Ο Οδυσσέας στην ποίηση (ποιήματα)

Ο Οδυσσέας στην ποίηση (ποιήματα)

Οδυσσέας. Ο αιώνιος ταξιδιώτης. Ο ανιχνευτής του νοήματος της ζωής. Οι ποιητές σκιαγράφησαν τον ομηρικό ήρωα, άλλοτε ακολουθώντας πιστά τον μίτο της ιστορίας του κι άλλοτε τοποθετώντας τον σε άλλες εποχές, προσδίδοντάς του ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Για να δούμε τι μας είπαν!

Ιθάκη-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να’ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·

να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.

Σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στο νου σου να’ χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει.
Και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα’ βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

 Πηγή: Άπαντα Καβάφη

Πάνω σ'έναν ξένο στίχο-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Στην Έλλη ,Χριστούγεννα 1931

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την
αρματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του,
σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν
τη μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,
αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή
μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά,
κι ακούω το μακρυνό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το
φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα
από του κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό
που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του
και το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας
στη θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας, ανάμεσα στ'
ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας
μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά
και το δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το
ξεροβόρι, από την κάψα κι από τα χιόνια.

Θα 'λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο
Κύκλωπα που βλέπει μ' ένα μάτι, τις Σειρήνες
που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα
και τη Χάρυβδη απ' ανάμεσό μας·
τόσα περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να
στοχαστούμε, πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος
που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή
και με το σώμα.

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γί-
νει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε
την Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ' αρμηνέψει πώς να
φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω
τη δική μου Τροία.

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,
λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι
στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύ-
μωνε ο αγέρας,

μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του
Ερωτόκριτου με τα δάκρυα στα μάτια·

τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας
την αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα
μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του κα-
ραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυ-
χή σου να γίνεται τιμόνι.
Και να 'σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυ-
βέρνητος σαν τ' άχερο στ' αλώνι.

Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν
έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πε-
θαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
απομέναν.

Μιλά... βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να
δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη
η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στην καρδιά του χειμώνα.

Πηγή: Τετράδιο γυμνασμάτων (1928-1937),Δοσμένα

Τεχνάσματα του Οδυσσέα-ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Στον Δημήτρη Μαρωνίτη

Ο Οδυσσέας ήξερε για το σόφισμα
πολύ πριν απ’ τον Ζήνωνα
ήξερε πως ο χρόνος δεν τεμαχίζεται
πως ο Αχιλλέας ξεπερνάει στο τρέξιμο τη χελώνα
για να τον παραπλανήσει, πολυμήχανος όπως ήταν,
έβαλε στη γραμμή αναρίθμητες χελώνες
έτσι κάποια βρισκόταν πάντοτε μπροστά
από τον γοργοπόδαρο ήρωα.
Ο Οδυσσέας έμαθε με τον πόλεμο
πως ούτε κι αναστρέφεται ο χρόνος
όμως μετά τον γυρισμό πάλι δοκίμασε
μερικά τεχνάσματα μήπως γίνει όπως πριν
ακατανίκητος εραστής κι ερωτευμένος σύζυγος
κοσμαγάπητος βασιλιάς και μοναχικός ταξιδευτής
ώσπου το παραδέχτηκε δημόσια
ο χρόνος μπορεί να σωρεύει χρήμα
ν’ ανοίγει περιπέτειες, να συρρικνώνει το άγνωστο
μα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν φέρνει πίσω
τον περασμένο χρόνο που τα γέννησε.
Ο Οδυσσέας ένιωθε όσο γερνούσε
ότι τα όσα είδε κι έπαθε
αρκούσαν για τους άλλους, όχι για τον ίδιο
παρά τα τονωτικά, τα βότανα μακροζωίας
όλο πιο δύσκολα κατόρθωνε να επινοεί
καινούρια πράγματα που να γεμίζουν
τις διαρκώς επεκτεινόμενες επιθυμίες του.

Πηγή:Τίτος Πατρίκιος, Η πύλη των λεόντων. Αθήνα: Διάττων,2002

Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Αφέντη, τόσα χρόνια που ’λειπες, εδώ απορριγμένος — κοίταξέ με —
απάνου στην κοπριά που ’χουν για τα χωράφια. Αγκάθια και τσιμπούρια
μπηχτήκαν στο πετσί μου. Τόσα χρόνια, αφέντη, και δεν είχα
σε ποιόνε να κουνήσω την ουρά μου. Πού ’ναι τα πρωινά μας
με τη δροσιά στα δάση, τα νερά, τα φύλλα, το κυνήγι,
τα πολύχρωμα πούπουλα στον αέρα τα βράδια; Καρτερώντας
κοκάλωσαν τα μάτια μου — δεν κλείνουν· πέτρωσε κι η τσίμπλα.
Βάλε το χέρι σου ανάμεσα στ’ αυτιά μου, να μπορέσω να πεθάνω.

Ο αφέντης πέρασε, τον κλότσησε, μπήκε στα δώματα. Σε λίγο
ακούστηκε το σφύριγμα απ’ τα βέλη που καρφώνονταν στους τοίχους.
Κι ο Άργος, εκεί, με πετρωμένη ουρά, με πετρωμένα μάτια — να μην κλείνουν,
νεκρός απάνου στην κοπριά, να βλέπει ακόμα — πρώτη του φορά να βλέπει.

Λέρος, 22.ΙX.68
Πηγή: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972).Κέδρος.

Ο Οδυσσέας στο ποτάμι-ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ένα φεγγάρι ολονυχτίς ταξίδευε
πάνω στην ασημένια σου χορδή
ποτάμι σιγανό
ποτάμι.
Ήσυχος ήλιος τώρα απλώνεται στη γη
ζεσταίνει το αίμα σου με φως.
Ύστερα θα ’ρθει το κορίτσι το αλαφρό
θα κρούσει φωτεινές παλάμες
η πέτρα του ύπνου θα κυλήσει από τα μάτια σου
θα σηκωθείς μέσα στην πρασινόλευκη σιωπή
κι οι νύμφες θα τρομάξουνε
θα φύγουν στην κοιλάδα γοργοπόδαρες
και το κορίτσι τ’ άσπρο θα ’ναι δροσερό
σα δέντρο κάτω από το φως
πιο πέρα τ’ άλλα δέντρα κι η σιωπή
θα στρίψουν θα κοιτάξουν
το δέντρο με το φόρεμα της άνοιξης
να σκύβει ατάραχο να αγγίζει το ποτάμι
την ασημένια σου χορδή
ποτάμι σιγανό
ποτάμι.

Μα εσύ μιλώντας τώρα εμπρός στο Βασιλιά
— και τ’ άσπρο δέντρο ακούγοντας στα δώματα.
Μιλώντας με τον τρόπο που μιλούν
οι ζωντανοί θυμήσου.
Στη θάλασσα οι πνιγμένοι ταξιδεύοντας
γυρεύουν την πατρίδα τους κι όλο κοιτάνε κάτω.

Πηγή: Τάκης Σινόπουλος. 1976. Συλλογή Ι (1951–1964). Αθήνα: Ερμής.

Ο Οδυσσέας στην Καλυψώ-ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ

Το σώμα σου ως ναός φεγγοβολάει,
στο βράχο ορθό κι ολάσπρο σαν το χιόνι.
Τις απλωτές μαγνιές σου μόνο οι χρόνοι
σαλεύουν, σαν οι αύρες τα πελάη.

Μα εντός μου εμένα αίμα θνητό κυλάει,
που πάθη αρχαία το καιν, μίση και πόνοι·
κι η αθανασιά που τάζεις, το παγώνει
κι αναριγάω στο πέτρινό σου πλάι.

Θέλω να φύγω. Του θανάτου η μοίρα
είναι στα κόκαλά μου ριζωμένη.
Από του Ολύμπου με τραβάει τη θύρα

η ζωή του ανθρώπου η χιλιοπικραμένη.
Λύσε με πια απ’ το δίχτυ σου το πλάνο,
να ζήσω, να παλέψω, να πεθάνω.

Πηγή: Λευτέρης Αλεξίου. 1951. Έργο ζωής: Ποιήματα. Αθήνα: Αετός.

Ο Οδυσσέας έτσι μίλησε στην Καλυψώ σαν αποφάσισε να την εγκαταλείψει-ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ

Στη θαμπερή βραδιά φαντάζει χιόνι
το διάφανο κορμί σου.Μ'αφροδίσια
λαύρα ερπετού η αγάπη μου η φιδίσια
σφίγγει βαρύ τη μέση μου βραχιόνι.

Του φιλιού σου τ'ασώπαστο τριζόνι
κι η ματιά σου μου χάρισαν τα ηλύσια.
Δε βλέπω΄ δεν ακούω΄ σαν τα μελίσσια
η θύμηση η παλιά με περιζώνει.

Με κράζουν γλάροι. Η θάλασσα φωνάζει,
αφρό στα υγρά μου βλέφαρα τινάζει
κι είναι για με σκλαβιά η αθανασία.

Δώσε με πάλι στην αβέβαιη μοίρα,
λεύτερη να με φέρνει η φαντασία
μ'ένα σανίδι απάνω στην αλμύρα.

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,1979

Διάλογος με τον Οδυσσέα-ΝΙΚΟΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ

Όταν η Πηνελόπη περιμένει στο σπίτι,
όταν είσαι σίγουρος για την Πηνελόπη,
τότε δε βλέπω το λόγο που πρέπει σώνει και καλά
να γυρίσεις το συντομότερο στην Ιθάκη.
Δε βλέπω το λόγο
που πρέπει να κονταρομαχήσεις με τους Κύκλωπες,
να διακινδυνέψεις την αρτιμέλεια των συντρόφων σου,
ν'αντιμετωπίσεις τόσην έχθρα!

Δε θα ήταν προτιμότερο να συμφιλιωθείς με τους ανέμους,
να δοκιμάσεις,χωρίς άτολμες υπεκφυγές,
τις προθέσεις των Σειρήνων,
να επωφεληθείς από την ηδυπάθεια της Καλυψώς
και της Ναυσικάς την ευδαιμονική περίθαλψη,
χωρίς ύποπτες βιασύνες
που προκαλούν την απορία των καφενοβίων;

Εκτός εάν δεν είσαι τόσο σίγουρος για την πίστη της Πηνελόπης.
Εκτός εάν δεν είναι μόνον η Πηνελόπη
που σε κάνει να επιθυμείς τόσο πολύ την Ιθάκη.
Εκτός εάν η Ιθάκη είναι μόνον ένα πρόσχημα.

