Η γλυσίνα στην ποίηση (Ποιήματα)

Η γλυσίνα στην ποίηση (Ποιήματα)

Γλυσίνα ή γλυκίνη ή γουιστέρια. Ένα  αναρριχώμενο φυτό με εντυπωσιακά άνθη. Οι ποιητές την τίμησαν. Για να δούμε!

AIX-EN-PROVENCE-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Άξαφνη άνοιξη. Μέσ' από κάγκελα με γλυσίνες κεφάλι κοριτσιού
που κοιτάζει με απορία.

Πηγή: Ο μικρός ναυτίλος,1985

OIL SARDINEN!-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Όπως και να το κάνεις, και από απόσταση πιάνεται η αλήθεια και σε
καιρούς πολέμου, προπαντός τότε, όπου τραβάς το σπίρτο σου στην
Basel και το βλέπεις ν' ανάβει στη Φραγκφούρτη. Πού να 'σαι τώρα,
φροϋλάιν Keller, που θα σ' έβλεπα σαν Αρχίλοχο αν είχα να συναν-
τηθώ με αιγύπτιο ιερέα. Όλα πρέπει να τ' ακούει κανείς, άσχετα αν
ολίγα μόνον φτάνουν στο ους του Beethoven. Και ο πόλεμος, πόλε-
μος. Ίδια ηλιθιότητα θεωρώντας την ειρήνη τη δική τους μια ομάδα
επαναστατημένων, εάν όχι για τον ίδιο λόγο, για κάποιον παραπλή-
σιο -την ασφυξία μπροστά σε μια σταματημένη εποχή-, νέων
όπως ο Hugo Ball, ο Richard Hülsenbeck, ο Hans Arp και ο Tristan
Tzara οργανώνουν στο Cabaret Voltaire της Ζυρίχης μερικές ταραχώ-
δεις και εξωφρενικές βραδιές και διατυπώνουν αποφθέγματα όπως το
περίφημο εκείνο: τον αέρα να τον διπλώνετε και να τον τοποθετείτε
στην ντουλάπα σας, απαγγέλλοντας Όμηρο από την ανάποδη. Λίγο
δεν είναι. Και ν' αθανατίζει και να θανατώνει γίνεται η νεότητα. Είτε
την έχουν σε στρατώνες είτε σε καλλιμάρμαρα μέγαρα. Όπως καλη-
ώρα στο μεγάλο Kaiserhof με τους πυργίσκους, τις μαρμάρινες στοές
και τα ενδιάμεσα παρτέρια όλο γλυσίνες. Να δρέψω ένα χαμόγελο
από τη Lotte Begel, που λέει ότι μ' αγαπάει κι ας είμαι δώδεκα
χρονών! Γιατί όχι; Το μάθημα το 'χα μάθει: Ich bin nicht mehr klein.
Σωστός σίφουνας οι δεκάξι έλληνες σπουδαστές που δεν είχαν προ-
φτάσει την επιστράτευση και τώρα δεν ξέρουν τι να την κάνουν τη
ζωτική τους ορμή, αλλά δημιουργούν έναν αδικαιολόγητο θόρυβο
ανεβοκατεβαίνοντας συνεχώς τις πλατιές μαρμάρινες γυριστές σκά-
λες, βάζοντάς με πρώτο στη γραμμή και χειρονομώντας, προς με-
γάλην έκπληξη των ολίγων συγκεντρωμένων στο ίδιο ξενοδοχείο
Αμερικανών. Αδιάκοπα γυρνώντας και αδιάκοπα φωνάζοντας το
σύνθημα Oil Sardinen! Ανήκουστο! Oil Sardinen! Μία επιγραφή, ή
αλλιώς ένα κλειδάκι που μπορεί ν' ανοίξει τις σαρδέλες αλλά και τις
πραγματικότητες ενός καινούριου κόσμου που γεννιέται. Τόσο που
νιώθεις το καπάκι των γεγονότων έτοιμο να εκραγεί. Ρωτιέμαι κι εγώ
ο ίδιος! Δεν το έχω πληροφορηθεί ακόμη, εγώ με τα κοντά παντελό-
νια μου, αλλά όπου να 'ναι θα το μάθω, πως είναι αυτό το '23 που
εγγράφει στο Παρίσι όλα τα 23. Donner à voir! Όλες τις επιταγές θα
τις εξαργυρώσει η επόμενη εικοσιπενταετία! Τα μανιφέστα του
Breton, τα ποιήματα του Paul Éluard και του René Char, τους πίνακες
του Yves Tanguy και του Max Ernst, τις φωτογραφίες του Man Ray,
και πάει λέγοντας. Ίσως βρω το δωματιάκι όπου θα ζήσω με τις αγά-
πες μου και θα περάσω μια ζωήν ολόκληρη διατυπώνοντας, αναλύον-
τας και ερμηνεύοντας το δήθεν Oil Sardinen.
Ναι, αυτό είναι που ανακάλυψε η νεότητα εκείνη, κι ας μην το διάβα-
σε ποτέ της σωστά, παρεχτός κι αν ήταν στον έρωτα κατά τύχην, και
που μήτε, δυστυχώς ή ευτυχώς, συνειδητοποίησε ποτέ της. Oil
Sardinen λοιπόν! Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία
του μαύρου. Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί
να προκαλέσει ανίατα εγκαύματα. Oil Sardinen ως απαραίτητη καθη-
μερινή προσθήκη στο πιπέρι, στο θυμό, στον έρωτα, προπαντός εκεί,
στις υλακές, στ' αποχωρητήρια. Oil Sardinen επειδή δεν το ανέχεται
κανείς να 'ναι απλώς κείνο που είναι. Επειδή απ' τα είκοσι στα τρι-
άντα σου ο δρόμος είναι πολύ πιο μακρύς απ' ό,τι απ' τα τριάντα σου
στα ενενήντα σου. Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα
πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου.
Oil Sardinen επειδή στο εξοχικό του καθενός μας ενδημεί ένας εύρω-
στος αίγαγρος, που συντηρείται με τα όσπρια των ρεμβασμών μου.
Να διπλώνετε καλά τον αέρα στο ντουλάπι σας.

