχει που να ελπίσει.
Άγιε Νικόλα σκέφτεται,βόηθα να βρω την άκρη
κι από τα μάτια του κυλά,σιωπηλά ένα δάκρυ!!!
Πηγή: Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2020
Ο Γιαπωνέζος ψαράς-ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
Ο Γιαπωνέζος ψαράς που τον σκότωσε ένα σύννεφο στη θάλασσα ήταν ένας νέος άνθρωπος.
Το τραγούδι αυτό το άκουσα από συντρόφους του μια κατακάθαρη βραδιά στον Ειρηνικό.
Ν.Χ
Πιάσαμε ψάρια όποιος τα τρώει
Όποιος αγγίζει τα χέρια μας πεθαίνει.
Αυτό το καράβι μαύρο φέρετρο
Όποιος στ'αμπάρι του μπαίνει,πεθαίνει.
Πιάσαμε ψάρια όποιος τα τρώει πεθαίνει
Όχι μεμιάς μα σιγά σιγά
Σαπίζουν οι σάρκες του...
Πιάσαμε ψάρια όποιος τα τρώει πεθαίνει.
Μεγαλομάτα μου ξέχασέ με,
Αυτό το καράβι μαύρο φέρετρο-
Όποιος στ'αμπάρι του μπαίνει,πεθαίνει
Από πάνω μας πέρασε το σύννεφο.
Μεγαλομάτα μου ξέχασέ με
Μη μ'αγκαλιάζεις τριαντάφυλλό μου.
Θα σου κολλήσω το θάνατο
Μεγαλομάτα μου ξέχασέ με.
Αυτό το καράβι μαύρο φέρετρο...
Μυγδαλομάτα μου ξέχασέ με
Απ'το κλούβιο αυγό ακόμα πιο σάπιο
Το παιδί που θα κάνεις από μένα
Αυτό το καράβι μαύρο φέρετρο...
Αυτή η θάλασσα μια πεθαμένη θάλασσα.
Ω άνθρωποι,πού λοιπόν είσαστε;
Μετάφραση: Έρμος Αργαίος
Πηγή:Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Διόσκουροι
Ο ψαράς-ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΤΛΕΡ ΓΕΪΤΣ
Τον βλέπω ακόμη εμπρός μου—
σ’ έναν σταχτή βράχο τραβάει
τ’ αγκίστρια του για να μαζέψει,
ρούχα σταχτιά φοράει,
το πρόσωπό του όλο φακίδες—
μα είναι πια πολύς καιρός
που αυτός ο άντρας τριγυρνάει
στον νου μου ο γνωστικός κι απλός.
Στο πρόσωπό του όλη τη μέρα
ήλπιζα κάτι πως θα βρω
να γράψω για όλα τούτα γύρω,
για τον δικό μου τον λαό:
τους ζωντανούς που έχω μισήσει,
τους προσφιλείς μου τους νεκρούς,
τους άνανδρους που ’ναι στους θώκους,
τους υπεράνω ιταμούς—
αρκεί το ζήτω ενός πιωμένου
κι οι αγύρτες βγαίνουν καθαροί—
τον ευφυολόγο που όσα λέει
τά ’χει για το χυδαίο αυτί,
τον πονηρό που σαν τον κλόουν
ξέρει πότε να κλαψουρίσει,
την τέχνη τη σπουδαία, τη γνώση
που ο όχλος τους έχει τσακίσει.
Θα ’χει περάσει χρόνος πια
αφότου είπα ξαφνικά,
όλους αυτούς για να χλευάσω,
έν’ άντρα τέτοιο με φακίδες
στη φαντασία μου να πλάσω,
με τα σταχτιά τα ρούχα του
στον βράχο εκεί να σκαρφαλώνει
τον μαυρισμένο απ’ τον αφρό,
τις πετονιές του να δολώνει
και να τις ρίχνει στο νερό —
τον άντρα αυτόν που δεν υπάρχει,
που είναι μόνο ένα όνειρο·
και φώναξα «προτού γεράσω
θα πω για τούτη τη μορφή
ένα τραγούδι ίσως κρύο
και παθιασμένο όσο η αυγή.»
Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης
[Ο εραστής μου ο ψαράς]-ΙΒΑΝ ΓΚΟΛ
Ο εραστής μου ο ψαράς
Μ'αφήνει κάθε νύχτα
θαρρείς και μ'απατάει
Σκύβει στη χλωμή θάλασσα
Τα κύματα έχουν κορμιά γυναικών
Που φορούνε νταντέλες
Τους απλώνει ώρες τα χέρια
Σκύβει όλο και πιο χαμηλά:
Θα πέσει;
Μόλις χαράξει η αυγή
Σηκώνεται,υψώνοντας στον ήλιο
Τα χρυσόπλεχτα πανέρια του
Έρχεται κι απιθώνει στα πόδια μου
Όπως μιαν αγκαλιά λουλούδια
Τα πιο ωραία του ρόδινα ψάρια.
Μετάφραση: Γονατά Ε.
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία,Εκδόσεις Δωδεκάτη ώρα,Αθήνα
Το παιδί που ψαρεύει με την πετονιά- OU LE-GLOUTIE
9ος αιώνας μ.Χ
Ένα παιδί σγουρόμαλλο ψαρεύει με την πετονιά,
πεσμένο μπρούμυτα μέσα στα πράσινα νερόχορτα.
Ένας διαβάτης του φωνάζει,το ρωτά με χίλια νεύματα.
Μα το παιδί- μην και το ψάρι φοβηθεί-δεν απαντά.
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά
Πηγή: Κινέζικη ποίηση,Πλέθρον,1982
Ο γερο-ψαράς-SU TUNG-PO
12ος αιώνας μ.Χ
Ο γερο-ψαράς τα κοπανά
σ'ολονών τα σπίτια.
Ό,τι κι αν μαζέψουν τα φτωχά του δίχτυα,
για κρασί το δίνει,φτάνει να μεθά
και κανείς δε σκέφτεται μια τιμή να ορίσει.
Ο γερο-ψαράς είναι μπεκρής,
μέσα στα κουρέλια του χορεύει..
Στα τυφλά τραβάει μέσα στο μεθύσι,
η μικρή βαρκούλα πάει όλο μπροστά
κι ύστερα το δρόμο του πάλι θα γυρεύει.
Ο γερο-ψαράς ξεμέθυστος
γέρνει και τον παίρνει.
Χνούδια και λουλούδια του ταράζουν τ'όνειρο
και χωρίς κρασί ξέρει να μεθύσει
και τον κόσμον όλο τον περιγελά.
Ο γερο-ψαράς περιγελά,
μπρος του φτερουγούν οι γλάροι.
Άνεμος στην όχθη τη βροχούλα φέρνει.
Μια παρέα μεγιστάνες,με καμάρι,
η μοναδική βαρκούλα του τραβούν στη Δύση.
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά
Πηγή: Κινέζικη ποίηση,Πλέθρον,1982
Έρευνα-επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου