27 Ιανουαρίου, ημέρα μνήμης των Ελλήνων Εβραίων μαρτύρων του Ολοκαυτώματος. Ένας λαός που μετρά πληγές κι ενέπνευσε πολύ τους καλλιτέχνες όλων των τεχνών. Θα θυμηθούμε τι είπαν οι ποιητές για τους Εβραίους!
Των Εβραίων-ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ
Καθώς ανοίγαν οι πόρτες,
πέφταν τα πτώματα πάνω του
(βάρδια στο απαίσιο κτήριο)
κι όμως επέζησε.
Να βρει μια θέση η ψυχή μας
δίχως την ψυχρήν αδιαφορία
για τον αγώνα τόσων προσώπων
του θανάτου.
Πλήρης οδύνης
βαθύς στεναγμός, ο καημός.
Έκλεισε ο ουρανός των φωτεινών
επικλήσεων, τα οράματα
απομένουν πάνω στη γη.
Δεν φεύγει ο πόνος
για τους αιωνίως απόντας.
Τότε, σταματά η ζωή,
γίνεται αλλοπρόσαλλος ο επώδυνος
άνθρωπος απομένει κακός.
Πηγή: Η εποχή του θανάτου
Αντί να φωνασκώ -ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι
με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
—μάντεις κακών και οραματιστές—
όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Ήτανε βέβαια μεγάλη η περιπέτεια
όμως η πόλις φλέγονταν τόσο όμορφα.
Ασύλληπτα πυροτεχνήματα ανεβαίνανε
στον πράο ουρανό με διαφημίσεις
αιφνίδιων θανάτων κι αλλαξοπιστήσεων.
Σε λίγο φτάσανε και τα μαντάτα πως
κάηκαν όλα τα επίσημα αρχεία και βιβλιοθήκες
οι βιτρίνες των νεωτερισμών και τα μουσεία
όλες οι ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων
και θανάτων —έτσι που πια δεν ήξερε
κανείς αν πέθανε ή αν ζούσε ακόμα—
όλα τα δούναι και λαβείν των μεσιτών.
Από τους οίκους ανοχής τα βιβλιάρια των κοριτσιών
τα πιεστήρια και τα γραφεία των εφημερίδων.
Εξαίσια νύχτα τελεσίδικη και μόνη
οριστική (όχι καθόλου όπως οι λύσεις
στα περιπετειώδη φιλμ).
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Έτσι λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους
βρήκα την Κλαίρη βγαίνοντας
απ’ τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι
κάτω απ’ τις αψίδες των κραυγών
περάσαμε στην άλλη όχθη με τις τσέπες
χωρίς πια χώματα, φωτογραφίες και τα παρόμοια.
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Πηγή:http://www.stixoi.info
… Σε κλειστά τραίνα…-ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Σε κλειστά τραίνα
Μεταφέρουν φαντάσματα
Στεφάνια που αποστρέφονται
Τους θρήνους των μαρτυρικών γάμων
Έξοδος αποκαλυπτική
«Είστε αδερφοί μας»
Φωνάζουν από τα τραίνα
Το λυχνάρι μας είναι ρόδινο
Δε θα μπορέσει το σκοτάδι
Να διαπεράσει τη σάρκα μας.
Πηγή:“Χειμερινό Ηλιοστάσιο” – Χρονικό της Κατοχής
Τα ηλιοτρόπια των Εβραίων-ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας,
«λες να ’ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,
κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.
Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ
στην αίθουσα αναμονής, το τραίνο
απ’ την Κρακόβια θα περιμένω.
Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια∙
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
θα κάνω δήθεν αδιάφορα.
Πηγή: Ηλιοτρόπια
Των Εβραίων 50 μ.Χ. -ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
Ζωγράφος και ποιητής, δρομεύς και δισκοβόλος,
σαν Ενδυμίων έμορφος, ο Ιάνθης Aντωνίου.
Aπό οικογένειαν φίλην της Συναγωγής.
«Η τιμιότερές μου μέρες είν’ εκείνες
που την αισθητική αναζήτησιν αφίνω,
που εγκαταλείπω τον ωραίο και σκληρόν ελληνισμό,
με την κυρίαρχη προσήλωσι
σε τέλεια καμωμένα και φθαρτά άσπρα μέλη.
Και γένομαι αυτός που θα ήθελα
πάντα να μένω· των Εβραίων, των ιερών Εβραίων, ο υιός.»
Ένθερμη λίαν η δήλωσίς του. «Πάντα
να μένω των Εβραίων, των ιερών Εβραίων —»
Όμως δεν έμενε τοιούτος διόλου.