Το τέχνασμα του δούρειου ίππου
μπορεί να στάθηκε μοιραίο
για την τύχη της Τροίας.
Δικαίωσε όμως εκείνον τον παλιάνθρωπο τον Λαοκόοντα.
Τούτο δεν πρέπει να το ξεχνάς ποτέ.
Γιατί,με το πάθημα της Τροίας,
πολλοί είναι εκείνοι που βλέπουν παντού Δαναούς
κι υποψιάζονται πίσω από κάθε αγαθή πρόθεση
κι έναν Οδυσσέα.

Και προπαντός δεν πρέπει να ξεχνάς
πως,αν ξεγέλασες τους πλιατσικολόγους της Ιλιάδας,
δε μπόρεσες να ξεγελάσεις τους επιγόνους σου.
Στο γιο του Πηλέα οι δάφνες του ήρωα.
Για σένα η συγκατάβαση του πολυμήχανου.

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,1979

Οδυσσέας-ΤΑΚΗΣ ΔΟΞΑΣ

Δεν άραξε ποτέ ο Οδυσσέας
δεν κουράστηκε
δεν ξαπόστασε δεν πέθανε.
Γυρίζει και θα γυρίζει τόπους λαούς εποχές
όσο ο ήλιος θ'ανάβει και θα σβήνει τα μάτια του
όταν οι άνθρωποι θα πηγαίνουν να πολεμήσουν
στην Τροία όταν θα κρύβουν στο Δούρειο ίππο
τη μοίρα τους όταν θ'αγκαλιάζουν το
τελευταίο κατάρτι τραβώντας ανέμεσα στις Σκύλες
και στις Χάρυβδες ανάμεσα στις Κίρκες και
στους Κύκλωπες για την Ιθάκη
για την Αγάπη.

Ο Οδυσσέας
ίδιος περιπλανώμενος ιουδαίος
προ Χριστού
μετά Χριστόν
Πάντα.

Πηγή: Ποιητική ανθολογία άγκυρας νέας γενιάς,1971

Ο Οδυσσέας στο σπίτι-ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ

Με την πασίγνωστη πια πανουργία μου
τον ίσκιο μου άφησα στις θάλασσες
και επέστρεψα αμέσως στην Ιθάκη.

Κανείς δεν πίστεψε πως είμαι εδώ.

Γι’ αυτό τις ημέρες μου τώρα περνώ
και εγώ σαν ένας από τους μνηστήρες.
Όμως κρυφά υφαίνω.

Ανάστατη κάθε πρωί η Πηνελόπη
καινούργιο βρίσκει φόρεμα στον αργαλειό.
Να το χαλάσουμε μας βάζει αμέσως
κάθε μνηστήρας τραβώντας μια κλωστή.

Γαμήλιο ένδυμα το σώμα της
χωρίς κανένα φόρεμα μόλις μείνει
έναν από εμάς θα παντρευτεί
σε ξένα μέρη σκορπίζοντας τους άλλους.

Προς το συμφέρον μας είναι λοιπόν
όταν καθυστερεί η ιστορία
και όλοι πλοκή στα μάτια της γινόμαστε.

Περνά έτσι ο καιρός, περιμένοντας
την άφιξη του Οδυσσέα.

Πηγή:Γιώργος Χουλιάρας. 2005. Δρόμοι της μελάνης (2005–1970). Αθήνα: Νεφέλη.

Του Οδυσσέα-ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ

Σαν βγήκες μόνος για τον πηγαιμό
το διαπίστωσες
Εσύ ήσουν ο Πολύφημος
οι Φαίακες εσύ κι οι Λαιστρυγόνες
Η Καλυψώ, η Κίρκη, οι Σειρήνες
προσωπεία δικά σου
Εσύ η Ιθάκη
ταξίδι η καρδιά σου
Πηνελόπη και Τηλέμαχος
οι όψεις της σκιάς σου
Όλα εσύ Οδυσσέα
Πιστό σκυλί το σώμα σου
να περιμένει
Μνηστήρες φόβοι
το μυαλό σου σφετερίζονται
Πάρε το τόξο σου
Εξόντωσέ τους
Ρίξε στις μνήμες σου
το νηπενθές κρασί
και νάρκωσέ τες
Οδυσσέα πολύτροπε της Τροίας
και του Κόσμου Μυθοπλάστη
Δούρειος Ίππος η ψυχή σου μόνη
και μέσα όλα τα ταξίδια σου
φυλακισμένα

«Πολυμήχαν’ Ὀδυσσεῦ, ἴσχεο, παῦε δὲ νεῖκος ὁμοιί̈ου πολέμοιο» *

Πηγή:Στιγμές Αλκυονίδες ,2012

Η οργή του Οδυσσέα-ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

Δεν ταίριαζε ο μύθος της πιστής Πηνελόπης
σ’ ερεβώδεις καιρούς σαν τον δικό μας
της χάρισαν όχι έναν εραστή
μα όλους τους μνηστήρες
Τόσοι χρειάστηκαν να δημιουργηθεί ο Πάνας
να πάρει λίγο απ’ τον καθένα τους
το βλέμμα το μουσούδι την ουρά
Κι ο Οδυσσέας;
Οργίστηκε μας λένε
Εύκολα ξέχασε την Κίρκη με τον Τηλέγονο
την Κασσιφόνη
Στην κόρη του Ήλιου πώς ν’ αντισταθεί
Μα να ’ναι άπιστη η Πηνελόπη;
Και ποιος θα συμβολίζει τώρα την αιώνια πίστη;