Πηγή: Εκ του πλησίον,1998

Το ποίημα της Εσθήρ Μπεσσαλέλ-ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

— Και η Εστέρ;
— Τώρα έρχεται… η δύστυχη…
ALBERTO SAVINIO Ο Λορέντζος Μαβίλης
σαν ξαναεπιστρέψω
στη Θεσσαλονίκη
από την κόλαση
δεν θε ν’ αφήσω τους αγαπητούς μου
τους Οβραίους πάλι να με ζουρλάνουνε
με τα
«είδες Σολωμονίκο – τάδε σύνταγμα –
είδες Μωυσή – στον τάδε λόχο
τάδε διμοιρία – ή
ίσως να εσυνάντησες τον Αβραμίκο πουθενά;…»
και άλλα…
θα τους αρπάξω απ’ τα μούτρα
τους αγαθούς τους πονεμένους ανθρώπους
και με φωνές και με σκουξίματα
θα επιμείνω να μου πουν
αν συναντήσαν πουθενά
ποτέ
-και τώρα πού να βρίσκεται; -
την Εστερίκα
τη Ρίκα
τ’ αστέρι το λαμπρό
στα πρώτα ερωτικά μου χρόνια τα νεανικά
τα μικράτα μου!
ω! το κελεπούρι του μεγάλου παρισινού βιβλιοπωλείου!
η χαριτωμένη γαλλιδούλα!
(με βαθιές ρίζες – όμως –
εις γην Χαναάν)
ω! η υπέροχη μαγνόλια!
η κατάλευκη γαρδένια
τ’ άσπρο μου γιασεμί
με τα μαύρα βελούδινα
σπανιόλικα της μάτια
ω! ο ποιητικός απόηχος
των γιοφυριών πάνω στο Σηκουάνα
η φουντωτή ανθισμένη καστανιά
των μακριών λεωφόρων
η μαγευτική γλυσίνα
των ανακτορικών πάρκων
η άκρως δονούμενη
θεσπέσια άρπα του Δαυΐδ!
μα πώς την έχασα
την άφατη την
ευτυχία
απ’ τα χέρια μου!
οι δίνες της ζωής υπήρξαν η αιτία…
παντού και πάντα την αναπολώ
πάντα τη σκέφτομαι
κι ο νους τώρα και πάντα είναι
κοντά της
μήπως να μετανάστεψε – ως ποθούσε –
στο
«Ερέτζ Ισραέλ»;
μήπως μου την έκαμαν
λουλουδάκι
οι απαίσιοι Νατσήδες;
ή μήπως τώρα να ’ναι κάπου να μαραίνεται
και να μη
με θυμάται;