Ο Ηδονισμός κ’ η Τέχνη της Aλεξανδρείας
αφοσιωμένο τους παιδί τον είχαν.
Πηγή: Άπαντα Καβάφη
Το ποίημα της Εσθήρ Μπεσσαλέλ -ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Θα τους αρπάξω από τα μούτρα
τους αγαθούς τους πονεμένους ανθρώπους
και με φωνές και με σκουξίματα
Θα επιμείνω να μου πουν
αν συνάντησαν πουθενά
ποτέ
-και τώρα πού να βρίσκεται;-
Την Εστερίκα
τη Ρίκα
τ’ αστέρι το λαμπρό
στα πρώτα ερωτικά μου χρόνια τα νεανικά
τα μικράτα μου!
Ω! το κελεπούρι του μεγάλου παρισινού βιβλιοπωλείου!
Η χαριτωμένη Γαλλιδούλα!
(Με βαθιές ρίζες –όμως-
εις γην Χαναάν)
...]
μήπως να μετανάστεψε –ως ποθούσε-
στο "Ερέτζ Ισραήλ";
Μήπως μου την εκάμαν
λουλουδάκι
οι απαίσιοι Νατσήδες;
Ή μήπως τώρα να `ναι κάπου να μαραίνεται
και να μη
με θυμάται;
Πουρείμ-ΓΙΩΣΕΦ ΕΛΙΓΙΑ
Πουρείμ απόψε! Ω της φαιδρής γιορτής τρανό ξεφάντωμα!
Φως στην ψυχή.Κι ένα χαμόγελο σ'όλων τα χείλη ΄
κι εγώ,μανούλα μου ορφανή,της ξενητειάς απόρριγμα,
σε μια ψυχρή,σε μι' άχαρη γωνιά να ρέβω μόνος.
Πουρείμ απόψε! Διάπλατα οι συναγωγές ξανοίγουνε
τις αγκαλιές τους στα πιστά τέκνα του αρχαίου λαού μου.
Απ'τη λευκή περγαμηνή διαβάζουν με κατάνυξη
του Μαρδοχαίου και της Εσθήρ τους θριάμβους στον αιώνα.
Πουρείμ απόψε! Νιες και νιοι,γέροι και γριές συχνάζουν
στο σπιτικό,στ'αρχοντικό,το "μεγιλά" ν' ακούσουν.
Κι εγώ, μανούλα,ω καυτερό της ξενητειάς παράπονο,
σε μια γωνιά δακρύζοντας τη Βίβλο ξεφυλλίζω.
Μήτε κεριά απ'το συναγώγι απόψε, μήτε λούλουδα
δεν θα σου φέρει ο γιόκας σου,μανούλα. Κι αν δακρύσεις,
κατάκαρδα μη λυπηθείς. Η μοίρα μας έτσι όρισε,
κι η φτώχεια,η φτώχεια,μάνα μου, δεν ξέρει από συμπόνοια.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
*Πουρείμ=Απόκριες Εβραίων
Μπάμπι Γιάρ -ΓΕΒΓΕΝΙ ΓΕΦΤΟΥΝΕΣΚΟ
Πάν’ απ’ το Μπάμπι Γιαρ μνημείο δεν υπάρχει.
Απότομη χαράδρα, σαν επιτύμβιο κακοφτιαγμένο.
Μπήκαν στη γη, και με τιμές εγκληματίες και
πολέμαρχοι,
Αλλά ο λάκκος τεράστιος χιλιάδων Εβραίων,
έμεινε βουβαμένο.
Εδώ, μου φαίνεται πως είμαι Ιουδαίος.
Να, οδοιπορώ στην Αίγυπτο των φαραώ,
Ενώ ιδού εκπνέω Εσταυρωμένος,
και μέχρι τώρα πάνω μου ουλές καρφιών.
Νομίζω πως ο Ντρέιφους, είμαι ‘γω.
Η εχθρική προδιάθεση ο καταδότης μου κι ο δικαστής.
Για τα σίδερα με πάνε σαν κοινό κακούργο.
Έπεσα στην παγίδα, είμαι περικυκλωμένος,
κυνηγημένος και συκοφαντημένος.
Κι οργισμένες κυράτσες με φαρμπαλάδες και δαντέλες
χώνουν στο πρόσωπό μου τις ομπρέλες.
Μου φαίνεται πως είμαι αγόρι από το Μπελοστόκ.
Τρέχει το οινόπνευμα και ρέει το αίμα περισσό.
Ασχημονούν οι θαμώνες του μπάγκου της ταβέρνας,
μυρίζουν βότκα και κρεμμύδι μισό – μισό.
Με τις μπότες τους μ’ έφεραν σε ακινησία.