Α! Χωρίς σύμβολα πώς θα ζήσουμε
τώρα που δίχως πίστη εύκολα ζούμε

Κι όμως είναι πολύ απλό
Ας μην αλλάζουμε τους ήρωες των μύθων
Μόνο στα παρα-μύθια ζουν αυτοί καλά
κι εμείς καλύτερα
Που πότε δε μας λένε
να πάμε προς τα εκεί
να ζήσουμε σαν ήρωες των μύθων μας
αφού σαν άνθρωποι
έστω τιμωρημένοι απ’ τους θεούς
δε θα μπορέσουμε να ζήσουμε
ποτέ

Πηγή: Και είναι πολύ μακριά η δύση, 2012

Μηνύματα στον Οδυσσέα –ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

δεύτερη γραφή

Αγαπημένε μου Οδυσσέα,
γράφω στο λάπτοπ που μου πήρες.
Ξεγλιστράς, δεν χάνεις ευκαιρία.
Όμως
ήσουν εδώ σαν ξέσπασε η μπόρα.
Το τεθλασμένο σώμα μου το λάτρεψες
τη σουρεαλιστική μορφή μου ασπάστηκες
αξιέπαινα συντήρησες τον πόθο.
Γι’ αυτό σε συγχωρώ.
Βαθιά χρωστώ ευγνωμοσύνη.
(Έγινε άβολος αυτός ο χώρος.
Δεν ξέρω αν θα στείλω το e-mail.)
***************************************
Γράφω
ημερολόγιο
γράφω μηνύματα
γράφω.
Τι θα ’κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας.
Πρόσεξε πώς διαβάζεις τα μηνύματά μου.
**************************************
Οδυσσέα Dear,
ελπίζω να περνάς καλά με την αντροπαρέα σου.
Και να σου πω ότι, παρά την άρνησή σου για βοήθεια,
βρήκα τους αριθμητικούς συσχετισμούς που με βασάνιζαν.
Ευελπιστώ, λοιπόν, να ολοκληρώσω το υφαντό που σχεδιάζω.
Με άλλα λόγια, τα καταφέρνω και χωρίς εσένα!
**************************************

Πηγή: Οδυσσέας, τρόπον τινά, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2013

Ιθάκη για σένα δεν υπάρχει-ΤΖΟΥΤΖΗ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗ

Με νίκησες Οδυσσέα!
Τόσο καιρό που σε περίμενα,
δεν είχα σκύψει το κεφάλι.
Τώρα που σ'αντικρίζω
εδώ, μπροστά μου,
είκοσι χρόνια μετά,
τώρα που βλέπω
πως για το χρυσάφι της Τροίας,
μας πουλήσατε όλους,
εμάς που μείναμε πίσω
Τώρα, νιώθω νικημένη!
Απατημένη, ξεπουλημένη!
Ανάστησα τον γιό σου,
φύλαξα το παλάτι σου
και το βιος σου...
Γιατί;
Πες μου πρώτα γιατί,
κι'ύστερα πέρνα το κατώφλι μου.
Αν έχεις φιλότιμο
και ντροπή!
Μπες, στο καράβι σου
καλύτερα...
Φύγε,
η θαλασσα είναι η γυναίκα σου,
την περιπέτεια είχες πάντα ερωμένη...
Το χώμα της Ιθάκης,
δεν είναι για σένα.
Εσύ για τάφο μόνο τον βυθό
μπορείς να έχεις.
Ζήτα απ’ τον Ποσειδώνα
να σε καταπιεί
και να σε λυτρώσει.
Ιθάκη για σένα δεν υπάρχει...

Πηγή: https://www.stixoi.info

Του Οδυσσέα η πληγή-ΣΤΕΛΛΑ ΒΕΡΤΙΝΑΚΗ

Μέσα στα χάλκινα τα τείχη σ'ερωτεύτηκα,
σ'ένα αδυσώπητο χρησμό δειλά αφέθηκα...
Μα στα λιμάνια καρτερούν οι Λαιστρυγόνες,
χαλούν καράβια και κορμιά μες τους αιώνες...

Του Οδυσσέα την πληγή θέλω να κλείσω,
που κουβαλώ από παιδί...πριν ξεψυχήσω...
Τους άγριους άνεμους να κλείσω στο ασκί μου,
για να σαλπάρει με τον Ζέφυρο η ψυχή μου!
Να μη φοβάμαι ούτε Αίολο,ούτε Κίρκη,
γιατί ότι νιώθω κι ότι ζω μόνο μ'ανήκει!!!

Μέσα στους χάρτες των ματιών σου η πορεία μου,
το μαγικό σου το ραβδί η ιστορία μου...
Μα'γω σου ζήτησα να έρθεις να με σώσεις,
και εσύ άκουσες να με μεταμορφώσεις...

Πηγή: Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2020

Η ψυχή του Οδυσσέα-ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΑΪΤΑΣ

Εγώ επινόησα τον εαυτό μου
ιθαγενής του απείρου
εδώ μ’ εξόρισε η βαρύτητα
λες κι η ζωή είναι ένα μονοπάτι για την άγνοια
τι να τον κάνω τώρα τον Οδυσσέα
συνείδηση της φυλής που αυτοκτονεί
έτσι που στέκει κι αφουγκράζεται
τον ήχο των κουπιών πανί στον ορίζοντα
το θαύμα που αέναα συσσωρεύει σκόνη ονείρων
τώρα που η διαφάνεια των μύθων φθάνει ανέπαφη
περ’ από κείνον περ’ απ’ την Ιθάκη.

Πηγή:Ρους και ροή, 2014

Το τραγούδι του Οδυσσέα-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τα μάτια θόλωναν στο απέραντο γαλάζιο
όπως ο ήλιος έβαφε μαβιά κόκκινα όνειρα
και με τα δάκρυα αλμυρά πάνω στα χείλη
τραγούδια σκάρωνε και γύρω ηχούσε η θάλασσα:

«Αχ, να μπορούσα να ’βγαζα φτερά, γλυκιά πατρίδα
χώμα απαλά που ανασαίνει το ξημέρωμα
έστω για λίγο να σε δω αργοπετώντας
από ψηλά κι έπειτα μόνος μου θα φώναζα
τον Χάρο να ’ρθει να με βρει καλά χορτάτο
με εικόνες μύριες μαγικές που θα μπορούσανε
να πλημμυρίσουν φως λουλούδια τις στοές
του μαύρου Άδη που ποτέ μου δε φοβήθηκα.

Αχ, να μπορούσα να ’πινα νερό μεσ’ απ’ τις χούφτες
των κοριτσιών που στην πηγή γελούν και παίζουνε
θα ’φτάνε -λέω- να γλυκάνει την αλμύρα
του μισεμού και του πικρού ψωμιού που γεύτηκα
χρόνους και χρόνους μοναχός μου στο σκαρί
δίχως συντρόφους που στη γλώσσα μου γελούνε».

Πηγή: Μνήμες της ρίζας, 2020

Η Πηνελόπη αναγνωρίζει τον Οδυσσέα-ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

Η όψη του εφώτιζε τον ήλιο.
Τα σκουλαρίκια του έλαμπαν, τα περιδέραιά του.
Τα μακριά του τα μαλλιά. πυκνό δάσος
Του θεοπρόβλητου ανδρισμού του. Κι ήρθε
Η Πηνελόπη σαν καχύποπτη και τον κοιτούσε.
Λίγο πιο πριν, ως ήταν ντυμένος
τα κουρελιάσματά του και δεν είχε
λουστεί και μυρωθεί, τον μελετούσε
συγκρίνοντάς τον με τον άντρα της, γεμάτη πίστη
πως είναι αυτός, μα πάλε κάτι μέσα της
τονέ τραβούσε μακριά της. μήπως ήθελε
αυτή να τραβηχθεί; έτρεμε άραγε
τη φοβερή στιγμή; Τι λέει ο Μαρωνίτης;
ο Κακρίδης πώς το ξηγεί; Που ο γιός της
έσπευσε πρώτος να της πει «μάνα κακή!»
΄Ομηρος, μέγας ραψωδός, εκεί,
καθώς ο Πλάτων μαρτυρεί, τον άκουσε
και είδε με τα μάτια του το «δύσμητερ».
Εκείνη γύρισε και φρόνιμη όπως πάντα
τ’ απηλογήθη: « Την καρδιά μου αυτή, που συ
αλύγιστη κι αμάλαγη τη λες, δε βρίσκω,
γιατί παλάβωσε στα στήθη μέσα και χαμένα
τα ’χει τα λόγια της και σκύβει το κεφάλι.
Έτσι, Τηλέμαχε , ας δούμε τι έχει
ο ξένος να μας πει για τα κρυφά σημάδια».
Και όμως! Ομιλούσαν τόσην ώρα,
είχανε συναπαντηθεί κι είχανε σμίξει
ερήμην φιλολόγων, ποιητών
και φιλοσόφων - σίγουροι για τα όσα
θα ακολουθούσαν (θέμα χρόνου), ακίνητοι.
Κι ανάψανε τα φώτα, χύσανε τ’ αρώματα,
ζωστήκανε τα γιορτινά, πιάσαν τις φόρμιγγες
και τραγουδήσαν και χορέψαν, πριν ρωτήσει
ο ένας τον άλλο για το έσχατο, που ήταν
εκεί και τους περίμενε. την κλίνη.
(Περιγραφή, χαρακτηριστικά, θέση και σχήμα
και όλα όσα κινούν το θαυμασμό.)

Πηγή: https://www.lyrikline.org/

Οδυσσέας-ΑΛΦΡΕΝΤ ΤΕΝΙΣΟΝ

Τι αξίζει αν στην ατάραχη γωνιά μου
σαν οκνός βασιλιάς στέκω στο πλάγι
γριάς συντρόφισσας,και σωστά μοιράζω
το δίκιο στους ανίδεους ανθρώπους,
που τρώνε,θησαυρίζουν και κοιμούνται,
και δε με νιώθουν! Δεν μπορώ να πάψω
να γυροφέρνω πάντα σε ταξίδια.
θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Εχάρηκα πολλά,πολλά έχω πάθει
μονάχος μου ή με όσους με αγαπούσαν
πότε σε ξένη γη,πότε στα μάκρη
σκοτεινού πολυκύμαντου πελάγου.
Τ'όνομά μου εδιαλάλησεν η Φήμη
κ'η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
πάντα γρικάει,κι ας έμαθα, κι ας είδα
σε άλλες χώρες πώς ζουν,πώς κυβερνούνε.
Κ'εγώ στερνός δεν είμαι,αφού με σέβας
με δέχτηκαν παντού κ'έχω γνωρίσει
της μάχης το μεθύσι,πολεμώντας
με τους όμοιούς μου μόνο,μες στους κάμπους
τους βοερούς κι ανεμόδαρτους της Τροίας.
Κ'είμαι εγώ καθετί που μου'χει τύχει,
κ'ό,τι είδα κι ό,τι ξέρω τώρα μοιάζει
με αψιδωτή στοά,που ανάμεσό της
φαίνεται κόσμος άγνωστος,μα πάντα
σαν σιμώσω τα σύνορα ξεφεύγουν.
Είναι άγνωμος ο πόθος που γυρεύει
να βρει τέλος κι ανάπαψη,σαν όπλο
που δεν αστράφτει πλιά κι αποριγμένο
σκουριάζει.Όχι,δε ζει όποιος αναπνέει΄
μονάχα. Δεν αξίζει στριμωγμένοι
οι άνθρωποι να'ναι,ο ένας κοντά στον άλλο.
Κι αν τώρα ζωή λίγη μου απομένει,
με και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
απ'την αιώνια τη σιγή ν'αρπάξεις
πολλά πράγματα νέα θα ιδείς,θα μάθεις!
Θα ήμουν δειλός αν ήθελα,για λίγο
καιρό που ακόμα θα χαρώ τον ήλιο,
προσεχτικά να ζήσω μετρημένα,
αφού ο πόθος φλογίζει την ψυχή μου
ν'ακολουθήσω τη Γνώση σαν αστέρι
πέρα απ'τα ουράνια, εκεί που ο νους δε φτάνει.
Το θρόνο μου και το νησί χαρίζω
τώρα στο γιο μου,τον αγαπημένο
Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
με φρόνηση σιγά σιγά ημερώνει
τ' άγριο πλήθος, γλυκότροπα του δείχνει
εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει.
Κι είναι άσπιλος, πιστός στο κοινό χρέος
και στο στήθος θερμήν αγάπη κρύβει,
τους θεούς, που πιστεύουμε, λατρεύει
κι εγώ σαν φύγω μένει αυτός. Κι οι δυο μας
κάνουμε το έργο, που ποθεί η ψυχή μας.
Στο λιμάνι εκεί κάτου το καράβι
με πανιά φουσκωμένα περιμένει...
κι η θάλασσα η πλατιά πέρα μαυρίζει...
-Ω ,ναύτες, που με ανδρεία ψυχή μαζί μου
στις έγνοιες, στους αγώνες και στους κόπους
δειχτήκατε με χαμόγελο πάντα,
μ' ελεύθερη καρδιά και περηφάνια,
κι αν έλαμπαν τα ουράνια ή κι αν βροντούσαν
είμαστε γέροι, αλλά δεν απολείπουν
από τα γερατειά το χρέος και η δόξα.
Όλα τα κόβει ο θάνατος. Μα τώρα,
πριν φτάσει εμείς να κάμουμε μπορούμε,
έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων,
που ακόμη και στους θεούς αντισταθήκαν.
Στους βράχους φέγγουν λύχνοι από τα σπίτια,
η μέρα σβει και το φεγγάρι βγαίνει
κι ολόγυρα μυριόφωνο μουγκρίζει
το πέλαγος. Ελάτε, ω φίλοι, τώρα
δεν είναι αργά για κείνους που ζητούνε
νέους κόσμους. Σπρώχτε, σύντροφοι, το πλοίο
στ' ανοιχτά και καθίστε στην αράδα
σαν άξιοι λαμνοκόποι. Εμπρός τραβάτε
σχίζοντας ρυθμικά το βοερό κύμα,
αφού η καρδιά μου απόφασην επήρε
στη μακρινή χώρα να πάω ν' αράξω,
πέρα απ' τη δύση, που βυθίζουν τ' άστρα.
Κι αν δε μας πνίξει η τρικυμία, θα πάμε
στα μακάρια νησιά, τον Αχιλλέα
τον μεγαλόψυχο να ξαναϊδούμε!
Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα
πολλά μένουν ακόμα, για να γίνουν,
κι αν δυνατοί δεν είμαστε σαν πρώτα
στα παλιά χρόνια, που δικά μας ήταν
γη κι ουρανός, είμαστε ακόμη κάτι,
γιατί καρδιές ανδρείες δε θ' αλλάξουν
κι αν ο καιρός κι η μοίρα τις κουράσουν,
μα στο έργο σταθερή και στον αγώνα
βαθιά τους ζωντανή θέληση μένει,
που δύναμη καμιά δεν τη δαμάζει.

Μετάφραση: Μαρίνος Σιγούρος
Πηγή:Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄Λυκείου,Ο.Ε.Δ.Β

Οδυσσέας - ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΡΡΑΡΙΟΥ

Και να που στην Ιθάκη γύρισε
ταξιδευτής ακούραστος,τώρα πια για ξαπόσταμα
-κι ώσμε το θάνατό του για ξαπόσταμα-
ο Οδυσσέας.
Η αυγή κ' η δύση γίνηκαν ένα.
Η Τροία ζώστηκε τις φλόγες.
Το τόξο που τώρα κρέμεται ήρεμα στο καρφί
και που ακαθόριστα θυμίζει τα πλανερά χείλια της Κίρκης
ποτέ πια πάλι
δε θα δονηθεί,
ποτέ από σήμερα.
Ο Οδυσσέας είν'Οδυσσέας
όσον καιρόν ο δρόμος
ανταριασμένος από δεινά και θύελλες
δεν έκλεινε τον κύκλο στο σημείο που άρχισε.
Ούτε ίχνος δεν απόμεινε
απ'το άγριο μπουκέτο της εκδίκησης:
Δόρατα,βέλη,ασπίδες,
τσεκούρια που ασπάζανε θανατερά
τα περιμάζεψαν και σιωπηλά τα πέταξαν
μ'επίσημη απέχθεια
όπως τ'απομεινάρια
απ'τα συμπόσια
που τα προσμένουν σκυλιά πεινασμένα.
Το κρεβάτι-τώρα:
Τρανό,λευκό κρεβάτι δέχτηκε
στα καθαρά,ευωδερά σεντόνια του
το γερό σώμα του Οδυσσέα.

Άσμα σειρήνων σα ν'ακούει σιγανά-ξανά.
Αλλά πού είναι το κατάρτι,πού σκοινί
να σφίξει πάλι ώμους μικρούς
και το άσμα των σειρήνων όλο πιο πλανερό να γίνεται,
πού να κρυφτεί και να χαθεί;
Τέτοιο καράβι και κατάρτι
σαν το παλιό που ρούφηξε η θάλασσα
ποθεί ξανά η ψυχή του.

Δεξιά
-άγαλμα της ειρήνης και του σπιτιού του-
τον παραστέκει η Πηνελόπη.
Κι όλο του ζωντανεύει τους καιρούς
του χωρισμού,κύματα που ξεσπάγαν
και του φέρναν αχούς από τραγούδια γυρισμού.
Δάχτυλα πεινασμένα,μακριά
-τι σκαλιστά σε φίλντισι-
ακούμπησε στους ώμους του εκείνη.
Δεν ξέρει τι παλιές ουλές
που σήμερα δε δείχνονται,
σκιρτούν ακόμα,κρύβονται στο αγνό της χάδι.
Χαμογελώντας
ο Οδυσσέας συλλογιέται για κείνο το υφαντό
που δίχως τέλος τα πεινασμένα χέρια της υφαίνουν.
"Πόσοι από εμάς έχουν το θάρρος να υφάνουν,
ως το στερνό τους νήμα
τις ανάμνησες;"
Κι όλο γυρνά τη σκέψη του σε αλλοτινούς παράδεισους
που ερήμωσαν χωρίς αυτόν
κι όσους θαυμάσιους γιαλούς δε θα γνωρίσει,
αφού στο σίγουρο λιμάνι της Ιθάκης γύρισε
να ξαναγίνει ό,τ'ήταν.
Και μέσ' σε ύπνο που τον έπιασε κρυφά,
ονειρεύτηκε,κάπου στο χρόνο,ένα ποιητή,τυφλό και γέρο,
να τον πηγαίνει πάλι πάνω στα κύματα
πέρα μακριά,στο μύθο.

Μετάφραση: Ανθίτσα Ζουκάν-Κώστας Ασημακόπουλος
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος

Οδυσσέας-ΧΑΪΝΕΡ ΜΙΛΕΡ

Με κωπηλάτες λιγοστούς, πάνω στο αλμυροποτισμένο
Ξύλο φύτεψα την ελπίδα μου – με κούρασε η σκληρή γη.
Οργώνοντας ξανά τις θάλασσες, εφήμερα αυλάκια
Στο εύρος τους λογάριασα την αντοχή μου.
Πάντα ο ίδιος ήλιος πρωί βράδυ
Κοκκινίζει τα δύο-τρία πρώτα τελευταία
Σύννεφα πάνω από το εργοστάσιο
Ηλεκτροαεριοπυρηνικής Ενεργείας
Αφότου ο Οδυσσέας πέθανε στους πέντε μήνες ταξιδιού
Στα δυτικά του Γιβραλτάρ, Ατλαντικός
Μακριά από στέφανα και άνθη, κάτω από κύματα.
Στην Κόλαση των περιέργων τώρα καίγεται
Τον είδε ο Δάντης, παρέα με άλλες φλόγες.

Πηγές: https://edromos.gr

Ο Οδυσσέας στον Τηλέμαχο -ΤΖΟΤΖΕΦ ΜΠΡΟΝΣΚΙ

Τηλέμαχέ μου,
ο Τρωικός πόλεμος
τέλειωσε. Ποιος νίκησε – δε θυμούμαι.
Θα πρέπει να 'ναι οι Έλληνες: Τόσους νεκρούς
αφήσουνε στα ξένα μόνο οι Έλληνες μπορούν…
Ωστόσο της επιστροφής στην πατρίδα
ο δρόμος στάθηκε πολύ μακρύς,
σάμπως ο Ποσειδώνας, όσο εμείς εκεί
χάναμε το χρόνο μας, επέκτεινε το χώρο..
Δε γνωρίζω το πού βρίσκομαι,
τι βρίσκεται μπροστά μου. Κάποιο βρώμικο νησί,
θάμνοι, χτίσματα, γρούξιμο χοίρων,
πυκνοβλαστημένος κήπος, κάποια βασίλισσα,
χόρτα και πέτρες… Γλυκέ Τηλέμαχε,
όλα τα νησιά μοιάζουνε μεταξύ τους
όταν ταξιδεύεις καιρό πολύ και το μυαλό
αρχίζει να ξεχνά, τα κύματα μετρώντας,
το μάτι, ενοχλημένο απ’ τον ορίζοντα, δακρύζει
κι η σάρκα του νερού φράζει την ακοή.
Δε θυμάμαι,, πώς τέλειωσε ο πόλεμος
και πόσων χρονών είσαι τώρα δε θυμούμαι.

Μεγάλωνε, Τηλέμαχέ μου, μεγάλωνε.
Μόνο οι θεοί γνωρίζουν αν ποτέ θα ιδωθούμε.
Δεν είσαι πια εκείνο το παιδί
που μπροστά του τους ταύρους συγκρατούσα.
Αν δεν ήτανε ο Παλαμήδης, θα ζούσαμε μαζί.
Όμως μπορεί και να 'χε δίκιο. Χωρίς εμένα
από τα Οιδιπόδεια πάθη γλύτωσες,
κι είναι, Τηλέμαχέ μου, αθώα τα όνειρά σου.

Μετάφραση: Γιώργος Μολέσκης
Πηγή:Ρώσοι ποιητές του 20ού αιώνα, ανθολογία — εισαγωγή — μετάφραση,σχόλια, Εκδόσεις Μεσόγειος, Αθήνα 2004

Οδυσσέας-GEORGES THINES

Γύρω τριγύρω μου τα καλάμια κ'η θάλασσα,
κ'η έκταση,κύματα,
κινούμενα ποίμνια δίχως κεφάλια και δίχως
φωνές διαχέεται όπως
μια φωλιά τη λοξοκομμένη περιπλοκή των φυτών τρίτων
λεία αδράχτια,σκοίνα,αστραπές πετρωμένες που ανάμεσά τους
ο ουρανός είναι γεμάτος γραμμές που θυσανώνουν στον άνεμο
κ'η λάσπη πάνω στους μηρούς μου
ξερή
γυψώδης
δίχως δύναμη,αμέσως θα την τινάξω
με μια κίνηση μόνο,τώρα μήτε τη συλλογούμαι
κοιμήθηκα μες στο νερό σε βάρκα.

Θα μου χρειαζόταν
το θάρρος να γελάσω δίχως χαρά,χαμένοι φίλοι,
η νωχέλεια κάτω απ'το στέγνωμα να τρέμω
και για να σηκωθώ,
να συλλογούμαι πως το δεξί μου χέρι θα χαθεί μες στη λάσπη
και πως το κεφάλι μου δέχτηκε την παγωμένη Αμφιτρίτη,
σε σφουγγάρι κι αύριο θα την ξαναδώσει αλμυρή
στη μοναξιά της.
Βγαίνοντας απ'τη θάλασσα λαχταρώ πάλι το βρέξιμό της.
Θα γελώ όπως κόπο από αναπάντεχη βροχή τον Ιούνιο μήνα.
Θα'μαι τόσο γυμνός που τα χέρια μου θα μου φανούνε
συνένοχα του αγέρα και του υγρού κόσμου που θα με κατακλύσει,ραγδαία βροχή,
ράντισέ με όπως την άφθαρτη κιτρινοπράσινη σαλάτα που η δούλα μου
έριξε κατάμουτρα στο περιβόλι,
ας διαδεχτούν τη θάλασσα του κόσμου
αυτά τα σκοτεινά και κρυφά περιβόλια

περιβόλια,
όπου κάποιος πετάγεται για να μου πει πως το χορτάρι μεγαλώνει ακόμη
στο ντροπαλό συγκεντρωμένο πράσινό του
όπου καθισμένος κυλιέμαι βγαίνοντας από αυτό το τέλμα
σαν ένας όναγρος από την άνοιξη ξετρελαμένος
όπου στην πιο μύχια καρδιά του
οι σφάκες σταλάζουν πάνω στα γόνατά μου το πικρό τους σάλιο,
όπου ξαναβρίσκω
προφυλαγμένα,τα σιωπηλά μυρμήγκια.

Μέσα της πλαγιασμένος,θα έχω περισσότερο απ'όσο σήμερα το θάρρος
ν'απλώσω αυτό το νεκρό μπράτσο και να μπω στο δρόμο
και τι θα πει κανείς αν δεν ξαναφύγω
όταν έχουν να πούνε πως ο ναυτικός μένει
απαρηγόρητος
από το κάλεσμα
της θάλασσας;

Πηγή:Ανθολογία βελγικής ποιήσεως,1969

 Έρευνα-επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.politeianet.gr/

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;