Πηγή: Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, εκδόσεις Ίκαρος, 1992

Μεγάλη Παρασκευή-ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ

Στην καρδιά της Άνοιξης,
φέτος το Πάσχα έπεσε πολύ αργά
και το περιβάλλει η πάσα εμορφιά
της χαρούμενης εποχής.
Χαρά, όταν οι τελετές της ταφής
και της Ανάστασής Σου συμπίπτουν
με τα μειλίχια βραδινά, όπου η δροσιά
είναι μυρωμένη, καθώς ανακατωμένη
με το λιβάνι, την αισθάνομαι να μου έρχεται
στο περίσκεπτο πρόσωπο.

Χαίρομαι, χαιρόμουν δηλαδή στο παρελθόν.
Θυμούμαι και δοκιμάζω τη νοσταλγία εκείνη,
εκείνων των καιρών, όταν τα βραδινά,
–με το ιώδες χρώμα, της ανθισμένης γλυσίνας
κάπως, ή της πασχαλιάς που στρώνεται
πάνω στο επιτάφιο κέντημα–
τα έμορφα ανοιξιάτικα βραδινά,
πήγαινα ταχτικά ν’ ακούσω την ακολουθία
των Παθών Σου.
Κι άλλοτε το είπα,
πως δεν πηγαίνω πια στην εκκλησία.
Ψες πήγα.

Περάσαμε απ’ το δροσερό πάρκο,
γεμάτο σκιές που φυλάγουν την αμαρτία.
Ποιαν αμαρτία;
Γιατί να είναι αμαρτία
ο έρωτας των ανθρώπων την άνοιξη;
Αμφιβολία. με σκέψεις διπλές
προχώρησα και μπήκα στην εκκλησία Σου.
Μια εκκλησία καινούρια, άσχημη,
με εικόνες κακοβαμμένες.
Ένας χαμηλός ουρανός, το χρώμα στο ταβάνι,
με τα πολλά άστρα, φτηνό.
Δε σε βοηθούσε το περιβάλλον να συγκεντρωθείς
να λησμονηθείς στην ψαλμωδία
κι αυτή καθόλου κατανυκτική.

Μα εγώ, καθώς προσήλθα,
καθώς μπήκα στην εκκλησία Σου
κι αν τα είδα όλα αυτά, στο τι!
Εκείνο που μ’ άρπαξε σα χέρι βαρύ,
που απλώθηκε απάνω μου,
ήταν η αμαρτία που έκανα,
προσερχόμενος σε Σένα,
με την καρδιά μου κενή από Σένα.
Είναι κενή από Σένα η καρδιά μου;

Δεν ξέρω αν οι αναμνήσεις
μιας εποχής περίπαθης πίστης,
δε μ’ αφήνουν ακόμα εμένα
να χαρώ μόνο αισθητικά τη θρησκεία Σου.

Κύριε του Μυστικού Δείπνου, της Σταύρωσης,
της Μεγάλης κι ένδοξης Ανάστασης,
μέσα μου Σ’ αισθάνομαι
κι ας έχω απομακρυνθεί από Σένα.

Εύκολα δάκρυα μου υγραίνουν τα μάτια.
Πόσην ικανοποίηση μπορεί να μας δώσει
και της αθλιότητάς μας η αναγνώριση,
η ομολογία.

Ομολογία σε ποιον;
Στον ευπροσήγορο εαυτό μας;
Μεγαλώνει η αμαρτία.
Τίνος και με τι λογαριάζεται;
Κάνω να την αποτινάξω
και συλλογίζομαι πως ούτε αυτό
θα ’ταν δύσκολο, όταν έχεις κριτή τον εαυτό σου,
που έχει μαζέψει τόση δικαιολογία,
όσα είναι τα λουλούδια της άνοιξης,
οι καρποί του καλοκαιριού Σου,
που παίρνει το βάρος του φθινοπώρου Σου,
ώσπου να φτάσει ο χειμώνας...

Όμως είναι άνοιξη, άνοιξη απόψε,
ακόμα και για κείνους που γνώρισαν
τους βαρείς σου χειμώνες
κι οι γυναίκες αν κλαίνε τον Άδωνι,
θρηνούν με το πάθος της ερωτικής χαράς
που περιμένουν.

Είν’ η πολλή αγάπη για τη ζωή αμαρτία;
Κύριε, καθώς τόσος υπάρχει ο θάνατος,
που Εσύ τον έχεις για τον άνθρωπό Σου δεχτεί,
πώς θα δεχτούμε εμείς οι εφήμεροι,
δίχως Εσέ, τη φοβερή τιμωρία;
Η δική μου ψυχή που την αισθάνομαι
τόσο πολύ να μου δονεί το σώμα,
που την αισθάνομαι ν’ ανθίζει στο σώμα μου,
για μένα έπαψε να είναι αθάνατη.

Έχω φτάσει την παγερή αδιαφορία
για ό,τι αφορά τα μετά θάνατον.
Έχω παραδεχτεί το κενό, το μηδέν
και με κυριεύει της ζωής το πάθος,
πόσο η ψυχή μου υποφέρει το πολύ πάθος
του σώματος την δυναστεύει
και με κυνηγά του αμαρτήματος η σημασία,
πολύμορφη, δίχως να την καταλαβαίνω
ποια είναι.
Διάχυτη μου μολύνει τα μάτια, την όσφρηση,
την ακοή, τη γέψη και την αφή.
Μήπως τόσο πολύ την αισθάνομαι,
γιατί του βαπτίσματος τη στιγμή δέχτηκα
το δικό Σου άγιο Μύρο κι αυτό με χωρίζει
κι αυτό μου θυμίζει τη που σου οφείλω υποταγή.

Άλλοτε προσερχόμουν
στα καθημαγμένα Σου πόδια κι ευλαβικά,
–ποτέ πιο ψηλά δεν τολμούσα ν’ ατενίσω
προς το πρόσωπό Σου και τη δική σου ανθρώπινη υπόσταση
πνοή τόσο εφήμερη– ευλαβικά έψαυα
με τ’ αμαρτωλά των αισθήσεων χείλη...

Γιατί αμαρτωλά; Πώς τόσο αισθάνομαι
την ανάγκη συγχώρεσης!

Αόριστη συντριβή,
τούτη με συντρίβει η αοριστία,
γιατί δεν γνωρίζω πού ν’ αποθέσω
την αμαρτία μου για να κριθεί.
Μη δεν είναι ανύπαρχτη;
Φαντασία κι εκείνο που λογαριάζεται,
μένει η δύναμη μονάχα κι η αντοχή,
για να λογαριαστεί η ζωή μας.
Γιατί αισθάνομαι έξαφνα τη φθορά
της πλησμονής που με κατέχει,
του δυνατού πόθου που έχω παραδεχτεί,
γιατί δεν μπορεί να βαστάξει η ψυχή μου
την περήφανη ανθρώπινη στάση μου;
Ποια αιώνια στιγμή
έχει απομείνει από Σένα μέσα μου,
Κύριέ μου, και τι μου ζητεί η τυραννισμένη
μορφή Σου, ανθρώπινη;
Όταν Εσύ ήρθες σε μένα τόσο κοντά
κι εγώ φεύγω τώρα
κι έφτασα να μη βλέπω το θάνατό μου
σα συμφορά της ψυχής,
όταν θέλω να συμμαζέψω σε τούτης της γης
την εμορφιά την πάσα μου δύναμη,
όταν η δύναμή μου μ’ αντέχει σκληρά,
τι γυρεύω από Σένα Λόγε;

Της ύπαρξής μου το λόγο
το δέχτηκα λογικά, ακόμα
και την πάσαν ευθύνη.
Όταν μπήκα στην εκκλησιά Σου,
αισθάνθηκα τη μυστική μου φθορά,
ανησυχία βαθιά,
την αγνώριστή μου μετάνοια.

Πηγή:Αντιθέσεις ,1957

Φωτεινή αίσθηση-ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Η αχτή κι ο αργός κυματισμός παρθενικών σωμάτων.

Ο ήλιος, οι νέες σοφές πληγές απ’ τα σκληρά του βέλη,
που ονειρευόταν άπληστα τ’ αργό και κρύο μας αίμα,
κι η άγνωστη μέθη ενός φωτός τρικυμιστού που σπάζει
πάνω απ’ τους ύπνους τους γλαυκούς του ευωδιασμένου
πόντου.

Οι γλάροι: Η οργή τους η λευκή. Ένα κότερο στο βάθος
(με πλαίσιο αβρό κάποιου νησιού το αφηρημένο σχήμα)
που των ιστίων του τις λευκές φιλοδοξίες απλώνει.

Μες στη γλυκιά καταφυγή ενός παράκτιου ανδήρου,
που ζώνει ο πράσινος κισσός κι η γαληνή γλυκίνη,
πλούσια να λούζεις την πικρή και κουρασμένη σκέψη
στο φως που χύνεται μακριά, γαλάζια ευδαιμονία.

Να λύνονται έξαφνα οι χαλκοί που σε κυκλώνουν κρίκοι,
ν’ αφήνεις πια την πορφυρή των μαστιγώσεων ζώνη,
άχνη από μόρια ωμού φωτός, να τρέμει η ισχνή ύπαρξή σου,
καθώς μια εικόνα εξαρτική στο βάθος θα οπαλίζει:
η αχτή, τ’ ωραίο τρικύμισμα των θαλερών σωμάτων
κι ένα πλησίστιο κότερο, που τα νερά ραμφίζει.

Πηγή: stixoi/info

στο δάσος-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ -ΡΟΥΚ

Μέσ’ απ’ τα φύλλα σ’ είδα
μέσ’ απ’ τα νερά σ’ είδα
στο φως των φύλλων
στα φύλλα των νερών
μέσ’ απ’ τα νερά-φεγγάρια
στις λίμνες στους καταρράχτες σ’ είδα
στις λίμνες που φτιάχνει το φως
στους καταρράχτες που κατρακυλάει το φως
το φως γύρ’ απ’ το σώμα σου.
Ερχόσουν προς το άνοιγμα των δέντρων
πατώντας πετώντας
πάνω στις σταλαγματιές
γυαλιστερές θωπείες
στο ανυπόταχτο μαύρο της νύχτας…
Α! η νύχτα αχνίζει πίσω απ’ τους ώμους σου
αχνίζει σε φτερούγες
και λάμπει μυστηριακό ένα τρίγωνο
στο στήθος σου: στόχος εκθαμβωτικός
της ωραιότητας.
Απ’ την πελούζα, τα πολυτρίχια
ως ψηλά στους στεφάνους
των υπέρτατων κλάδων
το άνω διάζωμα της τρέλας
μες στη φύση
τις φωνές των σβολιασμένων νεκρών
την πηγή της πηγής
το αβάσταχτο πουλί της θλίψης
ακούω με τη δική σου τη φωνή
π’ ανεβαίνει από τα βάθη
εκεί που η χολή και η ψυχή
ομόφωνα αρνιούνται να πεθάνουν.
Ό,τι δικό σου παραληρεί
στα σύδεντρα, στις χλοερές αυτοκρατορίες
των ονείρων,
στις περίλαμπρες σιωπές του κισσού
στης φτέρης τις βουβές συγκοπές
στις κρασάτες λιγοθυμιές των φθινοπωρινών φύλλων.
Το νόημά σου αναβλύζει:
ότι καμιά ζωή
δεν είναι πιο δυνατή απ’ τον πόθο
καμιά πράξη πιο τελειωτική
από την ποίηση.
Εκεί που μ’ άγγιξες
εκεί που άνθισα
εκεί που πήγα να πεθάνω
εκεί απ’ όπου σε καλώ
λατρεύοντας τη φύση σου την «άλλη»
εκεί που σταυρώθηκα
εκεί που μαρτύρησα
για τη νεραϊδένια σου τη χάρη
εκεί που ο έρωτας λαφρής
μα με βαρύτατες συνέπειες στα νερά…
Ατίθασε στη νομοτέλεια του πραγματικού
πες μου πως θα σε δω ξανά
στα ξέφωτα να βγαίνεις
με τα λιγνά σου πόδια
τυλιγμένα στις γλυσίνες
με σπέρμα πουλιών
στις ρίζες των μαλλιών σου
εσύ που φέρνεις τον ουρανό
που 'χασα ώρες κοιτώντας απ’ το παράθυρο
τα κοράκια ν’ αλλάζουν κατοικία
εσύ που λες τις λέξεις
σα να 'σαν άγριοι κατηφέδες στις πλαγιές
εσύ που λάμπεις χείλια-λόγος
εσύ, ο υπέρτατος οργανισμός
της ποίησης στο ρέμα.

Πηγή:Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ενάντιος Έρωτας, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα

Ωδή Τέταρτη (απόσπασμα)-ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Κυανό
σκοτεινό σκοτεινότερο
κι από το αίμα παντού αιματώνεις κυανό
με το είδος στο χρώμα του άκρατου οίνου
όψη ευδία θαλασσί θαλασσινό ουρανί ουράνιο
κυανό χίμαιρα του Χριστόδουλου μετά την Πάτμο
όρος σπηλιά εκεί
μανδύας ελληνικός τα φύλλα τρυγούνται
κάτω τους ευημερείς ιοβόλο ω αμέθυστε της γλυσίνας
κυανό βιολί του δρυοκολάπτη τερέτισμα

Κυανό
σκοτεινό σκοτεινότερο
πίσω από το χρυσάφι του μεγάλου μόσχου
στον πεδίον Δίηρα μπροστά και πάλι
στον καλαμιώνα του Τίγρη από την ακροποταμιά
ως τον αιθέρα δήθεν μαβί και ιοβαφές ή σύσκιο
στον μαύρο κύκλο της παπαρούνας και το φτερό
του ιπτάμενου μονάρχη και το φτερό ριπίδιο
της κίσσας ύφασμα πτίλωμα και τάνυσμα ανυμέναιο τότε
που ιριδίζουν τα ποτάμια μελανά
ω χρώμα στρώμα των θαλασσίων ρευμάτων
πέτασμα της θεότητος προσωπίδα

Κυανό σημαίνει σηκώνω νεκρά σώματα
κυανό σημαίνει στρέφω το βλέμμα κυκλοτερώς
κυανό σημαίνει είμαι αδιάβατος
και λέξεις: όχλος όρθιος έκβασις υπερβολή ηγεμόνας
ο ηγεμόνας δε φοράει κυανό ένδυμα πέδιλα κοκκοβαφή δορυφορείται
ο ηγεμόνας δεν κοιτάζει στα βουνά την ώρα τη γαλανή
μονάχα έρχεται μονάχα φεύγει, σάπφειροι στα χέρια του
σκοτεινόν αίμα των άλλων διάθεση βαθυκύανη
τη νύχτα συντεταγμένοι φέρονται
λίθοι σημάδια φανερών οδών αλαλαγμοί ολολυγμοί
ήχοι των φόνων μελανοί και κούφοι
φυλακές που αγρυπνούνε την πυκνότητα του μαύρου
αναπολώντας θερία ανίδωτα το ορεινό λεοντάρι
στίλβει μες στο σκοτάδι η χαίτη του και είναι
το κυανό σκοτεινό σκοτεινότερο

Ξανά η φυγή των ιππέων ο Ανδρόνικος
πριν τον πατέρα του πατέρα του αψηφήσει
η Πόλη μία ένδεια ανοίκεια χρωμάτων
η Αθήνα κατά τον Υμηττό πρώην θυμαρίσια
οι συνοδείες της θάλασσας ακατανόμαστες

Κυανό είναι βάρβαροι της δύσης με μάτια κενά υπερβόρειοι
λαλούνε γλώσσες σκοτεινές όπως τα μάτια ματιά τους
κοιτάζουν πράγματα σκοτεινά ονειρεύονται σαν τον ουρανό ουρανίσκο τους
όπου αστράφτει η πυρά καίγοντας αφανίζονται μόνο
στρατοπεδεύουν άλλοι αναμφίβολα Έλληνες ανθρωπινότεροι

Πηγή: ωδές 1 - 4 ,1991

Και το τραίνο φεύγει … κύκλος-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

Ανακατωσούρα τών διαστάσεων
Βουτιά στο κενό
Τρωγλοδύτης τού πόθου
Ανασεισμός τών εκτάσεων
Αναρυθμός τών εκστάσεων
Αναποταμός τών υποκύψεων
Αναστεναγμός τών επικύψεων
Ανασύσταση τού στοιχειώδους
Επανεπινόηση τού ουσιώδους
Αναπεταμός τού ύστερα
Αναβολή τού αύριο
Ερχόμαστε τώρα στο παρόν
Και ανασαίνουμε βαριά
Γιατί είναι το μόνο που έχουμε
Επικλινείς
Στον γκρεμό τού φόβου
Από τις ύαινες τού φθόνου
Κυνηγημένοι
Για τις επιτυχίες μιας ζωής
Που ξεκίνησε από τη λάμψη
Τού αδαμαντωρυχείου
Και κυλίστηκε στη λάσπη
Τού Πάμισου
Με τους γυρίνους
Και τις μαινίδες
Να στήνουν τρελό χορό
Πάνω στα πατημένα ματόφυλλα
Τών ερώτων,
Εκεί που φυτρώνουν νούφαρα
Και οι γλυσίνες στήνουν τρελό χορό
Πριν συναντήσουν
Τη μουχλιασμένη επιφάνεια τού νερού

Πηγή: Στυλίτης,Αθήνα,2014

Κεκραγάριον-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ

Κύριε εκέκραξα προς σε, ελέησόν με,
του ρύπου την πυκνή γλυσίνα παραμέρισε
και μπες στο γκρεμισμένο της ψυχής μου σπίτι.
Έλα, ως λεπτής ανάσα αύρα, ως κεραυνός,
όπως εσύ καλύτερα γνωρίζεις.
Στ’ άχραντα πόδια σου ακουμπώ, δικό μου μύρο,
τα κεκραγάρια, πνιγμένα σ’ αηδονολαλιές.
Θερμές λιτές, Φως ιλαρό μου, επιλύχνιες
που μακρινήν ελπίδα ανάβουνε – μα που πονούν
την γύμνια μου αναδεικνύοντας και τα έλκη.
Χρόνια αιμόρρους και συγκύπτων στην πικρή
μάνα μου γη ήμουν στραμμένος. Αίφνης, σ’ εγγίζω
μια νύχτα κατανυκτική όπως η αποψινή
και «τις με ήψατο» ν’ ακούσω περιμένω

Πηγή:Ποιήματα, Ενδυμίων,2018

Μεγάλη Παρασκευή-ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΑΧΟΥΡΗΣ

Τα λογικά του έχανε μια μέρα κάθε Άνοιξη

Μπέρδευε τις Πασχαλιές με τις γλυσίνες
τα πελαργόνια νόμιζε πουλιά λουσμένα τριαντάφυλλο
ρώταγε πώς ονομάζεται το ανθισμένο κίτρινο
πού έσταζε στα μαλλιά των κοριτσιών και στα εικονίσματα
αν με το «Δόξα σοι» μερώνουν τα θεριά στα πόδια μας

Παρασκευή της Άνοιξης, που γίνονταν Μεγάλη

γιατί απ’ το πρωί στην αγκαλιά τής έφερνε
μπλε γελαστό, ευτυχισμένο κόκκινο και μωβ βαθύ
στους ώμους Επιτάφιο την πήγαινε το βράδυ
ανάβοντας τόσα κεριά ποτάμι φως στη γη
που έμοιαζε πάνω του να πλέει καράβι το σκοτάδι

Γύριζε, αλλοπαρμένος ξένος, τότε, προς το μέρος μας

προφήτης νηπτικός, με αγριεμένο μάτι, εξηγούσε:
Από ένα χρόνο ολόκληρο αυτήν τη μέρα διάλεξα
όλες τις άλλες ζω για να την περιμένω.
Σμίγω μαζί της καίγομαι. Την αγαπώ.
Ποτέ δε θα το μάθει.

Πηγή: stixoi/info

Ποιητές όλοι -ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΡΑΤΕΙΝΟΣ

Αγριολούλουδα στα λιβάδια
πικροδάφνες στην εθνική
ροδαριά ακλάδευτη στο πάρκο
γλυσίνες στο μαντρότοιχο
βουκαμβίλιες αναρριχώμενες
κολεοί στις γλάστρες
γιασεμιά, γεράνια αφρόντιστα
κάκτος μοναχικός
ποιητές όλοι
φωνές που ανθίζουν

Πηγή: Περιοδικό Σείστρο,28-3-2021

Τροφή Αγάπης-ΚΑΡΟΛΙΝ ΚΑΪΖΕΡ

Το φαγητό είν’ άγγιγμα φτασμένο στ’ άκρα.

Σάμουελ Μπάτλερ II

Θα σε δολοφονήσω με αγάπη·
Θα σε πνίξω με αγκαλιές·
Θα σ’ αγκαλιάσω, κοκκαλάκι κοκκαλάκι,
Μέχρι να σε πεθάνω εντελώς.
Μετά θα φάω το λαχταριστό μεδούλι σου για βραδινό.

Θα γίνεις η προσωπική Σαχάρα μου·
Θα λιάζομαι εντός σου, μετά σε μία ρουφηξιά
Θ’ αποστραγγίξω ό,τι απέμεινε απ’ τη γλυφή πηγή σου.
Με τη γυναικεία μου λεπίδα θα σκαλίσω τ’ όνομά μου
Στην πιο φιλόδοξή σου φοινικιά
Πριν να την πελεκήσω.
Μετά θα εισπνεύσω πλήρως την εσχάτη όασή σου.

Αλλά στην τέλεια έρημο που θα ’σαι
Θα δεις ν’ απλώνομαι, από ορίζοντα σ’ ορίζοντα,
Πολυτελής αντικατοπτρισμός!
Μπαλκόνια με γλυσίνα που σταλάζουν σικλαμέν.
Οράματα φλεγόμενα με κρύσταλλο, δεμένο σε χρυσό.

Έτσι θα προσκαλέσεις κάθε ξερό κόκκο της άμμου
Και προς το μέρος μου θα ’ρθεις με θίνες κυματοειδείς
Μέχρι να φτάσεις το αιφνίδιο κυανό:
Μια Μεσόγειος να χαϊδέψει τις σκονισμένες σου ακτές·
Βλάστηση πεισματάρα, έρπουσα ενδοχώρα, γρήγορα ξαναγδύνει
Τους χερσότοπούς σου· παχύφυτα φυτρώνουνε παντού
Ζωή εκπλήσσουσα! Κι εγώ θα είμαι αυτό το πράσινο.

Όταν ανθίσεις, ποτισμένος και χορτάτος,
Με βλαστούς που θα τυλίξουν πέργκολα, θόλο κι οροφή
Μέχρι να γίνεις ο αναστημένος ανθηρός αγρός,
Θα σε καταβροχθίσω, φυσική τροφή μου,
Οικοδεσπότη μου, δείπνε μου μυστικέ πάνω στη γη
Κι εσύ θ’ αρχίσεις πάλι να πεθαίνεις.

Πηγή: https://www.intellectum.org

 

'Ερευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr