Οι ποιητές γιορτάζουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά (ποιήματα)

Οι ποιητές γιορτάζουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά (ποιήματα)

Στον απόηχο των πιο μοναχικών Χριστουγέννων και στην απαρχή μιας νέας χρονιάς που φέρει την ελπίδα, θα δούμε τι είπαν οι αγαπημένοι μας ποιητές για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά! Καλή χρονιά με υγεία,χαρά,δύναμη κι αγάπη φίλοι μου!

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Νύχτα Χριστουγεννιάτικη -ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστὰ στη φάτνη τους τ᾿ άδολα βόδια.
Κι᾿ ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ᾿ της ψυχής τ᾿ απόβαθα, Χριστὸς γεννιέται!

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν απὸ φωνὲς ύμνων μεσούρανες στη γη σταλμένες.
Κι᾿ ακούοντας τα Ωσαννὰ απ᾿ αγγέλων στόματα στο σκόρπιο αέρα,
τα διαλαλούν σε χειμαδιὰ λιοφώτιστα με τη φλογέρα.

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη - ποιὸς δεν το ξέρει; -
των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ᾿ αστέρι.
Κι᾿ όποιος το βρει μέσ᾿ στ᾿ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει
σε μιὰ άλλη Βηθλεὲμ ακολουθώντας το μπορεί να φτάσει.

Πηγή: Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη,Πάτραι

Χριστούγεννα-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Α΄
Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι
οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!
Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ’βλεπαν το φωτεινό του δρόμο,

κι από τη ζήλια θα ’τρεμαν… Αστέρι, σε ποιά χώρα
του απεράντου σ’ ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη Φθορά μην έσβησε το φως σου;
Ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας;

Για όλα τ’ άστρ’ αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…
Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννά μας θά μπουν,
θαρρώ πως οι ακτίνες σου μες στην ψυχή μου λάμπουν.
Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι,
οπού στην κούνια του Θεού τους Μάγους έχει φέρει!

Β΄

Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει!
Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!
Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει,

και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει.
Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδελφές, κοπέλες
με κουβεντούλες άσωστες γλυκιές γλυκιές, δυο τρέλες,
ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου
δυο χρόνων γυναικούλα σου, ο έρως της ζωής σου.

και να σ’ αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία,
των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία…
Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει!

Γ΄
Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του,
να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι,
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,

να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία,
να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της
πώς εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο,

της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο…
Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!

Πηγή:https://www.greek-language.gr

 Χριστούγεννα-ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ

Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά...

Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!

Κι οι ποιμένες, που έρχονται λαγούτα από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου-ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ

Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.

Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.

Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι' έμοιαζε τ' άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.

Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι' έψελναν γύρω του «ωσαννά».

Μα κι' από αγγέλους κι' από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό - ζεστό φιλί.

Πηγή: Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη,Πάτραι

Τα Χριστούγεννα-ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ

Εἶναι μέρα χαρμόσυνη τούτη.
ἐγεννήθη τοῦ κόσμου τὸ φῶς.
Χαίρετ’ ὅποιος μεγάλα ἔχει πλούτη,
τραγουδάει καὶ χορεύει ὁ φτωχός.

Τὰ παιδιὰ μὲ ἀνυπόμονους κρότους
τὴν καινούρια ζητοῦν φορεσιά,
ποὖχαν φτάσει νὰ ἰδοῦν στ’ ὄνειρό τους,
ποὖχε ἡ μάνα ἑτοιμάσει γι’ αὐτά.

Χαίροντ’ ὅλοι – τὸ βλέπω – ἀλλ’ ἐσβήστη
ἀπὸ κρύα παγωμένη πνοὴ
σταὶς ψυχαὶς τῶν ἀνθρώπων ἡ Πίστη,
κ’ εἶναι τώρα ἡ χαρά τους τυφλή.

Στὰ σκοτάδια τοῦ κόσμου μία μέρα
πάλι ἐκείνη σὰν τ’ ἄστρο ἂς φανῇ,
ποῦ τοὺς Μάγους ὡδήγησε πέρα
νὰ λατρέψουν τὸ οὐράνιο παιδί.

Πηγή: Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη,Πάτραι

Χριστούγεννα-ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Αχός χαράς την πλάση,πέρα ως πέρα,
απόψε τρικυμίζει ΄ τόσα μύρα
ποτέ δε βαλσαμώσαν τον αγέρα,
των ουρανών ανοίχτη, λες, η θύρα.

Έν'άστρο μόνο ΄κι ω, τι φως πλημμύρα
στον μεσονύχτιον ήσυχον αιθέρα!
Αγγέλοι υμνολογούν την άγια μέρα,
που ανθρώπινη ο Θεός εδέχτη μοίρα.

Μάγους σοφούς κι αθώους βοσκούς αντάμα
η φάτνη ταπεινή συναδερφώνει ΄
κι ανίδεη στο υπέρθεο τούτο θάμα
- ποιο θάμα σαν το φως του λογισμού της;-
εκστατική,μια μάνα καμαρώνει
το πρώτο χαμογέλασμα του γιου της!

Πηγή: Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Ν.Παπά,Διόσκουροι

Δεύτε ίδωμεν πιστοί-Γ.ΒΕΡΙΤΗΣ

Ω, συ μεγάλε Αναμενόμενε
του δύστυχου πεσμένου ανθρώπου!
Για Σε ψαλμοί κι' ωδές και σίβυλλες,
για σένα οι θρύλοι κάθε τόπου.

Για Σε ο Δαβίδ τη λύρα ανάκρουσε,
κι' ο μεγαλόπνοος Ησαΐας,
πού διασκελίζοντας τα σύνορα
της Ιουδαίας και της Ασίας,

στης γης τα πέρατα το κήρυξε,
πώς θείο Παιδί για μας εδόθη,
π' όλοι θα βρουν σ' Αυτό την πλήρωση
οι πανανθρώπινοι μας πόθοι.

Τον ερχομό Σου, ώ! πώς τον πρόσμενε
του βράχου ό τραγικός Δεσμώτης,
όσο τα σπλάγχνα τ' όρνιο εσπάραζε
της αδαπάνητης του νιότης!

Κι ήρθες! Δεν ήρθες μ’ αστροπέλεκα
και με βροντές και καταιγίδα.
Ήρθες σαν αύρα, σαν πνοή, σαν φως,
σαν ορθρινή δροσοσταλίδα.

Ήρθες! Μπροστά σου γονατίζουμε
Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον λατρευτό μας και τον Ένα.

Πηγή:https://rodokipianos.wordpress.com

Χριστούγεννα- ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα

Έθαψαν το μαντήλι της μητέρας
Που σκούπιζε τα μάτια τους κάθε πρωί
Το μαντήλι το λεκιασμένο απ’ το αίμα

Το σπίτι έρημο αγρυπνεί
Τ’ αδέρφια παίζουνε κρυφτούλι

Η νύχτα φθάνει επίβουλη κρυφή

Οι ίσκιοι κατεβαίνουνε πάνω στους τοίχους
Όλο και κατεβαίνουν
Και τ’ αδέρφια τους μετρούνε
Τους μετρούν και κλαίνε.

Πηγή: Το ξύλινο άλογο,1955

Χριστουγεννιάτικα τριαντάφυλλα-ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

Ο τελευταίος καπνός
Στην όχθη τ’ ουρανού

Πίσω απ’ το τζάμι
Χέρια κάτασπρα
Ικετεύουν σαν πουλιά

Κι ένα λυχνάρι θρυμματίζεται
Σχηματίζοντας
Μικρές κόκκινες φλόγες

Τότε
Κάποια παιδούλα
Αρχίζει να γράφει
Το πιο ωραίο της ποίημα

Πηγή: Η ατραπός ,1984

Ωσαννά-ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

Μαύροι κύκλοι
Κόκκινοι
Πράσινοι κύκλοι
Κίτρινοι γαλάζιοι
Πάνω στο έδαφος
Κι ένα άστρο σχεδόν νεκρό
Με λίγο φως ακόμα
Που του έχει απομείνει
Τίποτ’ άλλο τίποτ’ άλλο
Όλα έχουν χαθεί

Μια κλίμακα μονάχα αιωρούμενη
Μια εξαρθρωμένη μουσική
Και κάποια ίχνη
Από φωνές επουράνιες
Ωσαννά
Εν τοις υψίστοις

Πηγή: Οι δρόμοι του ουρανού ,2006

Χριστούγεννα τοῦ χωριοῦ-ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Μὲς τὴν ἀχνόφεγγη βραδιὰ
πέφτει ψιλὸ ψιλὸ τὸ χιόνι,
γύρω στὴν ἔρμη λαγκαδιὰ
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.