Τους μπροστάρηδες του πογκρόμ ικετεύω ματαίως.
Υπό το χάχανο: «Χτύπα Ιούδες, σώσε τη Ρωσία!»
τη μητέρα μου βιάζει ο αλευράς λυσσαλέος.
Ω! ρωσικέ λαέ! Γνωρίζω, ότι είσαι
Διεθνιστής στην ουσία.
Αλλά συχνά οι φανατισμένοι αντισημίτες,
το όνομά σου έκαναν θυσία.
Γνωρίζω την καλοσύνη της γης σου.
Τι ατιμία! Οι άνθρωποι του Διαβόλου του ναού
τους εαυτούς τους πομπώδης βάφτισαν:
«Ένωση ρωσικού λαού!»
Μου φαίνεται: είμαι η Άννα Φρανκ,
λεπτή σαν του Απρίλη το κλαδάκι.
Της μέρες άγριες μετρώ,
με το στυλό στο χέρι.
Εδώ και δυο χρόνια κρύβομαι σ’ ένα κλουβάκι.
Μου αρπάξανε τη γη και τη ζωή.
Απαγορεύεται ο ουρανός, δεν γίνεται να νιώθω αεράκι.
Αλλά και επιτρέπονται πολλά: γίνεται στο σκοτεινό
κελί μας, με τρυφερότητα ν’ αγκαλιαστούμε.
Έρχεται κάποιος;
Μη φοβάσαι! Είναι το βοητό της άνοιξης που έρχεται.
Αγκάλιασέ με πιο σφιχτά.
Και μην τρομάζεις.
Σπάνε την πόρτα;
Όχι, σπάει ο πάγος στο ποτάμι…
Πάν’ απ’ το Μπάμπι Γιαρ των αγριόχορτων η θροή.
Σαν δικαστές κοιτάνε τα δέντρα αυστηρά.
Τα πάντα με σιωπή φωνάζουν,
και το καπέλο βγάζοντας,
νιώθω πως τα μαλλιά μου ασπρίζουν αργά.
Κι ο ίδιος είμαι σαν άηχη ασταμάτητη κραυγή,
παν’ απ’ τον χιλίων χιλιάδων ενταφιασμένων.
Είμαι του κάθε, εδώ τουφεκισμένου γέρου η οργή.
Είμαι το κάθε παιδί τουφεκισμένο.
Τίποτα μέσα μου μπορεί να ξεχάσει αυτό!
Η «Διεθνής» να βροντά σαν δυναμίτης,
όταν για πάντα θα θαφτεί
ο τελευταίος πάνω στη γη αντισημίτης.
Αίμα εβραϊκό δεν έχει το δικό μου αίμα.
Αλλά τον δρόμο που κρατάω είναι ίσιος:
Εβραίος είμαι για αντισημίτες,
γι’ αυτό και είμαι Ρώσος γνήσιος!
Μπαμπά- ΣΙΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
Δεν κάνεις,δεν κάνεις πια
Άλλο , μαύρο παπούτσι,
Μέσα στο οποίο έχω ζήσει σαν ένα πόδι
Για τριάντα χρόνια,φτωχό και άσπρο,
Μόλις τολμώντας ν'αναπνεύσω ή να βγάλω Κιχ.
Μπαμπά,έπρεπε να σ'έχω σκοτώσει.
Πέθανες πριν προλάβω-
Βαρύς σα μάρμαρο,μια σακούλα γεμάτη Θεό,
Εφιαλτικό άγαλμα μ'ένα γκρίζο δάχτυλο του ποδιού
Μεγάλο σα μια φώκια του Φρίσκο
Κι ένα κεφάλι στον απατηλό Ατλαντικό
Όταν το πράσινο του μπιζελιού πέφτει πάνω στο μπλε
Στα νερά κοντά στην ωραία Νάουσετ.
Συνήθιζα να προσεύχομαι για να σε ξαναβρώ.
Ach,du,
Στη γερμανική γλώσσα, στην πολωνική πόλη
Ισοπεδωμένη από έναν οδοστρωτήρα
Πολέμων,πολέμων,πολέμων,
Αλλά το όνομα της πόλης είναι κοινό.
Ο Πολωνός φίλος μου
Λέει ότι υπάρχουν μια δωδεκάδα ή δυο.
Έτσι που ποτέ δεν μπορούσα να πω
Που έβαλες το πόδι σου,τη ρίζα σου,
Ποτέ δεν μπορούσα να σου μιλήσω.
Η γλώσσα κολλούσε στο σαλόνι μου.
Κολλούσε σ'ένα βρόχο συρματόπλεγμα.
Ich,Ich,Ich,Ich.
Μόλις μπορούσα να μιλήσω.
Νόμιζα ότι ο κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα αισχρή
Μια μηχανή,μια μηχανή
Κόβοντάς με σα μια Εβραία.
Μια Εβραία στο Νταχάου,στο Άουσβιτς,στο Μπέλσεν.
Άρχισα να μιλάω σαν Εβραία.
Νομίζω ότι δεν αποκλείεται να είμαι Εβραία.
Τα χιόνια του Τυρόλου, η καθαρή μπύρα της Βιέννης
δεν είναι τόσο ωραία ή αληθινά.
Με το γύφτο μου πρόγονο και με την περίεργη τύχη μου
Και με την τράπουλά μου του Ταρόκ και με την τράπουλά μου
Μπορεί να είμαι λίγο Εβραία κι εγώ.
Πάντα σε φοβόμουνα.
Με τη Λουφτβάφε σου,και με όλο σου το κακό.
Και με το λεπτό σου μουστάκι
Και με το Αριανό σου μάτι,μπλε λαμπερό.
Αρματάνθρωπε, αρματάνθρωπε, Ω Εσύ-
Όχι ο Θεός αλλά μια σβάστικα
Τόσο μαύρη που δεν την περνάει κανείς ουρανός.
Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα
Τη μπότα στο πρόσωπο,την κτηνώδη
Κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν εσένα.
Στέκεσαι στο μαυροπίνακα,μπαμπά
Στην εικόνα σου που έχω,
Ένα σκίσιμο στο σαγόνι σου αντί για το πόδι σου
Αλλά όχι λιγότερο ένας διάβολος γι'αυτό,όχι
Λιγότερο ο μαύρος άνθρωπος που
Δάγκωσε την ωραία κόκκινη καρδιά μου στα δυο.
Ήμουνα δέκα ετών όταν σε έθαψαν.
Στα είκοσι προσπάθησα να πεθάνω
Και πίσω,πίσω,πίσω, σε σένα να ρθω.
Έλεγα ότι ακόμα και τα κόκαλα θα φτάναν.
Αλλά με βγάλαν έξω από τη σακούλα,
Και με κόλλησαν με κόλλα.
Και τότε κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω.
Έφτιαξα ένα ομοίωμά σου,
Έναν άντρα στα μαύρα μ'ένα Μαϊνκάμπφ ύφος
Και μια αγάπη για το μαρτύριο και τον τροχό.
Και είπα ναι, θέλω,θέλω.
Κι έτσι μπαμπά,ξεμπέρδεψα πια.
Το μαύρο τηλέφωνο έχει στη ρίζα του κοπεί,
Οι φωνές δεν περνάνε πια από κει.
Αν σκότωσα έναν, έχω σκοτώσει δυο-
Ο βρυκόλακας που είπα ότι είσαι εσύ
Και έπινε το αίμα μου για ένα χρόνο,
Εφτά χρόνια, αν θέλεις να ξέρεις.
Μπαμπά, μπορείς να ξεκουραστείς τώρα.
Ένας πάσαλος είναι μέσα στην παχιά μαύρη σου καρδιά
α οι χωρικοί ποτέ δε σε αγάπησαν.
Χορεύουν και κλωτσάνε πάνω σου.
Πάντοτε ήξεραν ότι εσύ ήσουνα.
Μπαμπά,μπαμπά,μπάσταρδε εσύ,ξεμπέρδεψα .
Μετάφραση: Νανά Ησαΐα
Πηγές: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Η διαθήκη μου (Η Εβραϊκή Μασσαλιώτιδα)-ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΕΝΤΕΛΣΤΑΛΤ
Καλοί μου φίλοι, όταν πεθάνω,
Τη σημαία μας φέρτε στον τάφο μου,
Τη λεύτερη σημαία μας στο κόκκινο,
Βαμμένη με το αίμα των εργατών.
Κι εδώ κάτω από την κόκκινη σημαία
Το τραγούδι μου πείτε μου, αυτό της λευτεριάς,
Το τραγούδι «Στον αγώνα» που σαν αλυσίδες βροντάει
Των σκλαβωμένων Χριστιανών και Εβραίων.
Ακόμα και στον τάφο μου θ’ ακούω
Το τραγούδι μου της λευτεριάς και της μπόρας.
Ακόμα και εκεί θα χύνω δάκρυα
Για σκλαβωμένους Χριστιανούς και Εβραίους.
Κι όταν ακούσω τα σπαθιά να βροντάνε
Στην τελευταία μάχη του αίματος και του πόνου
Από τον τάφο θα τραγουδώ στον κόσμο
Να ενθαρρύνω την καρδιά του.
Πηγή:http://users.auth.gr
Έρευνα αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου