Τι ήταν ο κλέφτης στην περίοδο της Τουρκοκρατίας; Ο πολεμιστής, μέλος παράνομης ομάδας που δρούσε στα βουνά. Τα κατορθώματα και τα βάσανά του ενέπνευσαν τους ποιητές και τη λαϊκή μούσα. Για να δούμε μερικά ποιήματα και δημοτικά τραγούδια εμπνευσμένα από τη θρυλική μορφή!
Εσείς μωρέ κλεφτόπουλα-ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΤΣΙΝΗΣ
Εσείς μωρέ κλεφτόπουλα για πιάστε το τραγούδι,
ν'ανταριαστούνε τα βουνά,να σκούξουνε τ'αγρίμια,
κι ένας αητός τετράπηχος ν'απλώσει τις φτερούγες
να ζυγιαστεί κατάκαμπα το ντάλα μεσημέρι,
να σαλαγίξει το στοιχειό νυχτόημερα που γρούζει,
να ξαστερώσει ο ουρανός και να φανεί ο ήλιος...
Για πιάστε το τραγούδι σας στα λεύτερα λημέρια
με τα παιγνίδια της Λαμπρής,με τα λερά σκουτιά σας,
και σούρτε τον τρικούβερτο ζυγιές-ζυγιές το γύρο,
βροντάτε,σκούχτε το μωρέ,στον πλάτανο, στη βρύση,
στις ρεματιές και στην πλαγιά και στ'άγριο το μεϊντάνι.
Αράδα-αράδα τα σφαχτά,η τσότρα χέρι-χέρι,
του Μήτρου δώστε το σπαθί,του Γιάννου το ντουφέκι,
να σας γροικούν οι Μπέηδες,να τρέμουν οι αγάδες
να φεύγουν οι παλιότουρκοι σκιαγμένοι σα ζαγάρια.
Βόλι καλό με την ευκή και θάνατος αντρείος.
Και πιάσαν το τραγούδι τους με μπαταριές στις βίγλες
κι αναταράχτη το στοιχειό και μάτωσε το χώμα.
Η Λαύρα σήκωσε πανί. Προστάζει κι ο Δεσπότης:
αδέρφια η ώρα σηκωμός! Ραγιάδες τ'άρματά σας,
αίμα ποτάμι,χαλασμός,φωτιά κι αστροπελέκι.
Τα καριοφίλια βόγγηξαν,οι ρεματιές καιγόνται,
πύρινες φλόγες οι κορφές,στητά τα καραούλια,
ο Καραΐσκος δάκρυσε,ο Θοδωρής γελάει,
η Μπουμπουλίνα ξέστηθη τραβάει το γιαταγάνι,
μουγκρίζουνε τα πέλαγα και τα καράβια ουλούθε.
Η Ρούμελη αντρειώθηκε,σειέται ο Μοριάς κι αστράφτει,
ο σκλάβος την απόφαση με κεραυνό τη φκιάνει,
στη γης ν'ανθίσουν τα κλαριά την άνοιξη ετούτη,
να ματαρθούνε τα πουλιά που περπατούν αλάργα,
κι όσοι αδερφοί μισέψανε τα σμπάρα να γροικήσουν.
Ομπρός,η στράτα ξέφραγη απ'τον οχτρό να μείνει,
στου δουλωμένου τη γενιά Ανάσταση και πάλε.
Εσείς μωρέ κλεφτόπουλα και πιάστε την Ελλάδα
να το χορέψει δυο βολές,να τους το ειπεί χιλιάδες,
να τους το ειπεί με το κορμί,με την ψυχή την άξια.
Για σύρτε και στον Όλυμπο και δώθε προς τη Μάνη,
να μαζωχτούν τα Τούρκικα που πέσανε κεφάλια,
να τα μετρήσει του Μαρτιού η αγιασμένη μέρα,
που τη βροντάν τα σήμαντρα και τη λαλούν τ'αηδόνια.
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Η καταδίκη του κλέφτη-ΙΟΥΛΙΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ
- Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τες δροσιές, νύκτες με το φεγγάρι,
και σεις μαύρα κλεφτόπουλα, που την Τουρκιά ετρομάξτε!
Αρρώστια δεν με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω΄
κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι η ψυχή απομένει΄
μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,
ναρθώ το γλυκοχάραμα, να ιδώ που πολεμάτε΄
και σα σκολάσει ο πόλεμος κι έβγει τ' αχνό φεγγάρι
πάλι θε νάρθω να σταθώ σ' ένα κυπαρισσάκι,
τα λίγα τα κλεφτόπουλα που βρω στη γη να κλάψω,
μέσα στης νύκτας την ερμιά, στον ύπνο που κοιμούνται
ν' ακούσουν οι μονάδες τους να τα μοιρολοήσουν.
- Για ιδές η θύρα του Πασά και πάψε το τραγούδι-
έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια΄
αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν' ακούω τ' αηδόνια πούρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.
Κι όταν απ' την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
έβγουν τα μοσχολίβανα με το Χριστός Ανέστη,
λευκό πουλάκι θα γενώ στην Πόλη να πετάξω
και σαν παράδεισος πουλί γλυκά να κιλαϊδήσω.
Το λόγο δεν απόσωσε κι έπεσε σκοτωμένος.
Στον τόπο που τον έθαψαν εβγήκε κυπαρίσσι
και κάθε γλυκοχάραμα με του Μαγιού τες αύρες
έρμο πουλάκι κάθεται στο έρμο κυπαρίσσι,
κοιτάζει την ανατολή, κοιτάει κατά την Πόλη
και λέει τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Το τραγούδι των αρματωλών-ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ
Οι αρματωλοί κι οι κλέφτες δεν πέθαναν ποτές!
Δεχθείτε μας βρυσούλες και γάργαρα κρυονέρια,
κάτου από τα κοντοελάτια και πράσινες οξιές,
γεια σας παλιές μας σκέπες κι αιώνια μας λημέρια.
Γεια σας,χαρά σας λόγγοι-παλιά μας συντροφιά!-
κι εσείς θολές ραχούλες και μαυρομαντηλούσες.
Γεια σας,χαρά σας δάσα ξανθά κι άγρια θεριά
όμορφες πέρδικές μας και πετροκελαϊδούσες.
Εδώ,βουνό,μας είδες,-γεια σου ισκιερό βουνό!-
να στήνουμε κουβέντες,να λέμε και τραγούδια.
Μας δρόσιζε την όψη το αγέρι το τερπνό
και στα καλά άρματά μας κρεμνούσαμε λουλούδια.
Εδώ,απ'τα ονείρατά μας ήρθε το πιο χρυσό,
μιαν άνοιξη ανθισμένη κι ένα ώριο καλοκαίρι,
να χύσει στην καρδιά μας ελπίδων θησαυρό
κι υπόσχεση σαν άνθη του Απρίλη να μας φέρει.
Εδώ τα γιαταγάνια και τ'αργυρά σπαθιά
τροχίσαμε,βουνό μου. Και τα ντουφέκια τ'άγια,
αυτά μας ξεμουδιάσαν τα χέρια τα τραχιά,
ρίχνοντας τα έρμα βόλια ν'αντιλαλούν στα πλάγια.
Και τ'όνειρο το πλάνο πιάσαμ'εμείς εδώ,
και τ'άτρομα γιουρούσια σύραμε αράδα-αράδα.
Στήσαμε απ'άκρια σ'άκρια το Μέγα Σηκωμό
και Λευτεριάς αγέρι ανάπνεψε η Ελλάδα.
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Το μικρό κλεφτόπουλο-ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΤΣΙΝΗΣ
Οι κλέφτες έχουν μάζωξη ψηλά στο Χρυσοβίτσι
καίν'οι καρδιές να σπάσουνε,τα μάτια τους αστράφτουν,
τηράνε την Τριπολιτσά,το κάστρο το μεγάλο
κι αναστενάζουνε βαριά γιατί βαστάει ακόμα.
Ο ένας λέει αποβραδίς να γίνει το γιουρούσι,
ο άλλος με το χάραμα,ο τρίτος μεσονύχτι
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο διπλοπαρακαλάει:
-Δώστε κι εμένα τ'άρματα και πάρτε με κοντά σας,
δε θέλω στα γιδόστρατα να χάνω τη ζωή μου΄
θέλω τ'αράπη την καρδιά να του τήνε ξεσκίσω,
να πάρω με το πέρασμα χίλια οχτρού κεφάλια,
σαν το γεράκι να ριχτώ,το χάρο να βαρέσω,
να κυνηγήσω τη σκλαβιά,να κράξω: Ελλάδα,μάνα,
Ελλάδα,ομπρός,μη σκιάζεσαι και τα κρυφά σχολειά σου,
τη Λευτεριά περήφανα στον ήλιο τη σηκώνουν.
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Μαύρη είν' η νύχτα στα βουνά-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ
Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά,
στους βράχους πέφτει χιόνι.
Στα άγρια, στα σκοτεινά,
στις τραχιές πέτρες, στα στενά,
ο κλέφτης ξεσπαθώνει.
Στο δεξί χέρι το γυμνό
βαστά αστροπελέκι.
Παλάτι έχει το βουνό
και σκέπασμα τον ουρανό,
κ’ ελπίδα το τουφέκι.
Φεύγουν οι τύραννοι χλωμοί
το μαύρο του μαχαίρι•
μ’ ιδρώτα βρέχει το ψωμί,
ξέρει να ζήσει με τιμή,
και να πεθάνει ξέρει.
Τον κόσμ’ ο δόλος διοικεί
κι η άδικ’ ειμαρμένη.
Τα πλούτη έχουν οι κακοί,
κι εδώ στους βράχους κατοικεί
η αρετή κρυμμένη.
Μεγάλοι έμποροι πωλούν
τα έθνη σαν κοπάδια.
Την γην προδίδουν και γελούν.
Εδ' όμως άρματα λαλούν
στ' απάτητα λαγκάδια.
-Πήγαινε, φίλα την ποδιά
που δούλοι προσκυνούνε.
-Εδώ στα πράσινα κλαδιά,
μόν' το σπαθί τους τα παιδιά
και τον Σταυρόν φιλούνε.
Μητέρα, κλαίς! Αναχωρώ΄
να μ' ευχηθείς γυρεύω.
Ένα παιδί σου σε στερώ,
όμως να ζήσω δεν μπορώ
αν ζω για να δουλεύω.
Μην κλαίτε, μάτια γαλανά,
φωστήρες που αρέσω.
Το δάκρυόν σας με πλανά.
Ελεύθερος ζω στα βουνά,
κι' ελεύθερος θα πέσω.
Βαριά, βαριά βοΐζ' η γη,
ένα τουφέκι πέφτει.
Παντού τρομάρα και σφαγή΄
εδώ φυγή, εκεί πληγή!...
Εσκότωσαν τον κλέφτη.
Σύντροφοι, άσκεποι, πεζοί
τον φέρνουν λυπημένοι,
και τραγουδούν όλοι μαζί:
«Ελεύθερος ο κλέφτης ζει
κι' ελεύθερος πεθαίνει».
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Ο Δήμος και το καριοφίλι του-ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα΄ και τώρ' αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ' η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το 'χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ' το λόγκο,
να 'ναι χλωρό και δροσερό, να 'ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ' το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε,
να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,
να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ' η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε΄
τ' ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη...
Σταθείτ' εδώ τριγύρω μου, σταθείτ' εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν' από σας, το νιότερο, ας ανεβεί τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ' άξο μου καριοφίλι,
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Θ' αναστενάξ' η λαγκαδιά, θα να βογκήξει ο βράχος,
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ' αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν' ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν να 'τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη, και την ύστερη, τ' άξο το καριοφίλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ' τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ' του βράχου τον γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει!
Άκουσ' ο Δήμος τη βοή μες στον βαθύ τον ύπνο•
τ' αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
Τ' ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτη,
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ' απαντιέται,
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.
Πηγή:http://ebooks.edu.gr/
Τραγούδι Κλέφτικο-ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ
Πότε θα 'ρθεί μιαν άνοιξη, θα 'ρθεί ένα καλοκαίρι,
που λουλουδιάζουν τα κλαριά, που λιώνουνε τα χιόνια,
για να ζωσθούμε τ' άρματα και τα χρυσά τσαπράζια,
να βγούμε κλέφτες, βρε παιδιά, κλέφτες στα κορφοβούνια;
Μες στην ψηλότερη κορφή να στήσουμε λημέρι,
να 'χουμε τ' άστρα τ' ουρανού τ' αποβραδίς κουβέντα΄
κι εμάς το γλυκοχάραμα να πρωτοχαιρετίζει,
εμάς ο ήλιος την αυγή, σαν κρούει, να πρωτοβλέπει,
να μας ζηλεύουν οι αετοί, να μας ξυπνούν τ' αηδόνια.
Αράδ'αράδα τ'άρματα στα πεύκα θα κρεμάμε,
και θε να στήσουμε χορό.Και κάθε μας τραγούδι
θα'ναι βροντή από σύγνεφο,φωτιά απ'αστροπελέκι΄
θα μας τρομάζουν τα θεριά,θα προσκυνούν οι κάμποι.
Πότε θα 'ρθεί μιαν άνοιξη,θα 'ρθεί ένα καλοκαίρι,
να βγούμε κλέφτες,βρε παιδιά,κλέφτες στα κορφοβούνια.
Πηγή: Άπαντα Κώστα Κρυστάλλη
Η ζωή του κλέφτη (Δημοτικό)
Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες!
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε,
ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα δεν πλάγιασα σε στρώμα,
τον ύπνο δεν εχόρτασα ,του ύπνου τη γλυκάδα,
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα,
και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Η μάνα του κλέφτη (Δημοτικό)
Έβγα μανούλα να με ιδείς, έβγα να μ’ αγναντέψεις,
το πώς τρομάζω την Τουρκιά και τους δερβεναγάδες,
το πως γυαλίζει η πάλα μου και λάμπουν τ'άρματά μου.
Κι η μάνα του τού μίλησε,πικρά τον κουβεντιάζει:
-Με τι ποδάρια να σταθώ,να βγω να σ'αγναντέψω;
γέρασα,η μαύρη,γέρασα...
Πηγή: Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Οι κλέφτες του βάλτου (Δημοτικό)
Κάτω στου Βάλτου τα χωριά
Ξηρόμερο και Άγραφα
Και στα πέντε βιλαέτια,
-βάλτε μπρε να πιούμ'αδέρφια,-
Εκεί είν’ οι κλέφτες οι πολλοί
ούλοι ντυμένοι στο φλουρί
κάθονται και τρων και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν.
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή
βρίζουν τα γένια του κατή
γράφουνε και στο Κομπότι,
προσκυνούνε το Δεσπότη.
Βρε Τούρκοι, κάνετε καλά
γιατί σας καίμε τα χωριά!
Δώστε μας τ' αρματολίκι
γιατί ερχόμαστε σα λύκοι.
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Ο λαβωμένος κλέφτης (Δημοτικό)
Κλαίνε τα δέντρα,κλαίνε,κλαιν και τα κλαριά,
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα,
κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα,
κλαίνε κι οι κρύες βρυσούλες πόπινα νερό,
κλαίνε και τα μετόχια πόπαιρνα ψωμί,
κλαίνε τα μοναστήρια πόπινα κρασί.
Φαρμάκι το μολύβι κι η λαβωματιά,
τα μάτια μου σβησμένα κι όλο μ' το κορμί,
στην ερημιά μονάχος,δίχως συντροφιά,
θεριά θε να με φάνε,και τ'άγρια πουλιά.
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Ο λαβωμένος κλέφτης (Δημοτικό)
Φάτε και πιέτε,μπρε παιδιά και μην παραπονιέστε,
τι γω δεν έχω τίποτα,μόν'είμαι λαβωμένος.
Κακό που'ναι το λάβωμα,κακό που'ναι το βόλι.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω.
Βάλτε μ'εκεί στο κρύο νερό,στη ρίζα του πλατάνου,
και φέρτε και γλυκό κρασί από τους Παπαδάδες,
να πλύνω τις λαβωματιές,ν'αλλάξω τους γιαράδες.
Κι αν αποθάνω,μωρέ παιδιά,πέντε πήγαν για μένα,
να διω να μη μ'αφήσετε στην έρημο τον τόπο,
μόν'πάρτε με και σύρτε με στο πρώτο σταυροδρόμι,
όθε διαβαίνουν φίλοι μου,περνούνε παλικάρια΄
τα παλικάρια να πονούν κι οι φίλοι μου να κλαίγουν.
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Ο πρωτοκλέφτης (Δημοτικό)
Θέλετε δέντρα ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε΄
στον ίσκιο σας δεν κάθουμαι και μήτε στη δροσιά σας,
μόν’ καρτερώ την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
ν’ ανοίξει ο γαύρος κι η οξιά, να πιάσουν τα λημέρια,
να ζώσω το σπαθάκι μου,να πάρω το ντουφέκι,
να βγω στης Γούρας τα βουνά, στα κλέφτικα λημέρια,
και να σφυρίξω κλέφτικα τ'αγιοκατακαημένα,
να μάσω τα μπουλούκια μου,οπού είναι σκορπισμένα.
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Τ'αντρειωμένου τ' άρματα (Δημοτικό)
Τ’ αντρειωμένου τ’ άρματα δε πρέπει να πουλιώνται,
μόν’ πρέπει μπρος στην εκκλησιάν,εκεί να λειτουργιώνται,
πρέπει να κρέμουνται ψηλά σ'αραχνιασμένο πύργο,
σκουριά να τρώει τ'άρματα και γη τον αντρειωμένο.
Πηγή:Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Τα κλεφτόπουλα (Δημοτικό)
Μάνα μου τα, μάνα μου τα κλεφτόπουλα
τρώνε και τραγουδάνε,
άιντε πίνουν και γλεντάνε.
Μα ένα μικρό μα ένα μικρό,μα ένα μικρό κλεφτόπουλο
δεν τρώει,δεν τραγουδάει,
βάι δεν πίνει, δε γλεντάει.
Μόν’ τ’ άρματα,μόν τ’ άρματά του κοίταζε,
του ντουφεκιού του λέει:
"Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη"
Ντουφέκι μου,ντουφέκι μου περήφανο
σπαθί μου παινεμένο,
μια χαρά'σαι το καημένο.
Πολλές φορές,πολλές φορές με γλίτωσες
απ'των εχθρών τα χέρια
κι απ'των Τούρκων τα μαχαίρια.
Πηγή: τα ποιήματα & τα τραγούδια του δημοτικού σχολείου Κλεοφίλης Κολίση-Χατζηκώστα
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος : Αγγελική Καραπάνου