Οὔτε πουλιοῦ γροικᾶς λαλιά,
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λὲς κι ἁπλωμένη σιγαλιὰ
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.

Μὰ ξάφνου πέρα ἀπ᾿ τὸ βουνὸ
γλυκὸς σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσὰν βαθιὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
μέσα στὴ νύχτα νὰ σκορπιέται.

Κι ἀντιλαλεῖ τερπνὰ τερπνὰ
γύρω στὴν ἄφωνη τὴν πλάση,
καὶ τὸ χωριὸ γλυκοξυπνᾶ
τὴν ἅγια μέρα νὰ γιορτάσει.

Πηγή: Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη,Πάτραι

Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα -ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Ένας μικρός χριστός
γεννιέται πάλι αύριο,
μόνος στον κόσμο.
ένας μικρός χριστός
που ζωγραφίζει θαμπά
στο τζάμι δέντρα για τα
παιδιά, καράβια για τα
όνειρα, ένα παραμύθι
της αγάπης για τους
απελπισμένους.
παραμονή και τα
χιλιάδες φώτα της
πλατείας στα μάτια του
λάμπουν σαν δάκρυα.

Πηγή: Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο,1999

Χριστουγεννιάτικη ιστορία -ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ

Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά `ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω "Καλά Χριστούγεννα",
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά `ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δουν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.

Πηγή: Γυάλινα Γιάννενα,1989

Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών -ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Εἶναι τὰ λυπημένα Χριστούγεννα 1987
εἶναι τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναί, τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...
Ἄ! ναὶ εἶναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ὁ Διονύσιος Σολωμὸς
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ὁ Νίκος Ἐγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ὁ Μπουζιάνης
πόσα ὁ Σκλάβος
πόσα ὁ Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ὁ Σκαλκώτας
πόσα
πόσα.
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα τῶν Ποιητῶν.

Πηγή:Καταβύθιση,1990

Χριστούγεννα 1948 -ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Σημαία
ακόμη
τα δόκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
χαϊδεύουν
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδερόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου.

Πηγή: Με το πρόσωπο στον τοίχο,1952

Χριστούγεννα-ΕΛΥΑ ΒΕΡΥΚΙΟΥ

Χριστούγεννα.
Κάτω από το χιόνι, ανάμεσα στα αγκάθια του χειμώνα,
να αναζητούμε ίριδες.
Χρειάζεται η ασθένεια ή ο κατατρεγμός,
να βγάλει φύλλα πάνω στο κλαδί του εαυτού η επίγνωση.
Κι αν είναι ένα μηχάνημα η πρόφαση
για να σου σπινθηρογραφήσει την ψυχή,
η διάγνωση μοιάζει δώρο πολύτιμο, που άδολα προσφέρεται.
Ήρθε η ώρα, όπως φαίνεται, για εκείνη τη μητρική αγκαλιά, που τόσο πόθησες.
Πίδακας, που αναβλύζει στη νύχτα σου φως και τρυφερότητα.
Για να εγκαταλείψουμε της υλοφροσύνης την παγωμένη λίμνη,
πρέπει η αθωότητα να τυλιχθεί απαλά με σπάργανα,
αθόρυβα να διαλυθούν τα πταίσματα.
Κι αν είναι μ’ ένα δάκρυ για όσους πονούν,
νούφαρα γαλάζια να επιπλεύσουν μέσα στην καρδιά,
ευχαριστώ.
Ευχαριστώ που χρειάστηκε μία γέννηση ανώδυνη
και κυρίως η δική Σου συγκατάβαση
για να Σε αισθανθώ Ανατολή μου με όλα Σου τα χρώματα.

Πηγή: Ανταύγειες της Χάρης,2017

Χριστούγεννα-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ

Αντέχονται βέβαια σχεδόν όλες οι δοκιμασίες,
αυτό δα έλειπε, από τέτοιες περιπέτειες
να μη βγαίνεις ζωντανός, κι ίσως στο τέλος πάλι ολόρθος.

Όμως να, θα `ρθουνε πάλι Χριστούγεννα και φέτος
ταψιά, χαμόγελα, βιτρίνες, επισκέψεις, έλατα φορτωμένα…
(πέρσι σου αρνήθηκα ένα στολισμένο δέντρο,
αρνήθηκα τα κάλαντά σου, μπαχτσίσι σου αρνήθηκα)

Δεν υπάρχουν Χριστούγεννα. Τα παιδιά με τα τριγωνάκια
φέτος πεθαίνουν οι μάνες φουρνίζουν μπακλαβάδες
δηλητήριο παππούδες της παράδοσης χαρίζουνε στα εγγόνια
πληρωμένους δολοφόνους ως και η θάλασσα κοχλάζει –τέτοιον καιρό.

Πέρσι φαινότανε ρουτίνα, φέτο κατάληξε κραυγή
όλα εδώ πληρώνονται, κι οι αρνήσεις στα μπαχτσίσια και στα κάλαντα.

Πηγή:Αποσβέσεις,1987

Χριστούγεννα 1956-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ

Φύσαγε τρελά ο Βαρδάρης στην πλατεία
κατέβαινε απ’ τα Κρούσια στον Αϊ-Δημήτρη
σήκωνε τόνους νιφάδες προς την Κόκκινη Εκκλησιά
σχημάτιζε λόφους παγωμένο χιόνι προς την Εγνατία.

Απ’ τα κοντά μπατζάκια το κρύο έμπαινε ψηλά στο σώμα
καθώς πηγαίναμε για κάρβουνα με τον πατέρα στην Ολύμπου
η σόμπα έκαιγε ασταμάτητα, να μπουμπουνίσει έλεγε η γιαγιά
βάζαμε εφημερίδες στις χαραμάδες για να φτουρήσει η θέρμανση.

Καμία νοσταλγία για τα παλιά, για τις μασίνες και τα κάρβουνα
τις εποχές της φτώχειας, του κάρβουνου, της ξυλόσομπας.
Μόνη νοσταλγία για τα παιδικά χρόνια, τα ανεπίστρεπτα,
τότε που ο νέος αιώνας ήτανε έτη φωτός μπροστά...

Πηγή: Εγγραφές κλεισίματος ,2017

Χριστούγεννα θα είναι -ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΤΡΟΥΤΣΟΣ

Όταν κλαδί από καμένο έλατο
Τρυπηθεί με πράσινη βελόνα
Όταν οι φέτες των καλοριφέρ μοιραστούν σαν αρτοκλασία
Καθώς δεν μας αρκούν τριανταέξι βαθμοί,
Το άχραντο του πυρετού πρέπει να κάψει
Τρεις μέρες ανάγλυφο τον ήχο στο κρεβάτι
Για να σπουδάσουμε τον ιδρωμένο έρωτα
Για τα φιλιά που δε δίστασαν
Να αναγνωρίσουν το άγνωστο σάλιο
Σαν κολυμπούσε δίχως να πνίγεται στο δέρμα
Την 1η του Σεπτέμβρη
Τότε που το χαρτί εκπίπτει σε φωτοτυπία.

Θα καταλυθεί το φθινόπωρο
Ξηλώνοντας τις λιόφωτες αχτίδες
Γνέφοντάς τες σε άχυρο περισσευούμενο
Για φωτεινή στρωμνή σε φάτνες των αστέγων
Ενώ, ο θάνατος θα λαχανιάζει στους αυτόχειρες
Σα σύρουν τα κομμάτια τους μοιράζοντάς τα:
-Πάρε το στήθος μου να το γευθείς
-Πάρε τα μάτια με τη μάσκαρα που δάκρυσε
Να δεις πως τσούζει ο πόνος στο ωραίο.

Πάρε σφυγμό του απωθημένου
Σα σκίζεται στ’ αγκάθια του λειασμένου τοίχου
Όπου τον στόλιζε ο Δρύας
Και δίπλα του αχρείαστη μεταφραζόταν μιαν εξήγηση.
Οι μοναξιές θα συνομιλήσουν
Να βγάλουν τον σκασμό κουβέντες
Εκείνα τα Χριστούγεννα.
Και θα γνωρίσουμε ψιθυριστά
Πως τρέφονται απ’ το σκοτάδι δέντρα
Το μάρμαρο στο δάπεδο πως ξεδιψά
Στον ιδρωμένο χρόνο όπου διαλύεται
Το απαρέμφατο μιας μπάλας όταν σπάζει.

Να συλήσεις
Απ’ το κατόπιν το ερεβώδες πριν
Και γίνε το υγράλατο παρόν όπως
Ακούς χορδή που τρέμει στην Παβάνα του Φωρέ.
Τότε τ’ απωθημένο θα σκίζεται
Ναι, στα αγκάθια του ρόδου που δεν βλάστησε
Και δεν υπηρετείται όποιος τη μηχανή θα διακονεί
Αλλά εκείνος που με τα ράκη του καμένο έλατο τυλίγει.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Χριστούγεννα- ΔΗΜΗΤΡΑ Χ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Ο πατέρας μου χτυπάει τα χέρια στον αέρα:
Ένα κακό πουλί τον τυραννά.
Η μητέρα μου τυλίγεται με στάχτη:
Θέλει να μην την γνωρίσουν οι Άλλες,
Αυτές με τα κουρέλια στα μάτια.
Η αδελφή μου έχει τόσο ψηλώσει,
Που δεν την χωράει το δέρμα της.
Σφίγγει τα σωθικά της επάνω της.
Ο αδελφός μου κρύβει τη γυναίκα του
Μέσα σ’ ένα βρεγμένο σεντόνι.
«Σουτ!», γνέφει με το δάχτυλο, «σουτ!
Θα ξυπνήσετε το μωρό-εαυτό της.»
Ο άντρας μου φυτεύει καγχάζοντας
Τα μανιτάρια στο κρασί.
Θανάσιμος οικοδεσπότης.
Ο γιος μου χτυπάει το πόδι στο πάτωμα.
«Έξω», φωνάζει, «έξω όλοι!
Θ’ ανάψω τις οχτάχρονες φράουλες!»
Μια εδώ, μια εκεί περιφέρομαι
Σερβίροντας κακοψημένους στίχους.
Όλοι αποστρέφουν το πρόσωπο.

Στρέφω κρυφά ένα βλέμμα γάτας στο παράθυρο
Κι αρχίζει η βροχή που φαντάζομαι.
Τίποτε άλλο, μόνο αυτήν ακούω
Που με πλένει από την αρχή τού κόσμου.

Πηγή: Λιμός ,2007

Ιστοριούλα για Χριστούγεννα - ΔΗΜΗΤΡΑ Χ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Ας χαρούμε που το ακούμε: Είναι φως!
Σέρνει στο χώμα το βαρύ παλτό του.
Αδυνάτισε. Είναι πολύ κουρασμένο.
Μπορεί και να μη φτάσει ως τις μέρες μας.

Ναι βέβαια, δε βοηθούν οι ψευδαισθήσεις.
Μόνο μελαγχολία φέρνει πια το Ευαγγέλιο.
Αλλά αν παραπατάει ένα φανάρι εκεί κάτω
και δε χαρούμε που το ακούσαμε και πέσει;

Πηγή:https://www.stixoi.info

Το αστέρι των Χριστουγέννων-ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

Το αστέρι των Χριστουγέννων
λάμπει απόψε
και γω τραγουδώ με την κιθάρα μου
και ελπίζω, ελπίζω πως ο ήλιος
θα λάμπει αύριο πάλι
και τραγουδώ για την ειρήνη

Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος
αλλά για μένα
το αστέρι των Χριστουγέννων
λάμπει απόψε.
Περπατώ στους δρόμους της πόλης
και τραγουδώ για την ειρήνη
όλου του κόσμου.
Ένας ήλιος ανέτειλε απόψε.

Πηγή: Επιλογές ,1986

Χριστουγεννιάτικο-ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

Θα ’ναι η οριστική ρήξη
ένα μειδίαμα στο πρόσωπο
ράγισμα στο γυαλί∙
ένας απρόσκλητος επισκέπτης
ανήμερα τα Χριστούγεννα
μες στις μέρες των γιορτών
να γνέφει με το χέρι του
πως όλα εδώ τελειώσανε
πως πρέπει να ψάξουμε
γι’ άλλη γη
γι’ άλλα μέρη...
να μείνουμε εκεί
να μεγαλώσουμε
και ίσως κάποτε
αγαπηθούμε ξανά.

Πηγή: Δελτίο καιρού, 2010

Δεκαετία '50 -ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ

Εκείνα τα χρόνια η φτώχεια περίσσευε
Τη μαζεύαμε, λοιπόν, σε πιάτα
Και τη μοιράζαμε στους γείτονες
Η κυρα-Λένη τρία σαλιγκάρια στο πιάτο, για μας
Κι εμείς σκέτες πικραλήθρες για την κυρα-Αρετή
Κι αυτή, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο
Στολισμένο με βόλους, τυλιγμένους με χρυσόχαρτα
Για να το βλέπει όλος ο κόσμος – το `κανε χωρίς έπαρση
Τα θερινά απογεύματα, οι γριούλες έγνεθαν ποκάρια απ’ το
Γειτονικό εργοστάσιο του Τζήμα και οι νεότερες έπλεκαν
Πολύχρωμες, μ’ αυτά, φανέλες, για όλα τα παιδιά της γειτονιάς
Ένα βράδυ πέρασε απ’ τη γειτονιά μας ο Χριστός
Ζήτησε ένα ποτήρι νερό και του το `φεραν με προθυμία
Εκείνος ευλόγησε και χάθηκε στο δειλινό
Από τότε η φτώχεια μας έσπασε σε άπειρα κομμάτια
Μέχρι που χάθηκε εντελώς ή τη συνηθίσαμε.

Πηγή:Ποιήματα,Ενδυμίων,2018

Ο άσπρος λαγός- ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

Χριστούγεννα.
Παραμονή.
Κισσός-Άγιος Δημήτριος με τα πόδια.
Ομίχλη πηχτό σύννεφο στο δάσος
δέντρα νύμφες με κλαδιά ψαλίδια
κουνιούνται ρυθμικά
ακούγεται μόνο
ο ήχος των φύλλων που σέρνονται στο χώμα.
Το πρόσωπό σου όμορφο, οικείο.
Ξάφνου ένας λαγός πετάγεται μπροστά μας.
Σχεδόν κλαίμε από συγκίνηση.
Ίσως το βράδυ κοιμηθώ μαζί σου,
ίσως όχι.
Ίσως αύριο με εγκαταλείψεις.
Όμως ο λαγός-στιγμή
ασπρόμαυρη φωτογραφία
θα διασχίζει για πάντα το σκοτάδι
σ’ ένα δάσος
Χριστούγεννα παραμονή
στο Πήλιο.

Πηγή:http://chloekoutsoumpeli.blogspot.com

Η μεγάλη σιωπή -ΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ

Χριστούγεννα
κι είχαν τ’ ασκέρια των εχθρών αμοληθεί
στης Σάντας τα λημέρια, νύχτα βαθιά, μεσούρανη.

Και θορυβώδη νήπια, γελώντας είτε και κλαίγοντας,
στο στήθος των μανάδων, όταν και μοναχά μια ανάσα
προδοτική. Κι οι καπετάνιοι να μην έχουν
άλλη εκλογή, να σφαγιαστούν ή να τα σφάξουν.

Έτσι ακολούθησε η μεγάλη σιωπή.
Τρομαγμένα τα μάτια των μανάδων να κοιτάζουν
χαμένα στο κενό.

Κι ήρθε και στρώθηκε μες στα φαράγγια τ’ άγρια
η Άγια Τράπεζα στ’ άδυτο της ψυχής. Σώμα και αίμα.

Ώσπου πήρε και χάραξε στα στήθη και τα μάτια
τα ορφανεμένα. Και κάπου λάμψαν και σβήσανε
τ’ άστρα της ερημίας.

Σιωπή από δάκρυα και πένθος.

Και το βλέμμα από ψηλά
να εποπτεύει την αιματοβαμμένη σωτηρία.
Και μες στα φυλλώματα λες σάλεμα φτερού
οι άδολες ψυχές που πήγαιναν τ’ αψήλου.

Πηγή: Μαύρες ακτές,1994

Θάνατος την ημέρα των Χριστουγέννων -ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ

Θα `ναι ψέματα αν πω ότι προσπάθησα, συλλογίστηκε ο καταραμένος.
Ένα ψέμα όμως – τι είναι ακόμα το ψέμα. Η αλήθεια είναι
ότι η αλλαξιά του εαυτού μου ήταν απότομη και Πα- ρο- δι- κή.
Όταν σκέφτομαι είμαι ευτυχισμένος. Και αυτό το πέτυχα.
Έχετε περπατήσει ποτέ σε πάρκο ξημέρωμα Χριστούγεννα;
Δεν έχετε περπατήσει ποτέ σε πάρκο τα Χριστούγεννα.
Η μόνη ευχάριστη διαπίστωση: Όλα είναι κλειστά.
Εννοώ κλειστά. Και μένα που μ’ αρέσουν οι υποκλίσεις και τα τερτίπια,
χαμογελώ στον εαυτό μου στην πόρτα μιας κρυστάλλινης βιτρίνας κρεοπωλείου.
Γιατί τα έχουν στο αίμα τους την πρωτοτυπία, και ο κόσμος είναι χαρούμενος τις παραμονές...
Εμένα μ’ αρέσει να προσκυνώ. Δε τα βάζω με κανένα. Αγαπώ τους τυράννους
και θέλω να γεννώ παιδιά στις χαρές των γιορτάδων. Όμως η μουσική – με τραυμάτισε σαν την ομίχλη.
Δεν αντέχω άλλες συγνώμες κατά του ειδώλου – κατά της συγγνώμης.
Στήθηκα στην απάθεια παθαίνοντας. Χωρίς σκόνη. Πέρασα μέσα απ’ το βουνό με αισθήσεις. (Συγχωρέστε).

Πηγή: Ποίηση ’67-’72» Αθήνα, 1972

Χριστούγεννα-ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΟΑ 

Ένας Θεός γεννιέται. Άλλοι πεθαίνουν. Η Αλήθεια
ούτε ήρθε ούτε υπήρξε. Το τι είναι πλάνη αλλάζει.
Άλλη αιωνιότητα αυτή, άλλη συνήθεια,
κι ό,τι ήταν πριν πάντα καλύτερο φαντάζει.

Η επιστήμη οργώνει στα τυφλά το χώμα να ξεμπλέξει.
Ονείρου παραλήρημα της πίστης τα ιδεώδη.
Νέος Θεός σημαίνει απλά μια νέα λέξη.
Μην ερευνάς και μην πιστεύεις. Τα πάντα είναι γριφώδη.

Μετάφραση: Αλέξιος Μάινας
Πηγή: https://www.stixoi.info

Φτάνουν Χριστούγεννα -ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

Φτάνουν Χριστούγεννα λοιπόν! Παραμονή
κι εμείς σαν όλους ετοιμάσαμε γιορτή.
Μα δεν είν’ άνετα σαν φάτνη εδώ μέσα:
Μπαίνει το κρύο από παντού, δεν έχει μπέσα.
Χριστούλη, κόπιασε, γεννήσου αν θες, μα κοίτα:
Σου στρώσαμε, δεν έχει τζάκι όμως και πίττα.
Τρέμουμε κι όλοι αγκαλιαζόμαστε σφιχτά
σαν τους πρωτόγονους σε σκοτεινή σπηλιά.
Το χιόνι πέφτει στο κορμί μας, το παγώνει.
το χιόνι εισβάλει στην καλύβα και σαρώνει.
Κόπιασε, χιόνι, μπες, θα βρεις φίλους εδώ:
Κι εμάς μας έδιωξαν από τον ουρανό.
Κρασί ζεσταίνουμε, παλιό και δυνατό.
κάνει καλό με τέτοιον άγριο καιρό.
Ζεστό κρασί, ξύλα στην πόρτα καρφωμένα.
Έξω, ουρλιάζουνε αγρίμια θυμωμένα.
Κοπιάστε, αγρίμια, να κρυφτείτε απ’ το χιονιά:
Ούτε τ’ αγρίμια έχουνε ζεστή φωλιά.
Θα ρίξουμε τα πανωφόρια στη φωτιά,
να γίνει η φλόγα της για λίγο πυρκαγιά,
να ζεσταθούμε ενώ θα καίγεται η στέγη,
να ζούμε όταν το σκοτάδι πια θα φεύγει.
Κόπιασε, άνεμε -εκεί έξω πως αντέχεις;
Κι εσύ κουράστηκες, κι εσύ σπίτι δεν έχεις.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Η γέννηση του Χριστού- ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ

Aν την απλότητα δεν είχες, πώς σ’εσένα
θα συνέβαινε ό,τι τώρα φωτίζει την νύχτα ;
Ο Θεός δες , που πάνω από νεφέλες οργιζόταν
μαλακώνει κι έρχεται , μέσα σου , στον κόσμο .
Τον φαντάστηκες τάχα πιο μεγάλον ;
Μέγεθος τί είναι; Δύναμη μέσα απ’ όλα τα μέτρα ,
που ξεπερνώντας τα ,την ίδια της ακολουθεί κλήρα .
Δρόμο παρόμοιο δεν έχει ουδέ κι αστέρι
Βλέπεις ; οι βασιλιάδες τούτοι είναι μεγάλοι
και σου φέρνουνε προς τα γόνατά σου
θησαυρούς που μεγίστους τους θεωρούσαν
κι εσύ εκπλήσσεσαι , ίσως μπρος σε σωρόν τέτοιον
μα μια ματιά , μες στου μανδύα σου τις πτυχώσεις
ρίξε όπου Εκείνος , τα ξεπέρασε όλα κιόλας
το κεχριμπάρι που μακριά το ταξιδεύουν
κάθε χρυσαφικό και κάθε μύρο
που φευγαλέα την αίσθησην υγραίνει
γρήγορη συντομία , τά’πλασεν όλα τούτα
και στο τέλος , κανείς το μετανοιώνει
Αλλά (θα δεις): Αυτός , νοιώθει ευφροσύνη

Μετάφραση: Άρης Δικταίος
Πηγή: https://www.womantoc.gr

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Ρήγισσα Πρωτοχρονιά-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Αγάπες πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί,
τώρα και χτες, πληγές χαρές, ω ριζικά του κόσμου,
κ’ εσείς που κάπου ζήσατε, και λιώνετε νεκροί,
κ’ εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα εμπρός μου,

πατρίδα μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι, νιάτα,
κ’ εσείς ονείρατα άστρεχτα, κ’ η ελπίδα εσύ, και ο τρόμος
κ’ η ορμή, κ’ εσείς που απάντησα και σύντυχα στη στράτα,
ή καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος,

καρποί που μαραγκιάσατε κ’ εσείς βλαστοί δροσάτοι,
φαντάσματα και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή.
Της ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το παλάτι,
διάπλατα σας ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί.

Ρήγας κ’ εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω
το θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει.
-Ξένοι, δικοί μου, φίλοι μου και οχτροί μου, σας χαρίζω
τη λυρική μου σκέψη!

Πηγή:Κωστής Παλαμάς, Άπαντα – Η πολιτεία και η μοναξιά, εκδόσεις Γκοβόστης

Ο χαρτοπαίκτης της Πρωτοχρονιάς-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

Πρωτοχρονιὰ καὶ πάλι... ἀρχίζουν τὰ χαρτιά!...
ἂς ξαναδοκιμάσω τῆς τύχης τὰ γραμμένα,
ἂς πάω νὰ σκοτώσω στὸν Ἄσσο τὴ νυχτιά,
μήπως τὰ φέρ’ ἡ τύχη καὶ βγάλω τὰ χαμένα.

Πέρσυ θαρρῶ στὸ Ρήγα μοῦ φύγαν πεντακόσα,
προπέρσυ στὸ δεκάρι ἀκόμη ἑκατό,
ἀντιπροπέρσυ πάλι στὸ Φάντε ἄλλα τόσα,
καὶ κάθε νέο χρόνο πεντάρα δὲν κρατῶ.

Μὰ τώρα θὲ κερδίσω... γι’ αὐτὸ δὲν ἀμφιβάλλω,
μ’ ἐκείνη τὴ φαγοῦρα ποὺ νιώθω μὲς στὸ χέρι
πιστεύω τὰ χαμένα τριπλᾶ πὼς θὰ τὰ βγάλω...
Ἅη Βασίλη, βόηθα ἑνὸς πτωχοῦ κεμέρι.

Πηγαίνω σὲ μιὰ λέσχη, ποὺ παίζουνε χαρτιά,
ἕνας Συνταγματάρχης τὰ κόβει στὰ γεμᾶτα,
ὅλοι μὲ χαρετοῦνε μὲ μιὰ λοξὴ ματιὰ
κι’ εὐθὺς γιὰ μὲ προστάζουν νὰ ἔλθῃ τσοκολάτα.

Βάζω κι’ ἐγὼ στὸν Ἄσσο καὶ ροδοκοκκινίζω,
στὴ χαρτοσιὰ τὴν τρίτη ὁ Ἄσσος βγαίνει σότος,
πάρολι τὸν πηγαίνω καὶ τὸν ξανακερδίζω,
τοῦ τὸν πηγαίνω σέτε κι’ ὁ Ἄσσος πάλι πρῶτος.

Καλὰ ἐγὼ τὸ εἶπα πὼς θὰ κερδίσω φέτος,
καὶ τι καλὰ ποὺ εἶναι κανένας νὰ κερδίζῃ,
νὰ κάθεται ἀπάνω στὸν καναπὲ ἀνέτως,
νὰ πίνῃ τσοκολάτα καὶ ποῦρο νὰ καπνίζῃ!

Κερδίζω χίλια φράγκα καὶ ὅλοι μὲ συγχαίρουν,
μὰ κι’ ὁ Συνταγματάρχης μὲ βλέπει καὶ γελᾷ,
καὶ ἄλλη τσοκολάτα προστάζει νὰ μοῦ φέρουν...
Τι χρόνος εἶναι τοῦτος! τι κέρδη! τι καλά!

Ἡ ὥρα εἶναι δύο... θὰ παίζ’ ὡς ποὺ νὰ φέξῃ!
Τι μπονομάδες σ’ ὅλους τοὺς φίλους θὰ μοιράσω!
ἀλλ’ ὅμως παρ’ ἐλπιδα σὲ χαρτοσιαῖς πέντ’ ἕξη
ὁ κὺρ Συνταγματάρχης μοῦ ἔκοψε τὸν Ἄσσο.

Ἡ ὥρα τρεῖς... μοῦ φεύγουν φράγκα χρυσᾶ διακόσα!
τρεῖς ἥμισυ... μοῦ πέρνει ἑξῆντα κολονᾶτα!
Τέσσαρες... σαβουρόνει ἀκόμη ἄλλα τόσα,
κι’ ἀμέσως ἄλλη μία μοῦ φέρνουν τσοκολάτα.

Ἡ ὄψις μου ἀλλάζει, σηκόνομαι, θυμόνω,
ξεσχίζω πέντε Ἄσσους καὶ τοὺς τσαλαπατῶ,
καὶ ὁ Συνταγματάρχης μὲ κάνει καὶ πληρόνω
τὴν κάθε τσοκολάτα πρὸς φράγκα ἑκατό.

Πᾶνε τὰ κέρδη ὅλα, πᾶνε καὶ τὰ δικά μου,
κι’ ἐσκόπευα νὰ βγάλω μ’ αὐτὰ ἐφημερίδα...
μὰ τώρα; πᾷν στὸ βρόντο τὰ τόσα σχέδιά μου,
καὶ μένω μὲ τοῦ κέρδους μονάχα τὴν ἐλπίδα.

Τύχη καμμιὰ γιὰ μένα θαρρῶ πὼς δὲν ὑπάρχει
οὔτε εἰς τὴν πασσέτα, οὔτε στὸν Λανσχενέ...
Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ παίξω μὲ τὸν Συνταγματάρχη;
δὲν πήγαινα νὰ παίξω εἰς ἕναν καφενέ;

Ἡ μέρα ξημερόνει, παράταις καὶ κανόνια,
καὶ κοῦρκοι μὲς στοὺς φούρνους μυρίζουν καὶ καπόνια.
Καὶ νά! ὁ νέος χρόνος πρωὶ πρωὶ μὲ βλέπει
τὸν Ἄσσο νὰ δαγκάνω χωρὶς λεπτὸ στὴν τσέπη.

Πηγή: https://www.stixoi.info

Πρωτοχρονιά -ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

Καινούργιος χρόνος!... τι χαρά!... τι εὐτυχία πάλι!
ὅλοι βαστοῦνε κἄτι τὶ καὶ εἰς τὰ δυο των χέρια,
ὅλοι χαρούμενοι κτυποῦν στὸν τοῖχο τὸ κεφάλι
καὶ βλέπουν τοὺς λογαριασμοὺς καὶ τὰ παλῃὰ τεφτέρια.

Βλέπω κι’ ὁ δύστυχος ἐγὼ σ’ ἕνα μικρὸ τεφτέρι,
κανεὶς σ’ ἐμένα δὲν χρωστᾷ, σ’ ἄλλους ἐγὼ χρωστῶ,
βλέπω δυὸ ἐπιτύμβια εἰς ἕνα καροτσέρη
καὶ δώδεκα ἑξάστιχα στὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Ἀνοίγω ἄλλο δεύτερο καὶ βλέπω παρ’ ἐλπίδα
εἰς πράξεις δεκατέσσαρας ἕνα φρικτὸ μου δρᾶμα,
σὲ μιὰ κουτσὴ γειτόνισσα θερμὴ ἀκροστιχίδα,
κι’ ἕνα πρὸ χρόνων ἔμμετρον ἐρωτικόν μου γράμμα.

Ἀνοίγω τρίτο, καὶ ἰδοὺ ἐμπρός μου ἐλεγεῖον
σ’ ἕνα πτωχὸν ἀπόμαχον κι’ ἀρχαῖον θυρωρόν,
κεραυνοβόλος σάτυρα εἰς ἕνα Ὑπουργεῖον
καὶ θούριον στοὺς Κρητικοὺς μακρὺ καὶ φλογερόν.

Ἀνοίγω τὰ ντουλάπια μου γιὰ νὰ τὰ καθαρίσω,
νὰ δῶ τι ἐπερίσσεψε ἀπὸ τὸν ἄλλον χρόνον,
ἀλλὰ τὰ βλέπω ἀδειανὰ καὶ μόνο πίσω πίσω
βρίσκω σὲ κίτρινο χαρτὶ κόνιν ἐντομοκτόνον.

Ἀνοίγω καὶ τὴν κάσσα μου νὰ δῶ τι ἀπομένει,
καὶ γιὰ νὰ δῶ καλλίτερα καὶ τὰ γυαλιὰ φορῶ,
καὶ βρίσκω μιὰ τοῦ Ὄθωνος δεκάρα σκουριασμένη
καὶ δυὸ ἀπολυτήρια ἀπ’ τὸν παλῃὸ καιρό.

Σφαλῶ καὶ τὰ ντουλάπια μου, σφαλῶ καὶ τὰ τεφτέρια,
φιλῶ καὶ τὴν φαμίλια μου μ’ ἀγάπη καὶ λατρεία
καὶ ψάλλω μ’ ἦχον πλάγιον σταυρώνοντας τὰ χέρια,
«Ἅη Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία».

Πηγή:https://www.stixoi.info

Πρωτοχρονιάτικο-ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

Ούτε που περίμενα
μια τέτοια έκβαση
να λάβει χώρα σε ένα μικρό δωμάτιο
κεκλεισμένων των θυρών
χωρίς πολλούς μάρτυρες
σχεδόν μεταξύ μας
να τελειώνει όπως-όπως η ιστορία
και να αποδοθεί η ημετέρα δικαιοσύνη
στο μέτρο του δυνατού
πριν βγουν τα μεσάνυχτα οι λύκοι στην πόλη
και παραμονεύουν
Παραμονή Πρωτοχρονιάς
να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα.

Πηγή: Άστεγη αγάπη ,2016

Ρεβεγιόν-ΧΑΡΑ ΡΙΖΟΥ

Φτιασιδωμένη η νύχτα
Γεννά τον νέο χρόνο
Στα βάζα γέλιο και κάλαντα

Κυκλικό καρέ
Χαμογελούν οι αγκαλιές
Αστραπές τρομάζουν το φεγγάρι
Τα παιδιά ανταλλάσσουν νιφάδες χιονιού
Στα γέλια τους τυλίγουν εμπειρίες

Η γιαγιά αξεπέραστα βάσανα ψήνει στο τζάκι
Τα ξαδέρφια μετρούν …απουσίες
Σκοτάδι! Στάξιμο κεριών
Λιωμένο παρόν

Τρίζουν οι καμένες πορτοκαλόφλουδες
Πεταλούδες καπνού δραπετεύουν από τις χαραμάδες
Τραπουλόχαρτα ζωγραφίζουν το μέλλον
Βεγγαλικές στιγμές χορεύουν

Το έλατο, χιονισμένος κουραμπιές
Ο θείος σερβίρει κρύα πιάτα με αχνιστές αναμνήσεις
Η μητέρα πασπαλίζει τα μελομακάρονα με όνειρα

Κρότος σαμπάνιας και …απόδραση

Πηγή: Προσωπικό αρχείο της ποιήτριας

Για το στολισμένο καράβι της Πρωτοχρονιάς-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΜΠΡΕΛΛΗΣ

Γυρεύουμε ν’ αντέξουμε
Την παγωνιά στο θέατρο
Το θέατρο της παγωνιάς

Ίσως ο χρόνος μας να είναι πλαστός
Ίσως να είναι κλειστός ο κήπος

Όσοι μας βλέπουνε
γυρίζουν σπίτι τους
Το φόβο σβήνουνε
αργά προφέροντας
το όνομά τους

— Γιώργος
— Μαρία
— Ελευσίς

Κι όμως
Κι όμως
Κανείς
Κανείς δεν τους θυμάται.

Πηγή: Η αριθμητική της Περσεφόνης, 1996

Πρωτοχρονιά-ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΙΩΤΗ

Ανανεώνεται ο χρόνος
με κείνη την πάγια τακτική
που τον διακρίνει.
Και η σιωπή – αυτή που μου ’μαθες να υπομένω –
απλώνεται στο διάβα του.
Φιλική την ονόμασα κάποτε
Τώρα τη λέω θάνατο!
Αργά, αναίμακτα
μα οδυνηρά απομυζεί την ύπαρξή μας.
Ανανεώνεται ο χρόνος
κι εκείνη η κραυγή επιμένει
να χάνεται
στα ενδότερα του καθρέφτη.
Μονάχα η προσμονή παραμένει πιστή.
Της αξίζει λίγο περισσότερο φως.

Από τη συλλογή Ηδύλη-ακά τοπία; -2008

Πρωτοχρονιά-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Άλλο ένα κιτρινισμένο φύλλο σκόρπισε στο άπειρο,
Άλλη μια θαμπή σκιά πέρασε αθόρυβα στο σκοτεινό ημισφαίριο,
Άλλη μια τούφα βαμβάκι στο κεφάλι,
Άλλη μια χούφτα άλατα στις αρτηρίες, στις αρθρώσεις...

Αποβραδίς η τηλεόραση βομβάρδισε τ’ αυτιά μας
με λογής-λογής σεισμούς, λιμούς, πολέμους, καταποντισμούς
Και το πρωί η εφημερίδα μάς πυροβόλησε κατάστηθα
Με φόνους, βιασμούς, ληστείες, εκατόμβες της ασφάλτου.

Στο αδειανό καινούριο μου τετράδιο
Κάνω τον απολογισμό του κόσμου:
Φοβερά τα ελλείμματα, απώλειες τρομερές∙
Απώλειες σε ψυχές, σ’ αισθήματα, σε ομορφιά.

Φυλλομετρώ το ημερολόγιο να μετρήσω τα επιτεύγματά μου:
Ακόμα βρίσκομαι στο «παραλίγο»
Κι η κούραση σωρεύεται, οι ευθύνες βαραίνουν, οι τύψεις κοχλάζουν...

Κι όμως
Σήμερα είμαι χαρούμενος,
Πολύ χαρούμενος,
Ευτυχισμένος.
Στο γιορταστικό τραπέζι
Τα μάτια των παιδιών
Κεριά αναμμένα
Φέγγουν τα μελλοντικά μου σχέδια,
Σχέδια ολοκληρωμένα δίχως «παραλίγο».
Το χαμόγελο της καλής μου
Ζεσταίνει τα παγωμένα μάτια μου,
Η θύμησή μου γεμίζει από τη γεύση μιας άλλης ομορφιάς.
Δεν έχει απόψε θέση για τις τύψεις και τους προβληματισμούς.

Αγαπημένοι μου,
Απόψε φορτίσατε την ψυχή μου με το πιο υψηλό ρεύμα της γης,
Κόψτε την καρδιά μου βασιλόπιτα
Τα μάτια μου φανάρια της ελπίδας
Που φωτίζουν τους δρόμους όλης της οικουμένης.
Και μοιράστε τη σ’ όσους πεινούν από αγάπη∙
Θαρρώ πως πάλι απόψε θα συντελεστεί το θαύμα:
Με μια καρδιά αγάπη να χορτάσουν «πεντακισχίλιοι»,
Πεντάκις μύριοι, μυριάδες πεντάκις μύριοι...

Ας πέσει το φλουρί σ’ εμένα, καλή μου,
Το κέντρο της καρδιάς, το πιο ιερό κομμάτι.
Να το φυλάξεις στης ψυχής το εικόνισμα μπροστά
Μέχρι την τελευταία δόση.

Στα δυο αγγελούδια ας πέσουν οι φτερούγες,
Οι δυνατές φτερούγες της αγάπης μου,
Για ν’ ανεβούν ψηλά-πολύ ψηλά,
Κει που τους θέλει η πατρική μου περηφάνια...

Πρωτοχρονιά απόψε,
Στις Πρωτοχρονιές πρωτοχρονιά!
Κλείνω την πόρτα στις φοβέρες και τις τύψεις.
Οι φλόγες που χοροπηδούν στο τζάκι
Έκαψαν και την τελευταία αμφιταλάντευση.

Αδειάζω το πολύτιμο σεντούκι μου σ’ ένα σακούλι
Και βγαίνω Αϊ-Βασίλης
Να μοιράσω την κατάκοπη
Μοναχική γριούλα γη μας
Ό,τι της λείπει πιο πολύ:
Την ελπίδα, τη στοργή, την Ειρήνη...

Πηγή: Αιθίοπες έσχατοι ανδρών, 1985 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο γάτος μου λέει-ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΜΑΣ

Φέτος, κλείνεις τα εξήντα, κι’ εγώ τα δεκαέξι.
Τετράποδοι κι’ οι δυο μας,
τα μπροστινά δικά σου: πατερίτσες.
Για δεύτερη χρονιά,
το σκοινί για απλωμα ρούχων στο μπαλκόνι
θα είναι ο πιο προσιτός σου ορίζοντας,
τα μανταλάκια να συγκρατούν τις ονειροπολήσεις.
Φέτος πάλι,
θα έχεις πολλές ιδέες για ποιήματα:
ποιήματα για κουφούς, ποιήματα για τυφλούς,
ποίηματα για απαίδευτους, ποιήματα για ποίηση...
Επιτέλους πιστός στο εδώ και τώρα,
θα διακόψεις μια ολόκληρη ζωή νηστείας,
κάνοντας νοερά ωτοστόπ για να πας στη ζωή
που ποτέ δεν τίμησες με το να ζεις.
Όσο για μένα,
θα συνεχίσω να χτίζω τον παραδεισό μου chez toi,
ευγνώμων για την νόστιμη κουζίνα σου, την αμμοχάλικη τουαλέτα μου,
που μου επιτρέπεις να παίρνω έναν υπνάκο στην αγαπημένη μου μπερζέρα.
Θα σέβομαι τις ασυνάρτητες μεταπτώσεις σου.
Με νιάου-νιάου θα ζωντανεύω λίγο τα πράγματα.
Και το γουργουρητό μου θα σε νανουρίζει,
αντί του Λεξοτανίλ.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Η πρωτοχρονιά του αρχηγού -ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ

Σκόρπισες τόσες κούκλες τόσα παιχνίδια
Εσύ
Ο άνθρωπος του μαστιγίου.
Εσύ που ξέρεις πώς ο δρόμος σου
και ο δρόμος μας
είναι πνιγμένος στα καρφιά και στα ζιζάνια.
Εδώ,
σ’ αυτό το δρόμο
εσύ σκόρπισες κούκλες και παιχνίδια κι Άι – Βασίληδες

Νιώθω πού δεν φύλαξες ένα παιχνιδάκι
έναν Άι Βασίλη για λόγου σου.
Νιώθω
πώς βάρεσες ακόμα πιο οδυνηρά το κορμί σου
γιατί στον ανήλεο και αδέκαστο δρόμο
δέχτηκες την καθυστέρηση μιας αργίας.

Σκόρπισες τις κούκλες και τούς Άι – Βασίληδες.
άδειασες τα χέρια
και σκέπασες το ματωμένο σου πρόσωπο.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Θεός-ΡΗΣΟΣ ΧΑΡΙΣΗΣ

Την ώρα που άνθρωποι σκύβουν
στην ειδωλολατρία λέξεων ελκυστικών
παίζει μπιρίμπα με τ’ αστέρια,
μπαρμπούτι με νεράιδες παραμυθιών,
ράγκμπι, Πρωτοχρονιά, με τους θεούς του Ολύμπου.

Παντοκράτορας κι αναρχικός,
μεσολαβητής στη θεία κοινωνία των σωμάτων,
πάντα με δυο καρπούζια στη μασχάλη.
Ταξιθέτης, γαιοκτήμονας, φοροεισπράκτορας
μετρά διαφυγόντα κέρδη της συνείδησης.

Κυματοθραύστης στων αιώνων τις πλεξούδες,
νυχτοφύλακας σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Μετανάστης πρώτης γενιάς,
δεύτερης αγκαλιάς,
τρίτης ισημερίας.
Στις συνιστώσες κοσμοκρατορίες
ξαπλώνει πάντα με αρβύλες.

Πηγή:https://www.stixoi.info

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.

Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας
πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες

μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες

όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ’ εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.

Πηγή: Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, Εκδόσεις Ίκαρος,2007

Ντου μπι ντου μπι ντου...-ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

Κατά την πρωινή επίσκεψη
άγνωστοι κύριοι
με μακροχρόνιες σπουδές στην τρομερή
οφθαλμαπάτη της ζωής
κι άνθη βανίλιας ανάμεσα στα δόντια τους
μιλούσαν χαμηλόφωνα
για την τύχη που θα είχαν
οι ανομολόγητες αμαρτίες
τώρα που η σκάλα γινόταν επικίνδυνη
και η Αποκαθήλωση δε σήκωνε αναβολή.

Οι άλλοι μετά θα προσπαθούσαν
ν’ αποσιωπήσουν το συμβάν
και φυσικά μιλώ
για κείνη την Πρωτοχρονιά
που έγειρες απαλά για μια στιγμή στο πλάι
κι ανεξιχνίαστο έμεινε έκτοτε το αίνιγμα.

Πώς δηλαδή
ενώ ήξερες τόσο καλά ν’ ανακατεύεις χρώματα
επέλεξες το συμπαγές λευκό
κι όπως απότομα διακόπτεται η ταινία
και λες
τώρα θα πέσουν γράμματα
τώρα θ’ ακούσω μουσική
όμως ο ήρωας tableau vivant
θαρρείς και αφαιρείται
ή δεν μπορεί να θυμηθεί τα λόγια του.

Γιατί αλήθεια δεν είναι εύκολη υπόθεση
εκεί που προχωράς κι εσύ μαζί
μ’ άλλους σακατεμένους
ξάφνου στο βάθος ν’ αστράφτουν προβολείς
ο κύριος με το επίσημο κοστούμι
ν’ αφήνει το μικρόφωνο
να ’ρχεται κατά πάνω σου
το χέρι να σου απλώνει φιλικά
– με λένε Φράνκι να σου λέει
το «Strangers in the night»
έμαθα σας αρέσει.

Πηγή: Όροφος μείον ένα ,2008 

Πρωτοχρονιάτικο-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

Βράδυ της Πρωτοχρονιάς.
Έξω κρύο και χιονιάς
και βοριάς σφυρίζει.
Στο τραπέζι το στρωτό,
τ' αναμμένο θυμιατό
ευωδιές σκορπίζει.
Μ΄αγωνία τα παιδιά
κι ανυπόμονη καρδιά,
κάποιον καρτερούμε.
Ασπρομάλλη, γελαστό,
μ' ένα σάκο γεμιστό,
που θα μοιραστούμε.
Το ρολόι μας γυρνά
κι ο βοριάς λυσσομανά.
Τι κακοκαιρία!
Θε μου, κάνε να βιαστεί
μην τυχόν κι αποκλειστεί
μες την Καισαρεία.

Πηγή:http://markos-arthra.blogspot.com

Πρωτοχρονιά των ξένων-ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

Τη φετινή Πρωτοχρονιά, για δώρο
θέλω να μου πεις ένα ωραίο παραμύθι,
από τα παιδικά σου χρόνια, σε κάποιο
χωριό της νότιας Ιταλίας. Ως μικρότερη
από τις πέντε αδερφές της μητέρας σου.
Χωρίς πατέρα και παππού, μ΄έναν λιμοκοντόρο
θείο. Η γιαγιά, οι καλόγιες, στίξη
κι αντίστιξη των παιδικών σου χρόνων.
Ένα χρόνο προτού σε συναντήσω,
αντίκρισα την Αδριατική κατάματα,
τη νύχτα διασχίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη
με το τρένο. "Χαίρε Απουλία" φώναξα,
"και θάλασσα δική μας"... Κάθε ελαιόδεντρο
κι ένας κήρυκας που έστελνε η πατρίδα μου
να με προϋπαντήσει. Κι η ποίηση απέκτησε
για μια στιγμή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο,
μικρής παιδίσκης που έπαιζε στο χώμα
με τους σβόλους. Σε ξαναρήκα,
αλλά στο μεταξύ μεγάλωσες πιο γρήγορα
από μένα, μες στη βιασύνη σου και με ξεπέρασες:
Σ’ αντάμωσα γυναίκα. Φέτος την Πρωτοχρονιά.
Που πίσω σου ξέμεινα οριστικά και πια
δε σε προφταίνω, θύμισέ μου, σε παρακαλώ,
τι μεγάλος ποιητής υπήρξα,
όταν δεν έγραφα ποιήματα.

Πηγή: http://elenastagkouraki.blogspot.com

Πρωτοχρονιά -ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ

29 Δεκέμβρη 2012,

Πρωτοχρονιά
Μεγάλος συνωστισμός
στους πάνω δρόμους
Έλκηθρα ανεβοκατεβαίνουν
Φορτωμένα

Κι ο χιονιάς χαμογελαστός
σαν Άι Βασίλης
Καίει ο βοριάς
τα γυμνά χέρια των παιδιών
Τα μαυρισμένα
απ' το κρύο δάχτυλα
χαϊδεύουν ένα νεογέννητο
στη φάτνη
Το νεογέννητο χαμογελάει

Εγώ κλαίω γιατί βλέπω
τα πάθη να 'ρχονται
Μια δεκαεξάχρονη μάνα κλαίει
τα βάσανα του κόσμου
Εγώ κλαίω τα δικά της βάσανα
Μέρες γιορτινές
που η πίκρα διαστέλλεται,
όπως ο χρόνος του απελπισμένου

Ανεβοκατεβαίνουν τα έλκηθρα
στους πάνω δρόμους
γεμάτα δώρα
Κι όμως σε κάθε δρομολόγιο
μας ξεχνάνε

Νύχτες στολισμένες
που αναβοσβήνουν γιορτινά
Στους κάτω δρόμους
παιδικές καρδιές που περιμένουν
τα έλκηθρα που δεν έφτασαν ποτέ

Πηγή:http://markos-arthra.blogspot.com

Ρεβεγιόν-ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ

Εδώ προκύπτει του αινίγματος
ο αναβαθμός
οπότε ας καθυστερήσουμε τη σημασία
κι ας ευχηθούμε η βραδιά
να καταλήξει εδώ:
σ’ ότι δεν μας εξαπατά ποτέ
στον στίχο.

Ή μήπως ολόκληρη η ποίηση
δηλώνει το πραγματικό μιας εσπερίδας
όπου ανάψαμε κεριά
και με πιοτά διακωμωδήσαμε
την Άγια νύχτα;
Μια ανόητη προσήλωση
που τη διαπράττουμε
τη δόξα δρέποντας από έναν άδειο ουρανό
πάνω από πανοράματα βουνών
με χάρτινα ελάφια.

Θα συνεχίζει να μας γαλουχεί
στο σκοτεινό δωμάτιο η φαντασία
Θα ευγνωμονούμε ξυπνητοί
για ότι αποφασίσαμε να μην υπάρξει
Διαθέτω προφανώς την απορία των βοσκών
εξιστορώ ό,τι δε θα μου δοθεί
ό,τι αστράφτει προς την απόλυτη φυγή
της σημασίας
κάτω από ένα δέντρο πλαστικό....

γράφω μια ακατανόητη γραφή στον άγιο τοίχο
γραμμένη από έναν μνησίκακο Θεό
τη θέση του συμπτώματος κρατώ
υπόλογος της έντασης ανάμεσα
στο «ότι υπάρχει αυτό»
και στο «τι είναι»
Το ποίημα είναι το υπαρκτό
αβέβαιο και αναβλητικό
Το ποίημα είναι

Δεν ξέρω τι
δεν θέλω να το ξέρω
κι αν ήξερα, δεν πρέπει να το πω
τώρα που ο νους μου προχωρά προς τη μεταφορά
Έτσι να εορτάσουμε
μ’ ότι ανεβαίνει
κι ύστερα υποχωρεί
σαν πυρετός μικρού παιδιού
που το έφερε η μάνα του απ’ το δωμάτιο στη σάλα

Τώρα η οικοδέσποινα έχει αποσυρθεί
αφήνοντας τα τιμαλφή
στην θέση της καρδιάς της
Κι ο ζάπφυρος απ’ το μονόπετρο έχει αναληφθεί
δίπλα στ’ αστέρι της βραδιάς

Απ’ το παράθυρο πέφτει στις στέγες των σπιτιών
το ίδιο χιόνι

Μια στάλα του μυαλού μου
αν θα πέσει
από την άκρη του ματιού
κι ύστερα αν μεταγγιστεί
σε ό,τι θα ήθελα
η φρόνηση να δώσει:
χώμα να γειωθεί, συνάψεις
καλώδια ηλεκτρικά
να κάψουν τις ασφάλειες του μύθου

Το μαύρο ψιλαφούν τα δυο μου χέρια
Απ’ το κορμί μου βγαίνει ο τοξότης
Κρούει ο θεός τη λύρα θυμωμένα
Το τέλος του Φαέθωνα λίγο με κόφτει

Αν θα ήτανε να πάω από ήλιο
τη διαδρομή θα χάραζα ευθεία στην κηλίδα

Μια ανάσα με χωρίζει
από αυτόν που κείται μ’ άλλο κλέος
– όχι του Πολυνίκη ή του άταφου αδελφού του –
σημερινό νεκρό
προέκταση στην κάμαρά μου
πεδίου μάχης με απόρρητα τετράδια

Γέμισε η κάμαρα κουφάρια
κι εγώ σαν το δειλό
που κρύφτηκε στα βούρλα
ή που παρέστησε το σκοτωμένο
τώρα, απ’ αυτόν που κείται μπρος μου
τον λίγο που μου απόμεινε αέρα ανασαίνω
και κλέβω στους πεσσούς
Ποια φρόνηση με φύλαξε κι οδεύω
με βήματα ανάποδα της Αντιγόνης;
Να θάψω ποιον;
Ποιος είναι ο ζωντανός από τους δύο;

Με μάτια ορθάνοιχτα μάταια με ορμηνεύει το βιβλίο
Κι ανάμεσα στις σκουριασμένες πανοπλίες
βόσκουν τα ζωντανά του κάτω κόσμου.

Κι εγώ μετρώ
αλλά δεν είναι θέμα αντοχής
πόσο ο καθένας μας κρατάει στο μακροβούτι
αν αναδύεται ξαφνικά
σ’ άλλον ορίζοντα
μιας επιφάνειας νερού
συνταιριασμένης με το μολύβι του ουρανού
σα να γλιστράει ο κολυμβητής από υπόγεια σήραγγα
σε άλλη λίμνη

Κι εγώ δειλιάζω
στο χείλος εσωτερικού γκρεμού
σαν κάποιος να παρακινεί από χαμηλά
σε όρυγμα τραχύ
λάκκο ή σκάμμα προσεχούς οικοδομής
όπου υπήρξε κάποτε το σπίτι
και ο πατέρας μου, εργοδηγός
μου γνέφει να κατέβω
(Αν και δεν βλέπω πουθενά τη σκαλωσιά)

Μήπως το προορίζει για αμφιθέατρο νεκρών
με θώκους για καθένα από μας
όπου αναπαμένοι
το έργο μας θα δούμε απ’ την αρχή;
Τυφλοί στα μάτια
πίσω απ’ τη σκέψη μας διαρκώς;

Και τώρα θα έπρεπε να βρω
τον τρόπο της εξόδου κρούοντας ήδη
τις χορδές μιας καταληκτήριας λύρας
για να διαρκέσει η μουσική μετά τους τίτλους
γράμματα και ονόματα των χορηγών

Έχουν όλες οι φόρμες που έδειξα ξεπεραστεί
Όλοι οι νόμοι της σκηνής δεν μου αρκούν
για να επιστρέψει ευεργετική η ευσπλαχνία
απ΄ όσους έτυχε να παρακολουθούν, ευτυχισμένοι,
ανταποδίδοντας τύχη αγαθή
που βλέπουν ρεαλισμό χωρίς θηρία

Τώρα
σ΄ αυτήν την μετεώριση
όπου είναι αδύνατη η χαρά
και ξαφνικά τα αντίθετα συγκλίνουν
στην πιο κατάπτυστη μορφή σκεπτικισμού
πιο ηλίθια παραχώρηση
στην εγκεφαλική δομή του νου
που στρέφει έναν αντίχειρα εικονικό
και με δικάζει
τώρα
καθώς παρατηρώ ένα γυμνό παιδί
να ισορροπεί πλάι στον εκσκαφέα
λέω πως μου έτυχε να ζω
ιδρυτική στιγμή μιας αυτοκρατορίας νάνων
με τ’ άλογα, τα προσωπεία κακών ηθοποιών
τον λίθινο τροχό, τις γραίες.

Πηγή: https://veltsoskeimena.wordpress.com

Πρόσκληση σε ρεβεγιόν-ΠΑΥΛΙΝΑ ΜΑΡΒΙΝ

Γιαγιά, φύγαν πέντε χρόνια
έλα, μέσ' από τα χιόνια
σίγουρα δεν το 'χεις ξεχάσει
να γελάς, κι ας μη μιλάς
Γιαγιά, έχουμε να πούμε
πολλά όσοι ψευτοζούμε
ξέρω, με προσέχεις
μα όταν σε καλώ, είναι
το τηλέφωνο νεκρό
Γιαγιά, δεν θα το πιστέψεις
έξοχα πως κάνω το ψητό
κι αν με τρων' οι σκέψεις, αντέχω
πιο πολύ στο γαργαλητό
Γιαγιά, ούτε με τρομάζει
πια η μασέλα στο ποτήρι
ούτε θα ζητήσω ξανά παλιοχατίρι
Γιαγιά, θέλω να μου πεις
χίλιες φορές τις ίδιες ιστορίες
ψέματα πως βαριόμουνα μικρή
τώρα θα σε διακόπτω για απορίες
Γιαγιά, ξένα ζαχαρωτά φιρίκια
άχρηστα χαλίκια στο τραπέζι
τα δώρα καμιά σημασία
ζητώ παρουσία
Γιαγιά, τρέξε, σ' αναμένω
την νύχτα της πρώτης του πρώτου μηνός
έλα, γιατί βιαστικά μεγαλώνω
δεν είμ' εγγονή κανενός

Πηγή: Ιστορίες απ' όλον τον κόσμο μου, Κίχλη, 2016

Έκλειψη-ΣΤΑΘΗΣ ΙΝΤΖΕΣ

Μερική έκλειψη
προγραμματίζει η Σελήνη
για το ρεβεγιόν

ολική η ραγισμένη μου καρδιά
να δούμε ποια θα υπερισχύσει
του αμετάβλητου του χαρακτήρος

Κάλεσα όλες τις μοναξιές
των τελευταίων ημερών

μέχρι και την σκέψη
της μιας νυκτός

- εκδιδόμενη ένιωσε μεταξύ
των καθώς πρέπει καταλήξεων -

Στο τέλος της αντιστροφής του χρόνου
λάμπει εκθαμβωτικά
του δέντρου η σπατάλη

Επί ξύλου κρεμάμενα
χαμένες ευκαιρίες τα στολίδια

Κι ο νέος χρόνος με βεγγαλικά
πέρα για πέρα κυνικά
γιορτάζει τους νεκρούς του

Πηγή: Σεληνάκατος,Μανδραγόρας,2013

Άη Βασίλης-ΣΠΥΡ.ΚΑΖΙΝΙΕΡΗΣ

Άη Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
με το ραβδί του το χλωρό και τον γνωστό τορβά του
κι ενώ το Κράτος βρίσκεται σε τέτοια φασαρία
εκείνος εξακολουθεί τον ίδιο τον χαβά του

Ούτε η πείνα δεν μπορεί για να τον εμποδίσει
κι αρχίζει το τραγούδι του με δυνατή φαγούρα
και θέλει σώνει και καλά να μας καλοκαρδίσει
αλλ’ όμως όπου κι αν διαβεί παντού τα βρίσκει σκούρα

Κανείς δεν έχει όρεξη ν’ ακούσει το σκοπό του
εφέτος όπου κι αν σταθεί και όπου κι αν περάσει
όλοι μ’ ελπίδες τον τορβά κοιτάζουν τον δικό του
και τον ρωτούν αν έφερε καρβέλια να μοιράσει

Άη Βασίλης έρχεται και πέφτουνε κανόνια
και μοναχά για μποναμά ευχές καθένας στέλλει
και θεωρείται ευτυχής σ’ αυτά τα στείρα χρόνια
αυτός, που παίρνει μποναμά μπαγιάτικο καρβέλι.

Άη βασίλης έρχεται και πάλι πεινασμένος
Εις την κοιλιά τους έμπλαστρα βάζουν πολλοί με κόλλα
κι είναι στ’ αλήθεια πιο πολύ απ’ όλους κερδισμένος
εκείνος που κατόρθωσε και τίναξε τα κώλα.

Πηγή: http://markos-arthra.blogspot.com

 

 

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

Η αναδημοσίευση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού ιστότοπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ επιτρέπεται ΜΟΝΟ με την παράθεση πηγής και ενεργού συνδέσμου (link)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;